Η πιο δραματική αλλαγή αφηγήματος στην σύγχρονη ιστορία
Εδώ ήταν που οι αντιλήψεις άλλαξαν δραματικά. Το κράτος δεν ήταν αυτό που νομίζαμε. Είναι κάτι άλλο. Δεν εξυπηρετεί τον λαό. Εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα.
Ετικέτες: Κράτος, Κορωνοϊός
Άρθρο του ιδρυτή του Brownstone Institute, Jeffrey Tucker, δημοσιευμένο στις 8/2/2025. Χρόνος ανάγνωσης 10’.
H πιο δραματική αλλαγή αφηγήματος σε αυτήν την περίοδο μετά το lockdown ήταν η ανατροπή στις αντιλήψεις περί της ίδιας της κυβέρνησης. Για δεκαετίες, ακόμη και αιώνες, η κυβέρνηση θεωρείτο το βασικό προπύργιο για την υπεράσπιση των φτωχών, για την ενδυνάμωση των περιθωριοποιημένων, για την πραγμάτωση της δικαιοσύνης, ακόμη και για τον αγωνιστικό χώρο στο εμπόριο και για την εγγύηση των δικαιωμάτων σε όλους.
Η κυβέρνηση ήταν ο σοφός διαχειριστής, περιορίζοντας την περίσσεια του λαϊκιστικού ενθουσιασμού, αμβλύνοντας τον αντίκτυπο της άγριας δυναμικής της αγοράς, εγγυώμενη την ασφάλεια των προϊόντων, διαλύοντας τους επικίνδυνους θύλακες συσσώρευσης πλούτου και προστατεύοντας τα δικαιώματα των μειονοτικών πληθυσμών. Αυτό ήταν το ήθος και η αντίληψη περί κυβέρνησης.
Η ίδια η φορολογία πλασαρίστηκε στον πληθυσμό για αιώνες σαν το τίμημα που πληρώνουμε για τον πολιτισμό, ένα σύνθημα χαραγμένο σε μάρμαρο στα κεντρικά γραφεία της IRS (εφορία) στην Ουάσιγκτον, και αποδίδεται στον Oliver Wendell Holmes Jr., ο οποίος το είπε αυτό το 1904, δέκα χρόνια πριν καν ο φόρος εισοδήματος να καταστεί νόμιμος στις ΗΠΑ.
Αυτός ο ισχυρισμός δεν αφορούσε απλώς μια μέθοδο χρηματοδότησης. Ήταν ένα σχόλιο για την αξία ολόκληρου του δημόσιου τομέα.
Ναι, αυτή η άποψη είχε αμφισβητίες στα δεξιά και στα αριστερά, αλλά οι ριζοσπαστικές τους κριτικές σπάνια κατέκτησαν την σκέψη του πληθυσμού με κάποια διάρκεια.
Ένα περίεργο πράγμα συνέβη το 2020.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις, σε όλα τα επίπεδα και σε όλο τον κόσμο, στράφηκαν εναντίον των λαών τους. Ήταν ένα σοκ, γιατί οι κυβερνήσεις δεν είχαν επιχειρήσει ποτέ κάτι τόσο θρασύ. Ισχυρίστηκαν ότι ασκούσαν κυριαρχία σε ολόκληρο το μικροβιακό βασίλειο, σε όλο τον πλανήτη. Σκόπευαν να αποδείξουν αυτή την απίθανη αποστολή ως έγκυρη, κυκλοφορώντας ένα μαγικό φίλτρο που φτιάχτηκε και διανεμήθηκε σε συνεργασία με τους βιομηχανικούς εταίρους τους, στους οποίους παρασχέθηκε πλήρης νομική ασυλία έναντι αξιώσεων αποζημίωσης.
Περιττό να πούμε ότι το φίλτρο δεν λειτούργησε. Όλοι κόλλησαν Covid, ούτως ή άλλως. Σχεδόν όλοι το ξεπέρασαν. Όσοι πέθαιναν συχνά τους είχαν απαγορεύσει τις κοινές θεραπείες, για να ανοίξουν τον δρόμο για μια ένεση η οποία σημείωσε το υψηλότερο ποσοστό τραυματισμών και θανάτων στο δημόσιο ιστορικό. Θα ήταν δύσκολο να επινοηθεί ένα χειρότερο φιάσκο - οπουδήποτε πέρα από τη δυστοπική μυθοπλασία.
Σε αυτή τη μεγάλη σταυροφορία συμμετείχαν όλοι οι υψηλά ιστάμενοι. Σε αυτούς πρέπει να συμπεριλάβουμε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον πανεπιστημιακό χώρο, την ιατρική βιομηχανία, τα συστήματα πληροφοριών και την ίδια την επιστήμη. Εξάλλου, η ίδια η έννοια της «δημόσιας υγείας» συνεπάγεται μια προσπάθεια «ολόκληρης της κυβέρνησης» και «ολόκληρης της κοινωνίας». Πράγματι, η επιστήμη –με την υψηλή της θέση που έχει κερδίσει χάρη σε πολλούς αιώνες επιτευγμάτων– πρωτοστάτησε.
Οι πολιτικοί –οι άνθρωποι υπέρ των οποίων ψηφίζει ο πληθυσμός και που αποτελούν τον μοναδικό πραγματικό σύνδεσμο που έχει ο λαός με τα καθεστώτα υπό τα οποία ζει– συνέπλευσαν, αλλά δεν φαινόταν να βρίσκονται εκείνοι στη θέση του οδηγού. Ούτε τα δικαστήρια φάνηκε να έχουν μεγάλο ρόλο. Έκλεισαν μαζί με τις μικρές επιχειρήσεις, τα σχολεία και τους οίκους λατρείας.
Οι ελεγκτικές δυνάμεις κάθε έθνους εντοπίζονταν σε κάτι άλλο, που δεν θεωρούσαμε κανονικά ως κυβέρνηση. Ήταν οι διαχειριστές που στελέχωναν τις υπηρεσίες που είχαν κριθεί ανεξάρτητες από τον έλεγχο ή την επίγνωση του κοινού. Συνεργάστηκαν στενά με τους βιομηχανικούς εταίρους τους στον τομέα της τεχνολογίας, της φαρμακευτικής, των τραπεζών και των εταιρειών εν γένει.
Το Σύνταγμα δεν είχε σημασία. Ούτε η μακρά παράδοση των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και του δικαίου. Το εργατικό δυναμικό χωρίστηκε σε απαραίτητο και μη απαραίτητο, προκειμένου να επιβιώσει από τη μεγάλη έκτακτη ανάγκη. Οι απαραίτητοι άνθρωποι ήταν η άρχουσα τάξη συν οι εργαζόμενοι που τους υπηρετούν. Όλοι οι άλλοι θεωρήθηκαν μη απαραίτητοι για την λειτουργία της κοινωνίας.
Υποτίθεται ότι ήταν για την υγεία μας –η κυβέρνηση απλώς μας φρόντιζε– αλλά αυτός ο ισχυρισμός έχασε γρήγορα την αξιοπιστία του, καθώς η ψυχική και σωματική υγεία επιδεινώθηκε κατακόρυφα. H αίσθηση της κοινότητας αντικαταστάθηκε από μια απελπισμένη μοναξιά. Αγαπημένα πρόσωπα χωρίστηκαν δια της βίας. Οι ηλικιωμένοι πέθαιναν μόνοι τους, με ψηφιακές κηδείες. Οι γάμοι και η θρησκευτική λατρεία ακυρώθηκαν. Τα γυμναστήρια έκλεισαν και μετά άνοιξαν αργότερα μόνο για τους μασκοφόρους και τους εμβολιασμένους. Οι τέχνες πέθαναν. Η κατάχρηση ουσιών εκτοξεύθηκε στα ύψη γιατί, ενώ όλα τα άλλα ήταν κλειστά, τα ποτοπωλεία και τα καταστήματα πώλησης νόμιμης μαριχουάνας ήταν ανοιχτά για δουλίτσα.
Εδώ ήταν που οι αντιλήψεις άλλαξαν δραματικά. Η κυβέρνηση δεν ήταν αυτό που νομίζαμε. Είναι κάτι άλλο. Δεν εξυπηρετεί τον λαό. Εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα. Αυτά τα συμφέροντα είναι βαθιά συνυφασμένα με τον ιστό της βιομηχανίας και της κοινωνίας των πολιτών. Οι κρατικές υπηρεσίες έχουν τεθεί υπό ομηρεία. Η γαλαντομία ρέει κυρίως προς τους έχοντες καλές διασυνδέσεις.
Οι λογαριασμοί πληρώνονται από τους ανθρώπους που είχαν κριθεί μη απαραίτητοι και που τώρα αποζημιωνόταν για τα προβλήματα με άμεσες καταβολές χρημάτων που δημιουργούσε το νομισματοκοπείο. Μέσα σε ένα χρόνο, αυτή η διαδικασία αποκαλύφθηκε με τη μορφή του πληθωρισμού, που μείωσε δραματικά το πραγματικό εισόδημα κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης.
Αυτό το τεράστιο πείραμα φαρμακολογικού σχεδιασμού κατέληξε να ανατρέψει το αφήγημα που κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τις δημόσιες υποθέσεις κατά την διάρκεια της ζωής όλων μας. Η φρικτή πραγματικότητα μεταδιδόταν σε ολόκληρο τον πληθυσμό με τρόπους που κανείς δεν είχε βιώσει ποτέ πριν. Αιώνες φιλοσοφίας και ρητορικής τεμαχίζονταν μπροστά στα μάτια μας, καθώς ολόκληροι πληθυσμοί έρχονταν αντιμέτωποι με το αδιανόητο: η κυβέρνηση είχε γίνει μια μεγάλη απάτη ή ακόμα και μια εγκληματική συμμορία, ένας μηχανισμός που εξυπηρετούσε μόνο τα σχέδια και τους θεσμούς της ελίτ.
Όπως αποδεικνύεται, ολόκληρες γενιές ιδεολογικής φιλοσοφίας κυνηγούσαν φανταστικούς λαγούς. Αυτό ισχύει για όλες τις βασικές διαφωνίες για τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, αλλά και για τις παράπλευρες διαφωνίες για τη θρησκεία, τα δημογραφικά στοιχεία, την κλιματική αλλαγή και πολλά άλλα. Σχεδόν όλοι είχαν αποσπαστεί από το να κοιτάζουν τα πράγματα που είχαν σημασία, κυνηγώντας πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είχαν σημασία.
Αυτή η συνειδητοποίηση ξεπέρασε τα τυπικά κομματικά και ιδεολογικά όρια. Όσοι δεν τους άρεσε να σκέφτονται θέματα ταξικής σύγκρουσης έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους τρόπους με τους οποίους ολόκληρο το σύστημα υπηρετούσε μια τάξη σε βάρος όλων των άλλων. Οι χειροκροτητές της κυβερνητικής ευεργεσίας αντιμετώπισαν το αδιανόητο: η μονάκριβή τους αγάπη είχε γίνει μοχθηρή. Οι υπερασπιστές του ιδιωτικού επιχειρείν έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους τρόπους με τους οποίους κάποιες ιδιωτικές εταιρείες συμμετείχαν και επωφελήθηκαν από το όλο φιάσκο. Συμμετείχαν όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα και οι δημοσιογραφικοί υποστηρικτές τους.
Οι ιδεολογικές προτεραιότητες κανενός δεν επιβεβαιώθηκαν στην πορεία των γεγονότων και όλοι αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος λειτουργούσε με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτό που μας είχαν πει. Οι περισσότερες κυβερνήσεις στον κόσμο είχαν καταλήξει να ελέγχονται από ανθρώπους που δεν είχαν εκλεγεί και αυτές οι εκτελεστικές δυνάμεις ήταν πιστές όχι στους ψηφοφόρους, αλλά στα βιομηχανικά συμφέροντα, στα μέσα ενημέρωσης και στις φαρμακευτικές, ενώ οι διανοούμενοι -που εμπιστευόμασταν εδώ και καιρό ότι λένε την αλήθεια- συμπορεύτηκαν ακόμη και με τους πιο τρελούς ισχυρισμούς, ενώ παράλληλα καταδίκαζαν την διαφωνία.
Δείτε σχετικά το άρθρο του Jeffrey Tucker: Η ανατριχιαστική σιωπή του «πνευματικού κόσμου» για την κορωνο-τυραννία
Κάνοντας τα πράγματα πιο μπερδεμένα, κανένας υπεύθυνος για αυτήν την καταστροφή δεν παραδεχόταν το λάθος του, ούτε εξηγούσε, έστω, το σκεπτικό του. Οι καυτές ερωτήσεις ήταν -και είναι- τόσο πολλές, που είναι αδύνατο να τις απαριθμήσει κανείς πλήρως. Στις ΗΠΑ, υποτίθεται ότι θα σχηματιζόταν μια επιτροπή για τον κορωνοϊό, αλλά δεν δημιουργήθηκε ποτέ. Γιατί; Επειδή οι επικριτές ξεπέρασαν κατά πολύ τους υπέρμαχους της δημιουργίας της και μια δημόσια επιτροπή θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνη.
Θα μπορούσε να διαρρεύσει υπερβολικά πολλή αλήθεια, και μετά τι θα γινόταν; Πίσω από το σκεπτικό της δημόσιας υγείας για την καταστροφή, κρυβόταν ένα χέρι: τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας που είχαν τις ρίζες τους στη βιομηχανία βιολογικών όπλων, η οποία ζούσε εδώ και πολύ καιρό κάτω από την κάλυψη του απόρρητου. Εδώ είναι πιθανό να οφείλεται το περίεργο ταμπού σχετικά με το όλο θέμα. Όσοι ξέρουν δεν μπορούν να μιλήσουν, ενώ εμείς οι υπόλοιποι που το ερευνούμε εδώ και χρόνια έχουμε περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις.
Ενώ περιμένουμε μια πλήρη καταγραφή του πώς συντρίφθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες παγκοσμίως – αυτό που ο Javier Milei αποκάλεσε «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» – δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την πραγματικότητα επί του πεδίου. Ήταν βέβαιο ότι θα επακολουθούσε μια αντίδραση, η αγριότητα της οποίας αναπόφευκτα θα ενισχυόταν, όσο περισσότερο καθυστερούσε η δικαιοσύνη.
Για αρκετά χρόνια, ο κόσμος περίμενε τις πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και πνευματικές συνέπειες, ενώ οι δράστες συνέχιζαν να ελπίζουν ότι το όλο θέμα απλώς θα εξαφανιζόταν. Ξεχάστε τον κορωνοϊό, μας έλεγαν συνέχεια, και όμως το τεράστιο μέγεθος και η κλίμακα της καταστροφής δεν εξαφανίστηκαν.
Τώρα ζούμε εν μέσω αυτής της αντίδρασης, μ΄ έναν καταιγισμό αποκαλύψεων για το πού πήγαν τα χρήματα και ποιος ακριβώς εμπλέκεται. Πολλά τρισεκατομμύρια σπαταλήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων έκανε μια βουτιά προς τα κάτω, και τώρα το κορυφαίο από τα φλέγοντα ερωτήματα είναι: Ποιος πήρε τα χρήματα; Καριέρες καταστρέφονται καθώς διάσημοι σταυροφόροι κατά των εταιριεών, όπως ο (σοσιαλιστής) Μπέρνι Σάντερς, αποδεικνύεται ότι είναι οι μεγαλύτεροι επωφελούμενοι της φαρμακευτικής γενναιοδωρίας στην Γερουσία των ΗΠΑ, εκτεθειμένοι στον κόσμο.
Η ιστορία του Σάντερς είναι μόνο μια περίπτωση ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Τα νέα για τον τεράστιο αριθμό από κλίκες ξεχύνονται σαν χιονοστιβάδα λεπτό προς λεπτό. Οι εφημερίδες που πιστεύαμε ότι εξιστορούσαν τη δημόσια ζωή αποδείχτηκαν ότι τα έπαιρναν. Οι ελεγκτές των γεγονότων (fact checkers) δούλευαν πάντα για την μαφία. Οι λογοκριτές προστάτευαν μόνο τον εαυτό τους. Οι επιθεωρητές που πιστεύαμε ότι βρίσκονταν σε επιφυλακή ήταν πάντα μέρος του παιχνιδιού. Τα δικαστήρια που υποτίθεται πως παρακολουθούσαν τις καταχρήσεις της κυβέρνησης την διευκόλυναν. Οι γραφειοκρατίες που επιφορτίζονταν για την εφαρμογή της νομοθεσίας ήταν οι ίδιες ανεξέλεγκτα και μη εκλεγμένα νομοθετικά σώματα.
Η αλλαγή του κλίματος απεικονίζεται ωραιότατα από την USAID, μια υπηρεσία 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ισχυριζόταν ότι έκανε ανθρωπιστικό έργο, αλλά ήταν στην πραγματικότητα ένα κρυφό ταμείο για την ανατροπή καθεστώτων, για επιχειρήσεις του βαθέως κράτους, για λογοκρισία και για σπορά ΜΚΟ, σε μια κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί. Τώρα έχουμε τις αποδείξεις. Ολόκληρη η υπηρεσία, που διαφέντευε όλο τον κόσμο σαν ένας ανεξέλεγκτος κολοσσός για δεκαετίες, φαίνεται να έχει πάρει την άγουσα για την χωματερή.
Και το πράγμα πάει λέγοντας.
Σε όλα τα σχόλια για την εποχή μας συχνά παραβλέπεται ότι η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ είναι Ρεπουμπλικανική μόνο κατ' όνομα, αλλά αποτελείται κυρίως από αυτομολήσαντες από το άλλο κόμμα. Σημειώστε τα ονόματα (Τραμπ, Βανς, Μασκ, Κένεντι, Γκάμπαρντ και ούτω καθεξής) και θα βρείτε άτομα που μόλις πριν από λίγα χρόνια συνδέονταν με το Δημοκρατικό Κόμμα.
Που σημαίνει ότι αυτό το επιθετικό ξερίζωμα του βαθέως κράτους επιτυγχάνεται χάρη σε ένα de facto τρίτο κόμμα, που στοχεύει στην ανατροπή των θεσμών του κατεστημένου. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις ΗΠΑ: η ίδια δυναμική διαμορφώνεται σε όλο τον βιομηχανοποιημένο κόσμο.
Ολόκληρο το σύστημα διακυβέρνησης –το οποίο σωστά εκλαμβάνεται όχι σαν ένας δημοκρατικά εκλεγμένος εκφραστής των συμφερόντων των λαών, αλλά ως ένα περίπλοκο και μη εκλεγμένο δίκτυο ανεξιχνίαστων βιομηχανικών μαφιών με μια άρχουσα τάξη στο τιμόνι– φαίνεται να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας.
Είναι σαν τα παλιά επεισόδια του Scooby-Doo, όταν το τρομακτικό ή μυστηριώδες φάντασμα βγάζει τη μάσκα του και από κάτω αποκαλύπτεται ότι ήταν εξ αρχής ο δήμαρχος της πόλης, ο οποίος στη συνέχεια δηλώνει ότι θα είχε γλιτώσει ατιμώρητος, αν δεν υπήρχαν εκείνα τα παιδιά που χώνουν την μύτη τους παντού.
Τα «παιδιά που χώνουν την μύτη τους παντού» περιλαμβάνουν τώρα τεράστια τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού, που φλέγονται από μια παθιασμένη επιθυμία να καθαρίσουν τον δημόσιο τομέα, να αποκαλύψουν τις βιομηχανικές απάτες, να ξεθάψουν όλα τα μυστικά που προστατεύονταν για δεκαετίες, να επαναφέρουν την εξουσία στα χέρια του λαού, όπως υποσχέθηκε η φιλελεύθερη εποχή πριν από πολύ καιρό, ενώ αναζητούν παράλληλα δικαιοσύνη για όλα τα αδικήματα των τελευταίων πέντε ετών.
Η επιχείρηση Covid ήταν μια θρασεία παγκόσμια προσπάθεια να επιστρατευτεί όλη η εξουσία του κράτους – προς όλες τις κατευθύνσεις από, και προς, τις οποίες έρεε – στην υπηρεσία ενός στόχου που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ στην ιστορία. Το να λέμε ότι απέτυχε είναι η πιο ήπια εκτίμηση του αιώνα. Αυτό που έκανε ήταν να εξαπολύσει πυρκαγιές οργής σε όλο τον κόσμο και ολόκληρα κατεστημένα συστήματα βρίσκονται σε μια διαδικασία οριστικής κατεδάφισής τους.
Πόσο βαθιά είναι η διαφθορά; Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω το εύρος και το βάθος της.
Ποιος θλίβεται για όλα αυτά; Είναι τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης, το πανεπιστημιακό κατεστημένο, το εταιρικό κατεστημένο, οι κατεστημένοι φορείς του δημόσιου τομέα, όλα τα κατεστημένα. Και αυτή η θλίψη δεν γνωρίζει κομματικά ή ιδεολογικά όρια.
Και ποιος γιορτάζει για όλα αυτά ή, έστω, απολαμβάνει την ανατροπή και την επευφημεί; Είναι τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τα γνήσια λαϊκά ρεύματα, οι «αξιοθρήνητοι» (σ.σ. κατά Χίλαρυ Κλίντον ή «ψεκασμένοι» κατά Κυριάκο Μητσοτάκη), οι μη απαραίτητοι (την περίοδο των λοκντάουν), οι λεηλατημένοι και οι καταπιεσμένοι, οι εργάτες και οι αγρότες που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν τις ελίτ για χρόνια, εκείνοι που έχουν πραγματικά περιθωριοποιηθεί μέσα από δεκαετίες αποκλεισμού από τη δημόσια ζωή.
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πού θα καταλήξει αυτό –και καμία επανάσταση ή αντεπανάσταση στην ιστορία δεν είναι χωρίς κόστος ή περιπλοκές– όμως η αλήθεια είναι αυτή: η δημόσια ζωή δεν θα είναι ποτέ η ίδια για τις επόμενες γενιές.
Δείτε επίσης:
Ο Jeffrey Tucker είναι ιδρυτής, συγγραφέας και πρόεδρος στο Brownstone Institute. Είναι επίσης Senior Economics Columnist για την Epoch Times, συγγραφέας 10 βιβλίων, συμπεριλαμβανομένου του Life After Lockdown , και πολλών χιλιάδων άρθρων στον επιστημονικό και καθημερινό τύπο. Μιλάει ευρέως για θέματα οικονομίας, τεχνολογίας, κοινωνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού.