Η προδοσία των δυτικών κοινωνιών από την άρχουσα ελίτ
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχει καταστήσει σαφές ότι οι δυτικές ελίτ δεν ηγούνται με φυσικό τρόπο, αλλά, αντίθετα, θέλουν να επιβάλουν έναν τρόπο ζωής τον οποίο εμείς οι υπόλοιποι δεν επιθυμούμε
Άρθρο του Finn Andreen, δημοσιευμένο στις 17/2/2024 από το Mises Institute.
Η άρχουσα ελίτ της δύσης έχει αποκτήσει ολιγαρχικό χαρακτήρα. Η πολιτική και οικονομική επιρροή της είναι δυσανάλογη και επιζήμια για την κοινωνία. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να κάνουμε μια ανασκόπηση της ιστορικής της εξέλιξης και να εκτεθούν οι τρέχοντες στόχοι της.
Αρχικά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι φυσικό και απαραίτητο η κοινωνία να έχει μια ελίτ. Ο Murray Rothbard έγραψε για το ιδεώδες των «φυσικών αριστοκρατών» που «ζουν σε ελευθερία και αρμονία με τους συνανθρώπους τους και αναπτύσσονται ασκώντας την ατομικότητά τους και τις υψηλότερες ικανότητές τους στην υπηρεσία των συνανθρώπων τους, είτε μέσα από έναν οργανισμό, είτε παράγοντας [προϊόντα κι υπηρεσίες] με αποτελεσματικό τρόπο για τους καταναλωτές.»
Μια ελεύθερη κοινωνία χρειάζεται τέτοιους «φυσικούς αριστοκράτες» γιατί αυτοί είναι οι κύριοι καθοδηγητές και εμπνευστές της. Οι μεγάλες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται γενικά από εκείνους που διαθέτουν διορατικότητα και κίνητρα, πρόθυμοι να κάνουν περισσότερες θυσίες και να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους από τον μέσο άνθρωπο. Όλη η κοινωνία επωφελείται έμμεσα από τις πρωτοβουλίες αυτών των ανθρώπων.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι καθαυτό η ύπαρξη μιας ελίτ, αλλά το γεγονός ότι αυτή δεν αποτελείται πλέον κυρίως από «φυσικούς αριστοκράτες». Σήμερα αποτελείται από αυτό που ο Rothbard αποκάλεσε «τεχνητούς αριστοκράτες»—«αυτούς που κυβερνούν μέσω καταναγκασμού», δηλαδή με τη βοήθεια του κράτους. Οι «μακιαβελικοί» στοχαστές ήταν οι πρώτοι που περιέγραψαν αυτή την ολιγαρχική ελίτ με συστηματικό τρόπο. Αναφέρθηκαν στην «οργανωμένη και κυρίαρχη μειοψηφία», σε αντίθεση με την αποδιοργανωμένη και ελεγχόμενη πλειοψηφία.
Όπως έγραψε o Gaetano Mosca στο έργο του «Η άρχουσα τάξη», «η πολιτική εξουσία ποτέ δεν θεμελιώθηκε και ποτέ δεν θα θεμελιωθεί στη ρητή συναίνεση των πλειοψηφιών. Πάντα ασκείτο και θα ασκείται από οργανωμένες μειοψηφίες, οι οποίες είχαν, και θα έχουν, τα μέσα, ανάλογα με τις εποχές, να επιβάλλουν την υπεροχή τους στα πλήθη».
Πράγματι, όταν γίνεται ολιγαρχική, η κυρίαρχη μειοψηφία χρησιμοποιεί τον καταναγκασμό για να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις, ακόμη και τις κοινωνικές αξίες, για τα δικά της οικονομικά και ιδεολογικά συμφέροντα. Ωστόσο, δεν είναι παντοδύναμη και παντογνώστης. Η ισχύς της δεν αναπτύσσεται ποτέ πλήρως και δεν ασκεί πάντοτε πολύ επιδέξια την επιρροή της.
Όπως και αλλού, οι δυτικές κοινωνίες είχαν πάντα «οργανωμένες μειοψηφίες», ωστόσο αυτές έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου. Η πολιτική ισχύς της τωρινής ελίτ αυξάνεται συνεχώς, μαζί με την επέκταση του κράτους και την παρεοκρατία που το κράτος διευκολύνει. Για να παραθέσω ξανά τον Mosca, «στον βαθμό που το κράτος απορροφά και διανέμει ένα μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου πλούτου, οι ηγέτες της άρχουσας τάξης έχουν περισσότερα μέσα αυθαίρετης επιρροής στους υφισταμένους τους και διαφεύγουν πιο εύκολα από τον έλεγχο οποιουδήποτε».
Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι η εισαγωγή της «δημοκρατίας» μείωσε την επιρροή αυτής της κυρίαρχης μειονότητας στην κοινωνία, γιατί αυτό το πολιτικό σύστημα συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια σημαντική ανάπτυξη της κρατικής εξουσίας. Πράγματι, ακόμη και σε μια «φιλελεύθερη δημοκρατία», η ανοργάνωτη και γενικά ανενημέρωτη πλειοψηφία δεν έχει ουσιαστικά καμία επιρροή, για παράδειγμα, στην εξωτερική και νομισματική πολιτική των κυβερνήσεών της.
Τρεις φάσεις ανάπτυξης
Είναι δυνατό να εντοπιστούν τρεις φάσεις στην εξέλιξη της κυρίαρχης μειοψηφίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αυτή η μειοψηφία ήταν αρκετά κοντά στην ιδανική φυσική ελίτ που περιγράφηκε πιο πάνω. Ελλείψει ισχυρών κρατών και υπερεθνικών θεσμών, οι κυρίαρχες μειοψηφίες (σε πληθυντικό αριθμό) ήταν επομένως στην αρχή περισσότερο εθνικές παρά διεθνείς στην προοπτική τους, αναζητούσαν την οικονομική και όχι την πολιτική ισχύ, και ήταν περισσότερο βιομηχανικές παρά χρηματοοικονομικές. Στη Γαλλία, ο Κόμης de Saint-Simon έγραψε για τους «βιομήχανους», τους οποίους περιέγραψε σε μια ανοιχτή επιστολή προς τον βασιλιά Λουδοβίκο XVIII ως «τους φυσικούς και μόνιμους ηγέτες του λαού».
Αυτές οι μειοψηφίες, φυσικά, πάντα σκέφτονταν πρώτα τα δικά τους συμφέροντα (παρ’ ό,τι ήταν και φιλάνθρωποι). Ωστόσο, οι επενδύσεις αυτών των κυρίαρχων μειοψηφιών συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της ευημερίας που απολάμβανε η Δύση κατά τον «μακρό» 19ο αιώνα.
Η σχέση τους με την υπόλοιπη κοινωνία ήταν επομένως μάλλον συμβιωτική, παρά τις υπαρκτές εντάσεις που σχετίζονταν με τις κοινωνικές συνθήκες της πρώιμης εκβιομηχάνισης. Για παράδειγμα, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτές οι κυρίαρχες μειοψηφίες ήταν αφοσιωμένες στον αποπληθωρισμό και το ελεύθερο εμπόριο και διατηρούσαν ένα ορισμένο επίπεδο νομισματικού ελέγχου μέσω του κανόνα του χρυσού.
Δείτε σχετικά: «Αποπληθωρισμός: καλός για καταναλωτές & παραγωγούς, κακός για τις σπάταλες κυβερνήσεις. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;»
Η σύγχρονη κυρίαρχη μειοψηφία στη συνέχεια εδραιώθηκε, με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω από την αυξανόμενη -και ολοένα και πιο πολιτική- ισχύ των «διεθνών τραπεζιτών» και των διευρυμένων οικογενειών τους. Ο ιστορικός Carroll Quigley τους περιέγραψε -τους Rothschild, τους Morgans, τους Rockefellers και τους υπόλοιπους- ως εξής:
«Αυτές οι τραπεζιτικές οικογένειες παρέμειναν διαφορετικές από τους απλούς τραπεζίτες με διακριτούς τρόπους: ήταν κοσμοπολίτικες και διεθνείς, ήταν κοντά στις κυβερνήσεις και ασχολούνταν ιδιαίτερα με ζητήματα κρατικών χρεών […] ήταν σχεδόν εξίσου αφοσιωμένες στη μυστικότητα και στη κρυφή χρήση της οικονομικής επιρροής στην πολιτική ζωή.»
Σε αυτή τη δεύτερη φάση αναδύεται η δυτική κυρίαρχη μειοψηφία, διεθνής, πολιτικοποιημένη και κυρίως οικονομικά προσανατολισμένη. Αυτή η περιγραφή του πυρήνα της δυτικής άρχουσας μειοψηφίας εξακολουθεί να είναι η ίδια σήμερα, παρά τις σημαντικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τον τελευταίο μισό αιώνα. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, φυσικά, πρέπει να συνυπολογιστούν οι πολιτικοί ηγέτες κι οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, καθώς και οι εκδότες και συντάκτες των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και οι ηγέτες πολλών δυτικών πολυεθνικών εταιρειών.
Όπως αναφέρθηκε, αυτή η πολιτικοποίηση της κυρίαρχης μειοψηφίας συνδέεται στενά με την ταχεία διεύρυνση του ρόλου του κράτους στην κοινωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα, που πρώτα αύξησε τον έλεγχό του στην παραγωγή (κρατικός έλεγχος σε βασικές βιομηχανίες), μετά στο χρήμα (εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού), στη συνέχεια στην υπερκατανάλωση (εισαγωγή ελέγχων των τιμών). Όπως έγραψε ο Albert Jay Nock , «Είναι πιο εύκολο να αρπάζεις τον πλούτο (από τους παραγωγούς) παρά να τον παράγεις. Και όσο το κράτος καθιστά την κατάσχεση του πλούτου ζήτημα νομιμοποιημένου προνομίου, τόσο θα συνεχίζεται ο καυγάς για αυτό το προνόμιο».
Φάση 3: Μεσσιανικός και κακόβουλος διεθνισμός
Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο του κεϋνσιανισμού, ο νομισματικός πληθωρισμός - αυτή η τεχνητή μάστιγα για την πλειοψηφία των ανθρώπων - έγινε σημαντικό εργαλείο για τον πλουτισμό των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων. Με την χρηματιστικοποίηση των δυτικών οικονομιών τη δεκαετία του 1970, τα συμφέροντα της κυρίαρχης μειοψηφίας άρχισαν να αποκλίνουν σαφώς από τα συμφέροντα της «πραγματικής» οικονομίας, που βασίζεται στην παραγωγή στην οποία συμμετέχει η πλειοψηφία. Η δυτική ολιγαρχική ελίτ μπήκε τότε στην τρίτη της φάση.
Δείτε σχετικά: «Ο καταναλωτισμός είναι συνέπεια των εσφαλμένων θεωριών του Κέυνς»
Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η δυτική κυρίαρχη μειοψηφία έχει γίνει πολύ πιο φιλόδοξη και επιθετική από ό,τι ήταν κάποτε. Είναι πλέον πλήρως εμποτισμένη με μια ιδεολογική αποστολή, και μάλιστα μεσσιανική, να αλλάξει τον κόσμο. Η απόδοση των επενδύσεων και ο έλεγχος των πόρων δεν είναι πλέον οι μόνοι, ή οι πιο σημαντικοί, στόχοι. Η σημερινή κυρίαρχη μειοψηφία έχει μια τεχνοκρατική επιθυμία να διαμορφώσει τις κοινωνίες, να ελέγξει και να κατευθύνει την εξέλιξή τους. Πράγματι, ο σκοπός του σήμερα μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: έλεγχος. Έχει να κάνει με τον έλεγχο των πάντων: των ανθρώπων, του χρήματος, των τροφίμων, της ενέργειας, της υγείας, ακόμη και της φύσης.
Αυτό σημαίνει αποδυνάμωση των εθνικών κρατών με την επιτάχυνση της μεταβίβασης της εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικές αρχές. Για να πειστεί η πλειοψηφία ότι η πολιτική παγκοσμιοποίηση είναι η μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα, κατασκευάζονται κρίσεις και παρουσιάζονται ως άλυτες, στο επίπεδο του κυρίαρχου κράτους. Οι τρεις κύριες κρίσεις που δημιουργήθηκαν για το σκοπό αυτό είναι η «κρίση» του κλίματος, η «κρίση» της πανδημίας και η μεταναστευτική «κρίση». Η τελευταία χρησιμεύει επίσης για να μειώσει τα εθνικά ομοιογενή έθνη, και έτσι να μειώσει τη φυσική κοινωνική και πολιτιστική αντίσταση στην πολιτική παγκοσμιοποίηση.
Δείτε σχετικά: «Είναι η μετανάστευση ένα εργαλείο της τάξης των κρατικοδίαιτων;»
Τα Ηνωμένα Έθνη, οι κυβερνητικοί θεσμοί και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που περιφέρονται γύρω τους διαδραματίζουν βασικό ρόλο. Για να αναφέρουμε λίγα παραδείγματα, απαιτείται να δοθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η εξουσία να εισαγάγει ένα ψηφιακό εργαλείο για την υγεία, που θα επιτρέπει τον έλεγχο των πληθυσμών υπό το πρόσχημα των ανησυχιών για τη δημόσια υγεία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί να επιβάλει υποχρεώσεις και περιορισμούς στη συμπεριφορά των ευρωπαίων πολιτών και των ευρωπαϊκών εταιρειών (βλ. την Οδηγία για την Αναφορά για την Εταιρική Αειφορία , τον Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και την Πράσινη Συμφωνία ). Η εισαγωγή ψηφιακών νομισμάτων από τις κεντρικές τράπεζες θα επιτρέψει τον έλεγχο όλων των επιμέρους οικονομικών συναλλαγών. Το ψηφιακό πορτοφόλι θα επιτρέψει την εισαγωγή ενός συστήματος κοινωνικής βαθμολόγησης, όπως στην Κίνα.
Δείτε σχετικά: «Δεν είναι ποτέ πολύ αργά για να εξεγερθούμε εναντίον των Κρατικών Ψηφιακών Νομισμάτων (CBDC)»
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες συντονίζονται από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και αποτελούν σταδιακά βήματα προς τον στόχο της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κυβέρνησης υπό τον έλεγχο της δυτικής κυβερνώσας οικονομικής μειοψηφίας.
Εναντίωση σε έναν εχθρό του λαού
Αυτά τα άθλια σχέδια της άρχουσας μειοψηφίας της δύσης αντιπροσωπεύουν προφανώς μια σημαντική απειλή για την ατομική ελευθερία σε παγκόσμια κλίμακα. Δυστυχώς, έχουν ήδη εν μέρει εφαρμοστεί. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια προδοσία των δυτικών κοινωνιών από την κυρίαρχη μειοψηφία τους. Η δυτική άρχουσα μειοψηφία έχει γίνει με τον καιρό ο εχθρός του λαού, στον οποίο οι πλειοψηφίες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντιταχθούν.
Είναι επιτακτικό να επιστρέψουμε στην κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια ενός τμήματος του 19ου αιώνα, όταν η δυτική άρχουσα μειοψηφία ήταν ως επί το πλείστον η οικονομική ελίτ. Δηλαδή, η κυρίαρχη μειοψηφία θα πρέπει να αποτελείται ουσιαστικά από τους -κατά τον Ρόθμπαρντ- «φυσικούς αριστοκράτες».
Όταν η ελευθερία βρίσκεται σε τέτοιο κίνδυνο, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, έρχονται στον νου αυτά τα λόγια του Λούντβιχ φον Μίζες: «Ο καθένας μας κουβαλάει στους ώμους του ένα μέρος της κοινωνίας. Κανείς δεν απαλλάσσεται από το μερίδιο ευθύνης του χάρη στους άλλους […] Είτε το επιλέξει είτε όχι, κάθε άνθρωπος παρασύρεται στον μεγάλο ιστορικό αγώνα, στην αποφασιστική μάχη στην οποία μας έταξε η εποχή μας».