Η δυνητική κληρονομιά του Τραμπ: 50 εκατομμύρια εχθροί του κράτους
Ο Ντόναλντ Τραμπ σήκωσε το γάντι στην πρόκληση της πολωμένης αμερικανικής πολιτικής, αντί να θεωρητικολογεί περί «εθνικής ενότητας»
[Το παρακάτω άρθρο του Tho Bishop δημοσιεύτηκε από το Mises Institute το 2021.]
Λοιπόν, τελικά τον νίκησαν τον Ντόναλντ Τραμπ. Σίγουρα πάντως τους κατατρόμαξε. Χρειάστηκε μια μαζική, πενταετής εκστρατεία υστερίας, φόβου και μίσους, ενορχηστρωμένης από όλες τις πτέρυγες της Κυρίαρχης Ελίτ, από την ευυπόληπτη δεξιά έως στην ακτιβιστική αριστερά. Η ειρωνεία, φυσικά, είναι ότι οι τελευταίες ενέργειες της προεδρίας του Τραμπ έδειξαν πόσο μικρή απειλή, ως άτομο, υπήρξε πραγματικά για το βαθιά διεφθαρμένο κράτος της Αμερικής. Ο Λιλ Γουέιν μπορεί να είναι ελεύθερος, αλλά προσωπικότητες όπως ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν και ο Ρος Ουλμρίχτ δεν είναι. Η μεγάλη φούσκα της Fed (κεντρική τράπεζα) απλά διογκώθηκε μιας και η Wall Street τα πήγε περίφημα, ενώ οι Αμερικανοί εργαζόμενοι συνεχίζουν να «υφίστανται διακρίσεις»
Εάν οι ιστορικοί κοιτάξουν μόνο την πολιτική κληρονομιά της κυβέρνησης Τραμπ, ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της θητείας του μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Ένας απολογισμός φορολογικών περικοπών, απορρύθμισης, άσκοπων δαπανών, μιας πολιτικής στη Μέση Ανατολή που εστίασε στον άξονα Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας, μιας μεταρρύθμισης της ποινικής δικαιοσύνης και της στελέχωσης του ομοσπονδιακού δικαστηρίου με συντηρητικούς δικαστές, μοιάζει θεωρητικά σταθερά ευθυγραμμισμένος με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της σύγχρονης εποχής. Οι συμβιβασμοί σε θέματα όπλων, η αδυναμία αντικατάστασης του προγράμματος υγείας Obamacare - ή ακόμη και της απόρριψης των βασικών αρχών του. Οι εκκλήσεις του για μεγαλύτερα πακέτα τόνωσης, που θα οδηγούσαν ίσως ορισμένους να πιστεύουν ότι ήταν σχετικά μετριοπαθής για το τρέχον πολιτικό περιβάλλον.
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, η πιο ριζοσπαστική ενέργεια της διακυβέρνησης του Τραμπ μπορεί απλά να ήταν η υιοθέτηση του φεντεραλισμού, (σ.σ. αποκέντρωσης) εν όψει του κορωνοϊού. Είτε αυτό προέκυψε από μια πραγματική πίστη στα όρια της ομοσπονδιακής εξουσίας στην πράξη, είτε από την επιθυμία να έχει την ευελιξία να κατηγορήσει τους κυβερνήτες εάν η αντίδραση μιας Πολιτείας κατέληγε αντιδημοφιλής, η προθυμία της κυβέρνησής του να επιτρέψει στις Πολιτείες να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον σχεδιασμό μιας πολιτικής αντιμετώπισης, επέτρεψε μια από τις μεγαλύτερες πρακτικές απεικονίσεις της σημασίας της πολιτικής αποκέντρωσης στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία. Ο Τραμπ επέτρεψε στη Φλόριντα να είναι η Φλόριντα και στη Νέα Υόρκη να είναι η Νέα Υόρκη. Η δυνατότητα σύγκρισης της απόδοσης των Πολιτειών ήταν απαραίτητη σε μια εποχή που οι «υγειονομικοί εμπειρογνώμονες» είχαν εργαλειοποιηθεί για την υποστήριξη της τυραννίας του κορωνοϊού.
Όλα αυτά, ωστόσο, θα έχαναν το πραγματικό νόημα των τελευταίων τεσσάρων ετών. Η κληρονομιά του Τραμπ θα είναι εκείνη ενός πολιτικού ηγέτη ο οποίος -σε μια εποχή που η αμερικανική πολιτική ακόμα προσαρμοζόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο περιεχόμενο που δημιουργείται από τους ίδιους τους χρήστες- ανταποκρίθηκε στην πρόκληση της πόλωσης της αμερικανικής πολιτικής, αντί να θεωρητικολογεί περί «εθνικής ενότητας». Ένας επικριτής του θα ισχυριζόταν ότι αυτό προήλθε από την ακόρεστη ανάγκη του Τραμπ να κανακεύει το εγώ του. Ένας υποστηρικτής του θα έβλεπε έναν άνθρωπο που κατάλαβε την ανάγκη να ευθυγραμμίσει εκ νέου την αμερικανική πολιτική - αλλά τα υποκείμενα κίνητρα είναι εκτός του θέματός μας.
Ο αντίκτυπος του Trump στην αμερικανική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στο κράτος των ΗΠΑ από ό,τι η συνεργασία του με τον Mitch McConnell στον τομέα της Δικαιοσύνης.
Ένα πλήθος δημοσκοπήσεων δείχνει ότι καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ επιβιβάστηκε στο Marine One για να αποσυρθεί στο Mar-a-Lago, αυτό συνέβη με τους περισσότερους ψηφοφόρους του να πιστεύουν ότι εκείνος είναι ο νόμιμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι σχεδόν το 80% των ρεπουμπλικανών «δεν εμπιστεύονται τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020». Αν υπολογίσουμε ότι το 75% όλων των ψηφοφόρων του Τραμπ το 2020 υιοθετούν αυτήν την άποψη, αυτό μας δίνει περισσότερους από 50 εκατομμύρια Αμερικανούς που πιστεύουν ότι ζουν υπό το καθεστώς μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης δίχως νομιμοποίηση.
Αυτή η πραγματικότητα τρομάζει την πολιτική τάξη της Ουάσιγκτον περισσότερο από οτιδήποτε μπορούσε να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ κατά την θητεία του στον Λευκό Οίκο.
Όπως επεσήμανε ο Murray Rothbard στην Ανατομία του Κράτους, «αυτό που φοβάται το Κράτος πάνω απ' όλα, φυσικά, είναι οποιαδήποτε θεμελιώδης απειλή για τη δική του εξουσία και τη δική του ύπαρξη.» Ένα ζωτικό κομμάτι της ύπαρξης του κράτους είναι η ικανότητά του να δικαιολογεί τις ενέργειές του με έναν μανδύα «νομιμοποίησης» - που στην εποχή της δημοκρατίας προέρχεται από την ιδέα περί «συγκατάθεσης των κυβερνωμένων».
Το αποτέλεσμα του να βλέπουν 50 και πλέον εκατομμύρια Αμερικανοί τον επόμενο Πρόεδρο ως απατεώνα που επιβάλλεται στον λαό, είναι μια ορκωμοσία που πραγματοποιήθηκε με την Ουάσιγκτον DC να μοιάζει με πολεμική ζώνη, περικυκλωμένη από στρατιώτες που το καθεστώς δεν τους εμπιστεύεται ούτε στο πώς θα χρησιμοποιήσουν τα πυρομαχικά τους.
Το μειονέκτημα του να ενεργεί το καθεστώς της Αμερικής από μια θέση φόβου είναι ότι, είναι πιθανό να εκδηλώσει ένα αδίστακτο ξέσπασμα, όπως κάνουν τα περισσότεροι βίαια αρπακτικά όταν νιώθουν πως απειλούνται. Μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, ο καθεστωτικός Τύπος εξύψωσε μια σειρά από «εμπειρογνώμονες της τρομοκρατίας», οι οποίοι ζήτησαν ρητά τα εργαλεία που δημιουργήθηκαν στον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία να στραφούν προς το εσωτερικό, για την αντιμετώπιση της αυξανόμενα «επαπειλούμενης εξέγερσης» του Τραμπ.
Όπως σημειώνει ο Glenn Greenwald, «Δεν χρειάζεται καμία αξιολόγηση του κινδύνου. Εκείνοι που ασκούν εξουσία το απαιτούν.»
Το καλό της υπόθεσης είναι ότι η μαζική ανάπτυξη των ομοσπονδιακών στρατιωτικών δυνάμεων εξαρτάται πάντα από το να γνωρίζει ο κόσμος ότι μια τέτοια εξουσία ασκείται για την προστασία του. Ως εκ τούτου, η δημοκρατία, αντί να είναι ο δημόσιος έλεγχος κατά της τυραννίας, υπήρξε συχνότερα ένα μέσο για να δοθεί με ειρηνικό τρόπο η δυνατότητα σε αξιωματούχους να γλιτώσουν από καταχρήσεις εξουσίας, που οι ηγέτες ολοκληρωτικών καθεστώτων θα μπορούσαν να διαχειριστούν μόνο με ωμή βία.
Για να παραθέσω τον Rothbard:
«Όπως επεσήμανε εύστοχα ο Bertrand de Jouvenel, κατά τη διάρκεια των αιώνων οι άνθρωποι έχουν διαμορφώσει έννοιες σχεδιασμένες για να ελέγχουν και να περιορίζουν την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Και το κράτος, χρησιμοποιώντας τους διανοούμενους συμμάχους του, μπόρεσε να μετατρέψει αυτές τις έννοιες, τη μία μετά την άλλη, σε πνευματικές σφραγίδες νομιμότητας και αρετής, προσαρτώντας τις στα διατάγματα και τις ενέργειές του. Αρχικά, στη Δυτική Ευρώπη, η έννοια της θεϊκής εξουσίας υποστήριζε ότι οι βασιλείς μπορούν να κυβερνούν μόνο σύμφωνα με τον θεϊκό νόμο. Οι βασιλείς μετέτρεψαν αυτή την ιδέα σε μια σφραγίδα θεϊκής έγκρισης για οποιαδήποτε ενέργειά τους. Η έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ξεκίνησε ως ο λαϊκός έλεγχος της απόλυτης εξουσίας του μονάρχη. Κατέληξε με το κοινοβούλιο να είναι το ουσιαστικό τμήμα του Κράτους και με κάθε πράξη του να θεωρείται απολύτως νόμιμη.»
Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι επιθετικές ενέργειες της κυβέρνησης Μπάιντεν για να αντιμετωπιστεί το φάντασμα μιας εξέγερσης υποκινημένης από τον Τραμπ έχουν τη ρητή υποστήριξη των κατ’ όνομα Ρεπουμπλικανών ηγετών όπως ο Μιτς ΜακΚόννελ ή ο Κέβιν Μακάρθι, πώς θα μπορούσε να δει αυτές τις ενέργειες η Αμερική του «Make America Great Again» (MAGA); Εάν αναγκαζόταν να επιλέξει, κάποιος όπως ο Κυβερνήτης Ρον Ντεσάντις θα ευθυγραμμιζόταν με μια «δικομματική» προσπάθεια από τις ελίτ της Ουάσιγκτον, ή θα προτιμούσε να ηγηθεί της αντίστασης στην εποχή του Μπάιντεν; Ακόμα κι αν η αντίσταση σε μια κυβέρνηση του Μπάιντεν δεν είναι ιδεολογικά φιλελεύθερη ή ουσιωδώς «αντι-κρατική», μια ρητή απόρριψη της ομοσπονδιακής κυριαρχίας θα ήταν ένα ζωτικό πρώτο βήμα προς το είδος της πολιτικής αποκέντρωσης και της αυτοδιακυβέρνησης που τελικά απαιτείται για κάθε ειρηνικό πολιτικό σύστημα.
Φυσικά, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι η βάση των ακολούθων του Τραμπ θα παραμείνει πιστή - ή τουλάχιστον ότι θα παραμένει εχθρική προς το νέο καθεστώς. Εάν ο Μπάιντεν κυβερνήσει κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έκανε την προεκλογική του εκστρατεία, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό μακριά από την κοινή θέα, και αποφεύγοντας να κάνει τολμηρές δηλώσεις και δεσμεύσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ίσως το κοινό μπορέσει να ηρεμήσει και πάλι, και οι κομματικές διαιρέσεις να υποβαθμιστούν σε πολύ επιφανειακές διαφορές, όπως συνέβη άλλωστε για μεγάλο μέρος της σύγχρονης εποχής.
Εάν, ωστόσο, η διοίκηση Μπάιντεν κυβερνήσει περισσότερο όπως επιθυμεί ο καθεστωτικός Τύπος και το μπλε (ενν. Democrat) Twitter – διεξάγοντας πόλεμο για τους ρόλους των φύλων, δίνοντας προτεραιότητα σε ζητήματα των τρανσέξουαλ, πιέζοντας για οικονομικές πολιτικές που σκοτώνουν θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, ενεργώντας μονομερώς στο ζήτημα της μετανάστευσης, ποινικοποιώντας την κατοχή όπλων, «σωφρονίζοντας» τους υποστηρικτές του Τραμπ, αντιμετωπίζοντας το κίνημα MAGA (Make America Great Again) σαν την Αλ Κάιντα, κ.λπ. - τότε οι διαφορές μεταξύ της Αμερικής του Τραμπ και της Αμερικής του Μπάιντεν δεν θα μπορέσουν παρά μόνο να εδραιωθούν. Και αυτή η ανάλυση δεν λαμβάνει καν υπόψη το τι θα συμβεί αν η Αμερική βιώσει τα δεινά μιας οικονομικής κρίσης.
Η κληρονομιά του Τραμπ δεν θα διαμορφωθεί από τις ενέργειές του - ούτε ακόμα και από το πώς τον απεικονίζουν οι εχθροί του. Τελικά, το θέμα είναι η βάση των υποστηρικτών του και το κίνημα που ενέπνευσε. Όπως σημείωσε ο Lew Rockwell σε μια πρόσφατη συνέντευξή του με τον Buck Johnson, «Οι υποστηρικτές του Τζέφερσον ήταν πολύ καλύτεροι από τον Τζέφερσον. Οι υποστηρικτές του Ταφτ ήταν πολύ καλύτεροι από τον Ρόμπερτ Τάφτ. Οι υποστηρικτές του Τραμπ τείνουν να είναι πολύ καλύτεροι από τον Τραμπ.»
Εάν η δυσπιστία για τις εκλογές του 2020, τροφοδοτημένη από τις ενέργειες μιας νέας κυβέρνησης, πείσει επιτέλους τα 50 και πλέον εκατομμύρια υποστηρικτών του Τραμπ ότι οι βάρβαροι στο Beltway της Ουάσιγκτον δεν τους εκπροσωπούν, και αντιδράσουν αναλόγως, τότε η προεδρία του Τραμπ θα αποτελέσει - παρά τις δικές του ενέργειες - την αναταραχή που οι ελίτ της Αμερικής φοβήθηκαν πραγματικά.
Δείτε επίσης: