Τα κράτη έχουν κηρύξει τον πόλεμο κατά της πραγματικότητας
Άρθρο του Jakub Bożydar Wiśniewski, που δημοσιεύτηκε την 1/8/2023 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6'
Ο Murray Rothbard έγραψε ότι η ισότητα ήταν ένας πόλεμος ενάντια στη φύση. Ο κρατισμός έχει γίνει πόλεμος ενάντια στην πραγματικότητα.
Το κράτος είναι, πρώτα και κύρια, ένας θεσμός του οποίου ο πρωταρχικός στόχος είναι η βίαιη υποτέλεια όλων των ανθρώπων που κατοικούν σε μια δεδομένη περιοχή. Ωστόσο, αυτό που κάνει το κράτος διαφορετικό από άλλους φορείς καταναγκασμού, όπως οι ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, είναι ότι απολαμβάνει κάποια μορφή λαϊκής νομιμότητας. Με άλλα λόγια, εκτός από το να υποδουλώνει σωματικά τους κατοίκους του, χρειάζεται να εξασφαλίσει και την ψυχική τους υποτέλεια.
Πολλές μορφές τέτοιας υποτέλειας έχουν δοκιμαστεί από ηγεμόνες κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, αλλά μακράν η πιο αποτελεσματική είναι εκείνη της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» σε συνδυασμό με το «κράτος πρόνοιας». Η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι η ψευδαίσθηση της καθολικής συμμετοχής στη χρήση της θεσμικής βίας του κράτους. Το «κράτος πρόνοιας» είναι η πραγματικότητα της καθολικής συμμετοχής στη διαδικασία του θεσμικού παρασιτισμού. Μαζί, αποτελούν αυτό που περιέγραψε ο Frédéric Bastiat στα αθάνατα λόγια του ως «το μεγάλο φαντασιοκόπημα μέσω του οποίου όλοι προσπαθούν να ζήσουν εις βάρος όλων».
Μια αφανής αλήθεια που όμως γίνεται όλο και πιο εμφανής τις τελευταίες δεκαετίες είναι ότι το εν λόγω «μεγάλο φαντασιοκόπημα» δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση στην οικονομική ή την πολιτική σφαίρα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό το μύθευμα εκμεταλλεύεται όχι μόνο την υποτιθέμενη θυματοποίηση των φτωχών στα χέρια των πλουσίων και αυτή των «αποκλεισμένων μαζών» στα χέρια της «προνομιούχου ελίτ», αλλά και αυτή των γυναικών στα χέρια των ανδρών, των μαύρων τα χέρια των λευκών, ή των νέων στα χέρια των ηλικιωμένων (και το αντίστροφο).
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η φύση του κράτους στην πιο ώριμη εκδήλωσή του. Μακράν του να αποτελεί αποκλειστικά το πλέγμα της θεσμοθετημένης βίας (στρατός, αστυνομία, κ.λπ.) ή ακόμη και ο υποκινητής των διαρκών κοινωνικών συγκρούσεων, αποδεικνύεται και ο απόλυτος γυρολόγος της μη πραγματικότητας.
Αυτή η μη πραγματικότητα εμφανίζεται σε πολλά αλληλένδετα επίπεδα. Πρώτον, υπάρχει η μη πραγματικότητα των υποσχέσεων του κράτους: η νόμιμη λεηλασία μπορεί να επιφέρει την γενική ευημερία, η νόμιμη παραχάραξη μπορεί να ανακουφίσει τους οικονομικούς κύκλους, και η νόμιμη δολοφονία (σ.σ. πόλεμος) μπορεί να εξασφαλίσει την παγκόσμια ειρήνη – τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Έπειτα, υπάρχει η μη πραγματικότητα των παραπόνων που κατασκευάζονται από το κράτος, όπου οι γυναίκες είναι μόνιμα θύματα του «συστημικού σεξισμού», οι μαύροι είναι τα μόνιμα θύματα του «συστημικού ρατσισμού» και οι νέοι (ή οι ηλικιωμένοι) είναι τα μόνιμα θύματα του «συστημικού ηλικιακού ρατσισμού». Τέλος, υπάρχει η μη πραγματικότητα των ναρκισσιστικών ή αλλιώς αυτοκαταστροφικών φαντασμαγοριών που ενθαρρύνονται από το κράτος. (σ.σ. φαραωνικά «δημόσια» έργα, κ.λπ.)
Μόνο σε αυτό το τελικό επίπεδο είναι ουσιαστικά απεριόριστες οι δυνατότητες δημιουργίας υποτιθέμενων «κοινωνικών προβλημάτων» που απαιτούν «συστημικές λύσεις». Για παράδειγμα, οι «εκπαιδευτικοί» που χρηματοδοτούνται από το κράτος μπορούν να δηλώσουν ότι η ελευθερία του λόγου δεν είναι να μπορεί κανείς να εκφράσει όποιες απόψεις επιθυμεί, αλλά να προστατεύεται από τη «ρητορική μίσους» η οποία μπορεί να μεμφθεί τις απόψεις κάποιου ως αδαείς, φαύλες ή γελοίες. Παρομοίως, οι «επαγγελματίες της ιατρικής» που χρηματοδοτούνται από το κράτος μπορούν να διακηρύξουν ότι ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων μπορεί να αλλάξει τη σεξουαλική ταυτότητα κάποιου και να την κάνει να ευθυγραμμιστεί με τον υποτιθέμενο «αληθινό εαυτό» του, και ότι η διαφωνία με αυτόν τον ισχυρισμό αποτελεί εγκληματική παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τέλος, οι γραφειοκράτες της υγείας που χρηματοδοτούνται από το κράτος μπορούν να ενθαρρύνουν την πεποίθηση κάποιου ότι μια επίμονα κακή διάθεση υποδηλώνει ότι η ποιότητα ζωής του είναι τόσο χαμηλή, που η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι η καλύτερη επιλογή για το αύριο.
Εν ολίγοις, ο κρατισμός, η ιδεολογία που ξεκινά με την παραβίαση της θεμελιώδους διάκρισης μεταξύ του «τα δικά μου» και «τα δικά σου», φτάνει στο αποκορύφωμά του αρνούμενος την ακόμη πιο θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της κοινής λογικής και του παραλογισμού. Εφόσον κάθε υποτιθέμενο πρόβλημα που βασίζεται στον παραλογισμό είναι, εξ ορισμού, άλυτο, ο πολλαπλασιασμός τέτοιων προβλημάτων επιτρέπει στο κράτος να πολλαπλασιάζει τα διατάγματα, τις επιτροπές, τις ομάδες εργασίας και τις απαλλοτριώσεις του επ' άπειρον.
Ωστόσο, αυτός ο πολλαπλασιασμός πρέπει να σταματήσει μόλις ξεπεραστεί ένα κρίσιμο όριο δυσλειτουργικότητας. Ακριβώς όπως ένα οικονομικά παράλογο σύστημα χωρίς τιμές αγοράς είναι βέβαιο ότι θα καταρρεύσει -όπως αποδείχθηκε αποκαλυπτικά από τον Λούντβιχ φον Μίζες- η ίδια μοίρα περιμένει κι ένα σύστημα με παραλογισμούς που σχετίζονται με άλλους σημαντικούς τομείς της κοινωνικής συνύπαρξης, όπως το δικαίωμα της έκφρασης, η υγεία, η τεκνοποίηση και η διαμόρφωση της ταυτότητας.
Έτσι, όταν ξεπεραστεί το εν λόγω κατώφλι, το υπερτροφικό - και ολοένα και πιο φαρσικό - «μεγάλο φαντασιοκόπημα» πρέπει είτε να μειώσει οικειοθελώς το μέγεθός του κατά ένα σημαντικό μέρος, είτε -πιθανότατα δεδομένης της τρέχουσας έκτασης της κυριαρχίας των ειδικών συμφερόντων και της θεσμικής αδράνειας- να αποσυντεθεί βίαια κάτω από το βάρος των συσσωρευμένων στρωμάτων της αυτοκαταστροφικής παραφροσύνης του. Με άλλα λόγια, όταν η ποσότητα της μη πραγματικότητας που διακινείται από το κράτος σε μόνιμη βάση γίνει ασύμβατη με τη διατήρηση έστω και μιας ελάχιστα υγιούς κοινωνικής ζωής, η πραγματικότητα είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει ξανά αδυσώπητα.
Εάν συμβεί το τελευταίο σενάριο, τα ελεύθερα άτομα θα είναι σε θέση να ανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, των υπαρχόντων τους, των μέσων διαβίωσής τους, και των σχεδίων για τη ζωή τους. Ωστόσο, εάν αυτά τα ελεύθερα άτομα δεν σκοπεύουν να παραχωρήσουν αυτόν τον έλεγχο σε κάποιον επίδοξο επίγειο μεσσία που υπόσχεται να ξαναχτίσει έναν καλύτερο πολιτισμό, δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουν τη διαχρονική σοφία για τις γαλιφιές των ευσεβών πόθων. Πιο συγκεκριμένα, δεν πρέπει μόνο να κάνουν συνεπή χρήση της στιβαρής οικονομικής θεωρίας και της πειστικής κοινωνικής φιλοσοφίας - που τονίζουν τον απαραίτητο συνεργατικό ρόλο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, των τιμών της αγοράς και του υγιούς χρήματος - αλλά και να αποτίουν φόρο τιμής στους οργανικούς θεσμούς που τρέφουν την ανθρώπινη ψυχή, όπως η οικογένεια, η τοπική κοινωνία, η παράδοση και η θρησκεία.
[ Δείτε σχετικά το μεταφρασμένο άρθρο του Jeffery Degner «Η καταστροφή της οικογένειας και οι σοσιαλιστές χειροκροτητές της» ]
Σε τελική ανάλυση, το κράτος αυτούς ακριβώς τους θεσμούς προσπαθεί αδιάκοπα να ξεριζώσει και να αντικαταστήσει, επιδιώκοντας την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ηγεμονία. Είναι επίσης ακριβώς αυτοί οι θεσμοί που όχι μόνο επιτρέπουν στους ανθρώπους να ευημερούν με εμπορικούς όρους, αλλά - κι αυτό είναι ίσως ακόμη πιο σημαντικό - να παραμένουν σταθερά προσηλωμένοι στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικής συνεργασίας, τόσο με τους οικείους τους όσο και της πιο εκτεταμένης.
Συμπερασματικά, η ήττα του κρατισμού απαιτεί να αναγνωρίσουμε την φύση του, όχι μόνο ως την ιδεολογία της μόνιμης σύγκρουσης αλλά και ως την πιο ισχυρή κινητήρια δύναμη της θεσμοθετημένης μη πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, η ολοκλήρωση αυτού του καθήκοντος απαιτεί την συνειδητοποίηση ότι το «μεγάλο φαντασιοκόπημα» στην πλήρως ανεπτυγμένη του μορφή είναι εξίσου πλασματικό στη σφαίρα των λύσεων που ισχυρίζεται ότι προσφέρει, όσο και στη σφαίρα των προβλημάτων που ισχυρίζεται ότι εντοπίζει. Μόλις αυτή η συνειδητοποίηση καταστεί επαρκώς διαδεδομένη μεταξύ των ανθρώπων με ελεύθερο πνεύμα, οι προσπάθειές τους θα γίνουν πραγματικά ισχυρές, ουσιαστικά περιεκτικές και ρεαλιστικές - κάτι που θα πρέπει όλοι να χαιρετίσουμε, δεδομένου του πόσο μεγάλο αντίκτυπο είναι πιθανό να έχει η δράση ή η αδράνειά μας σε αυτό το τελευταίο στάδιο της μάχης.
[ Για περισσότερα άρθρα όπως αυτό, επιλέξτε τις ετικέτες «Δημοκρατία» και «Κράτος» στο πάνω μέρος της αρχικής σελίδας του X-press ]
Ο Jakub Bożydar Wiśniewski είναι Μέλος του Ινστιτούτου Mises, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Νομικών, Διοίκησης και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Βρότσλαβ και συνεργαζόμενος υπότροφος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Ludwig von Mises της Πολωνίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και διδακτορικό στην πολιτική οικονομία από το King's College του Λονδίνου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: The Economics of Law, Order, and Action: The Logic of Public Goods, Libertarian Quandaries και The Pith of Life: Aphorisms in Honor of Liberty .
Είναι αποδέκτης του Βραβείου Douglas E. French του Ινστιτούτου Mises και του Βραβείου George and Joele Eddy. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη θεωρία της επιχειρηματικότητας, τη θεωρία των δημοσίων αγαθών, τη μεθοδολογία των οικονομικών και την επιχειρηματική ηθική.