Τι δεν καταλαβαίνει ο Μαμντάνι για τον πλούτο και την φτώχεια
Ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο ακραίος πλούτος, είναι η επίμονη φτώχεια. Και η φτώχεια δεν καταπολεμάται τιμωρώντας τον πλούτο, αλλά δημιουργώντας περισσότερο πλούτο.
Ετικέτες: Επιχειρηματικότητα, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Φόροι και δαπάνες
Άρθρο του Μάνι Μπασάρζαντ, δημοσιευμένο στις 30/9/2025 από το Foundation for Economic Education. Μπορείτε να ακούσετε το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack.
Ο Ζόχραν Μαμντάνι, που νίκησε τον Κουόμο στις εκλογές για την δημαρχία της Νέας Υόρκης - της θεωρούμενης καρδιάς του καπιταλισμού - δήλωσε πρόσφατα σε μια συνέντευξη: «Δεν νομίζω ότι πρέπει να έχουμε δισεκατομμυριούχους».

Ο Μαμντάνι δεν είναι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη. Η ορατή άκρη του οικονομικού λαϊκισμού - τα συνθήματα, οι ατάκες - συχνά κρύβει ένα πνευματικό παγόβουνο από κάτω: ιδέες που κληρονομήθηκαν από παρωχημένους οικονομολόγους ή μερικές φορές από εν ζωή. Μια τέτοια ιδέα με βαθιές ρίζες είναι ο περιορισμός: η πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχει ένα όριο στον προσωπικό πλούτο.
Ο Thomas Piketty το ορίζει ως «την ιδέα ότι θα πρέπει να θέσουμε ένα μέγιστο ποσό πόρων που μπορεί να οικειοποιηθεί ένα άτομο». Η πιο εύγλωττη σύγχρονη υποστηρίκτριατης ιδέας είναι η Ingrid Robeyns, της οποίας το πρόσφατο βιβλίο, Limitarianism: The Case Against Extreme Wealth, ζητά ένα παγκόσμιο όριο πλούτου, το οποίο, όπως προτείνει, θα μπορούσε να οριστεί γύρω στα 10 εκατομμύρια δολάρια ανά άτομο.
Ωστόσο ο περιορισμός αυτός βασίζεται σε ένα παλιό διανοητικό σφάλμα. Ένα σφάλμα κοινό, όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά και μεταξύ ορισμένων κλασικών φιλελευθέρων: η λανθασμένη διχοτόμηση μεταξύ «παραγωγής» και «διανομής». Η υπόθεση είναι ότι η παραγωγή συμβαίνει μέσω οικονομικών δυνάμεων και ότι η διανομή είναι καθαρά πολιτική, επομένως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να αναδιαμορφώσουν το ποιος παίρνει τι χωρίς να καταστρέψουν το πόσο δημιουργείται.
Αυτή η υπόθεση οδηγεί στην άποψη της οικονομίας ως μιας σταθερής πίτας. Αν ένα άτομο έχει ένα μεγάλο κομμάτι, τότε οι άλλοι πρέπει να πεινάσουν. Όπως το έθεσε ο Πέρσι Σέλεϊ στο βιβλίο του Queen Mab (1813), «Οι πλούσιοι έχουν γίνει πλούσιοι από τον μόχθο των φτωχών... αυξάνουν τον πλούτο τους από τη δυστυχία των εργατών». Μολονότι αυτό μπορεί κάλλιστα να περιγράφει την ζωή υπό τον σοσιαλισμό, παρερμηνεύει τον τρόπο με τον οποίο παράγεται ο πλούτος σε ένα καπιταλιστικό σύστημα.
Στον καπιταλισμό, μπορείς να πλουτίσεις κάνοντας την πίτα μεγαλύτερη: δημιουργώντας προϊόντα, εταιρείες, θέσεις εργασίας και καινοτομίες που ωφελούν όχι μόνο τον εαυτό σου, αλλά και εκατομμύρια άλλους. Αυτή η παρατήρηση έγινε για πρώτη φορά από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Γκαμπριέλ Ταρντέ και αργότερα επεκτάθηκε από οικονομολόγους όπως ο Λούντβιχ φον Μίζες και ο Φρίντριχ Χάγιεκ. Ο Ταρντέ επισήμανε το πώς οι πολυτέλειες τελικά γίνονται είδη πρώτης ανάγκης. Το παράδειγμά του ήταν τα κουταλοπήρουνα, κάποτε προνόμιο των πλουσίων, που τώρα βρίσκονται σε κάθε σπίτι.
Σχετικά με την γενιά μας, αναλογιστείτε τον τοκετό. Η Βασίλισσα Άννα είχε 17 εγκυμοσύνες, όμως κανένα από τα παιδιά της δεν επέζησε μέχρι την ενηλικίωση. Σήμερα, ακόμη και οι πιο φτωχές οικογένειες στις ανεπτυγμένες χώρες μπορούν να προσδοκούν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν. Αυτός ο μετασχηματισμός δεν επιτεύχθηκε μέσω επιτροπών ή αναδιανομής. Προκλήθηκε από ελευθερία των καινοτόμων ανθρώπων να πειραματίζονται, ξεκινώντας συχνά με προϊόντα που μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά.
Όπως έγραψε ο Χάγιεκ στο «Σύνταγμα της Ελευθερίας» :
Αυτό που σήμερα μπορεί να φαίνεται εξεζητημένο ή ακόμα και σπατάλη, επειδή το απολαμβάνουν λίγοι και είναι άπιαστο για τις μάζες, είναι η αμοιβή για τον πειραματισμό με έναν τρόπο ζωής που τελικά θα είναι διαθέσιμος στους πολλούς.
Είμαστε όμηροι των δισεκατομμυριούχων;
Σε μια έντονη συνέντευξη στις 2 Ιουνίου, ο πολιτικός των Εργατικών Άλι Μιλάνι απάντησε στις ανησυχίες της βουλευτού των Μεταρρυθμιστών Σάρα Πότσιν, σχετικά με την φυγή των πλουσίων από το Ηνωμένο Βασίλειο, με τα εξής λόγια: «Έχω βαρεθεί να ακούω ότι οι πλούσιοι φεύγουν από αυτή τη χώρα αν τους κάνουμε να πληρώνουν λίγο περισσότερο φόρο». Και συνέχισε: «Εσείς και διάφοροι άλλοι μπορείτε κάλλιστα να υψώσετε το ανάστημά σας στη Βουλή των Κοινοτήτων» και να πείτε στον βρετανικό λαό ότι «είμαι όμηροι των υπερπλούσιων σε αυτή τη χώρα».
Για πολλούς στην Αριστερά, η έξοδος των πλούσιων ατόμων από τη χώρα θεωρείται θέμα πατριωτισμού. Αν φύγουν, είναι επειδή δεν αγαπούν τη Βρετανία. Αλλά δεν έχει να κάνει με την αφοσίωση, αλλά με τα κίνητρα.
Η ανησυχία για την φυγή κεφαλαίων δεν αφορά την υπεράσπιση του τρόπου ζωής των δισεκατομμυριούχων. Αφορά την ανησυχία ότι η αποχώρησή τους θα σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας, λιγότερες επενδύσεις και λιγότερη καινοτομία. Δεν πρόκειται για κάποια ομηρεία από τους πλούσιους, αλλά για τους καθημερινούς ανθρώπους των οποίων η ζωή θα ήταν καλύτερη αν ο δισεκατομμυριούχος έμενε, επένδυε ή ξεκινούσε την επόμενη επιχείρησή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Όμως αντί να επικεντρώνεται στην ανάπτυξη, η Αριστερά φαίνεται ολοένα και πιο αφοσιωμένη στην ιδέα ότι ο δρόμος μας προς την ευημερία μπορεί να στρωθεί μέσω φορολόγησης. Το εξώφυλλο του New Statesman αυτής της εβδομάδας το λέει ξεκάθαρα: «Απλώς αυξήστε τους φόρους!». Αυτό το σύνθημα μπορεί να φαίνεται ικανοποιητικό, αλλά δεν θα οδηγήσει σε καλύτερη ζωή για τους εργαζόμενους.
Ένας κόσμος χωρίς δισεκατομμυριούχους;
Ένας κόσμος χωρίς δισεκατομμυριούχους δεν είναι ένας κόσμος χωρίς φτώχεια, είναι ένας κόσμος χωρίς την Google, τη Microsoft, το iPhone και πολλές από τις ανέσεις που καθορίζουν τη σύγχρονη ζωή. Τα πειράματα που χρηματοδοτούν οι δισεκατομμυριούχοι - τα ριψοκίνδυνα στοιχήματά τους στις νέες τεχνολογίες - ανοίγουν το δρόμο ώστε εκατομμύρια άνθρωποι να απολαύσουν αυτά που κάποτε ήταν πολυτέλειες.
Θα συμφωνούσα με το επιχείρημα του Μαμαντάνι ότι οι δισεκατομμυριούχοι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αν πρόσθετε «στις σοσιαλιστικές χώρες». Στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν, ενώ ο ηγέτης φορούσε δύο Rolex στο χέρι του μέσα σε ένα γιοτ. Αυτοί είναι οι δισεκατομμυριούχοι που δεν πρέπει να ανεχόμαστε: όχι οι επιχειρηματίες, αλλά αυτούς που ο Edmund Burke αποκάλεσε «τζογαδόρους με δημόσιο χρήμα».
Ας είμαστε σαφείς: ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο ακραίος πλούτος, είναι η επίμονη φτώχεια. Και η φτώχεια δεν καταπολεμάται τιμωρώντας τον πλούτο, αλλά δημιουργώντας περισσότερο πλούτο.
[ Πηγή άρθρου: What Zohran Mamdani Doesn’t Understand about Wealth ]
Ο Mani Basharzad είναι οικονομικός δημοσιογράφος με άρθρα που έχουν δημοσιευτεί από το Ινστιτούτο Adam Smith και το Ινστιτούτο Mises, και με συνεντεύξεις που έχουν καλυφθεί από παγκόσμια think tanks όπως το Ινστιτούτο Cato. Η έρευνά του επικεντρώνεται στην φιλελεύθερη αναπτυξιακή οικονομία και στο έργο Abuze of Reason του Hayek. Είναι επίσης παρουσιαστής του podcast Humanomics .












