Το «φάτε τους πλούσιους» δεν είναι πολύ έξυπνο σύνθημα
Οι πολιτικές υπέρ της ελεύθερης αγοράς είναι θεμελιώδεις για την προώθηση ενός περιβάλλοντος στο οποίο οι επιχειρήσεις και, κατ' επέκταση, οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές, μπορούν να ευημερήσουν.
Ετικέτες: Μεγάλο κράτος, Προοδευτισμός, Φόροι και δαπάνες
Άρθρο του Λίπτον Μάθιους, δημοσιευμένο στις 8/1/2025. Μπορείτε να ακούσετε το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Οι επικρίσεις για τα πολιτικά μέτρα υπέρ της αγοράς, όπως οι χαμηλότεροι εταιρικοί φόροι και η απορρύθμιση, έχουν συχνά τις ρίζες τους σε μια μορφή διάκρισης που σπάνια αναγνωρίζεται: τον ταξισμό, δηλαδή την ταξική προκατάληψη κατά των πιο εύπορων. Αυτή η προκατάληψη εναντίον ατόμων υψηλότερης κοινωνικοοικονομικής θέσης παραποιεί τις συνεισφορές των «πλούσιων» και στρεβλώνει τις συζητήσεις για τη δημόσια πολιτική. Μολονότι αυτές οι πολιτικές κατηγορούνται ότι ωφελούν τους πλούσιους, στην πραγματικότητα έχουν αποδεδειγμένα οφέλη για την ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο.
Για παράδειγμα, η έρευνα των Suárez Serrato και Zidar — «Ποιος ωφελείται από τις κρατικές περικοπές φορολογίας των εταιρειών;»— αποκαλύπτει ότι η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις ενθαρρύνει την επέκτασή τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την βελτίωση των τοπικών οικονομιών. Ομοίως, οι Gordon και Young, σε άλλη μελέτη, τονίζουν ότι τα αποτελεσματικά φορολογικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλότερων εταιρικών συντελεστών, είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Μακράν του να είναι αυτο-εξυπηρετικές, οι πολιτικές υπέρ της αγοράς είναι θεμελιώδεις για την προώθηση ενός περιβάλλοντος στο οποίο οι επιχειρήσεις και, κατ' επέκταση, οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές, μπορούν να ευημερήσουν.
Ωστόσο, οι επικριτές κατακεραυνώνουν τις φορολογικές πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης για το ότι ευνοούν «τους πλούσιους», στη βάση ότι δεν πληρώνουν το «δίκαιο μερίδιό» τους στους φόρους, ωστόσο τα στοιχεία υποδηλώνουν το αντίθετο. Μεταξύ 2001 και 2020, το μερίδιο του φόρου εισοδήματος που κατέβαλαν οι πλουσιότεροι πολίτες στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 33,2 % σε 42,3 %, ενώ το χαμηλότερο 50 τοις εκατό των φορολογουμένων είδε το μερίδιό του να μειώνεται από το 4,9 % στο 2,3 %. Επιπλέον, το χαμηλότερο 20 τοις εκατό των εισοδημάτων έχει αρνητικούς φορολογικούς συντελεστές - λαμβάνουν περισσότερα κρατικά οφέλη από όσα πληρώνουν σε φόρους. Αυτή η δυναμική υπογραμμίζει τον δυσανάλογο ρόλο που διαδραματίζουν οι πλούσιοι στην χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών, αμφισβητώντας το αφήγημα ότι εκμεταλλεύονται το σύστημα. Χωρίς τη συνεισφορά τους, οι κυβερνήσεις θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν τα προγράμματα που στοχεύουν στη στήριξη των φτωχότερων πολιτών.
Ένα άλλο δημοφιλές αφήγημα είναι ότι οι πλούσιοι είναι παρασιτικοί προσοδοθήρες, που αντλούν αξία χωρίς να συνεισφέρουν στην οικονομία. Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες -όπου μόνο το 1 τοις εκατό των δισεκατομμυριούχων μπορούν να περιγραφούν ως διαπλεκόμενοι- αυτή η απεικόνιση απέχει πολύ από το να είναι ακριβής. Τα περισσότερα εύπορα άτομα δημιουργούν πλούτο μέσω της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, κάνοντας πιο πλούσιους τους καταναλωτές, παρέχοντάς τους αγαθά και υπηρεσίες. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα στερεότυπα περί αδράνειας, οι πιο πλούσιοι Αμερικανοί τείνουν να εργάζονται περισσότερες ώρες από τους φτωχότερους συναδέλφους τους, αντανακλώντας μια μετατόπιση από την κουλτούρα που επικεντρώνεται στον ελεύθερο χρόνο των αριστοκρατών του 18ου αιώνα, σε μια κουλτούρα όπου η εργασία υποδηλώνει κοινωνικό κύρος.
Πράγματι, το ζήτημα του ταξισμού κατά των εύπορων δεν περιορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά είναι εμφανές και σε άλλες χώρες, όπως η Τζαμάικα (σ.σ. χώρα καταγωγής του αρθρογράφου). Σε αυτό το πλαίσιο, ο δημόσιος λόγος συχνά αποκαλύπτει μια έντονη ασυνέπεια στις στάσεις απέναντι σε πολιτικές που ωφελούν διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Για παράδειγμα, το National Housing Trust (NHT) —ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδοτείται από τις υποχρεωτικές εισφορές των εργαζομένων από την Τζαμάικα— πρόσφερε πρόσφατα μια επιχορήγηση 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων αποκλειστικά σε άτομα με χαμηλό εισόδημα. Αυτή η πολιτική επιδοκιμάστηκε ευρέως, παρόλο που το NHT δεν είναι ένας φιλανθρωπικός οργανισμός αλλά ένας οικονομικός οργανισμός που προορίζεται να εξυπηρετεί όλους τους συνεισφέροντες εξίσου.
Αντιπαραθέστε αυτό το γεγονός με την κριτική που ασκήθηκε στην απόφαση της κυβέρνησης της Τζαμάικας να αφαιρέσει τον Γενικό Φόρο Κατανάλωσης (GCT) από την ηλεκτρική ενέργεια. Οι επικριτές υποστήριξαν ότι αυτό το μέτρο ωφέλησε δυσανάλογα τα πλουσιότερα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς πολλοί οικιακοί πελάτες δεν πληρώνουν GCT για ηλεκτρική ενέργεια. Αυτές οι αντικρουόμενες αντιδράσεις αναδεικνύουν ένα ανησυχητικό διπλό πρότυπο: οι πολιτικές που ευνοούν τους φτωχούς επικροτούνται, ενώ αυτές που ελαφρύνουν τα βάρη για τις πλουσιότερες ομάδες καταδικάζονται. Εάν ο στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να αμβλύνει τις οικονομικές δυσκολίες, οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να είναι συμπεριληπτικές, κι όχι να στοχεύουν επιλεκτικά σε συγκεκριμένες ομάδες.
Επιπλέον, ενώ οι πολιτικές υπέρ της αγοράς συχνά επικρίνονται για υποτιθέμενη εύνοια υπέρ των πλουσίων, τα προγράμματα πρόνοιας επαινούνται για την υποστήριξη των φτωχών. Ωστόσο, αυτά τα προγράμματα έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Μια έρευνα του Alexander Bartik και των συνεργατών του δείχνει ότι ενώ οι χρηματικές μεταβιβάσεις (σ.σ. η «αναδιανομή») ενισχύουν την άμεση κατανάλωση, αποτυγχάνουν να ενισχύσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των παραληπτών. Άλλες αναλύσεις δείχνουν ότι μειώνουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και δεν έχουν σημαντική επίδραση στις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τον κίνδυνο δημιουργίας εξάρτησης και όχι ενδυνάμωσης, διαιωνίζοντας ακριβώς την φτώχεια που στοχεύουν να μετριάσουν αυτά τα προγράμματα. Αυτή η προσέγγιση με γνώμονα τον οίκτο συσκοτίζει τον ρόλο που μπορούν να παίξουν τα άτομα στην απόδρασή τους από τη φτώχεια και υπονομεύει την αξιοσύνη των προσωπικών επιτευγμάτων. Οι αποτελεσματικές στρατηγικές κατά της φτώχειας θα πρέπει να επικεντρώνονται στην ενίσχυση της αυτονομίας και όχι στη διαιώνιση της εξάρτησης.
Ο διάχυτος ταξισμός που ασκεί κριτική στις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, όχι μόνο παραποιεί τις συνεισφορές των πλουσίων αλλά και διαιωνίζει επιβλαβή στερεότυπα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να σχεδιάσουν πολιτικές που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη χωρίς να κάνουν διακρίσεις σε βάρος οποιασδήποτε ομάδας, πλουσίων ή φτωχών. Η αντιμετώπιση της παρεοκρατίας και των σπάταλων προγραμμάτων πρόνοιας θα πρέπει να συμβαδίζει με τη διασφάλιση της δικαιοσύνης στη δημόσια πολιτική.
Καταργώντας τις ταξικές προκαταλήψεις, οι κοινωνίες μπορούν να καλλιεργήσουν ένα πιο δίκαιο οικονομικό τοπίο, που θα ωφελεί τους πάντες. Η εστίαση θα πρέπει να μετατοπιστεί από τη δυσφήμιση της επιτυχίας στη δημιουργία ευκαιριών που επιτρέπουν στους ανθρώπους όλων των εισοδηματικών επιπέδων να ευημερήσουν.











