Τεχνητοί επιχειρηματίες: Ο μεγαλύτερος εχθρός του καπιταλισμού
Ας αρχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τον αυθεντικό καπιταλισμό: ένα ανταγωνιστικό σύστημα αγοράς, όπου η επιτυχία πηγάζει από την ελευθερία, όχι από την κρατική εύνοια.
Ετικέτες: Καπιταλισμός
Άρθρο του Αλέξις Σεμάν, δημοσιευμένο την 1/5/2025 από το Mises Institute.
Η ανισότητα έχει γίνει ένα από τα χαρακτηριστικά ζητήματα της εποχής μας. Ο οικονομολόγος Τομάς Πικετί —μεταξύ άλλων— έχει διαδώσει την άποψη πως ο καπιταλισμός αναπόφευκτα συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια λίγων. Η λύση του; Περισσότεροι φόροι, περισσότερη αναδιανομή και περισσότερη κρατική παρέμβαση.
Τι γίνεται όμως αν ο Πικετί παραβλέπει ένα βαθύτερο πρόβλημα—ένα πρόβλημα που οι ελευθεριστές και οι κλασικοί φιλελεύθεροι πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως; Σε μια πρόσφατη εργασία που δημοσιεύτηκε στο Journal of Libertarian Studies, υποστηρίζω ότι μεγάλο μέρος της σημερινής ανισότητας δεν πηγάζει καθόλου από την ελεύθερη αγορά, αλλά από κάτι πολύ πιο ύπουλο: την ανάδυση των τεχνητά επιτυχημένων επιχειρηματιών.
Δύο τύποι επιχειρηματιών
Σε κάθε κοινωνία, υπάρχουν κερδισμένοι. Αλλά πώς κερδίζουν;
Καταρχάς, υπάρχουν οι φυσικά επιτυχημένοι επιχειρηματίες, που καινοτομούν, αναλαμβάνουν ρίσκα και ικανοποιούν τις ανάγκες των καταναλωτών σε μια ανταγωνιστική αγορά. Δημιουργούν αξία και τα κέρδη τους αποτελούν ανταμοιβή για την προσφορά τους στους άλλους. Ωστόσο, υπάρχουν και οι τεχνητά επιτυχημένοι επιχειρηματίες που, αντιθέτως, κερδίζουν όχι μέσω της αξίας ή της δημιουργικότητας, αλλά επειδή λαμβάνουν κρατικές εύνοιες: επιδοτήσεις, προστατευτικούς κανονισμούς, φορολογικές ελαφρύνσεις ή δημόσιες συμβάσεις. Η επιτυχία τους είναι πολιτικά μεθοδευμένη, όχι κερδισμένη στην αγορά.
Αυτή η διάκριση είναι ζωτικής σημασίας. Όταν πάρα πολλοί νικητές είναι τεχνητοί, οι άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν την πίστη τους στον ίδιο τον καπιταλισμό, κινούμενοι προς αυτό που επιδεινώνει εξαρχής το σύστημα (σ.σ. τον σοσιαλισμό).
Από τις ελεύθερες αγορές στα στημένα παιχνίδια
Ο Πικετί και άλλοι επικριτές ορθώς επισημαίνουν ότι η ανισότητα αυξάνεται σε πολλές χώρες. Αλλά δεν βλέπουν μια βασική αιτία: την κρατική παρέμβαση, που στρεβλώνει την αγορά και ανταμείβει την ευνοιοκρατία έναντι του ανταγωνισμού. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού, για παράδειγμα, οι πολιτικές των lockdown κατέστρεψαν τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα ενίσχυσαν γίγαντες του ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως η Amazon. Ήταν άραγε αυτό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού στην αγορά ή των πολιτικών αποφάσεων;
Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση της Solyndra - μιας αμερικανικής εταιρείας ηλιακής ενέργεια, που έλαβε πάνω από 500 εκατομμύρια δολάρια σε κρατικά δάνεια πριν καταρρεύσει. Ή τον Xavier Niel της Γαλλίας - ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις ευνοϊκές αλλαγές στη νομοθεσία για τις τηλεπικοινωνίες, ώστε να προσπεράσει τους πιο καθιερωμένους ανταγωνιστές του. Ή τον Έλον Μασκ, του οποίου οι εταιρείες συνδυάζουν την καινοτομία με τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις και δημόσιες συμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιχειρηματικής επιτυχίας και κυβερνητικής μηχανικής γίνεται θολή. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα - όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη δημοκρατία.
Η κινητικότητα πεθαίνει, η δυσαρέσκεια αυξάνεται
Σε μια πραγματική οικονομία της αγοράς, η επιτυχία είναι ρευστή. Οι καταναλωτές είναι οι απόλυτοι κριτές. «Ψηφίζουν» με τα χρήματά τους, ανταμείβοντας τους καλύτερους και τιμωρώντας τους χειρότερους. Όταν όμως οι κυβερνήσεις αρχίζουν να επιλέγουν τους νικητές, αυτή η δυναμική καταρρέει. Η επιτυχία γίνεται στατική. Ο πλούτος παραμένει συγκεντρωμένος, όχι επειδή κερδίζεται, αλλά επειδή προστατεύεται. Οι επίδοξοι επιχειρηματίες μετατοπίζουν την εστίασή τους από την ικανοποίηση των πελατών στην ικανοποίηση των γραφειοκρατών. Αυτό γεννά τον κυνισμό και την δυσαρέσκεια. Οι άνθρωποι δεν βλέπουν πλέον τον πλούτο ως ένδειξη δημιουργίας αξίας, αλλά χειραγώγησης. Και αυτό καθιστά πιο δύσκολο το να υπερασπιστεί κανείς τον καπιταλισμό.
Η εσφαλμένη λύση του Πικετί
Η πρόταση του Πικετί -ένας παγκόσμιος φόρος πλούτου έως και 90%, μαζί με μια μαζική αναδιανομή- δεν είναι απλώς μη πρακτική. Είναι και επικίνδυνη. Γιατί; Επειδή στοχεύει στο αποτέλεσμα (ανισότητα) χωρίς να αντιμετωπίζει την αιτία (κρατική ευνοιοκρατία). Ακόμα χειρότερα, ενισχύει τους ίδιους τους θεσμούς που βοήθησαν εξαρχής στην δημιουργία της τεχνητής επιτυχίας.
Η φορολόγηση των πλουσίων δεν θα λύσει το πρόβλημα της ευνοιοκρατίας. Μπορεί ακόμη και να το επιδεινώσει, ωθώντας περισσότερους επιχειρηματίες να αναζητήσουν την εύνοια και την προστασία της κυβέρνησης από τις πολιτικές της δήμευσης. Η καλύτερη λύση είναι η κατάργηση των προνομίων, όχι των κερδών.
Οι πραγματικές λύσεις για μια πιο δίκαιη οικονομία
Για να αποκαταστήσουμε τη νομιμότητα του καπιταλισμού, πρέπει:
Να καταργήσουμε τις επιδοτήσεις και την προνομιακή μεταχείριση για τις εταιρείες με πολιτικές διασυνδέσεις·
Να καταργήσουμε τους κανονισμούς που προστατεύουν τους κατεστημένους παράγοντες και εμποδίζουν την είσοδο νέων παικτών στην αγορά·
Να προωθήσουμε τον ελεύθερο ανταγωνισμό και όχι τα μονοπώλια που χρηματοδοτούνται από το κράτος.
Να μεταρρυθμίσουμε την φορολόγηση για την επιβράβευση της καινοτομίας και της ανάληψης κινδύνων, όχι της προσοδοθηρίας.
Να μειώσουμε την κρατική παρέμβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τις αγορές εργασίας και προϊόντων
Δεν πρόκειται για την υπεράσπιση της ανισότητας καθαυτής. Πρόκειται για τη διασφάλιση ότι η ανισότητα αντανακλά την αξία και τις επιλογές των καταναλωτών, όχι την τεχνητή χειραγώγηση.
Γιατί αυτό έχει σημασία
Μια κοινωνία που κυριαρχείται από τεχνητούς επιχειρηματίες είναι καταδικασμένη σε στασιμότητα. Το ταλέντο σπαταλιέται. Η καινοτομία επιβραδύνεται. Οι πολίτες απογοητεύονται. Τελικά, οι εκκλήσεις για ριζική αναδιανομή γίνονται πιο έντονες.
Ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει —και να ευδοκιμήσει— μόνο αν οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι ένα σύστημα ευκαιριών, όχι κρατικής ευνοιοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χαράξουμε μια σαφή γραμμή μεταξύ της δίκαια κερδισμένης επιτυχίας και της κατασκευασμένης επιτυχίας.
Ο Τόμας Πικετί έχει δίκιο σε ένα πράγμα: κάθε κοινωνία πρέπει να δικαιολογεί τις ανισότητές της. Όμως η δικαιολόγηση πρέπει να είναι η εξής: η ανισότητα είναι αποδεκτή όταν προκύπτει από την εθελούσια ανταλλαγή, την επιχειρηματικότητα και την ικανοποίηση των καταναλωτών. Δεν είναι αποδεκτή όταν προκύπτει από πολιτικά προνόμια.
Σύνοψη
Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τον καπιταλισμό, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Αυτό σημαίνει να απορρίψουμε όχι μόνο την σοσιαλιστική αναδιανομή, αλλά και τους νικητές που δημιουργούνται από το κράτος, οι οποίοι διαφθείρουν την αγορά και διαβρώνουν την εμπιστοσύνη του κοινού. Ας σταματήσουμε να υπερασπιζόμαστε τον «καπιταλισμό» αφηρημένα - και ας αρχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τον πραγματικό καπιταλισμό: ένα ανταγωνιστικό σύστημα αγοράς, όπου η επιτυχία πηγάζει από την ελευθερία, όχι από την κρατική εύνοια.