Η μισανθρωπία του Μαρξ
Στο νέο του βιβλίο, ο βραβευμένος ιστορικός Sean McMeekin επιχειρεί μια εξιστόρηση ολόκληρης της κομμουνιστικής εποχής, σε όλη την υφήλιο.
Ετικέτες: Βιβλία, Πολιτισμός, Ιστορία, Σοσιαλισμός
Άρθρο του David Gordon, δημοσιευμένο στις 6/12/2024.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι ο κομμουνισμός ήταν ένα τελειωμένο ζήτημα, και σύγχρονοι ειδήμονες, όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ισχυρίστηκαν ότι παρακολουθούσαμε τον παγκόσμιο θρίαμβο του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Ωστόσο ο κομμουνισμός, στην πραγματικότητα, δεν εξαφανίστηκε ποτέ, και στις μέρες μας γίναμε μάρτυρες της αναβίωσής του, για παράδειγμα με τις μαρξιστικές πολιτικές που υποστήριξε η Καμάλα Χάρις. Είναι σημαντικό σε αυτές τις συνθήκες να θυμόμαστε το ζοφερό ιστορικό του κομμουνισμού. Και ποιος είναι καλύτερος να το κάνει από τον Sean McMeekin, τον οποίο οι αναγνώστες μου θα θυμούνται για το εξαιρετικό βιβλίο του Stalin's War.
Δείτε την κριτική του David Gordon για το εν λόγω βιβλίο εδώ:
Στο To Overthrow the World: The Rise and Fall and Rise of Communism (Basic Books, 2024), ο McMeekin δεν επιχειρεί τίποτα λιγότερο από μια παγκόσμια ιστορία ολόκληρης της κομμουνιστικής εποχής. Στη στήλη αυτής της εβδομάδας, θα συζητήσω ένα θέμα με μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο.
Πολλοί σύγχρονοι μαρξιστές σπεύδουν να αποστασιοποιηθούν από τον Λένιν και τον Στάλιν, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα που επικρατούσε υπό την ηγεσία τους ήταν πολύ μακριά από τον «αληθινό» κομμουνισμό του Καρλ Μαρξ. Ο McMeekin μας δείχνει, ωστόσο, ότι ο Μαρξ ήταν ο ίδιος ένα φανατισμένο και μισαλλόδοξο άτομο διόλου ευκαταφρόνητων διαστάσεων.
Ο Μαρξ συχνά απεικονίζεται ως υποκινούμενος από την αγάπη για την εργατική τάξη, αν όχι για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στην πραγματικότητα, από την εποχή που ήταν φοιτητής, επεδείκνυε περιφρόνηση και μίσος για τις μάζες, τις οποίες θεωρούσε κατώτερές του. Όπως γράφει ο McMeekin,
«Αντί να εκτιμά την καλή του τύχη, που του επέτρεπε να ζει αυτή την ευχάριστη ζωή αναψυχής [που ήταν εφικτή χάρη στα εμβάσματα από τον πατέρα του], ο Μαρξ έγραφε ποίηση που ήταν θυμωμένη και μισάνθρωπη. Στο Savage Saga, που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1841, ένας εικοσιδύοχρονος Μαρξ κατέκρινε σφόδρα τους ανθρώπους επειδή ήταν κουρασμένοι, άδειοι, φοβισμένοι, οι «πίθηκοι ενός ψυχρού Θεού», ενός Θεού που προειδοποίησε τους πιθήκους του, «Θα ρίξω αδιανόητες κατάρες στην ανθρωπότητα».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο McMeekin θα μπορούσε επίσης να ανέφερε το Marx and Satan του αιδεσιμότατου Richard Wurmbrand (Crossway, 1986). Η υιοθέτηση μιας Εωσφορικής περσόνας από τον Μαρξ ήταν, στην πραγματικότητα, ένα συχνό μοτίβο στον ρομαντισμό του δέκατου ένατου αιώνα, που αναλύθηκε στο διάσημο βιβλίο της Marion Praz, The Romantic Agony (Οξφόρδη, 1930).
Η μισανθρωπία του Μαρξ συνεχίστηκε σε όλη την ενήλικη ζωή του, οδηγώντας τον σε μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της εγελιανής φιλοσοφίας. Στη φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ, ο πόλεμος παίζει ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας προς τον στόχο της -την ελευθερία (φυσικά πολύ διαφορετική από το πώς εμείς οι Ροθμπαρντιανοί βλέπουμε την ελευθερία) - αν και η υποστήριξή του στον πόλεμο αμφισβητείται πολύ μεταξύ των μελετητών του Χέγκελ. (Το εξαιρετικό βιβλίο του Michael Rosen The Shadow of God (Χάρβαρντ, 2022) περιλαμβάνει μια προσεκτική μελέτη αυτού του ζητήματος.) Ο Μαρξ έφερε τον πόλεμο στο κέντρο της ιστορικής διαδικασίας. Μόνο ένας μεγάλος πόλεμος θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια επανάσταση, η βία και η καταστροφή της οποίας θα εξάγνιζε την ανθρωπότητα και θα προετοίμαζε το δρόμο για το κομμουνιστικό μέλλον. Όπως το θέτει ο McMeekin:
Στην εκδοχή του Μαρξ για την χεγκελιανή διαλεκτική Aufhebung [υπέρβαση], οι τάξεις θα αυτοκαταργούνταν, καθιστώντας έτσι αδύνατη την ταξική σύγκρουση. Η «ολική επανάσταση» για να γίνει αυτό […] απαιτεί την πολιτική βία. Η τελευταία λέξη στις ανθρώπινες υποθέσεις, έγραψε με σχεδόν χαρούμενη προσμονή, ήταν «μάχη ή θάνατος: αιματηρή πάλη ή αφανισμός».
Λόγω των τεράστιων αλλαγών που θα απαιτούσε ο ερχομός του κομμουνισμού, μόνο ένας παγκόσμιος πόλεμος θα αρκούσε για να γίνει εφικτός, όπως οι αναρχικοί κριτικοί του Μαρξ, κυρίως ο Michael Bakunin, αναγνώρισαν άμεσα:
Όπως αντιλήφθηκαν ορισμένοι από τους αναρχικούς επικριτές του Μαρξ, ιδιαίτερα εκείνοι της αναρχικής αριστεράς, όπως ο Michael Bakunin, το μαξιμαλιστικό μαρξιστικό πρόγραμμα, που απαιτούσε τον κρατικό έλεγχο των τραπεζών, της βιομηχανίας, της γεωργίας και των οικονομικών συναλλαγών, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μαζική βία και εξαναγκασμό […] Χωρίς τον καταλύτη του πολέμου, η Κομμουνιστική Επανάσταση ήταν αδιανόητη […] Μόνο η απόλυτη καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έκανε αρκετή ζημιά [για να επιτρέψει την επιτυχία της επανάστασης των Μπολσεβίκων].
Στις προσπάθειές του για ολοκληρωτική καταστροφή, ο Μαρξ δεν λυπήθηκε τις γυναίκες, τα παιδιά και την οικογένεια. Κατήγγειλε σε ένα περιβόητο απόσπασμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, τον «παραλογισμό των αστών για την οικογένεια και την εκπαίδευση, για την καθαγιασμένη σχέση γονέα και παιδιού». Είναι προφανές ότι ένα από τα βασικά σημεία του σύγχρονου πολιτισμικού μαρξισμού —η «αφυπνισμένη» (woke) επίθεσή του στην παραδοσιακή οικογένεια— έχει τις ρίζες της στα λόγια του Μαρξ, και όσοι από εμάς είμαστε αντίθετοι σε αυτήν την επίθεση θα πρέπει να έχουμε κατά νου αυτήν την προέλευση, καθώς αγωνιζόμαστε εναντίον της.
Ο Μαρξ συμμετείχε ενεργά στο εργατικό κίνημα, αλλά η ανάμειξή του δεν τον ώθησε να αντιμετωπίζει τους εργάτες ως ισότιμούς του, παρ’ όλο που μια προλεταριακή εξέγερση υποτίθεται ότι ήταν κεντρικής σημασίας για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι εργάτες χρειάζονταν την καθοδήγηση των ελίτ διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένου σίγουρα του ιδίου:
Η πρώτη εμπειρία του Μαρξ με την εργασία και τους οργανωτές της εργασίας δεν τον φούντωσε με την επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο για να βελτιώσει την τύχη τους. Αντίθετα, η έλλειψη πνευματικής επιτήδευσης των πραγματικών εργατών ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι το δόγμα πρέπει να προηγείται και ότι η ιστορική διαλεκτική πρέπει να γίνεται σεβαστή.
Όπως αναγνώρισαν ο Μπακούνιν και άλλοι αναρχικοί κριτικοί, ο Μαρξ στόχευε σε μια αιματηρή επανάσταση, που θα έθετε τον ίδιο και τους φίλους του επικεφαλής:
Ο Μπακούνιν έγραψε ότι μετά από μια κομμουνιστική επανάσταση, «οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος, με άλλα λόγια ο Μαρξ και οι φίλοι του […] θα συγκέντρωναν τα ηνία της κυβέρνησης σε ένα ισχυρό χέρι, γιατί ο αδαής λαός απαιτεί ισχυρή εποπτεία».
Η σημασία της διακυβέρνησης από μια ομάδα πρωτοπορίας κομμουνιστών διανοουμένων συνεχίστηκε από τον Λένιν και τον Στάλιν και τους διαδόχους τους, συμπεριλαμβανομένων των Φιντέλ Κάστρο, Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, Χο Τσι Μινχ και Μάο Τσε Τουνγκ. Πράγματι, ο Κινέζος ηγέτης ήταν ίσως ο πιο επίμονος από αυτούς στη διακυβέρνησή του ως ελίτ διανοούμενος, που είχε το δικαίωμα να καθοδηγεί τις μάζες, και η φιλοσοφική του «σοφία», όπως φαίνεται, διαδόθηκε παντού στο Μικρό Κόκκινο Βιβλίο, που διανεμήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.
Ο Μάο είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι η σημασία της κάστας των Μανδαρίνων στην διακυβέρνηση της κοινωνίας ήταν η κύρια δύναμη στη δημιουργία κοινωνικών θεσμών από την εποχή της δημιουργίας της πρώτης κινεζικής αυτοκρατορίας, ένα σημείο που τεκμηριώθηκε επαρκώς από τον μεγάλο αντιφρονούντα μαρξιστή και σινολόγο Karl Wittfogel στο μείζον του έργο Oriental Despotism (Yale, 1957). Ο Μάο υπήρξε ο μεγαλύτερος μαζικός δολοφόνος όλων των εποχών – γεγονός που δεν αποθάρρυνε τους «woke αντιρατσιστές» της εποχής μας απ’ το να τον τιμούν. Ο Χίτλερ ήταν επίσης ένας σοσιαλιστής διανοούμενος που υπήρξε μαζικός δολοφόνος, και αυτή η αντίστιξη δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει.
Δείτε επίσης: