Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: Ο πόλεμος του Στάλιν
Άρθρο-βιβλιοκριτική του David Gordon, που δημοσιεύτηκε από το Mises Institute στις 26/8/2021
Σε ένα πρόσφατο «αιρετικό» βιβλίο, ο κορυφαίος ιστορικός Sean McMeekin υποστηρίζει με τεκμήρια ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υποκινήθηκε στην πραγματικότητα από τον πανούργο Στάλιν
Stalin's War: A New History of World War II
του Sean McMeekin
Εκδόσεις Basic Books, 2021
σελ. 831
Η κυρίαρχη άποψη περί του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πηγαίνει πιθανότατα κάπως έτσι: Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο «καλός πόλεμος». Αν και ο Ιωσήφ Στάλιν ήταν ένοχος για πολλά εγκλήματα, ο Αδόλφος Χίτλερ, με τις τεράστιες κατακτήσεις του που συνοδεύονταν από μαζικές δολοφονίες σε κολοσσιαία κλίμακα, ήταν μια άμεση απειλή για τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και γι' αυτόν τον λόγο, η συμμαχία με τον Στάλιν ήταν η καλύτερη πορεία δράσης για αυτές τις χώρες μόλις ο Χίτλερ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Επιπλέον, όταν ο πόλεμος μετατράπηκε σε σύγκρουση μεταξύ των Συμμάχων και των δυνάμεων του Άξονα, οι Ρώσοι επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου. Δεδομένων των τεράστιων απωλειών του ρωσικού λαού, τόσο στρατιωτών όσο και αμάχων, θα πρέπει να βλέπουμε τον Στάλιν σχεδόν με ευγνωμοσύνη, όσο και αν αυτό είναι αντίθετο με τις δημοκρατικές μας πεποιθήσεις, χάρη στον τρόπο με τον οποίο ηγήθηκε της χώρας του, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης ζωής και θανάτου. (Το βιβλίο Learning From the Germans της φιλοσόφου Susan Neiman είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της άποψης. Δείτε την κριτική μου εδώ.)
Για να το θέσουμε επιεικώς, η άποψη του Sean McMeekin δεν είναι αυτή. Ο McMeekin είναι ένας ιστορικός που έχει γράψει εξαιρετικές μελέτες για τη Ρωσική Επανάσταση, τις απαρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια εκτεταμένη αρχειακή έρευνα σε πολλές γλώσσες. Στο «Ο πόλεμος του Στάλιν», ξεπέρασε και τον εαυτό του ακόμα. Χρειάστηκαν πάνω από είκοσι σελίδες, μόνο για να απαριθμήσει τα αρχεία που έχει συμβουλευτεί (σ. 767–88), και έχει εξετάσει επίσης έναν τεράστιο αριθμό συλλογών εγγράφων, απομνημονευμάτων και δευτερευουσών πηγών.
Ο McMeekin συμπεραίνει ότι η κυρίαρχη άποψη είναι εσφαλμένη. Ο Στάλιν, από τις πρώτες μέρες του ως επαναστάτης στην τσαρική Ρωσία, ήταν ένας αφοσιωμένος μαρξιστής που επεδίωκε την ανατροπή του καπιταλιστικού κόσμου. Για το σκοπό αυτό, προσπάθησε να επιδεινώσει την ένταση μεταξύ του Χίτλερ - που ήθελε να ανατρέψει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών - και της Βρετανίας και της Γαλλίας. Ως εκ τούτου, υπέγραψε ένα σύμφωνο μη επίθεσης με τον Χίτλερ στις 23 Αυγούστου 1939, αφήνοντας ελεύθερους τους Γερμανούς να επιτεθούν στην Πολωνία και, όχι τυχαία, εξασφαλίζοντας σημαντικά εδάφη για τη Ρωσία. Στον παγκόσμιο πόλεμο, που ξεκίνησε με τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ήλπιζε ότι οι Γερμανοί θα εμπλέκονταν σε μια παρατεταμένη σύγκρουση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, που θα άφηνε και τις δύο πλευρές εξουθενωμένες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την κομμουνιστική επανάσταση και την επέκταση της Ρωσίας.
Όταν οι Γερμανοί υπέταξαν τη Γαλλία με απροσδόκητη ταχύτητα το 1940, ο Στάλιν αύξησε τις δικές του εδαφικές και οικονομικές απαιτήσεις σε τέτοιο βαθμό, που το σύμφωνο με τη Γερμανία ήταν πλέον υπο αμφισβήτηση, μια κατάσταση που δεν επιλύθηκε από την επίσκεψη του σοβιετικού υπουργού Εξωτερικών Vyacheslav Molotov στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του 1940, όταν η αδιαλλαξία του Molotov εξέπληξε και απογοήτευσε τον Χίτλερ. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας γινόταν όλο και πιο πιθανός. Ο McMeekin τονίζει ότι ο Στάλιν ανέπτυξε τις δυνάμεις του με τρόπο που υποδήλωνε ότι - όπως και ο Χίτλερ - είχε και αυτός την επίθεση στο μυαλό του: είναι λάθος να θεωρούμε την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ως μια απρόκλητη γερμανική επίθεση.
Μετά την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία στις 22 Ιουνίου 1941, τόσο ο Winston Churchill όσο και ο Franklin D. Roosevelt έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να βοηθήσουν τον Στάλιν. Ο Τσόρτσιλ είχε αναστείλει για πολλά χρόνια τον αντικομμουνισμό του, θεωρώντας τον Χίτλερ ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και ο Ρούσβελτ, παρόλο που η Αμερική δεν συμμετείχε ακόμη στον πόλεμο, έδωσε στη Ρωσία βοήθεια με πολύ καλύτερους όρους από αυτούς που πρόσφερε στη Βρετανία, ένα μοτίβο που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Η βοήθεια που έλαβε ο Στάλιν αποδείχθηκε απαραίτητη για την δυνατότητά του να αντισταθεί στη γερμανική επίθεση και, τελικά, να εξαπολύσει μια αντεπίθεση, αλλά μακράν του να φανεί ευγνώμων, ενήργησε με πλήρη αδιαφορία για τα αμερικανικά και βρετανικά συμφέροντα. Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, το μοτίβο της υποτέλειας των Αμερικανών και των Βρετανών στους Σοβιετικούς συνεχίστηκε, και ο McMeekin δείχνει τo πώς, ξανά και ξανά, ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ αγνόησαν τις επιταγές του εθνικού τους συμφέροντος, βοηθώντας τον Στάλιν. Μεταξύ των παραδειγμάτων που αναλύει είναι η εγκατάλειψη της εξόριστης στο Λονδίνο Πολωνικής κυβέρνησης κατόπιν εντολής του Στάλιν, η υποστήριξη του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, και η υπονόμευση της εθνικιστικής κινεζικής κυβέρνησης. Σαν να μην έφταναν αυτά, η πολιτική της «άνευ όρων παράδοσης» και το Σχέδιο Μοργκεντάου, που ζητούσε την αποβιομηχάνιση της Γερμανίας, βοήθησαν επίσης τη σοβιετική πολιτική στο ότι εμπόδισαν τις πιθανότητες (σ.σ. πολιτικής) ανατροπής του Χίτλερ και μιας ειρηνικής διευθέτησης του πολέμου στο δυτικό μέτωπο. Σε ό,τι αφορά την Ιαπωνία, η πολιτική της άνευ όρων παράδοσης παρέτεινε τον πόλεμο άσκοπα και επέτρεψε στον Στάλιν - ο οποίος δεν είχε κάνει τίποτα για να βοηθήσει τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου - να κηρύξει τον πόλεμο την τελευταία στιγμή, ώστε να εξασφαλίσει εδαφικά οφέλη για τη Ρωσία.
Μπόρεσα να δώσω μόνο ένα μικρό δείγμα από τον τεράστιο καμβά που αναπτύσσει ο McMeekin, και δεν έχω χώρο για να σχολιάσω παρά μόνο μερικά σημεία ενδιαφέροντος. Οι αναγνώστες που είναι εξοικειωμένοι με το επιχείρημα του σοσιαλιστικού υπολογισμού του Mises μπορεί να αναρωτιούνται, πώς ήταν δυνατό για τον Στάλιν να δημιουργήσει ένα τεράστιο στρατιωτικό οπλοστάσιο μέσω κεντρικού σχεδιασμού. Μέρος της απάντησης έγκειται στη συγκέντρωση των πόρων προς στρατιωτικά αγαθά εις βάρος της (μη στρατιωτικής) κατανάλωσης, ωστόσο ένα άλλο μέρος της απάντησης προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη. Ο McMeekin σημειώνει ότι πολλοί Αμερικανοί επιχειρηματίες επένδυσαν στη Ρωσία, βοήθησαν τον Στάλιν να κατασκευάσει εργοστάσια, ακόμη και μετέφεραν εκεί τα δικά τους εργοστάσια. Εδώ ο συγγραφέας αξιοποιεί κατάλληλα την πρωτοποριακή τρίτομη μελέτη του Antony Sutton, Δυτική Τεχνολογία και Σοβιετική Οικονομική Ανάπτυξη (1973), καθώς και η δική του αρχειακή έρευνα. ( Το μεταγενέστερο έργο του Sutton, Wall Street and the Bolshevik Revolution [1974] αξίζει επίσης να διαβαστεί, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή.)
Εξετάζοντας τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο, ο McMeekin θέτει το ερώτημα: Γιατί η Βρετανία εξέδωσε εγγύηση στην Πολωνία τον Μάρτιο του 1939, όταν δεν υπήρχε η προοπτική να υπερασπιστεί η Βρετανία την Πολωνία σε περίπτωση γερμανικής εισβολής; Επιπλέον, η εγγύηση δεν επεκτεινόταν στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας: Γιατί ήταν πιο σημαντικό να υπερασπιστούμε την Πολωνία από τη γερμανική εισβολή, παρά από τη ρωσική; Η Ρωσία δεν αποδέχτηκε τα ισχύοντα σύνορα μετά τον ρωσο-πολωνικό πόλεμο του 1920, και ήθελε τουλάχιστον μια αποκατάσταση των συνόρων της γραμμής Curzon της συνθήκης των Βερσαλλιών. Παρεμπιπτόντως, μεγάλο μέρος της εργασίας σε εκείνη τη σύνοδο για τον καθορισμό των συνόρων της γραμμής Curzon έγινε από τον σπουδαίο μελετητή του Kant, HJ Paton.
Απαντώντας στο ερώτημα γιατί η Βρετανία εξέδωσε την εγγύηση, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στη σημαντική μελέτη του Simon Newman, March 1939: The Guarantee to Poland , (1976) που υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση Chamberlain ήταν αρκετά πρόθυμη να εμπλακεί σε πόλεμο με την Γερμανία. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να αγνοηθεί η επιρροή του Λόρδου Χάλιφαξ, του υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος, όπως σημειώνει ο RA Butler στα απομνημονεύματά του, ήταν η κυρίαρχη επιρροή στη βρετανική εξωτερική πολιτική τους μήνες μετά τη διάσκεψη του Μονάχου. Ο McMeekin κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με την επίδραση των βρετανικών πιέσεων: «Είναι σημαντικό ότι ο Χίτλερ έδειξε να θορυβείται τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου 1939, διαισθανόμενος ότι οδηγούσε τη Γερμανία σε μια ευρύτερη σύγκρουση από ό,τι είχε επιδιώξει» (σελ. 93).
Ένα από τα βασικά σημεία του βιβλίου είναι η σημασία του ελέγχου των πρώτων υλών, όπως το αλουμίνιο και το πετρέλαιο, στη διεξαγωγή του πολέμου. Ως προς αυτό, ο McMeekin υποστηρίζει ότι ένα συντονισμένο πλήγμα από τους Βρετανούς και τους Γάλλους εναντίον των κοιτασμάτων πετρελαίου του Μπακού, που ελέγχονταν από τη Ρωσία μετά την εισβολή του Στάλιν στη Φινλανδία τον Νοέμβριο του 1939, θα μπορούσε να είχε ακρωτηριάσει την δυνατότητα της Ρωσίας να διεξάγει πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, και έτσι να αποτρέψει τη φρίκη του ρωσο-γερμανικού πολέμου. «Οι Σύμμαχοι όμως έχασαν την ευκαιρία τους…. Ήταν ένα μια ριψοκίνδυνη στιγμή για τον κομμουνισμό στην υπαρξιακή του πάλη με τον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά οι πονηριές και οι εν δυνάμει απειλές από τον Στάλιν είχαν θεωρηθεί απίθανες, και έτσι η σοβιετική θέση αποκαταστάθηκε» (σελ. 155).
Ο McMeekin, στην αξιολόγηση των στόχων της πολιτικής του Στάλιν πριν από τη γερμανική εισβολή, χρησιμοποιεί το εξαιρετικό βιβλίο του Ernst Topitsch, Stalin's War (1987), παραθέτοντας την αναφορά του στην ομιλία του Στάλιν στις 5 Μαΐου 1941 στους αποφοίτους των σοβιετικών στρατιωτικών, στην οποία ήταν σαφείς οι επιθετικές του βλέψεις (σελ. 675,n5). Σε αντίθεση με την κριτική του βιβλίου του Topitsch από τον Gerhard Weinberg στην American Historical Review (Ιούνιος 1989), ο Topitsch δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ένας ναζιστής ιδεολόγος. Αντίθετα, ήταν ένας φιλόσοφος που συμπαθούσε τους λογικούς εμπειριστές του Κύκλου της Βιέννης και έγραφε επικριτικά κείμενα για τη ναζιστική ιδεολογία.
Ο Στάλιν όχι μόνο είχε εχθρικές προθέσεις προς τη Γερμανία, αλλά έδειξε κι ελάχιστη επιθυμία να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σύμφωνο ουδετερότητας του Στάλιν με την Ιαπωνία, που υπογράφηκε από τον Στάλιν και τον Ιάπωνα υπουργό Εξωτερικών Yosuke Matsuoka στις 13 Απριλίου 1941, ήταν εχθρικό προς τα αμερικανικά συμφέροντα. «Με τη θέση της στη Μαντζουρία ασφαλή, η Ιαπωνία ήταν τώρα ελεύθερη, αν το ήθελε —και ο υπαινιγμός του Στάλιν δεν θα μπορούσε να ήταν πιο σαφής— να χτυπήσει στη Νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό ενάντια στα βρετανικά και αμερικανικά συμφέροντα» (σελ. 258). Ο Ματσουόκα, παρεμπιπτόντως, πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε ευχάριστες συνθήκες στο Πόρτλαντ του Όρεγκον και μιλούσε άπταιστα αγγλικά.
Ο Στάλιν ήθελε να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία σε σύγκρουση, καθώς η ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Ιαπωνία να κινηθεί εναντίον της Ρωσίας. Μια ασυμβίβαστη αμερικανική πολιτική εναντίωσης στην ιαπωνική επέκταση προς τη Νοτιοανατολική Ασία ήταν επομένως προς το συμφέρον του, και ο κομμουνιστής πράκτορας Hary Dexter White, «φυτεμένος» στο (σ.σ. αμερικανικό) Υπουργείο Οικονομικών, συνέταξε ένα υπόμνημα τον Ιούνιο του 1941, που ήταν η βάση των απαιτήσεων του υπουργού Εξωτερικών Cordell Hull από τους Ιάπωνες στις 26 Νοεμβρίου 1941, να αποσυρθούν πλήρως από τα κατακτημένα εδάφη τους, ένα τελεσίγραφο που οδήγησε τους Ιάπωνες να θεωρήσουν τον πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αναπόφευκτο. Στο βιβλίο How the Far East Was Lost του Anthony Kubek (1972), το οποίο ο McMeekin απαριθμεί στη βιβλιογραφία του, υπάρχει ένα πολύτιμο κεφάλαιο, γραμμένο στην πραγματικότητα από τον Stephen H. Johnsson, σχετικά με τις δραστηριότητες του Hary Dexter White με σκοπό την υποκίνηση της σύγκρουσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Γενικότερα, το Back Door to War (1952) του Charles Callan Tansill, που βασίζεται σε μια εκτενή έρευνα στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, περιέχει μια μακροσκελή περιγραφή των ιαπωνικών ειρηνευτικών προσπαθειών πριν από το Περλ Χάρμπορ. Ο Tansill, που κάποτε θεωρούνταν ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς της αμερικανικής διπλωματίας, σήμερα αναφέρεται σπάνια.
Όπως προαναφέρθηκε, ο συγγραφέας δικαίως τονίζει την άκριτη στάση των Αμερικανών και των Βρετανών απέναντι στους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους με επικεφαλής τον Τίτο. Η εξαιρετική ανάλυση του συγγραφέα υποστηρίζει την προηγούμενη μελέτη του Slobodan Draskovich, Tito: Moscow's Trojan Horse («Τίτο: O Δούρειος Ίππος της Μόσχας», 1957). Ο Ντράσκοβιτς ήταν γιος του Σέρβου υπουργού Εσωτερικών που είχε δολοφονηθεί το 1921 και αδελφός του Μίλοραντ Ντράσκοβιτς, για πολλά χρόνια συνεργάτη στο Ίδρυμα Χούβερ. Γενικότερα, η μεταγενέστερη αρχειακή έρευνα επιβεβαίωσε τα ευρήματα των «πρώιμων αντικομμουνιστών» κατά τη διάρκεια του πολέμου, και αμέσως μετά απ’ αυτόν. Τα σχόλια του συγγραφέα για τον Ταγματάρχη George Racey Jordan, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για τις αμερικανικές αποστολές (σ.σ. στην ΕΣΣΔ) ουρανίου και άλλων υλικών που απαιτούνται για την κατασκευή ατομικών όπλων (σελ. 532–34), αλλά και για τις διαμαρτυρίες του κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, George H. Earle, προς τον Ρούσβελτ για την ακολουθούμενη πολιτική της άνευ όρων παράδοσης (σελ. 451 και, ιδίως, σ. 737,n31) θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη για αυτό το ζήτημα.
Θα κλείσω με μια παρατήρηση που θα βρουν ενδιαφέρουσα όσοι έχουν μελετήσει τα οικονομικά της ελεύθερης αγοράς. Ο McMeekin αναφέρει ότι «το κεϋνσιανό εναλλακτικό επιχείρημα που ακούει κανείς μερικές φορές —ότι η κινητοποίηση του «οπλοστασίου της δημοκρατίας» έβγαλε την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών (και αργότερα του κόσμου όλου) από την ύφεση με έναν τρόπο που δεν το έκανε το New Deal του Ρούσβελτ— στηρίζεται ουσιαστικά στην οικονομική «πλάνη του σπασμένου παραθύρου» που είχε καταδείξει ο Frédéric Bastiat» (σελ. 664).
To Stalin’ s War είναι ένα εξαίρετο βιβλίο, και όποιος ενδιαφέρεται για τις αιτίες και τις συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου —και ποιος λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να είναι αδιάφορος;— πρέπει να το διαβάσει.
Αν εκτιμάς την δουλειά που κάνω και θέλεις να μου δώσεις ώθηση να συνεχίσω, τώρα μπορείς να κάνεις μια δωρεά στην πλατφόρμα «Ko-fi», όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι. Το σύστημα είναι ασφαλές και δεν απαιτεί κανένα ελάχιστο ποσό και (σε αντίθεση με την πλατφόρμα του Substack) καμία απολύτως δέσμευση.
Ο David Gordon είναι ανώτατος συνεργάτης του Mises Institute και συντάκτης του Mises Review.