Η μαοϊκή οργή της woke (αφυπνιστικής δήθεν) ιδεολογίας
Η λύση σε αυτή την πολιτισμική διείσδυση είναι η επαναβεβαίωση των δυτικών ιδεών και αξιών, κι η αντιμετώπιση και ιδεολογική εξάλειψη των οπαδών του woke ολοκληρωτισμού, που τις έχουν σκυλεύσει
Δοκίμιο του καθηγητή Michael Rectenwald (βλ. βιογραφικό στο τέλος του άρθρου), που δημοσιεύτηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα στις 4/4/2023
Η ιδέα ότι ο «αφυπνισμός» (wokeness) είναι μια μορφή μαρξισμού ή νεομαρξισμού έχει διατυπωθεί από πολλούς συγγραφείς και σχολιαστές. Για παράδειγμα, το κίνημα woke έχει ονομαστεί ποικιλοτρόπως «προσαρμοσμένος μαρξισμός» από τον Ryan Chapman και «φυλετικός μαρξισμός» από τον James Lindsay. Η βασική προϋπόθεση αυτής της ιδέας είναι ότι o «αφυπνισμός» μεταφράζει τις προλεταριακές και καπιταλιστικές τάξεις του Μαρξ σε τάξεις κοινωνικής ταυτότητας. Ο αφυπνισμός διατηρεί το υποκείμενο ταξικό αίσθημα του μαρξισμού και το μετατρέπει στην δυάδα του καταπιεστή/καταπιεσμένου. Αυτή η γραμμή σκέψης εντοπίζει γενικά τις ρίζες της αφυπνισμένης ιδεολογίας στον νεομαρξισμό της Σχολής της Κριτικής Θεωρίας της Φρανκφούρτης, από την οποία προέκυψε η κριτική φυλετική θεωρία (CRT). Ωστόσο, υπάρχουν καλοί λόγοι για να αντισταθούμε στην ιδέα ότι ο αφυπνισμός είναι απλώς μια μεταλλαγμένη μορφή του μαρξισμού.
Στο βιβλίο Springtime for Snowflakes: Social Justice and Its Postmodern Parentage (2018), ανιχνεύω την προέλευση της αφυπνισμένης ιδεολογίας (ή τη σύγχρονη ιδεολογία της «κοινωνικής» δικαιοσύνης) στις θεωρίες του προδρόμου της Σχολής της Φρανκφούρτης, György Lukács, μέσω της ίδιας της Σχολής της Φρανκφούρτης, και στη μεταμοντέρνα θεωρία, που στη συνέχεια μεταλλάχθηκε στον «πρακτικό μεταμοντερνισμό» του αφυπνισμού. Για παράδειγμα, σημειώνω ότι η «επιστημολογία της προλεταριακής άποψης» του Lukács, όπως εισήχθη στο βιβλίο του, History and Class Consciousness (1923), είναι η πιθανή βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της woke/αφυπνισμένης πεποίθησης ότι κάθε άτομο έχει τη δική του αλήθεια, με βάση τον ιδιαίτερο τύπο της καταπίεσής του. Ο Λούκατς υποστήριξε ότι η μοναδική θέση της εργατικής τάξης εντός της κοινωνικής τάξης και των σχέσεων παραγωγής παρέχουν στο προλεταριάτο ένα προνομιακό πλεονέκτημα για να διακρίνει την αντικειμενική αλήθεια.
Αυτή η μαρξιστική εκδοχή εκείνου που ο Ludwig von Mises ονόμασε «πολυλογισμό», ή αλλιώς της πεποίθησης ότι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων συλλογίζονται με θεμελιωδώς διαφορετικούς τρόπους, αποτελεί τη ρίζα της πεποίθησης της «κοινωνικής δικαιοσύνης» ότι κάθε κοινωνική ομάδα, ακόμη και κάθε άτομο, έχουν τη δική τους αλήθεια και ότι οι υποδεέστερες ομάδες και άτομα έχουν ειδική πρόσβαση στην αλήθεια — παρόλο που ο μεταμοντερνισμός αποδομεί ταυτόχρονα την πίστη στην αντικειμενική αλήθεια. Οι μεταμοντερνιστές και οι θεωρητικοί της μεταπολιτικής οικειοποιήθηκαν την επιστημολογία της υποκειμενικής άποψης και τη διοχέτευσαν μέσα από διάφορα ταυτοτικά φίλτρα. Ο αφυπνισμός/wokeness κληρονομεί τη γνωσιολογική τους άποψη και υποστηρίζει ότι η συμμετοχή σε μια υποδεέστερη ταυτοτική ομάδα παρέχει στα μέλη της αποκλειστική πρόσβαση στη γνώση - τη δική τους γνώση - η οποία είναι απρόσιτη στους άλλους. Τα μέλη των κυρίαρχων ταυτοτικών ομάδων δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση ή να κατανοήσουν τη γνώση ή τις εμπειρίες των υποδεέστερων άλλων. Έτσι, δεν υπάρχει αμφισβήτηση των «αφηγήσεων» και των «ιστοριών» των τελευταίων, είτε μέσω λογικής, είτε μέσω εμπειρικών στοιχείων.
Με τον αφυπνισμό, η υποκείμενη οικονομική θεωρία του μαρξισμού και η ρητή ταξική του ανάλυση εξαφανίζονται εντελώς από το προσκήνιο. Αντί για την ακριβολόγο (παρ’ ό,τι εσφαλμένη) θεωρία του μαρξισμού περί εκμετάλλευσης -η εκμετάλλευση ισούται με το ποσό της «υπεραξίας» (που προέρχεται από τον απλήρωτο χρόνο εργασίας) που απαλλοτριώνουν από τους εργάτες οι καπιταλιστές στο σημείο της παραγωγής- ο αφυπνισμός προωθεί τη νεφελώδη και σχεδόν άρρητη έννοια του προνομίου, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται, παρά τις συνεχείς προσπάθειες, δεν μπορεί ποτέ να εξουδετερωθεί πλήρως ή να εξιλεωθούν επαρκώς οι κάτοχοί του. Με αυστηρούς μαρξιστικούς όρους, η ισοπέδωση ή η απογύμνωση των κοινωνικά ανωτέρων από άδικα «προνόμια» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επίτευξη της «κοινωνικής» δικαιοσύνης ή «ισότητας».
Χωρίς καμία κριτική αντίθεση στον καπιταλισμό ως το πρωταρχικό μέσο με το οποίο δομείται η κοινωνική τάξη, και χωρίς επιχειρήματα ή στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού, ο αφυπνισμός καθίσταται αδύναμος, σε σχέση με τον μαρξισμό. Σε αντίθεση με τον μαρξισμό, ο αφυπνισμός είναι πρωτίστως μια «ηθική», που βασίζεται σε μια αφηρημένη έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αντιστροφής των ιεραρχιών, ή τουλάχιστον σε μια ισοπέδωση προνομιούχων ατόμων και ομάδων. Όμως εάν, όπως υποστήριξε ο Μαρξ, οι προλετάριοι (δηλαδή οι περισσότεροι άνθρωποι) υφίστανται εκμετάλλευση, κλοπή των καρπών της εργασίας τους και επομένως ουσιαστικά της ίδιας τους της ζωής, τότε η συλλογική δράση που προκύπτει από την αναγνώριση του συλλογικού συμφέροντος, και όχι κάποια προσπάθεια πραγματοποίησης μιας αφηρημένης κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο για την πραγμάτωση της απελευθέρωσης.
Η απάντηση του Μαρξ για τα κοινωνικά προβλήματα και την μάστιγα των ανισοτήτων δεν περιελάμβανε την αποκάλυψη μιας ηθικής παράβασης, αλλά αντίθετα μια συστηματική ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών δομών του καπιταλισμού και την υπέρβαση αυτών των δομών. Εν ολίγοις, για τον Μαρξ, οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις —ή το ταξικό σύστημα— εξαρτώνται από ένα κοινωνικά οργανωμένο εργατικό δυναμικό που λειτουργεί μέσα σε ένα ιδιόκτητο σύστημα παραγωγής. Σύμφωνα με τον μαρξισμό, μόνο με την ανατροπή αυτών των κοινωνικών σχέσεων και την εξάλειψη αυτού του συστήματος ιδιοκτησίας μπορεί να επιτευχθεί η «ισότητα».
Δείτε σχετικά: «Ο Καρλ Μαρξ δεν υπήρξε ποτέ οικονομολόγος»
Το ζητούμενο του Μαρξ ήταν η λεγόμενη «καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση», η οποία δεν είναι απλώς θέμα μείωσης των προνομίων των κοινωνικά ανωτέρων. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια αναρρίχηση στην κοινωνική διαστρωμάτωση θα ήταν πιο κατάλληλη μέσα στη φεουδαρχική κοινωνία, αν και κατά βάση ανέφικτη μέσα σ’ αυτήν. Με τους όρους του Μαρξ, η ανισότητα μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν οφείλεται σε πλεόνασμα προνομίων για κάποιους και σε αντίστοιχη απουσία προνομίων για άλλους. Τέτοιου είδους ευφημιστικές έννοιες είναι θεωρητικολογίες, που περιλαμβάνουν απλά εφήμερες κοινωνικές σηματοδοτήσεις. Αν ζούσε σήμερα ο Μαρξ, διατείνομαι ότι θα υποστήριζε πως, ακόμα κι αν οι στόχοι της αφυπνισμένης κοινωνικής δικαιοσύνης μπορούσαν να επιτευχθούν, τα πιο σημαντικά ζητήματα της υλικής ανισότητας, της εκμετάλλευσης, της φτώχειας και της κοινωνικής κυριαρχίας θα παρέμεναν ανέπαφα.
Η αριστερή στροφή από τα οικονομικά προς την ταυτότητα και τα προνόμια ήρθε πολύ πριν εμφανιστεί o αφυπνισμός στo προσκήνιο, και είχε ήδη αναληφθεί υπό την ετικέτα του ίδιου του μαρξισμού-λενινισμού. Μετά τη σινο-σοβιετική διάσπαση στη μετα-σταλινική εποχή, σημειώθηκε μια αποφασιστική αλλαγή στον δυτικό μαρξισμό. Ο «οικονομισμός» της Τρίτης Διεθνούς, που υποστήριζε την ορθόδοξη μαρξιστική άποψη ότι ο σοσιαλισμός αναπόφευκτα θα αναδυόταν από τις οικονομικές συνθήκες του προηγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού, έδωσε τη θέση του στον μαοϊκό «βολονταρισμό», ο οποίος έδινε έμφαση στις υποκειμενικές συνθήκες, την ταξική συνείδηση και τη βούληση των μαζών. Περαιτέρω, δεδομένων των αποκαλύψεων από τη Σοβιετική Ένωση μετά την «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ και την επακόλουθη αποσταλινοποίηση, η αριστερά παραδέχτηκε απρόθυμα το σύστημα των γκουλάγκ, την Κόκκινη Τρομοκρατία, τον Μεγάλο Τρόμο και τις εκκαθαρίσεις. Ο σταλινισμός θεωρήθηκε από πολλούς (σ.σ. αριστερούς) τόσο καταπιεστικός, όσο και ο προηγμένος καπιταλισμός.
Ωστόσο, πολλοί δυτικοί αριστεροί αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους για έναν επαναστατικό κομμουνισμό. Απλώς τον αναζήτησαν με διαφορετικά μέσα και υιοθέτησαν την έννοια της πολιτιστικής επανάστασης. Η ιδέα της πολιτιστικής επανάστασης προήλθε κυρίως από τη Μαοϊκή Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976), αλλά μπορεί επίσης να περιγραφεί στα προηγούμενα έργα των ίδιων των δυτικών μαρξιστών. Αυτά περιλάμβαναν τον Ιταλό μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι και τη Σχολή της Φρανκφούρτης, αρκετά μέλη της οποίας εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ το 1933. Από την τελευταία ομάδα, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε συνέλαβε τη Νέα Αριστερά, συνδυαζόμενη από διάφορες ομάδες - τον φεμινισμό, το κίνημα της μαύρης δύναμης, τον περιβαλλοντισμό και άλλα.
Δείτε σχετικά: « Herbert Marcuse: Ο διεστραμμένος φιλόσοφος πίσω από την ιδεολογία των Antifa »
Αυτοί οι εκτοπισμένοι ήταν που αντιπροσώπευαν το πραγματικό επαναστατικό δυναμικό. Η εργατική τάξη στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες είχε εδώ και καιρό ενσωματωθεί από το καπιταλιστικό σύστημα (χάρη στον αυξανόμενο πλούτο και τον καταναλωτισμό) και δεν ήταν πλέον χρήσιμη για τον σκοπό της επανάστασης. Είχε γίνει μια νέα εργατική αριστοκρατία. Η σημερινή απαξίωση των λευκών Αμερικανών της εργατικής τάξης από το αριστερό κατεστημένο πηγάζει από αυτήν την πεποίθηση για τη δυτική εργατική τάξη. Εξηγεί επίσης την υιοθέτηση της πολιτικής των ταυτοτήτων από τη Νέα Αριστερά και την καταδίκη της «λανθασμένης σκέψης». Δεν ήταν η δυτική εργατική τάξη, αλλά οι περιθωριοποιημένες ταυτοτικές ομάδες -αυτές που βρίσκονται στην περιφέρεια του καπιταλισμού, τόσο κοινωνικά όσο και γεωγραφικά- που είχαν τη σωστή συνείδηση και άρα αληθινές επαναστατικές δυνατότητες. Η εργατική τάξη θα μπορούσε, με αυτό το σκεπτικό, να απορριφθεί. Τα βάσανά τους δεν ήταν πλέον μέλημα των μαρξιστών. Αυτή η στάση απέναντι στους βιομηχανικούς εργάτες συνέπεσε επίσης με τη μαοϊκή υιοθέτηση της αγροτιάς ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο.
Ο μαοϊσμός θα γινόταν ο πρωταγωνιστής της δυτικής αριστεράς από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι σήμερα. Όπως περιγράφεται από τους David M. Jones και MLR Smith στο The Strategy of Maoism in the West: Rage and the Radical Left (2022), στη Γαλλία, ο μαοϊσμός μετατόπισε τα αριστερά ενδιαφέροντα από τον οικονομικό ντετερμινισμό προς μια πολιτιστική πολιτική που ταίριαζε στους avant garde λογοτέχνες και θεωρητικούς του πολιτισμού. Εκείνοι βρήκαν στην πολιτιστική επανάσταση προσχήματα για τα δικά τους έργα, που περιελάμβαναν την μετα-στρουκτουραλιστική αποδόμηση και την σημειολογική ανάλυση (Roland Barthes και Jacques Derrida), τον φεμινισμό του δεύτερου κύματος (Julia Kristeva και Hélène Cixous), την ψυχανάλυση (η ομάδα Tel Quel, et al.), την «βιο-πολιτική» και την «μικρο»-πολιτική» της εξουσίας (Michel Foucault), ακόμη και του στρουκτουραλιστικού μαρξισμού (Λουί Αλτουσέρ).
Στην περίπτωση του Αλτουσέρ, επειδή ο στρουκτουραλισμός του αφαίρεσε το ανθρώπινο υποκείμενο από την ιστορία, ο βολονταρισμός του Μάο θα έπρεπε να είχε αποδειχτεί αποφασιστικό σημείο διαφοράς. Όμως ο Αλτουσέρ κατάφερε να εκλογικεύσει την υποστήριξή του στον Μαοϊσμό, επειδή αμφισβήτησε τον μπαγιάτικο οικονομικό ντετερμινισμό και τη συμφιλιωτική ρητορική της ειρηνικής συνύπαρξης με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων που χαρακτήριζε τον μετα-σταλινισμό. Όπως και άλλοι Γάλλοι αριστεροί διανοούμενοι, ο Αλτουσέρ καλωσόρισε τη βίαιη αντιπαράθεση. Πολλοί από αυτούς τους ακτιβιστές διανοουμένους των γραμμάτων χρηματοδοτήθηκαν από το Ενωμένο Μέτωπο για την Πολιτιστική Εργασία της Κίνας, για να επισκεφθούν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
«Ήταν αυτό το εξελισσόμενο, προοδευτικό ενδιαφέρον για την κριτική θεωρία της κοινωνικής δικαιοσύνης και την αύξηση της μαοϊκής συνείδησης […] που έθεσε τα ιδεολογικά θεμέλια για μια «αφυπνισμένη» επίθεση κατά της δυτικής δημοκρατικής αυτοσυνειδησίας στον εικοστό πρώτο αιώνα», υποστήριξαν οι Jones και Smith. Από τον Μαοϊσμό, ο Jones και ο Smith αναφέρθηκαν κυρίως στο ήθος, τις στρατηγικές και τις πρακτικές της Μαοϊκής Πολιτιστικής Επανάστασης, που ενθουσίασε τόσο τους αριστερούς διανοούμενους στη Γαλλία και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πέρα από αυτήν.
Παρ’ όλο που πολλοί από αυτούς τους Γάλλους διανοούμενους απογοητεύτηκαν και έχασαν τον επαναστατικό τους ζήλο, ειδικά καθώς έγιναν γνωστές οι φρικαλεότητες της Κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης, οι ιδέες τους είχαν κατακτήσει από τη δεκαετία του 1980 τα ακαδημαϊκά τμήματα σε όλες τις ΗΠΑ και αλλού, όπου προώθησαν μια αποδομητική φρενίτιδα για τη διάλυση των θεμελίων της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντί να επιδιώξουν να ανατρέψουν το κράτος, αυτοί οι μαοϊκοί ακτιβιστές λόγιοι και συγγραφείς προσπάθησαν να διεισδύσουν σε αυτό—καθώς και στον ακαδημαϊκό κόσμο, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και άλλα πολιτιστικά ιδρύματα. «Πράγματι, ήταν οι Μαοϊκοί, όπως ο Ρούντι Ντούτσκε, που υποστήριξαν τη μακρά πορεία συνείδησης μέσω του κράτους και αργότερα μέσω διεθνών θεσμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων», έγραψαν οι Τζόουνς και Σμιθ. Επηρεασμένος από τον Γκράμσι, ήταν ο Ντούτσκε, ηγέτης της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Ένωσης Φοιτητών, που αλληλογραφούσε με τον Μαρκούζε και επινόησε τη φράση «η μακρά πορεία μέσω των θεσμών». Έχει αναγνωριστεί από πολλούς στοχαστές ότι αυτή η μακρά πορεία έχει έκτοτε ολοκληρωθεί.
Δείτε σχετικά: «Antonio Gramsci : Ο διαβόητος εμπνευστής του πολιτισμικού μαρξισμού»
Ήδη από το 2016, μετά την αλληλεπίδρασή μου με τους «αφυπνισμένους» στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (βλ. Springtime for Snowflakes και Beyond Woke για την ιστορία), άρχισα να εντοπίζω την «κοινωνική δικαιοσύνη», ή τον «αφυπνισμό», σε εποχές και κινήματα που ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η αναζήτησή μου για τους πιθανούς προδρόμους του περιορισμού των προνομίων, της κοινωνικής καταγγελίας και της κουλτούρας της ακύρωσης, εκ μέρους του περιβάλλοντος της «κοινωνικής δικαιοσύνης», με οδήγησε σε Γαλλίδες φεμινίστριες, μετα-στρουκτουραλιστές, μεταμοντερνιστές και αποδομιστές μετά το 1968, που διάβασαν το Μικρό Κόκκινο Βιβλίο του Μάο και εμποτίστηκαν από ένα μαοϊκό ήθος, ενσωματώνοντας τα ιδεολογικά στοιχεία της κάθαρσης της Πολιτιστικής Επανάστασης, όπως οι «συνεδρίες ψυχολογικής πίεσης» και η «αυτοκριτική», (ή αυτο-επίκριση), στο λεξικό και στην εργαλειοθήκη τους. Στις συνεδρίες ψυχολογικής πίεσης, ο ένοχος, κατηγορούμενος για εγωισμό, άγνοια και εναγκαλισμό της αστικής ιδεολογίας, προπηλακιζόταν με λεκτικές, και συχνά σωματικές, επιθέσεις από τους συντρόφους του, μέχρις ότου να συντριβεί και να ομολογήσει τα χαρακτηρολογικά και ιδεολογικά του ελαττώματα, και μετά υποσχόταν να αναμορφωθεί, αλλιώς αντιμετώπιζε την φυλάκιση και πιθανώς τον θάνατο. Εν τω μεταξύ, η αυτοκριτική άρχιζε από την μεριά του ενόχου, ο οποίος υπέβαλλε τον εαυτό του σε σκληρή λεκτική αυτο-επίπληξη και αυτο-εξευτελισμό, ενώπιον της κριτικής επιτροπής των συντρόφων του.
Τώρα που το προαίσθημά μου έχει επικυρωθεί από την μελέτη που επακολούθησε, μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο αφυπνισμός (wokeness) είναι ένας δυτικοποιημένος μαοϊσμός, κι όχι απλώς μια προσαρμογή του μαρξισμού αυτού καθαυτού. Και αρκετοί Κινέζοι μετανάστες στη Δύση, που έζησαν την περίοδο, έχουν επιβεβαιώσει αυτή την αίσθηση. Η κουλτούρα της ακύρωσης, το διαδικτυακό λιντσάρισμα, η μετονομασία των δρόμων, η αστυνόμευση των λέξεων, η αλλαγή των ορισμών των λέξεων, και τη βίαιη εικονομαχία του Black Lives Matter -η τάση τους να καταστρέφουν πολιτιστικά αντικείμενα όπως αγάλματα και ιστορικά μνημεία- θυμίζουν τα χαρακτηριστικά της Μαοϊκής Πολιτιστικής Επανάστασης . (Το ερώτημα παραμένει εάν αυτή η αφυπνισμένη ηγεμονία ήρθε μετά από μια «πορεία μέσω των θεσμών» από κάτω προς τα πάνω, ή αντίθετα, μέσω μιας αστραπιαίας δράσης, υπό την ηγεσία των ελίτ, εντός των θεσμών.)
«Αντί να επιδιώξουν να ανατρέψουν το κράτος, αυτοί οι μαοϊκοί ακτιβιστές λόγιοι και συγγραφείς προσπάθησαν να διεισδύσουν σε αυτό —καθώς και στον ακαδημαϊκό κόσμο, στις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και σε άλλους πολιτιστικούς θεσμούς.»
Η επιμονή του Μάο ότι η αστική ιδεολογία παρέμεινε στο κοινωνικό σώμα ακόμα και μετά την εξάλειψη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και της ιδιοκτησίας οδήγησε στο να δοθεί έμφαση στην ιδεολογική κάθαρση, αναμόρφωση, εξαγνισμό, ή στη διαμόρφωση του νου των μεμονωμένων υποκειμένων για επαναστατικούς σκοπούς, π.χ. . Αυτή η εστίαση στην ιδεολογική επανάσταση εντός της επανάστασης εξηγεί την «αφυπνισμένη» υπερ-προσωποποίηση του πολιτικού - την αντίληψη ότι η πολιτική αλλαγή συμβαίνει μέσα στο μυαλό του ατόμου - και τη στόχευση ατόμων για αναμόρφωση και πιθανή ακύρωση. Το κίνημα της «κοινωνικής» δικαιοσύνης απέκτησε δυναμική με την υπερ-προσωποποίηση του πολιτικού, ή, όπως θα μπορούσαν να πουν οι αριστεροί επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, με την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής. Αυτό το οφείλει στον μαοϊσμό, όχι στον ορθόδοξο μαρξισμό καθεαυτό.
Δείτε σχετικά: « Τι είναι τελικά o νεοφιλελευθερισμός και πώς προέκυψε; »
Όπως έδειξαν οι Τζόουνς και Σμιθ, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, το πολιτιστικό έργο που επιτελέστηκε από κριτικούς θεωρητικούς και ακτιβιστές που εξαρτώνταν από τους δυτικούς Μαοϊκούς έφτασε να κυριαρχεί στα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα της Δύσης. Μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, αυτός ο δυτικοποιημένος μαοϊσμός τροφοδότησε την ιδεολογία του αφυπνισμού, η οποία εξαπλώθηκε πολύ πέρα από τα όρια των πανεπιστημιακών τμημάτων ανθρωπιστικών επιστημών και υπαινίχθηκε στην πολιτική της καθημερινής ζωής, σε κάθε τομέα της κοινωνίας. Όπως έγραψαν οι Jones και Smith:
«Από τα νοσοκομεία μέχρι την αστυνόμευση, τη γονική μέριμνα, την επιβολή του νόμου, τις τέχνες και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, μια μαοϊκή πρακτική πολιτιστικής αντιπαράθεσης υπονόμευσε τους άλλοτε σταθερούς φιλελεύθερους θεσμούς της Δύσης.»
Επιπλέον, αυτός ο δυτικοποιημένος μαοϊσμός, όπως και η φιλοσοφία του Μάο την οποία υιοθέτησε και προσάρμοσε, είναι εντελώς ανελεύθερος και αντι-φιλελεύθερος. Είναι, με λίγα λόγια, ολοκληρωτικός. Ωστόσο, για να αναλάβει την ανατροπή των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, ο δυτικοποιημένος μαοϊσμός εκμεταλλεύτηκε το παράδοξο της φιλελεύθερης ανοχής και χρησιμοποίησε τα φιλελεύθερα ιδανικά ενάντια στον ίδιο τον φιλελευθερισμό. Στηρίχθηκε στις αρχές της ελευθερίας του λόγου, των ατομικών δικαιωμάτων και της ανοχής των αντιπολιτευόμενων απόψεων, για να υποστηρίξει τις αξιώσεις του, και στη συνέχεια προχώρησε στην σίγαση και την φίμωση των αντιπάλων του, αφ’ ότου πέτυχε την κατάληψη της κυρίαρχης θέσης. Η λύση σε αυτή τη διείσδυση είναι η ευθαρσής επαναβεβαίωση των δυτικών ιδεών και ιδανικών και η αντιμετώπιση και εξάλειψη των οπαδών του woke ολοκληρωτισμού, που τις έχουν σκυλεύσει.
Αν εκτιμάς την δουλειά που κάνω και θέλεις να μου δώσεις ώθηση να συνεχίσω, τώρα μπορείς να κάνεις μια δωρεά. H πλατφόρμα δεν απαιτεί κανένα ελάχιστο ποσό και (σε αντίθεση με την πλατφόρμα του Substack) καμία απολύτως συνδρομή.
Ο Michael Rectenwald είναι συγγραφέας δώδεκα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των The Great Reset and the Struggle for Liberty (2022), Thought Criminal (2020), Beyond Woke (2020), Google Archipelago (2019), Springtime for Snowflakes (2018) και Nineteenth- Century British Secularism (2016). Ήταν καθηγητής στο NYU από το 2008 έως το 2019. Είναι ειδικός και υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου ενάντια σε όλες τις μορφές αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού, συμπεριλαμβανομένου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, της «κοινωνικής δικαιοσύνης», του φασισμού και της πολιτικής ορθότητας.
Διαβόητος ως @TheAntiPCProf στο Twitter, ο καθηγητής Rectenwald έχει εμφανιστεί σε πολυάριθμα μεγάλα δίκτυα, σε πολιτικά και άλλα talk show (Τucker Carlson Tonight, Fox & Friends, Fox & Friends First, Varney & Company, The Glenn Beck Show), σε ραδιοφωνικές εκπομπές (Glenn Beck και πολλοί άλλοι), και εκπομπές και podcast στο YouTube (βλ. Μedia).
Τα ακαδημαϊκά και επιστημονικά του δοκίμια έχουν εμφανιστεί στο Quarterly Journal of Austrian Economics, Academic Questions, Endeavor, the British Journal for the History of Science, College Composition and Communication, International Philosophical Quarterly, στις ανθολογίες De Gruyter ( Organized Secularism in the United States ), και αλλού.