Ο λανθάνων φασισμός των σημερινών αντιφασιστών
Ο φασισμός εξυμνεί την λατρεία του θριάμβου μέσω της βίας. Οι «αντιφασίστες» αντικατοπτρίζουν το ίδιο πνεύμα αντιδραστικά, με ένα απαισιόδοξο πάθος για τους ηττημένους.
Ετικέτες: Σοσιαλισμός, Antifa
Άρθρο του Aaron Kheriaty, δημοσιευμένο στις 10/5/2024 από το Brownstone Institute. Μπορείτε να ακούσετε αυτό το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
«Τίποτα δεν μπορεί να έχει ως προορισμό του κάτι άλλο, εκτός από την προέλευσή του. Η αντίθετη ιδέα, η ιδέα περί προόδου, είναι ένα δηλητήριο.»
—Σιμόν Βέιλ
Στις μέρες μας οι όροι «φασίστας» και «φασισμός» χρησιμοποιούνται συνεχώς. Όμως εκείνοι που χρησιμοποιούν περισσότερο αυτές τις λέξεις φαίνεται να τις κατανοούν λιγότερο, με αποτέλεσμα πολλοί από τους σημερινούς αυτοαποκαλούμενους αντιφασίστες, παραδόξως, να υιοθετούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά του φασισμού σε εντυπωσιακό βαθμό.
Μπορούμε να δούμε τις σύγχρονες φασιστικές τάσεις να εκδηλώνονται και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος — όχι μόνο μεταξύ των υπερασπιστών της υπεροχής των λευκών, αλλά και στους τύπους χαρακτήρων που περιγράφονται από τον Γιουτζίν Ρίβερς ως «η Μπέκι με τα όμορφα μαλλιά, η επαναστάτρια κομμουνίστρια» ή «ο λευκός Καρλ, ο αναρχικός τριτοετής φοιτητής από το Άπερ Ιστ Σάιντ».
Ο φασισμός είναι προφανώς κάτι που αξίζει να του αντιταχθεί κανείς, ωστόσο για να είναι κανείς πραγματικά αντιφασίστας απαιτείται να κατανοεί το πώς εκδηλώνεται αυτή η ιδεολογία στην ιστορία και τι προσδιορίζει η λέξη στην πραγματικότητα. Ήδη από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τζορτζ Όργουελ παρατήρησε ότι ο όρος «φασίστας» χρησιμοποιείτο τόσο αδιακρίτως, που είχε υποβαθμιστεί στο επίπεδο μιας βρισιάς συνώνυμης με τον «νταή».
Σε αντίθεση με τη κοινή πεποίθηση, ο φασισμός δεν αντιπροσωπεύει κάποια αντεπαναστατική ή αντιδραστική αντίθεση στις προοδευτικές ιδέες στο όνομα της παράδοσης. Πολλοί στοχαστές προώθησαν αυτή την εσφαλμένη ερμηνεία κατά τη μεταπολεμική περίοδο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της λίστας του Ουμπέρτο Έκο με τα «αιώνια φασιστικά» χαρακτηριστικά, που δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books το 1995, της έννοιας του Αντόρνο για την «αυταρχική προσωπικότητα» που περιγράφεται στο επιδραστικό βιβλίο του, το 1950, με τον ίδιο τίτλο, των ψυχαναλυτικών ερμηνειών των καταπιεστικών συστημάτων από τον Έρικ Φρομ (1973) και τον Βίλχελμ Ράιχ (1946), και του ευρέως αποδεκτού μύθου του Αντόνιο Γκράμσι (1929) ότι ο φασισμός ήταν ένα αντεπαναστατικό κίνημα των «μικροαστών».
Το κοινό λάθος όλων αυτών των ερμηνειών συνίσταται στη γενίκευση της ιδέας του φασισμού, ώστε να περιλαμβάνει οποιοδήποτε κίνημα που είναι είτε αυταρχικό, είτε τείνει να υπερασπίζεται το παρελθόν. Αυτή η ερμηνεία πηγάζει από μια αξιολογική πίστη (αυτή είναι ακριβώς η σωστή λέξη) στην αξία της νεωτερικότητας μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Η νεωτερικότητα θεωρείται ως μια αναπόφευκτη και μη αναστρέψιμη διαδικασία εκκοσμίκευσης και ανθρώπινης προόδου, στην οποία το ζήτημα της υπέρβασης -είτε σε γενικές γραμμές Πλατωνικής, είτε Χριστιανικής- έχει εξαφανιστεί εντελώς και στην οποία η καινοτομία είναι συνώνυμη με το θετικό πνεύμα. Η πρόοδος βασίζεται στη συνεχή επέκταση της τεχνολογίας και της ατομικής αυτονομίας. Τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης, γίνονται εργαλείο για την επιδίωξη της ευμάρειας, της άνεσης και της ευημερίας.
Σύμφωνα με αυτή την πίστη στη νεωτερικότητα, το να είσαι καλός σημαίνει να ασπάζεσαι την προοδευτική κατεύθυνση της ιστορίας· το να είσαι κακός σημαίνει να της αντιστέκεσαι. Δεδομένου ότι ο φασισμός είναι σαφώς κακός, δεν μπορεί να είναι μια εξέλιξη της ίδιας της νεωτερικότητας, αλλά πρέπει να είναι «αντιδραστικός». Από αυτή την άποψη, ο φασισμός περιλαμβάνει όλους όσους φοβούνται την πρόοδο του κόσμου, έχουν ψυχολογική ανάγκη για ένα ισχυρό κοινωνικό σύστημα που να τους προστατεύει, λατρεύουν και εξιδανικεύουν μια ιστορική στιγμή του παρελθόντος, εκχωρώντας έτσι τεράστια εξουσία σε έναν ηγέτη για να την πραγματώσει.
«Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία», έγραψε ο Αουγκούστο Ντελ Νότσε , «ο φασισμός είναι μια αμαρτία ενάντια στην προοδευτική κίνηση της ιστορίας». Πράγματι, «κάθε αμαρτία αποτελεί εντέλει αμαρτία ενάντια στην κατεύθυνση της ιστορίας».
Αυτός ο χαρακτηρισμός του φασισμού είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου λανθασμένος και αγνοεί τα κεντρικά του χαρακτηριστικά. Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, ο Ιταλός «φιλόσοφος του φασισμού» και συγγραφέας-φάντασμα για τον Μπενίτο Μουσολίνι, έγραψε ένα πρώιμο βιβλίο για τη φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ. Ο Τζεντίλε προσπάθησε να εξαγάγει από τον μαρξισμό τον διαλεκτικό πυρήνα του επαναστατικού σοσιαλισμού, απορρίπτοντας παράλληλα τον μαρξιστικό υλισμό. Ως ο αυθεντικός ερμηνευτής της μαρξιστικής σκέψης, ο Λένιν απέρριψε φυσικά αυτή την αιρετική κίνηση, επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη ενότητα μεταξύ ριζοσπαστικού υλισμού και επαναστατικής δράσης.
Όπως ο Τζεντίλε, έτσι και ο ίδιος ο Μουσολίνι μίλησε για «τι είναι ζωντανό και τι είναι νεκρό στον Μαρξ» στην ομιλία του την 1η Μαΐου του 1911. Επιβεβαίωσε το βασικό επαναστατικό δόγμα του Μαρξ - την απελευθέρωση του ανθρώπου μέσω της αντικατάστασης της θρησκείας από την πολιτική - μολονότι απέρριπτε τον μαρξιστικό ουτοπισμό, ο οποίος ήταν η πτυχή του μαρξισμού που τον καθιστούσε ένα είδος κοσμικής θρησκείας. Στον φασισμό, το επαναστατικό πνεύμα που διαχωρίζεται από τον υλισμό γίνεται ένα μυστικιστικό στοιχείο της δράσης για χάρη της δράσης.
Οι μελετητές του φασισμού έχουν επισημάνει τόσο μια «μυστηριώδη εγγύτητα όσο και μια απόσταση μεταξύ του Μουσολίνι και του Λένιν». Τη δεκαετία του 1920, ο Μουσολίνι κοιτούσε συνεχώς στον «καθρέφτη οπισθοπορείας» του τον Λένιν ως αντίπαλο επαναστάτη σε ένα είδος μιμητικού χορού. Στη θέλησή του να κυριαρχήσει, ο Μουσολίνι ταυτίστηκε αυθόρμητα με την Πατρίδα και με τον ίδιο του τον λαό. Ωστόσο, δεν υπήρχε ίχνος σε αυτό κάποιας παράδοσης την οποία να επικύρωνε και να υπερασπιζόταν.
Στην προέλευση και τους στόχους του, ο φασισμός δεν είναι τόσο ένα αντιδραστικό-παραδοσιακό φαινόμενο, όσο μια δευτερογενής και εκφυλιστική εξέλιξη της μαρξιστικής επαναστατικής σκέψης. Αντιπροσωπεύει ένα στάδιο στη σύγχρονη διαδικασία της πολιτικής εκκοσμίκευσης που ξεκίνησε με τον Λένιν. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να προκαλέσει αντιπαραθέσεις, αλλά μια φιλοσοφική και ιστορική εξέταση του φασισμού αποκαλύπτει ότι είναι ακριβής.
Εύκολα μας διαφεύγουν αυτά τα χαρακτηριστικά αν επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην προφανή πολιτική αντίθεση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεγονός ότι οι φιλοσοφίες τους έχουν κοινές γενεαλογικές ρίζες και επαναστατικά ιδανικά δεν σημαίνει ούτε ότι ο Λένιν ήταν φασίστας (δεν ήταν) ούτε ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός είναι το ίδιο πράγμα (δεν είναι και πολέμησαν μέχρι θανάτου για να το αποδείξουν). Λάβετε υπόψη, ωστόσο, ότι ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι απαραίτητα φίλος μου.
Ο φασισμός κατανοεί τον εαυτό του ως μια επαναστατική και προοδευτική εκδήλωση της εξουσίας. Όπως και στον κομμουνισμό, ο φασισμός αντικαθιστά τις παραδοσιακές θρησκευτικές αρχές με μια κοσμική θρησκεία στην οποία το μέλλον —αντί για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή κάποια μετα-ιστορικά ιδανικά— γίνεται είδωλο. Η πολιτική αντικαθιστά τη θρησκεία στην αναζήτηση της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με τους δημοφιλείς χαρακτηρισμούς, ο φασισμός δεν κάνει καμία προσπάθεια να διατηρήσει μια κληρονομιά παραδοσιακών αξιών ενάντια στην πορεία της προόδου (αρκεί κανείς να κοιτάξει τη φασιστική αρχιτεκτονική για να το επιβεβαιώσει αυτό). Αντίθετα, προχωρά ως η εκτύλιξη μιας εντελώς νέας και άνευ προηγουμένου δύναμης στην ιστορία.
Ο ναζισμός δεν ήταν τόσο μια ακραία μορφή φασισμού, όσο η αντιστροφή του κομμουνισμού (η επανάσταση αντίστροφα). Πρόσθεσε στα χαρακτηριστικά του φασισμού τον δικό του μύθο της προέλευσης, ο οποίος αναγκαστικά ανάγεται στην προϊστορία. Ο απεχθής σοσιαλιστικός εθνικισμός του, που βασίζεται στο αίμα και στο χώμα, ανέτρεψε τον μαρξιστικό οικουμενισμό, αλλά οδήγησε επίσης στην πιο ακραία έκφραση της αποικιοκρατίας. Όπως και με τον φασισμό και τον κομμουνισμό, ο ναζισμός ήταν πάντα ανιστορικός και παντελώς αδιάφορος να διατηρήσει οτιδήποτε ουσιαστικό από το παρελθόν.
Αντί να ατενίζει πίσω στην ιστορία ή σε δια-ιστορικές αξίες, ο φασισμός βαδίζει μπροστά και προχωρά μέσω μιας «δημιουργικής καταστροφής» η οποία αισθάνεται ότι δικαιούται να ανατρέψει οτιδήποτε στέκεται ως εμπόδιο στο δρόμο της. Η δράση για χάρη της δράσης αποκτά ιδιαίτερη αύρα και μυστικισμό. Ο φασίστας ιδιοποιείται και επιτάσσει ακλόνητα διάφορες πηγές ενέργειας - είτε ανθρώπινη, πολιτιστική, θρησκευτική είτε τεχνική - για να αναδιαμορφώσει και να μεταμορφώσει την πραγματικότητα. Καθώς αυτή η ιδεολογία πιέζει για την προέλασή της, δεν κάνει καμία προσπάθεια να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε ανώτερη αλήθεια ή ηθικό σύστημα. Η πραγματικότητα είναι απλώς αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί.
Όπως και οι μεταπολεμικοί ερμηνευτές του φασισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω, πολλοί σήμερα πιστεύουν λανθασμένα ότι ο φασισμός βασίζεται σε ισχυρούς ισχυρισμούς μεταφυσικής αλήθειας — ότι οι φασιστικές αυταρχικές προσωπικότητες πιστεύουν κατά κάποιο τρόπο ότι κατέχουν το μονοπώλιο της αλήθειας. Αντίθετα, όπως εξήγησε ο ίδιος ο Μουσολίνι με απόλυτη σαφήνεια, ο φασισμός βασίζεται εξ ολοκλήρου στον σχετικισμό:
Αν ο σχετικισμός σημαίνει περιφρόνηση για τις σταθερές κατηγοριοποιήσεις και για όσους ισχυρίζονται ότι είναι οι φορείς της αντικειμενικής, αθάνατης αλήθειας, τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο σχετικιστικό από τις φασιστικές συμπεριφορές και δραστηριότητες. Από το γεγονός ότι όλες οι ιδεολογίες έχουν ίση αξία, εμείς οι φασίστες συμπεραίνουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τη δική μας ιδεολογία και να την επιβάλουμε με όλη την ενέργεια για την οποία είμαστε ικανοί.
Οι φρικαλεότητες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου διαγνώστηκαν λανθασμένα μέσω της εσφαλμένης ερμηνείας του φασισμού και του ναζισμού από τους μεταπολεμικούς διανοούμενους: Αυτές οι ιδεολογίες, και το λουτρό αίματος που εξαπέλυσαν, δεν αντιπροσώπευαν την αποτυχία της ευρωπαϊκής παράδοσης αλλά την κρίση της νεωτερικότητας - το αποτέλεσμα της εποχής της εκκοσμίκευσης.
Ποιες είναι οι ηθικές συνέπειες του φασισμού; Μόλις αποδοθεί αξία στην αμιγή δράση, οι άλλοι άνθρωποι παύουν να είναι αυτοσκοποί και γίνονται απλά όργανα ή εμπόδια στο φασιστικό πολιτικό πρόγραμμα. Η λογική του «δημιουργικού» ακτιβισμού του φασίστα τον οδηγεί να αρνηθεί την προσωπικότητα και την ατομικότητα των άλλων ανθρώπων, να υποβαθμίσει τα άτομα σε απλά αντικείμενα. Μόλις τα άτομα εργαλειοποιηθούν, δεν έχει πλέον νόημα να μιλάμε για ηθικά καθήκοντα απέναντί τους. Οι άλλοι είναι είτε χρήσιμοι και αξιοποιούνται, είτε είναι άχρηστοι και απορρίπτονται.
Αυτό εξηγεί τον εξαιρετικό ναρκισσισμό και τον σολιψισμό που χαρακτηρίζουν τους φασίστες ηγέτες και λειτουργούς: Όποιος ασπάζεται αυτή την ιδεολογία ενεργεί σαν να είναι το μόνο άτομο που πραγματικά υπάρχει. Ο φασίστας δεν έχει καμία αίσθηση του σκοπού του νόμου ή κανένα σεβασμό για ένα δεσμευτικό ηθικό σύστημα. Αντίθετα, ασπάζεται τη δική του ωμή θέληση για εξουσία: οι νόμοι και άλλοι κοινωνικοί θεσμοί είναι απλώς εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην υπηρεσία αυτής της εξουσίας. Επειδή η δράση του φασίστα δεν απαιτεί τελικό σκοπό και δεν συμμορφώνεται με κανέναν υπερβατικό ηθικό κανόνα ή πνευματική εξουσία, διάφορες τακτικές μπορούν να υιοθετηθούν ή να απορριφθούν κατά βούληση - προπαγάνδα, βία, εξαναγκασμός, βεβήλωση, διαγραφή κ.λπ.
Αν και οι φασίστες φαντάζονται τους εαυτούς τους ως δημιουργικούς, οι πράξεις τους μπορούν μόνο να καταστρέφουν. Τα ταμπού καταρρίπτονται αδιακρίτως και κατά βούληση. Σύμβολα πλούσια σε νόημα - ηθικά, ιστορικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά - αποσπώνται από το πλαίσιό τους και εργαλειοποιούνται. Το παρελθόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ιδεολογικό εργαλείο ή κρυπτογράφημα: Μπορεί κανείς να ψάξει στην ιστορία για χρήσιμες εικόνες ή συνθήματα, ώστε να τα χρησιμοποιήσει στην υπηρεσία της επεκτατικής εξουσίας. Όμως οπουδήποτε δεν είναι χρήσιμη για αυτόν τον σκοπό, η ιστορία απορρίπτεται, παραμορφώνεται, ανατρέπεται, ή απλώς αγνοείται σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Ποια είναι τα δηλωμένα ιδανικά του φασισμού — σε τι υποτίθεται ότι χρησιμεύει; Εκ προθέσεως, αυτό δεν γίνεται ποτέ απολύτως σαφές, εκτός από το να πούμε ότι η καινοτομία καθαυτή αποκτά θετική αξία. Αν κάτι θεωρείται ιερό, αυτό είναι η βία. Όπως και στον Μαρξισμό, η λέξη «επανάσταση» αποκτά μια σχεδόν μαγική, μυστικιστική σημασία. Αλλά όπως εξήγησα στο Μέρος II αυτής της σειράς, η ιδεολογία της ολοκληρωτικής επανάστασης καταλήγει μόνο να ενισχύει το παρόν σύστημα και το οχυρό των ελίτ, καίγοντας εκείνα τα υπολειμματικά στοιχεία της παράδοσης που καθιστούν δυνατή μια ηθική κριτική αυτού του συστήματος.
Το αποτέλεσμα είναι ο μηδενισμός. Ο φασισμός εξυμνεί μια αισιόδοξη (αλλά κενή περιεχομένου) λατρεία της νίκης μέσω της βίας. Σε μια αντιδραστική κίνηση, οι νεοφασίστες «αντιφασίστες» αντικατοπτρίζουν αυτό το πνεύμα με ένα απαισιόδοξο πάθος για τους ηττημένους. Και στις δύο περιπτώσεις, επικρατεί το ίδιο πνεύμα άρνησης.
Έχοντας κατά νου αυτήν την περιγραφή, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η λέξη «φασισμός» λογικά γυρίζει μπούμερανγκ σε πολλούς από τους σημερινούς αυτοαποκαλούμενους αντιφασίστες. Το πρακτικό αποτέλεσμα των πολιτισμικών μας πολέμων δεν είναι απλώς ότι η θεραπεία μπορεί να είναι χειρότερη από την ασθένεια, αλλά ότι η πιο ριζοσπαστική «θεραπεία» σε αυτή την περίπτωση είναι απλώς η ασθένεια. Ο κίνδυνος είναι ότι ένας ελαφρώς συγκαλυμμένος φασισμός - που παρελαύνει απατηλά υπό μια αντιφασιστική σημαία - θα ξεπεράσει και θα απορροφήσει τις θεμιτές προσπάθειες θεραπείας των δεινών μας, συμπεριλαμβανομένων των ηθικά έγκυρων προσπαθειών για την θεραπεία του καρκίνου του ρατσισμού ή της αντιμετώπισης άλλων κοινωνικών αδικιών.
Η ίδια πίστη στη νεωτερικότητα που οδήγησε στις λανθασμένες ερμηνείες του φασισμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ωθεί επίσης τη σύγχρονη ιστορία και πολιτική σε άχρηστες κατηγοριοποιήσεις. Αν αμφισβητήσουμε αυτήν την αξιολογική πίστη στην ιδέα της νεωτερικότητας, μπορούμε να διαμορφώσουμε μια σαφέστερη άποψη για τις ιδεολογίες του 20ού αιώνα και τις τρέχουσες εκφάνσεις τους. Αυτό δεν συνεπάγεται ούτε την αυτόματη αναγνώριση της νεωτερικής ή προοδευτικής άποψης ως αντιφασιστικής, ούτε την εξίσωση όλων των μορφών παραδοσιοκρατίας (τουλάχιστον δυνητικά) με τον φασισμό.
Στην πραγματικότητα, η διάκριση μεταξύ των παραδοσιοκρατών (αν πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτόν τον μη ικανοποιητικό όρο) και των προοδευτικών είναι εμφανής στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αντιτίθενται στον φασισμό. Με τον όρο παράδοση δεν εννοώ τον σεβασμό για ένα στατικό αποθετήριο σταθερών προτύπων ή την επιθυμία επιστροφής σε μια εξιδανικευμένη περίοδο του παρελθόντος. Αντίθετα, αναφέρομαι στην ετυμολογική έννοια αυτού που «παραδίδουμε» (tradere) δημιουργώντας έτσι κάτι νέο. Ένας πολιτισμός που δεν έχει τίποτα αξιόλογο να κληροδοτήσει είναι ένας πολιτισμός που έχει ήδη χαθεί. Αυτή η κατανόηση της παράδοσης οδηγεί σε μια κριτική της νεωτερικότητας που προϋποθέτει την αναπόφευκτη πρόοδο - ένας αβάσιμος μύθος που θα πρέπει να απορρίψουμε ακριβώς για να αποφύγουμε την επανάληψη των φρικαλεοτήτων του 20ού αιώνα.
Αυτή η κριτική της νεωτερικότητας και η απόρριψη της ηθικής ως «κατεύθυνσης της ιστορίας» οδηγεί σε άλλες ιδέες σχετικά με την τρέχουσα κρίση μας. Αντί για τις τυπικές αριστερές-δεξιές, φιλελεύθερες-συντηρητικές, προοδευτικές-αντιδραστικές κατηγορίες ερμηνείας, μπορούμε να δούμε ότι το πραγματικό πολιτικό χάσμα σήμερα είναι μεταξύ των τελειοθηρών και αντι-τελειοθηρών. Οι πρώτοι πιστεύουν στη δυνατότητα της πλήρους απελευθέρωσης της ανθρωπότητας μέσω της πολιτικής, ενώ οι δεύτεροι το θεωρούν αυτό ως ένα διαρκές σφάλμα που βασίζεται στην άρνηση των εγγενών ανθρώπινων περιορισμών. Η αποδοχή τέτοιων περιορισμών εκφράζεται κομψά στην αντίληψη του Σολζενίτσιν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλού και κακού δεν περνά πρώτα μέσα από τις τάξεις, ούτε μέσα από τα έθνη, ούτε μέσα από τα πολιτικά κόμματα, αλλά ακριβώς μέσα από το κέντρο κάθε ανθρώπινης καρδιάς.
Όλοι γνωρίζουμε τις τρομακτικές συνέπειες που ακολουθούν όταν ο φασισμός διολισθαίνει, όπως εύκολα συμβαίνει, στον ολοκληρωτισμό. Σκεφτείτε όμως ότι το καθοριστικό χαρακτηριστικό όλων των ολοκληρωτισμών δεν είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή η μυστική αστυνομία ή η συνεχής επιτήρηση - αν και όλα αυτά είναι αρκετά κακά. Το κοινό χαρακτηριστικό, όπως επεσήμανε ο Ντελ Νότσε, είναι η άρνηση της καθολικότητας της λογικής. Με αυτήν την άρνηση, όλοι οι ισχυρισμοί περί αλήθειας ερμηνεύονται ως ιστορικά ή υλικά καθορισμένοι και, επομένως, ως ιδεολογία. Αυτό οδηγεί στον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει ορθολογικότητα καθαυτή - μόνο η αστική λογική και η προλεταριακή λογική, ή εβραϊκή λογική και η άρια λογική, ή μαύρη λογική και η λευκή λογική, ή προοδευτική λογική και η αντιδραστική λογική, και ούτω καθεξής.
Τα λογικά επιχειρήματα κάποιου εκλαμβάνονται εν συνεχεία ως απλές μυστικοποιήσεις ή δικαιολογήσεις και απορρίπτονται συνοπτικά: «Σκέφτεσαι το τάδε μόνο και μόνο επειδή είσαι [συμπληρώστε το κενό με διάφορους δείκτες ταυτότητας, τάξης, εθνικότητας, φυλής, πολιτικής πεποίθησης κ.λπ.] ». Αυτό σηματοδοτεί τον θάνατο του διαλόγου και της τεκμηριωμένης συζήτησης. Επίσης, εξηγεί την κυριολεκτικά «ελικοειδική», κλειστού βρόχου επιστημολογία των σύγχρονων υποστηρικτών της κοινωνικής δικαιοσύνης της σχολής της κριτικής θεωρίας: Όποιος αρνείται ότι είναι [συμπληρώστε το επίθετο] απλώς επιβεβαιώνει περαιτέρω ότι η ετικέτα ισχύει, επομένως η μόνη επιλογή κάποιου είναι να αποδεχτεί την ετικέτα. Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνεις.
Σε μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει κοινή διαβούλευση η οποία να βασίζεται στη συμμετοχή μας σε έναν ανώτερο Λόγο (λόγο, λογική, σχέδιο, τάξη) που να υπερβαίνει κάθε άτομο. Όπως συνέβη ιστορικά με όλες τις μορφές φασισμού, ο πολιτισμός - το βασίλειο των ιδεών και των κοινών ιδανικών - απορροφάται από την πολιτική, και η πολιτική γίνεται ολοκληρωτικός πόλεμος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί πλέον να γίνει δεκτή καμία έννοια νόμιμης αυθεντίας. […] Κάθε αυθεντία συγχωνεύεται αντ' αυτού με την εξουσία, και η εξουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ωμή βία.
Δεδομένου ότι η πειθώ μέσω της κοινής συλλογιστικής και διαβούλευσης είναι άσκοπη, το ψέμα γίνεται ο κανόνας. Η γλώσσα δεν είναι ικανή να αποκαλύψει την αλήθεια, η οποία επιβάλλει τη συναίνεση χωρίς να αναιρεί την ελευθερία μας. Αντίθετα, οι λέξεις είναι απλώς σύμβολα που πρέπει να χειραγωγηθούν. Ένας φασίστας δεν προσπαθεί να πείσει τον συνομιλητή του, απλώς τον κατανικά — χρησιμοποιώντας τις λέξεις όταν αυτές εξυπηρετούν στο να φιμώσουν τον εχθρό, ή επιστρατεύοντας άλλα μέσα, όταν οι λέξεις δεν είναι αποτελεσματικές.
Έτσι ξεκινούν πάντα τα πράγματα, και καθώς ξεδιπλώνεται η εσωτερική του λογική, ακολουθεί αναπόφευκτα και το υπόλοιπο ολοκληρωτικό σύστημα. Μόλις κατανοήσουμε τις βαθιές ρίζες και τα κεντρικά χαρακτηριστικά του φασισμού, μια ουσιαστική συνέπεια γίνεται σαφής. Οι αντιφασιστικές προσπάθειες μπορούν να επιτύχουν μόνο ξεκινώντας από την προϋπόθεση μιας καθολικής κοινής ορθολογικότητας. Ο αυθεντικός αντιφασισμός θα επιδιώκει επομένως πάντα να χρησιμοποιεί μη βίαια μέσα πειθούς, επικαλούμενος αποδεικτικά στοιχεία και τη συνείδηση του συνομιλητή του. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι άλλες μέθοδοι αντίθεσης στον φασισμό θα είναι πραγματιστικά αναποτελεσματικές, αλλά ότι άθελά τους -όμως αναπόφευκτα- θα μοιάζουν με τον εχθρό στον οποίο ισχυρίζονται ότι αντιτίθενται.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τη Σιμόν Βέιλ ως μια αυθεντική και υποδειγματική αντιφασιστική προσωπικότητα. Η Βέιλ ήθελε πάντα να είναι στο πλευρό των καταπιεσμένων. Βίωσε αυτήν την πεποίθηση με εξαιρετική προσήλωση και αγνότητα. Καθώς επιδίωκε αδιάκοπα την ιδέα μιας δικαιοσύνης χαραγμένης στην ανθρώπινη καρδιά, πέρασε από μια επαναστατική φάση, ακολουθούμενη από μια φάση γνωστικισμού [1], προτού τελικά ανακαλύψει ξανά την πλατωνική παράδοση - την αιώνια φιλοσοφία της κοινής μας συμμετοχής στον Λόγο - με το καθολικό κριτήριο της αλήθειας και την πρωτοκαθεδρία του αγαθού. Έφτασε εδώ ακριβώς μέσω των αντιφασιστικών της δεσμεύσεων, που συνεπάγονταν μια εξέγερση ενάντια σε κάθε παραληρηματική θεοποίηση του ανθρώπου. Η Βέιλ αναδύθηκε από τον σύγχρονο κόσμο και τις αντιφάσεις του, όπως ένας φυλακισμένος αναδύεται από τη σπηλιά του Πλάτωνα.
Αφού προσφέρθηκε εθελοντικά να πολεμήσει με τους Ρεπουμπλικάνους στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, η Βέιλ έσπασε τους δεσμούς της με τον απατηλό αντιφασισμό της μαρξιστικής επαναστατικής σκέψης. Αναγνωρίζοντας ότι, τελικά, «το κακό παράγει μόνο κακό και το καλό παράγει μόνο καλό» και ότι «το μέλλον είναι φτιαγμένο από το ίδιο υλικό με το παρόν», ανακάλυψε μια πιο διαχρονική αντιφασιστική θέση. Αυτό την οδήγησε να χαρακτηρίσει την καταστροφή του παρελθόντος «ίσως το μεγαλύτερο από όλα τα εγκλήματα».
Στο τελευταίο της βιβλίο, που γράφτηκε λίγους μήνες πριν πεθάνει, το 1943, η Βέιλ ανέλυσε τα όρια τόσο του φασιστικού βιταλισμού [2] όσο και του μαρξιστικού υλισμού: «Είτε πρέπει να αντιληφθούμε εν δράσει στο σύμπαν, παράλληλα με τη δύναμη, μια αρχή διαφορετικού είδους, είτε πρέπει να αναγνωρίσουμε την δύναμη ως τον μοναδικό και επικρατή κυρίαρχο και στις ανθρώπινες σχέσεις».
Η Βέιλ ήταν απόλυτα κοσμική πριν από τη φιλοσοφική της μεταστροφή και τις επακόλουθες μυστικιστικές εμπειρίες της: η εκ νέου ανακάλυψη της κλασικής φιλοσοφίας δεν έγινε μέσω κάποιου είδους παραδοσιοκρατίας, αλλά βιώνοντας το ηθικό ζήτημα της δικαιοσύνης με πλήρη πνευματική ειλικρίνεια και απόλυτη προσωπική δέσμευση. Αναζητώντας αυτό το ζήτημα μέχρι το τέλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη αυτολύτρωση - το ιδανικό του φασισμού - είναι στην πραγματικότητα ένα είδωλο. Όσοι θέλουν να είναι πραγματικά αντιφασίστες, καλό θα ήταν να εξερευνήσουν τα γραπτά της Βέιλ. Θα της δώσω τον τελευταίο λόγο, ο οποίος περιέχει τους σπόρους της εξόδου από την κρίση που βιώνουμε. Σε ένα από τα τελευταία της δοκίμια, μας προσφέρει όχι μια συμβουλή εύκολης αισιοδοξίας, αλλά μια όμορφη σκέψη για την ακατανίκητη δεκτικότητά μας στην καλοσύνη:
Στο βάθος της καρδιάς κάθε ανθρώπου, από την πρώιμη βρεφική ηλικία μέχρι τον τάφο, υπάρχει κάτι το οποίο επιμένει να προσδοκά απτόητα, ενάντια στην εμπειρία κάθε εγκλήματος που έχει διαπραχθεί, ιδωθεί και βιωθεί, ότι θα του κάνουν καλό και όχι κακό. Αυτό ακριβώς, πάνω απ' όλα, είναι το ιερό σε κάθε άνθρωπο.
[ Αναδημοσίευση από το Κέντρο Simone Weil ]
————————————————
[1] Γνωστικισμός: H πεποίθηση ότι οι άνθρωποι κατέχουν ένα κομμάτι του Θεού μέσα τους.
[2] Βιταλισμός, ή Ζωτικοκρατία: Mια φιλοσοφική θεωρία της Φυσιολογίας, που υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ζωτικής αρχής ή ζωτικής δύναμης, της vis vitalis, η οποία δημιουργεί όλες τις ζωτικές λειτουργίες των έμβιων οργανισμών.
Ο Aaron Kheriaty, Ανώτερος Σύμβουλος του Ινστιτούτου Brownstone, είναι υπότροφος στο Κέντρο Ηθικής και Δημόσιας Πολιτικής στην Ουάσινγκτον. Είναι πρώην καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στην Irvine, όπου ήταν διευθυντής Ιατρικής Ηθικής.