Η συκοφάντηση των Εβραίων από τους σοσιαλιστές, μέρος 2ο
Ο αντισημιτισμός είναι κατά βάθος το αποτέλεσμα της παρεμβατικής πολιτικής που ευνοεί τον λιγότερο αποτελεσματικό παραγωγό εις βάρος του καταναλωτή.
Ετικέτες: Πόλεμος, Ιστορία, Θρησκεία, Σοσιαλισμός
Άρθρο του Λούντβιχ φον Μίζες, δημοσιευμένο στις 31/3/2004 από το Mises Institute. Μπορείτε να ακούσετε στα ελληνικά αυτό το άρθρο, όπως και εκατοντάδες προηγούμενα, μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
[Το κείμενο γράφτηκε το 1944]
Οι Μαρξιστές δεν είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν ότι και οι Ναζί είναι σοσιαλιστές. Στα μάτια τους, ο Ναζισμός είναι το χειρότερο από όλα τα δεινά του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, οι Ναζί περιγράφουν το ρωσικό σύστημα ως το πιο άθλιο από όλα τα είδη καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ως μια διαβολική μηχανορραφία του παγκόσμιου εβραϊσμού για την κυριαρχία επί των εθνών. Ωστόσο, είναι σαφές ότι και τα δύο συστήματα, το γερμανικό και το ρωσικό, πρέπει να θεωρηθούν από οικονομική άποψη ως σοσιαλιστικά. Και μόνο η οικονομική άποψη έχει σημασία στη συζήτηση για το αν ένα κόμμα ή ένα σύστημα είναι σοσιαλιστικό ή όχι. Ο σοσιαλισμός είναι, και θεωρείτο ανέκαθεν, ένα σύστημα οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας. Είναι το σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση έχει τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής και της διανομής. Στον βαθμό που ο σοσιαλισμός ο οποίος υφίσταται απλώς στο εσωτερικό των μεμονωμένων χωρών μπορεί να χαρακτηριστεί γνήσιος, τόσο η Ρωσία όσο και η Γερμανία έχουν δίκιο που αποκαλούν τα συστήματά τους σοσιαλιστικά.
Το αν οι Ναζί και οι Μπολσεβίκοι έχουν δίκιο που αυτοαποκαλούνται εργατικά κόμματα είναι ένα άλλο ζήτημα. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο λέει: «Το προλεταριακό κίνημα είναι το συνειδητό ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας» και με αυτή την έννοια οι παλιοί Μαρξιστές συνήθιζαν να ορίζουν ένα εργατικό κόμμα. Οι προλετάριοι, εξήγησαν, είναι η τεράστια πλειοψηφία του έθνους. Αυτοί οι ίδιοι, κι όχι μια καλοπροαίρετη κυβέρνηση ή μια καλοπροαίρετη μειοψηφία, καταλαμβάνουν την εξουσία και εγκαθιδρύουν τον σοσιαλισμό. Ωστόσο οι Μπολσεβίκοι έχουν εγκαταλείψει αυτό το σχέδιο. Μια μικρή μειοψηφία αυτοανακηρύσσεται πρωτοπορία του προλεταριάτου, ηγείται της δικτατορίας, διαλύει βίαια το Κοινοβούλιο που εκλέγεται με καθολική ψήφο και κυβερνά με το έτσι θέλω. Φυσικά, αυτή η κυρίαρχη μειοψηφία ισχυρίζεται ότι αυτό που κάνει εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των πολλών και μάλιστα ολόκληρης της κοινωνίας, αλλά αυτό ήταν πάντα το πρόσχημα των ολιγαρχικών ηγεμόνων.
Οι Μπολσεβίκοι έθεσαν το ιστορικό προηγούμενο. Η επιτυχία της κλίκας του Λένιν ενθάρρυνε τη συμμορία του Μουσολίνι και τα στρατεύματα του Χίτλερ. Τόσο ο ιταλικός φασισμός όσο και ο γερμανικός ναζισμός υιοθέτησαν τις πολιτικές μεθόδους της Σοβιετικής Ρωσίας. Η μόνη διαφορά μεταξύ του ναζισμού και του μπολσεβικισμού είναι ότι οι Ναζί εξασφάλισαν πολύ μεγαλύτερη μειοψηφία στις εκλογές που προηγήθηκαν του πραξικοπήματός τους από ό,τι οι Μπολσεβίκοι στις ρωσικές εκλογές το φθινόπωρο του 1917.
Οι Ναζί δεν έχουν μόνο μιμηθεί τις μπολσεβίκικες τακτικές κατάληψης της εξουσίας. Έχουν αντιγράψει πολύ περισσότερα. Έχουν εισαγάγει από τη Ρωσία το μονοκομματικό σύστημα και τον προνομιακό ρόλο αυτού του κόμματος και των μελών του στη δημόσια ζωή· την πρωταρχική θέση της μυστικής αστυνομίας· την οργάνωση συνδεδεμένων κομμάτων στο εξωτερικό που επιδίδονται στην καταπολέμηση των εγχώριων κυβερνήσεών τους και σε δολιοφθορές και κατασκοπεία, με τη βοήθεια δημόσιων πόρων και της προστασίας της διπλωματικής και προξενικής υπηρεσίας· την διοικητική εκτέλεση και φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων· τα στρατόπεδα συγκέντρωσης· την τιμωρία που επιβάλλεται στις οικογένειες των εξόριστων· τις μεθόδους προπαγάνδας. Έχουν δανειστεί από τους Μαρξιστές ακόμη και παραλογισμούς όπως ο τρόπος προσφώνησης, σύντροφος του κόμματος (Parteigenosse), που προέρχεται από τον Μαρξικό σύντροφο (Genosse), και την χρήση στρατιωτικής ορολογίας για όλα τα θέματα της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Το ερώτημα δεν είναι σε ποιες απόψεις τα δύο συστήματα είναι παρόμοια, αλλά σε ποιες διαφέρουν.
Έχει ήδη αποδειχθεί το πού διαφέρουν τα σοσιαλιστικά πρότυπα της Ρωσίας και της Γερμανίας. Αυτές οι διαφορές δεν οφείλονται σε κάποια διαφορά στις βασικές φιλοσοφικές τους απόψεις· είναι η απαραίτητη συνέπεια των διαφορών στις οικονομικές συνθήκες των δύο χωρών. Το ρωσικό πρότυπο ήταν ανεφάρμοστο στη Γερμανία, της οποίας ο πληθυσμός δεν μπορεί να ζήσει σε κατάσταση αυτάρκειας. Το γερμανικό πρότυπο φαίνεται πολύ αναποτελεσματικό σε σύγκριση με το ασύγκριτα πιο αποτελεσματικό καπιταλιστικό σύστημα, αλλά είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από τη ρωσική μέθοδο. Οι Ρώσοι ζουν σε πολύ χαμηλό οικονομικό επίπεδο, παρά τον ανεξάντλητο πλούτο των φυσικών τους πόρων.
Υπάρχει ανισότητα εισοδημάτων και βιοτικού επιπέδου και στις δύο χώρες. Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε αν η διαφορά στο βιοτικό επίπεδο του συντρόφου του κόμματος, Γκέρινγκ, και του μέσου συντρόφου του κόμματος είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη του συντρόφου Στάλιν και των συντρόφων του. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σοσιαλισμού δεν είναι η ισότητα του εισοδήματος, αλλά ο ολοκληρωτικός έλεγχος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από την κυβέρνηση, η αποκλειστική εξουσία της κυβέρνησης να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα παραγωγής.
Οι Ναζί δεν απορρίπτουν τον Μαρξισμό επειδή έχει ως σκοπό του τον σοσιαλισμό, αλλά επειδή, όπως λένε, υποστηρίζει τον διεθνισμό. Ο διεθνισμός του Μαρξ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αποδοχή των ιδεών του δέκατου όγδοου αιώνα σχετικά με τις βαθύτερες αιτίες του πολέμου: οι πρίγκιπες είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν ο ένας τον άλλον επειδή επιδιώκουν την εξύψωση μέσω της κατάκτησης, ενώ τα ελεύθερα έθνη δεν εποφθαλμιούν τη γη των γειτόνων τους. Όμως ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του Μαρξ ότι αυτή η τάση για ειρήνη εξαρτάται από την ύπαρξη μιας ανεμπόδιστης κοινωνίας της αγοράς. Ούτε ο Μαρξ ούτε η σχολή του μπόρεσαν ποτέ να κατανοήσουν το νόημα των διεθνών συγκρούσεων μέσα σε έναν κόσμο κρατισμού και σοσιαλισμού. Αρκέστηκαν στον ισχυρισμό ότι στη Γη της Επαγγελίας του σοσιαλισμού δεν θα υπήρχαν πλέον καθόλου συγκρούσεις.
Έχουμε ήδη δει πόσο αμφισβητήσιμο ρόλο έπαιξε το πρόβλημα της διατήρησης της ειρήνης στη Δεύτερη Διεθνή. Για τη Σοβιετική Ρωσία, η Τρίτη Διεθνής ήταν απλώς ένα εργαλείο στον αδιάκοπο πόλεμό της εναντίον όλων των ξένων κυβερνήσεων. Οι Σοβιετικοί είναι τόσο πρόθυμοι για κατακτήσεις όσο οποιοσδήποτε κατακτητής του παρελθόντος. Δεν παραχώρησαν ούτε ένα εκατοστό από τις προηγούμενες κατακτήσεις των Τσάρων, εκτός από τις περιπτώσεις που αναγκάστηκαν να το κάνουν. Έχουν χρησιμοποιήσει κάθε ευκαιρία για να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους. Φυσικά, δεν χρησιμοποιούν πλέον τα παλιά τσαρικά προσχήματα για τις κατακτήσεις τους. Έχουν αναπτύξει μια νέα ορολογία για τον σκοπό αυτό. Αλλά αυτό δεν κάνει τη μοίρα των υποταγμένων ευκολότερη.
Αυτό που πραγματικά έχουν κατά νου οι Ναζί όταν κατηγορούν την εβραϊκή νοοτροπία για διεθνισμό είναι η φιλελεύθερη θεωρία του ελεύθερου εμπορίου και τα αμοιβαία πλεονεκτήματα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Οι Εβραίοι, λένε, θέλουν να διαφθείρουν το έμφυτο Άριο πνεύμα του ηρωισμού μέσα από τις εσφαλμένες διδασκαλίες για τα πλεονεκτήματα της ειρήνης. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υπερεκτιμήσει με πιο ανακριβή τρόπο τη συμβολή των Εβραίων στον σύγχρονο πολιτισμό. Η ειρηνική συνεργασία μεταξύ των εθνών είναι σίγουρα κάτι περισσότερο από ένα αποτέλεσμα εβραϊκών μηχανορραφιών. Ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, ο καπιταλισμός και το διεθνές εμπόριο δεν είναι εβραϊκές επινοήσεις.
Τέλος, οι Ναζί αποκαλούν την επιχειρηματική νοοτροπία εβραϊκή. Ο Τάκιτος μας πληροφορεί ότι οι γερμανικές φυλές της εποχής του θεωρούσαν αδέξιο και ντροπιαστικό να αποκτούν με ιδρώτα αυτό που μπορούσε να κερδηθεί με αιματοχυσία. Αυτή είναι επίσης η πρώτη ηθική αρχή των Ναζί. Περιφρονούν τα άτομα και τα έθνη που επιθυμούν να επωφεληθούν εξυπηρετώντας τους άλλους ανθρώπους. Στα μάτια τους, η ληστεία είναι ο ευγενέστερος τρόπος για να βγάλει κανείς τα προς το ζην. Ο Βέρνερ Σόμπαρτ έχει αντιπαραβάλει δύο δείγματα ανθρώπινης ύπαρξης: τους πλανόδιους πωλητές (Händler) και τους ήρωες (Helden). Οι Βρετανοί είναι πλανόδιοι πωλητές, οι Γερμανοί ήρωες. Αλλά πιο συχνά η ονομασία πλανόδιοι πωλητές αποδίδεται στους Εβραίους.
Οι Ναζί απλώς αποκαλούν εβραϊκό και κομμουνιστικό οτιδήποτε είναι αντίθετο με τα δικά τους δόγματα και αρχές. Όταν εκτελούν ομήρους στις κατεχόμενες χώρες, δηλώνουν πάντα ότι έχουν τιμωρήσει Εβραίους και κομμουνιστές. Αποκαλούν τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Εβραίο και κομμουνιστή. Όποιος δεν είναι διατεθειμένος να τους παραδοθεί είναι αναμφισβήτητα Εβραίος. Στο ναζιστικό λεξιλόγιο, οι όροι «Εβραίος» και «κομμουνιστής» είναι συνώνυμοι με τον «μη Ναζί».
Παρεμβατισμός και Νομικές Διακρίσεις κατά των Εβραίων
Στις μέρες πριν από την ανάδυση του φιλελευθερισμού, τα άτομα που ασπάζονταν ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα σχημάτιζαν μια δική τους τάξη, μια κάστα. Το δόγμα καθόριζε την ένταξη σε μια ομάδα, η οποία απέδιδε σε κάθε μέλος προνόμια και αποκλεισμούς (privilegia odiosa). Μόνο σε λίγες χώρες ο φιλελευθερισμός έχει καταργήσει αυτή την κατάσταση πραγμάτων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες από κάθε άλλη άποψη παρέχεται η ελευθερία της συνείδησης και της άσκησης της θρησκείας και η ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου, το δίκαιο του γάμου και το ληξιαρχείο των γεννήσεων, των γάμων και των θανάτων παραμένουν ξεχωριστά για κάθε θρησκευτική ομάδα. Η ένταξη σε μια εκκλησία ή θρησκευτική κοινότητα διατηρεί έναν ιδιαίτερο νομικό χαρακτήρα. Κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να ανήκει σε μία από τις θρησκευτικές ομάδες και μεταδίδει αυτή την ιδιότητα στα παιδιά του. Η ένταξη και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται σε περιπτώσεις αλλαγής θρησκευτικής πίστης ρυθμίζονται από το δημόσιο δίκαιο. Προβλέπονται ειδικές διατάξεις για άτομα που δεν επιθυμούν να ανήκουν σε καμία θρησκευτική κοινότητα. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων καθιστά δυνατή την επιβεβαίωση της θρησκευτικής πίστης ενός ανθρώπου και των προγόνων του με νομική ακρίβεια, με τον ίδιο αναμφισβήτητο τρόπο με τον οποίο μπορεί να διαπιστωθεί η συγγένεια σε υποθέσεις κληρονομιάς.
Η σημασία αυτού του γεγονότος μπορεί να διευκρινιστεί αντιπαραβάλλοντάς το με όρους που αφορούν την συμμετοχή σε μια γλωσσική ομάδα. Η ένταξη σε μια γλωσσική ομάδα δεν είχε ποτέ χαρακτήρα κάστας. Ήταν και είναι γεγονός, αλλά όχι νομικό καθεστώς. Κατά κανόνα, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η γλωσσική ομάδα στην οποία ανήκαν οι νεκροί πρόγονοι ενός ανθρώπου. Οι μόνες εξαιρέσεις είναι οι πρόγονοι που ήταν εξέχουσες προσωπικότητες, συγγραφείς ή πολιτικοί ηγέτες γλωσσικών ομάδων. Επιπλέον, είναι ως επί το πλείστον αδύνατο να προσδιοριστεί εάν ένας άνθρωπος άλλαξε ή όχι τη γλωσσική του αφοσίωση κάποια στιγμή στο παρελθόν του. Αυτός που μιλάει γερμανικά και δηλώνει Γερμανός σπάνια φοβάται ότι η δήλωσή του θα μπορούσε να διαψευσθεί από τεκμηριωμένα στοιχεία ότι οι γονείς του ή ο ίδιος στο παρελθόν δεν ήταν Γερμανοί. Ακόμα και μια ξένη προφορά δεν είναι απαραίτητο να τον προδίδει. Σε χώρες με γλωσσικά ανάμεικτο πληθυσμό, η προφορά και η κλίση κάθε ομάδας επηρεάζουν την άλλη. Μεταξύ των ηγετών του γερμανικού εθνικισμού στα ανατολικά τμήματα της Γερμανίας, καθώς και στην Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και τις άλλες ανατολικές χώρες, υπήρχαν πολυάριθμοι άνδρες που μιλούσαν γερμανικά με έντονη σλαβική, ουγγρική ή ιταλική προφορά, των οποίων τα ονόματα ακούγονταν ξένα, ή που λίγο καιρό πριν είχαν αντικαταστήσει τα εντόπια ονόματά τους με γερμανικά. Υπήρχαν ακόμη και Ναζί στρατιώτες εφόδου των οποίων οι γονείς δεν καταλάβαιναν γερμανικά. Συνέβαινε συχνά αδελφοί και αδελφές να ανήκουν σε διαφορετικές γλωσσικές ομάδες. Δεν μπορούσε κανείς να επιχειρήσει νομικές διακρίσεις εναντίον τέτοιων νεοφώτιστων, επειδή ήταν αδύνατο να προσδιοριστούν τα γεγονότα με νομικά αδιαμφισβήτητο τρόπο.
Σε μια κοινωνία της αγοράς χωρίς εμπόδια δεν υπάρχει νομική διάκριση εναντίον κανενός. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποκτήσει μια θέση στο κοινωνικό σύστημα, στο οποίο μπορεί να εργαστεί με επιτυχία και να βιοποριστεί. Ο καταναλωτής είναι ελεύθερος να κάνει διακρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι είναι έτοιμος να πληρώσει το κόστος. Ένας Τσέχος ή ένας Πολωνός μπορεί να προτιμήσει να αγοράσει με υψηλότερη τιμή σε ένα κατάστημα που ανήκει σε Σλάβο, αντί να αγοράσει φθηνότερα και καλύτερα σε ένα κατάστημα που ανήκει σε Γερμανό. Ένας αντισημίτης μπορεί να μην θεραπευτεί από μια άσχημη ασθένεια με τη χρήση του «εβραϊκού» φαρμάκου Salvarsan και να καταφύγει σε μια λιγότερο αποτελεσματική θεραπεία. Σε αυτή την αυθαίρετη δύναμη βρίσκεται αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν κυριαρχία του καταναλωτή.
Παρεμβατισμός σημαίνει υποχρεωτική διάκριση, η οποία προωθεί τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας πολιτών εις βάρος της πλειοψηφίας. Παρ' όλα αυτά, οι διακρίσεις μπορούν να εφαρμοστούν και σε μια δημοκρατική κοινότητα. Διάφορες μειονοτικές ομάδες σχηματίζουν μια συμμαχία, και επομένως μια ομάδα πλειοψηφίας, προκειμένου να αποκτήσουν προνόμια για την καθεμία. Για παράδειγμα, οι παραγωγοί σιταριού, οι κτηνοτρόφοι και οι αμπελουργοί μιας χώρας σχηματίζουν ένα κόμμα αγροτών. Επιτυγχάνουν να επιτύχουν διακρίσεις εις βάρος των ξένων ανταγωνιστών και, επομένως, προνόμια για καθεμία από τις τρεις ομάδες. Το κόστος του προνομίου που χορηγείται στους αμπελουργούς επιβαρύνει την υπόλοιπη κοινότητα -συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτρόφων και των παραγωγών σιταριού- και ούτω καθεξής για κάθε μία από τις άλλες.
Όποιος βλέπει τα γεγονότα από αυτή την οπτική γωνία —και λογικά δεν μπορούν να ιδωθούν από καμία άλλη— συνειδητοποιεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ αυτής της λεγόμενης πολιτικής υπέρ του παραγωγού είναι αβάσιμα. Μία μειονοτική ομάδα από μόνη της δεν θα μπορούσε να αποκτήσει κανένα τέτοιο προνόμιο, επειδή η πλειοψηφία δεν θα το ανεχόταν. Αλλά εάν όλες οι μειονοτικές ομάδες ή αρκετές από αυτές αποκτήσουν ένα προνόμιο, κάθε ομάδα που δεν έλαβε ένα πιο πολύτιμο προνόμιο από τις υπόλοιπες υποφέρει. Η πολιτική άνοδος του παρεμβατισμού οφείλεται στην αδυναμία αναγνώρισης αυτής της προφανούς αλήθειας. Οι άνθρωποι ευνοούν τις διακρίσεις και τα προνόμια επειδή δεν συνειδητοποιούν ότι οι ίδιοι είναι καταναλωτές και ως εκ τούτου πρέπει να πληρώσουν τον λογαριασμό. Στην περίπτωση του προστατευτισμού, για παράδειγμα, πιστεύουν ότι ζημιώνονται μόνο οι ξένοι, εναντίον των οποίων κάνουν διακρίσεις οι εισαγωγικοί δασμοί. Είναι αλήθεια ότι οι ξένοι ζημιώνονται, αλλά όχι μόνο αυτοί: οι καταναλωτές που πρέπει να πληρώσουν υψηλότερες τιμές υποφέρουν μαζί τους.
Τώρα, όπου υπάρχουν εβραϊκές μειονότητες - και σε κάθε χώρα οι Εβραίοι είναι μόνο μια μειονότητα - είναι εξίσου εύκολο να γίνουν νομικές διακρίσεις εναντίον τους όπως και εναντίον των ξένων, επειδή η ιδιότητα του να είσαι Εβραίος μπορεί να αποδειχθεί με νομικά έγκυρο τρόπο. Οι διακρίσεις εναντίον αυτής της ανυπεράσπιστης μειονότητας μπορούν να παρουσιαστούν ως πολύ εύλογες. Μοιάζει να προωθούν τα συμφέροντα όλων των μη Εβραίων. Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πως είναι βέβαιο ότι θα βλάψουν και τα συμφέροντα των μη Εβραίων. Αν οι Εβραίοι αποκλειστούν από την πρόσβαση στην ιατρική σταδιοδρομία, ευνοούνται τα συμφέροντα των μη Εβραίων γιατρών, αλλά θίγονται τα συμφέροντα των ασθενών. Η ελευθερία τους να επιλέγουν τον γιατρό που εμπιστεύονται περιορίζεται. Όσοι δεν ήθελαν να συμβουλευτούν έναν Εβραίο γιατρό δεν κερδίζουν τίποτα, αλλά όσοι ήθελαν να το κάνουν ζημιώνονται.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι τεχνικά εφικτό να γίνονται νομικές διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων και των απογόνων των Εβραίων. Είναι επιπλέον πολιτικά εφικτό, επειδή οι Εβραίοι είναι συνήθως ασήμαντες μειονότητες των οποίων οι ψήφοι δεν μετράνε πολύ στις εκλογές. Και τέλος, θεωρείται οικονομικά ορθό, σε μια εποχή που η κρατική παρέμβαση για την προστασία του λιγότερο αποδοτικού παραγωγού έναντι των πιο αποδοτικών και φθηνότερων ανταγωνιστών του θεωρείται ως μια ευεργετική πολιτική. Ο μη Εβραίος μπακάλης ρωτάει: Γιατί να μην προστατεύσετε κι εμένα; Προστατεύετε τον κατασκευαστή και τον αγρότη από τους ξένους που παράγουν καλύτερα και με χαμηλότερο κόστος· προστατεύετε τον εργάτη από τον ανταγωνισμό της μεταναστευτικής εργασίας· θα έπρεπε να προστατεύσετε κι εμένα από τον ανταγωνισμό του γείτονά μου, του Εβραίου μπακάλη.
Οι διακρίσεις δεν χρειάζεται να έχουν καμία σχέση με μίσος ή αποστροφή προς εκείνους εναντίον των οποίων εφαρμόζονται. Οι Ελβετοί και οι Ιταλοί δεν μισούν τους Αμερικανούς ή τους Σουηδούς. Παρ' όλα αυτά, κάνουν διακρίσεις εις βάρος των αμερικανικών και σουηδικών προϊόντων. Οι άνθρωποι πάντα αντιπαθούν τους ανταγωνιστές. Μα για τον καταναλωτή, οι ξένοι που του προμηθεύουν προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστές αλλά προμηθευτές. Ο μη Εβραίος γιατρός μπορεί να μισεί τον Εβραίο ανταγωνιστή του. Αλλά ζητά τον αποκλεισμό των Εβραίων από το ιατρικό επάγγελμα ακριβώς επειδή πολλοί μη Εβραίοι ασθενείς όχι μόνο δεν μισούν τους Εβραίους γιατρούς, αλλά τους προτιμούν έναντι πολλών μη Εβραίων γιατρών, και τους υποστηρίζουν. Το γεγονός ότι οι ναζιστικοί φυλετικοί νόμοι επιβάλλουν βαριές ποινές για την σεξουαλική επαφή μεταξύ Εβραίων και «Αρίων» δεν υποδηλώνει την ύπαρξη μίσους μεταξύ αυτών των δύο ομάδων. Θα ήταν περιττό να αποτρέψουμε τους ανθρώπους που μισούν ο ένας τον άλλον από σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο, σε μια έρευνα αφιερωμένη στα πολιτικά προβλήματα του εθνικισμού και του ναζισμού, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τα ζητήματα της σεξουαλικής παθολογίας που εμπλέκονται. Η μελέτη των συμπλεγμάτων κατωτερότητας και της σεξουαλικής διαστροφής που ευθύνονται για τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης και για τις σαδιστικές κτηνωδίες που εκδηλώνονται με τη δολοφονία και τον βασανισμό Εβραίων είναι έργο της ψυχιατρικής.
Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έχουν κατανοήσει την έννοια μιας κοινωνίας της αγοράς και, ως εκ τούτου, υποστηρίζουν μια πολιτική υπέρ της, δεν υπάρχει νομική διάκριση εις βάρος των Εβραίων. Όποιος αντιπαθεί τους Εβραίους μπορεί σε έναν τέτοιο κόσμο να αποφύγει να προτιμά τους Εβραίους καταστηματάρχες, γιατρούς και δικηγόρους. Από την άλλη πλευρά, σε έναν κόσμο παρεμβατισμού, μόνο ένα θαύμα μπορεί να αποτρέψει μακροπρόθεσμα τις νομικές διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων. Η πολιτική της προστασίας του λιγότερο αποτελεσματικού εγχώριου παραγωγού έναντι του πιο αποτελεσματικού ξένου παραγωγού, του τεχνίτη έναντι του κατασκευαστή και του μικρού καταστήματος έναντι του πολυκαταστήματος και των αλυσίδων καταστημάτων θα ήταν ατελής αν δεν προστάτευε τον «Άριο» έναντι του Εβραίου.
Πολλές δεκαετίες εντατικής αντισημιτικής προπαγάνδας δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τους Γερμανούς «Άριους» να ψωνίζουν σε καταστήματα που ανήκουν σε Εβραίους, να συμβουλεύονται Εβραίους γιατρούς και δικηγόρους και να διαβάζουν βιβλία Εβραίων συγγραφέων. Δεν προτιμούσαν τους Εβραίους εν αγνοία τους: Οι «Άριοι» ανταγωνιστές φρόντιζαν να τους λένε ξανά και ξανά ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν Εβραίοι. Όποιος ήθελε να απαλλαγεί από τους Εβραίους ανταγωνιστές του δεν μπορούσε να βασιστεί σε ένα υποτιθέμενο μίσος για τους Εβραίους. Ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει νομικές διακρίσεις εναντίον τους.
Τέτοιου είδους διακρίσεις δεν είναι αποτέλεσμα εθνικισμού ή ρατσισμού. Είναι ουσιαστικά —όπως και ο εθνικισμός— αποτέλεσμα παρεμβατισμού και πολιτικής που ευνοεί τον λιγότερο αποτελεσματικό παραγωγό εις βάρος του καταναλωτή.
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς που ασχολούνται με το πρόβλημα του αντισημιτισμού έχουν προσπαθήσει να αποδείξουν ότι οι Εβραίοι έχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μέσω της συμπεριφοράς ή των στάσεων τους, πυροδοτήσει τον αντισημιτισμό. Ακόμη και οι Εβραίοι συγγραφείς και οι μη Εβραίοι αντίπαλοι του αντισημιτισμού συμμερίζονται αυτή την άποψη. Κι αυτοί αναζητούν εβραϊκά ελαττώματα που ωθούν τους μη Εβραίους στον αντισημιτισμό. Αλλά αν η αιτία του αντισημιτισμού βρισκόταν πραγματικά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Εβραίων, αυτές οι ιδιότητες θα έπρεπε να είναι εξαιρετικές αρετές και πλεονεκτήματα που θα χαρακτήριζαν τους Εβραίους ως την ελίτ της ανθρωπότητας. Αν οι ίδιοι οι Εβραίοι φταίνε για το γεγονός ότι εκείνοι των οποίων το ιδανικό είναι ο αέναος πόλεμος και η αιματοχυσία, που λατρεύουν τη βία και είναι πρόθυμοι να καταστρέψουν την ελευθερία, τους θεωρούν τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους των προσπαθειών τους, αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι οι Εβραίοι είναι οι κορυφαίοι μεταξύ των υπερασπιστών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρηνικής συνεργασίας μεταξύ των εθνών. Αν οι Εβραίοι έχουν προκαλέσει το μίσος των Ναζί μέσω της δικής τους συμπεριφοράς, είναι αναμφίβολα επειδή αυτό που ήταν μεγάλο και ευγενές στο γερμανικό έθνος, όλα τα αθάνατα επιτεύγματα του παρελθόντος της Γερμανίας, είτε επιτεύχθηκαν από τους Εβραίους είτε ήταν ταιριαστά με το εβραϊκό πνεύμα. Καθώς τα κόμματα που επιδιώκουν να καταστρέψουν τον σύγχρονο πολιτισμό και να επιστρέψουν στη βαρβαρότητα έχουν θέσει τον αντισημιτισμό στην κορυφή των προγραμμάτων τους, αυτός ο πολιτισμός είναι προφανώς δημιούργημα των Εβραίων. Τίποτα πιο κολακευτικό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί για ένα άτομο ή για μια ομάδα ατόμων, από το ότι οι θανάσιμοι εχθροί του πολιτισμού έχουν βάσιμους λόγους να τους διώκουν.
Η αλήθεια είναι ότι, ενώ οι Εβραίοι είναι αντικείμενα αντισημιτισμού, η συμπεριφορά και οι ιδιότητές τους δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην υποκίνηση και την διάδοση της σύγχρονης εκδοχής του. Το γεγονός ότι αποτελούν παντού μια μειονότητα που μπορεί να οριστεί νομικά με ακριβή τρόπο καθιστά δελεαστικό, σε μια εποχή παρεμβατισμού, να γίνουν διακρίσεις εις βάρος τους. Οι Εβραίοι, φυσικά, έχουν συμβάλει στην άνοδο του σύγχρονου πολιτισμού· αλλά αυτός ο πολιτισμός δεν είναι ούτε πλήρως, ούτε κατά κύριο λόγο, επίτευγμά τους. Η ειρήνη και η ελευθερία, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη, η λογική και η σκέψη δεν είναι ειδικώς εβραϊκά. Πολλά πράγματα, καλά και κακά, συμβαίνουν στη γη χωρίς τη συμμετοχή των Εβραίων. Οι αντισημίτες υπερβάλλουν κατάφωρα όταν βλέπουν στους Εβραίους τους κυριότερους εκπροσώπους του σύγχρονου πολιτισμού και τους καθιστούν τους μόνους υπεύθυνους για το γεγονός ότι ο κόσμος έχει αλλάξει από τους αιώνες των βαρβαρικών εισβολών.
Στους σκοτεινούς αιώνες, οι ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι δίωκαν τους Εβραίους λόγω της θρησκείας τους. Αυτό το κίνητρο έχει χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής του και εξακολουθεί να ισχύει μόνο για σχετικά λίγους Καθολικούς και Φονταμενταλιστές που θεωρούν τους Εβραίους υπεύθυνους για την εξάπλωση της ελεύθερης σκέψης. Και αυτή είναι επίσης μια λανθασμένη ιδέα. Ούτε ο Χιουμ ούτε ο Καντ, ούτε ο Λαπλάς ούτε ο Δαρβίνος ήταν Εβραίοι. Η ανώτερη κριτική της Βίβλου αναπτύχθηκε από Προτεστάντες θεολόγους. Οι Εβραίοι ραβίνοι της αντιτάχθηκαν σθεναρά για πολλά χρόνια.
Ούτε ο φιλελευθερισμός, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η οικονομία της αγοράς ήταν εβραϊκά επιτεύγματα. Υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον αντισημιτισμό καταγγέλλοντας τους Εβραίους ως καπιταλιστές και υποστηρικτές του laissez faire. Άλλοι αντισημίτες -και συχνά οι προαναφερθέντες- κατηγορούν τους Εβραίους ότι είναι κομμουνιστές. Αυτές οι αντιφατικές κατηγορίες αλληλοαναιρούνται. Όμως είναι γεγονός ότι η αντικαπιταλιστική προπαγάνδα έχει συμβάλει σημαντικά στη δημοτικότητα του αντισημιτισμού. Τα απλοϊκά μυαλά δεν κατανοούν την έννοια των αφηρημένων όρων κεφάλαιο κι εκμετάλλευση, καπιταλιστές και εκμεταλλευτές. Τους αντικαθιστούν με τους όρους Εβραϊσμός και Εβραίοι. Ωστόσο, ακόμη και αν οι Εβραίοι ήταν πιο αντιδημοφιλείς για ορισμένους ανθρώπους από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε καμία διάκριση εις βάρος τους αν δεν αποτελούσαν μια μειονότητα σαφώς διακριτή νομικά από τους άλλους ανθρώπους.