Η «Οκτωβριανή Επανάσταση» ήταν ένα πραξικόπημα, όχι μια επανάσταση
Τα ιστορικά γεγονότα μας λένε ότι η μεγαλύτερη πολιτική νίκη του σοσιαλισμού - η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης - δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη ούτε μια ανταπόκριση στα αιτήματα της πλειοψηφίας.
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο την 1/8/2024 από το Mises Institute.
Μια βασική λειτουργία της προπαγάνδας ήταν ανέκαθεν το να κάμπτει το ηθικό της αντιπολίτευσης. Από τη σκοπιά των προπαγανδιστών, είναι σημαντικό να δίνουν πάντα την εντύπωση ότι η δική τους πλευρά είναι η πλευρά της πλειοψηφίας και η πιο λαοφιλής. Το βλέπουμε αυτό στην πράξη τα τελευταία χρόνια με την άνοδο της λογοκρισίας που αποσκοπεί στην «καταπολέμηση της παραπληροφόρησης». Με την καταστολή των απόψεων των αντιφρονούντων, το καθεστώς μειώνει την πρόσβαση σε «ανορθόδοξες» ιδέες, αλλά υπάρχει και μια σημαντική, δευτερεύουσα λειτουργία: η καταστολή του λόγου των αντιφρονούντων δίνει επίσης την εντύπωση ότι οι αντιφρονούντες είναι λιγότερο πολυάριθμοι και πιο απομονωμένοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Εξασφαλίζοντας ότι ορισμένες φωνές κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα, οι προπαγανδιστές συμβάλλουν στη δημιουργία μιας αίσθησης αναπόφευκτου του προγράμματος του καθεστώτος. Αυτό διευκολύνει τη μεγαλύτερη δημόσια αποδοχή της αναπόφευκτης νίκης των προπαγανδιστών. Εξάλλου, γιατί να μπεις στον κόπο να αντισταθείς, αν η άλλη πλευρά είναι τόσο δημοφιλής και η δική σου πλευρά δεν είναι παρά μια μικρή μειοψηφία;
Οι σοσιαλιστές και οι σύμμαχοί τους ήταν από καιρό πολύ επιδέξιοι στη χρήση αυτών των μεθόδων, και λίγοι τις γνώριζαν καλύτερα από τον Β.Ι. Λένιν. Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, οι διάδοχοι του Λένιν χρησιμοποίησαν τις μεθόδους του, παρουσιάζοντας με επιτυχία την εξάπλωση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα τεράστιων κομμουνιστικών μαζικών κινημάτων. Η σύγχρονη μετα-σοβιετική Αριστερά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί παρόμοιες τακτικές, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως «στη σωστή πλευρά της ιστορίας» και ως τη επίσημη άποψη της πλειοψηφίας.
Παρ' όλα αυτά, ο βαθμός στον οποίο πολλές από αυτές τις «επαναστάσεις» του εικοστού αιώνα ήταν πραγματικά επαναστάσεις ήταν πάντα υπό αμφισβήτηση. Πολλές από αυτές τις σοσιαλιστικές ανατροπές καθεστώτων θα μπορούσαν πολύ πιο σωστά να περιγραφούν ως πραξικοπήματα, κατά τα οποία μια μικρή μειοψηφία κατέλαβε τον έλεγχο του κράτους χωρίς την υποστήριξη της πλειοψηφίας ή οποιουδήποτε επαναστατικού μαζικού κινήματος από τα κάτω.
Για παράδειγμα, η λεγόμενη «Οκτωβριανή Επανάσταση» στη Ρωσία δεν ήταν επανάσταση, αλλά ένα πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε από μια μικρή μειοψηφία. Σύμφωνα με την σοσιαλιστική εκδοχή της ιστορίας, η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ένα «λαϊκό κίνημα» από τα κάτω, αφιερωμένο στο να βοηθήσει τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους να ανατρέψουν την προσωρινή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Αυτή η αφήγηση υπήρξε το κλειδί για την εδραίωση της νομιμότητας του καθεστώτος του Λένιν. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Λένιν απλώς έδινε στον «λαό» αυτό που ήθελε. Η απεικόνιση του Οκτωβριανού πραξικοπήματος ως επανάσταση των μαζών δίνει επίσης την εντύπωση ότι η στροφή προς τον κομμουνισμό ήταν το αναπόφευκτο και επιθυμητό αποτέλεσμα των εξελισσόμενων και δυσεπίλυτων ιστορικών τάσεων. Φυσικά, αυτή η θεώρηση της ιστορίας ενθαρρύνει τους σοσιαλιστές, ενώ αποθαρρύνει τους αντιπάλους τους.
Ωστόσο, τα ιστορικά γεγονότα μάς λένε ότι η μεγαλύτερη πολιτική νίκη του σοσιαλισμού -η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης- δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη ούτε μια απάντηση στα αιτήματα μιας επαναστατικής πλειοψηφίας.
Πραξικόπημα ή επανάσταση;
Για δεκαετίες μετά την εγκαθίδρυση του Σοβιετικού καθεστώτος του Λένιν, οι ιστορικοί και οι ειδικοί χρησιμοποίησαν γενικά και υπάκουα τον όρο «Οκτωβριανή Επανάσταση», για να περιγράψουν την αλλαγή του καθεστώτος. Τις πιο πρόσφατες δεκαετίες, ωστόσο, πολλοί ιστορικοί έχουν υιοθετήσει μια λιγότερο εύπιστη προσέγγιση απέναντι στην επιλεχθείσα ορολογία.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, ακόμη και πολλοί Σοβιετικοί ιστορικοί αρνούνταν ότι η Ρωσική Επανάσταση ήταν μια δικαιολογημένη έκφραση ενός μαζικού κινήματος. Στην ιστοριογραφία της για τη συζήτηση σχετικά με τη χρήση του όρου «επανάσταση», η Nina Bogdan σημειώνει ότι ένας αριθμός εξόριστων και αντιφρονούντων ιστορικών την περίοδο αυτή ανέλαβαν να αντικρούσουν τον «απλοϊκό μύθο της επανάστασης του 1917», που ήταν η γενικά αποδεκτή άποψη. Γράφει ότι οι ιστορικοί αυτοί αμφισβήτησαν την επίσημη ιστορία και στη συνέχεια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία με αθέμιτα μέσα, αναφερόμενοι στο γεγονός του Οκτωβρίου του 1917 ως «υφαρπαγή της εξουσίας», «πραξικόπημα», «ανταρσία» ή «κατάληψη».
Ο ιστορικός Orlando Figes, εξάλλου, συγγραφέας του βιβλίου A People's Tragedy: The Russian Revolution, 1891-1924, αναφέρεται στο γεγονός ως «πραξικόπημα». Επιπλέον, σύμφωνα με τον Figes, το πραξικόπημα ήταν η τακτική που προτιμούσε ο Λένιν, καθώς του επέτρεπε να παρακάμψει το νέο Σοβιετικό Κογκρέσο. Εκείνη την εποχή, το Κογκρέσο απολάμβανε κάποιον βαθμό αληθινής λαϊκής υποστήριξης, αλλά βρισκόταν υπό την επιρροή μιας πλειάδας ανταγωνιστικών φατριών που δεν ήταν πιστές στον Λένιν.
Παρομοίως, ο Richard Pipes, στο βιβλίο του The Russian Revolution, χρησιμοποιεί σταθερά τους όρους «Οκτωβριανό πραξικόπημα» ή «Μπολσεβίκικο πραξικόπημα» για να περιγράψει το γεγονός, και σημειώνει πώς τα στελέχη του Λένιν έδρασαν ενεργά ενάντια στους ευρύτερους και πιο λαϊκούς συνασπισμούς, προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία μέσω μιας μικρής, αλλά καλά οργανωμένης και οπλισμένης, προσωπικής πολιτοφυλακής. Όπως το θέτει ο Ralph Raico, «η λεγόμενη Οκτωβριανή Επανάσταση -αυτό που οι κομμουνιστές για δεκαετίες αποκαλούσαν Μεγάλο Οκτώβρη ή Κόκκινο Οκτώβρη- ήταν απλώς ένα πραξικόπημα από μερικές χιλιάδες Ερυθροφρουρούς».
Η «επανάσταση» μιας μικρής μειοψηφίας
Αν ο Λένιν δεν είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας, τότε πώς πραγματοποίησε αυτή την «επανάσταση»; Η απάντηση βρίσκεται στο πώς ο Λένιν χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό προπαγάνδας, μυστικότητας και πολιτικής οργάνωσης σε ένα περιβάλλον όπου κανένα καθεστώς δεν είχε εδραιώσει με ασφάλεια τη νομιμότητά του.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στα τέλη του 1917, η μοναρχία είχε ήδη ανατραπεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Φεβρουαρίου. Ακολούθησε η επίσημη ανακήρυξη της δημοκρατίας τον Σεπτέμβριο. Η μοναρχία είχε ήδη καταστεί εξαιρετικά αντιδημοφιλής, έχοντας παρατείνει την εμπλοκή της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πληθυσμός -που αριθμούσε περίπου 125 εκατομμύρια εκείνη την εποχή- υπέστη περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια θανάτους στον πόλεμο και πάνω από επτά εκατομμύρια απώλειες συνολικά. Δυστυχώς, η προσωρινή κυβέρνηση -η οποία θα μπορούσε να έχει κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή τερματίζοντας τη ρωσική εμπλοκή στον πόλεμο- αρνήθηκε να αποσυρθεί από αυτόν. Αυτό επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να κερδίσουν αργότερα κάποιο βαθμό υποστήριξης από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υποσχόμενοι να επιζητήσουν την ειρήνη.
Σε αυτό το περιβάλλον σχεδίασαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι το πραξικόπημά τους.
Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι ο γενικός πληθυσμός στην Αγία Πετρούπολη ή τη Μόσχα ζητούσε τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους Λενινιστές. Αντίθετα, όπως το θέτει ο Pipes, ήταν ο υπαρχηγός του Λένιν, ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος «με απόλυτη γνώση των τεχνικών του σύγχρονου πραξικοπήματος, των οποίων υπήρξε αναμφισβήτητα ο εφευρέτης, [...] οδήγησε τους Μπολσεβίκους στη νίκη».
Η κυριότερη από αυτές τις τεχνικές ήταν η προπαγάνδα προς την κύρια πηγή εξουσίας του καθεστώτος, τις στρατιωτικές φρουρές:
«οι Μπολσεβίκοι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να κάνουν προπαγάνδα στους στρατιώτες στις φρουρές της Πετρούπολης, αμέσως μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, και τους αποθάρρυναν από το να επιστρέψουν στο μέτωπο, έτσι ώστε, μέχρι τον Οκτώβριο, οι στρατιώτες ήταν αυτοί που πρωτοστατούσαν σε κάθε στρατιωτική ενέργεια υπέρ των Μπολσεβίκων κι όχι οι εργάτες.»
Αντίθετα, οι «εργάτες» και ο γενικός πληθυσμός παρέμεναν στο σκοτάδι όσον αφορά τα σχέδια των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν απέκρυψε τα σχέδια του πραξικοπήματος ακόμη και από το Σοβιετικό Κογκρέσο. Ταυτόχρονα, ο Λένιν ισχυριζόταν ότι ενεργούσε με εντολές του Κογκρέσου, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την υποστήριξη των σοσιαλιστών όλων των κομμάτων.
Αντίθετα, σύμφωνα με τον Pipes, «επειδή το πραξικόπημα δεν ήταν εξουσιοδοτημένο [από το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ] και εκτελέστηκε τόσο αθόρυβα, ο πληθυσμός της Πετρούπολης δεν είχε κανένα λόγο να υποψιαστεί ότι κάτι μνημειώδες είχε συμβεί [...] Κανείς, εκτός από μια χούφτα κορυφαίων στελεχών, δεν ήξερε τι είχε συμβεί: ότι η πρωτεύουσα βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των ένοπλων Μπολσεβίκων και ότι τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο. Ο Λένιν είπε αργότερα ότι η έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης στη Ρωσία ήταν τόσο εύκολη όσο το ‘‘να σηκώνεις ένα φτερό’’».
Ακόμη και στις, υπό την επήρεια της προπαγάνδας, στρατιωτικές φρουρές, η συμμετοχή υπέρ των Μπολσεβίκων ήταν πολύ περιορισμένη. Ο Nikolai Sukhanov εκτιμά ότι «από τη φρουρά των 200.000 ανδρών, μόλις το ένα δέκατο συμμετείχε στη δράση, πιθανότατα πολύ λιγότεροι». Από την άλλη πλευρά, επειδή η προσωρινή κυβέρνηση ήταν τόσο αντιδημοφιλής, πολλοί μέσα στη φρουρά δεν ενδιαφέρονταν να κάνουν πολλά για να σταματήσουν τους Μπολσεβίκους.
Η πραγματική ιστορία της «επανάστασης» του Οκτώβρη δεν είναι η ιστορία μιας λαϊκής εξέγερσης, αλλά η ιστορία της παραιτημένης συγκατάβασης ενός πληθυσμού που προσδοκούσε απεγνωσμένα τον τερματισμό του καταστροφικού πολέμου. Οι Μπολσεβίκοι υποσχέθηκαν την ειρήνη, τόσο στο βασικό στρατιωτικό προσωπικό όσο και στο ευρύτερο πληθυσμό.
Μόλις οι Μπολσεβίκοι απέκτησαν τον έλεγχο του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, το κόμμα ήταν τότε σε θέση να χρησιμοποιήσει όλο το φάσμα των κυβερνητικών θέσεων εργασίας και των «δωρεάν» παροχών σε υποστηρικτές πρόθυμους να αγωνιστούν ενάντια στα απομεινάρια των παλαιών καθεστώτων.
Η μάχη των ιδεών
Ακόμα και με αυτή τη εξουσία -και με τη ισχύ να επεκτείνει σημαντικά τις προπαγανδιστικές του προσπάθειες- το νέο καθεστώς του Λένιν αναγκάστηκε να αναλώσει πέντε χρόνια πολεμώντας τους αντιφρονούντες στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Αυτό συνέβη επειδή, όπως παρατήρησε ο Ludwig von Mises, «Σε μια μάχη μεταξύ της βίας και μιας ιδέας, η τελευταία πάντα επικρατεί». Έτσι, ούτε καν οι λαμπρές τακτικές του Λένιν και του Τρότσκι δεν ήταν επαρκείς για να αναιρέσουν την ανάγκη για κάποιες νίκες των Μπολσεβίκων στη μάχη των ιδεών. Ακόμη και μετά την αρχική, τακτική νίκη μέσω του πραξικοπήματος, οι Μπολσεβίκοι εξακολουθούσαν να χρειάζονται μια ευρύτερη πολιτική υποστήριξη, προκειμένου να καταπνίξουν οριστικά την αντίσταση. Αυτό κατέστη δυνατό με τις επιθετικές προσπάθειες «εκπαίδευσης» που υποστήριζε το καθεστώς. Αυτή η «εκπαίδευση» -που ακριβέστερα περιγράφεται ως προπαγάνδα- χρηματοδοτήθηκε και διαδόθηκε από ένα ευρύ φάσμα κυβερνητικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένων των ελεγχόμενων από το κράτος μέσων ενημέρωσης. Η προπαγάνδα εξυπηρετούσε τόσο τη δημιουργία αληθινών πιστών όσο και τον καθησυχασμό των σκεπτικιστών. Η προπαγάνδα μείωσε τις μάζες των ενεργών αντιπάλων σε αριθμούς που θα μπορούσαν να «εκκαθαριστούν» ευκολότερα στα Gulag.
Η λενινιστική προπαγάνδα βοηθήθηκε επίσης από τη φύση των μακροχρόνιων ιδεολογικών τάσεων του ίδιου του Ρωσικού πληθυσμού. Δεδομένου ότι η εκβιομηχάνιση ήταν τόσο σχετικά περιορισμένη στη Ρωσική Αυτοκρατορία στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Αυτοκρατορία δεν διέθετε έναν σημαντικό πληθυσμό φιλελεύθερων αστών με τα μέσα και τη διάθεση να αντιταχθούν στους Μπολσεβίκους σε σημαντικούς αριθμούς. Επιπλέον, στη Ρωσία του 1917, ο λαός είχε από καιρό εκπαιδευτεί απλώς να υπομένει τον δεσποτισμό και τα πραξικοπήματα των ανακτόρων. Με τα πραξικοπήματα του 1907 και του Φεβρουαρίου του 1917 ακόμη νωπά στο μυαλό τους, πολλοί απλοί Ρώσοι μπορεί να υπέθεσαν (λανθασμένα) ότι το πραξικόπημα του Οκτωβρίου ήταν απλώς κάτι παρόμοιο.
Η δημόσια αδιαφορία και η αμφιθυμία, ωστόσο, απέχουν πολύ από τη «λαϊκή εξέγερση», που η σοσιαλιστική Αριστερά ισχυρίζεται εδώ και καιρό ότι οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Όπως και με τα κυβερνώντα κόμματα και τους συνωμότες της δικής μας εποχής, η κατάληψη και η επιβολή της πολιτικής εξουσίας τον Οκτώβριο του 1917 καθοδηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματική χρήση της μυστικότητας, της προπαγάνδας και της ισχύος εξαναγκασμού εκ μέρους μιας μικρής μειοψηφίας.
Δείτε επίσης: