Τα κομμουνιστικά στρατόπεδα εκτελέσεων υπήρξαν το πρότυπο των ναζιστικών στρατοπέδων και πιο αιματηρά από εκείνα
Στην πραγματικότητα, οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που εισήγαγαν στη σύγχρονη Ευρώπη το φρικαλέο γεγονός —και την τρομακτική απειλή— της μαζικής δολοφονίας αμάχων.
Ετικέτες: Ιστορία, Κράτος, Σοσιαλισμός
Άρθρο του κορυφαίου ιστορικού της Αυστριακής Σχολής, Ralph Raico, δημοσιευμένο στις 6/9/2024.
[ Πρωτοδημοσιεύτηκε ως «The Taboo Against Truth: Holocausts and the Historians», στο Liberty, τον Σεπτέμβριο του 1989. ]
Το «να λες την αλήθεια στην εξουσία» δεν είναι εύκολο, όταν υποστηρίζεις αυτή την εξουσία. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που τόσο λίγοι δυτικοί ιστορικοί είναι πρόθυμοι να πουν όλη την αλήθεια για τα κρατικά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Το περασμένο φθινόπωρο το Moscow News ανέφερε την ανακάλυψη ομαδικών τάφων από δύο αρχαιολόγους-ιστορικούς στο Kuropaty, κοντά στο Μινσκ, στη σοβιετική δημοκρατία της Λευκορωσίας.[1] Οι μελετητές αρχικά υπολόγισαν ότι τα θύματα ήταν περίπου 102.000, αριθμός που αργότερα αναθεωρήθηκε σε 250–300.000.[2] Συνεντεύξεις με τους γηραιότερους κατοίκους του χωριού αποκάλυψαν ότι, από το 1937 μέχρι τον Ιούνιο του 1941, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί, οι δολοφονίες δεν σταμάτησαν ποτέ. «Επί πέντε χρόνια, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε τη νύχτα εξαιτίας όλων των πυροβολισμών», είπε ένας μάρτυρας.
Στη συνέχεια, τον Μάρτιο, μια σοβιετική επιτροπή παραδέχτηκε τελικά ότι οι ομαδικοί τάφοι στην Bykovnia, έξω από το Κίεβο, δεν ήταν αποτέλεσμα του έργου των Ναζί, όπως συντηρούνταν παλαιότερα, αλλά της βιομηχανίας της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν. Περίπου 200–300.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στη Bykovnia, σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς.[3]
Αυτοί οι τάφοι αντιπροσωπεύουν ένα μικρό κλάσμα των ανθρωποθυσιών που προσέφερε μια ελίτ μαρξιστών επαναστατών στο ιδεολογικό τους φετίχ. Το πόσοι πέθαναν μόνο υπό τον Στάλιν, από τους πυροβολισμούς, την τρομοκρατική πείνα και τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, είναι αβέβαιο. Γράφοντας σε ένα περιοδικό της Μόσχας, ο Roy Medvedev, ο αντιφρονών Σοβιετικός μαρξιστής, τοποθέτησε τον αριθμό στα περίπου 20 εκατομμύρια, αριθμός που ο σοβιετολόγος Stephen F. Cohen θεωρεί συντηρητικό.[4] Η εκτίμηση του Robert Conquest είναι μεταξύ 20 και 30 εκατομμυρίων, ή περισσότερο,[5] ενώ ο Anton Antonov-Ovseyenko εικάζει 41 εκατομμύρια θανάτους μεταξύ 1930 και 1941.[6]
Σύμφωνα με όλους, τα περισσότερα από τα θύματα σκοτώθηκαν πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία καλωσορίσουν τη Σοβιετική Ένωση ως σύμμαχό τους, τον Ιούνιο του 1941. Ωστόσο, μέχρι τότε, τα στοιχεία σχετικά με τις τουλάχιστον πολύ διαδεδομένες κομμουνιστικές δολοφονίες ήταν διαθέσιμα σε όποιον ήθελε να ακούσει.
Εάν η glasnost (σ.σ. διαφάνεια) προχωρήσει και αν φανεί όλη η αλήθεια για την εποχή του Λένιν και του Στάλιν, η κοινή γνώμη στη Δύση θα αναγκαστεί να επανεκτιμήσει μερικές από τις πιο αγαπημένες απόψεις της. Για να κάνω μια μικρή επισήμανση, οι συμπαθούντες τον Στάλιν, όπως η Λίλιαν Χέλμαν, η Φρίντα Κίρτσγουεϊ και ο Όουεν Λάτιμορ ίσως δεν θα φαντάζουν τόσο σπουδαίοι όσο πριν. Το πιο σημαντικό: θα πρέπει να γίνει μια επανεκτίμηση του τι σήμαινε για τις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Αμερικής το να είναι φίλοι της Σοβιετικής Ρωσίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να επαινούν τον ηγέτη της. Αυτός ο πόλεμος θα χάσει αναπόφευκτα μέρος της δόξας του ως η παρθενικά αγνή σταυροφορία της οποίας ηγήθηκαν οι «μεγαλύτεροι από τη ζωή» ήρωες Winston Churchill και Franklin D. Roosevelt. Αναπόφευκτα, επίσης, θα προκύψουν συγκρίσεις με αυτό που είναι κοινώς γνωστό ως Ολοκαύτωμα.
Η «διαμάχη των ιστορικών»
Τέτοιου είδους συγκρίσεις έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της μαινόμενης διαμάχης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που έχει χαρακτηριστεί ως Historikerstreit, ή διαμάχη των ιστορικών, και έχει γίνει πλέον διεθνές θέμα. Ξέσπασε κυρίως λόγω του έργου του Ernst Nolte, από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, συγγραφέα του εξαιρετικά αναγνωρισμένου βιβλίου, «Three Faces of Fascism», που δημοσιεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1966. Σε αρκετά σημαντικά δοκίμια, σε ένα μεγάλο βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 1987, «The European Civil War, 1917–1945», και σε έναν τόμο απαντήσεων στους επικριτές του, [7] ο Nolte αρνήθηκε να αντιμετωπίσει τη ναζιστική σφαγή των Εβραίων με τον συμβατικό τρόπο.
«Αυτοί οι τάφοι αντιπροσωπεύουν ένα μικρό κλάσμα των ανθρωποθυσιών που προσέφερε μια ελίτ μαρξιστών επαναστατών στο ιδεολογικό τους φετίχ».
Αρνήθηκε, δηλαδή, να το αντιμετωπίσει μεταφυσικά, ως το μοναδικό αντικείμενο του κακού, που υπάρχει εκεί, σε ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας, σε ένα σχεδόν πλήρες κενό, με -το πολύ- κάποιους ιδεολογικούς δεσμούς με τη ρατσιστική και κοινωνικά δαρβινιστική σκέψη του προηγούμενου αιώνα. Αντίθετα, χωρίς να αρνείται τη σημασία της ιδεολογίας, επιχείρησε να βάλει το Ολοκαύτωμα στο πλαίσιο της ιστορίας της Ευρώπης των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ο στόχος του δεν ήταν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τη μαζική δολοφονία των Εβραίων ή να μειώσει την ενοχή των Ναζί για αυτό το τρομερό έγκλημα. Ωστόσο, επέμεινε ότι αυτή η μαζική δολοφονία δεν πρέπει να μας οδηγήσει να ξεχάσουμε τις άλλες μαζικές δολοφονίες, ιδιαίτερα εκείνες που μπορεί να έχουν μια αιτιώδη σχέση με αυτήν.
Εν συντομία, η θέση του Nolte είναι ότι οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που εισήγαγαν στη σύγχρονη Ευρώπη το φρικώδες γεγονός —και την τρομακτική απειλή— της δολοφονίας αμάχων σε τεράστια κλίμακα, υπονοώντας την εξόντωση ολόκληρων κατηγοριών προσώπων. (Ένας παλιός Μπολσεβίκος, ο Ζινόβιεφ, είχε μιλήσει ανοιχτά, ήδη από το 1918, για την ανάγκη εξάλειψης 10 εκατομμυρίων ανθρώπων του λαού της Ρωσίας.) Στα χρόνια και τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη Ρωσική Επανάσταση, η μεσαία τάξη, η ανώτερη τάξη, οι καθολικοί και άλλοι Ευρωπαίοι γνώριζαν καλά αυτό το γεγονός, και ειδικά γι' αυτούς η απειλή ήταν ιδιαιτέρως πραγματική. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί το βίαιο μένος που δείχνουν οι καθολικοί, οι συντηρητικοί, οι φασίστες, ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες, στους συμπατριώτες τους κομμουνιστές στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Η θέση του Νόλτε συνεχίζει: εκείνοι που έγιναν η ναζιστική ελίτ ήταν καλά ενήμεροι για τα γεγονότα στη Ρωσία, μέσω των Λευκορώσων και των Γερμανών μεταναστών της Βαλτικής (οι οποίοι μάλιστα υπερέβαλλαν για την έκταση των πρώτων, λενινιστικών φρικαλεοτήτων). Στο μυαλό τους, όπως και στο μυαλό των δεξιών γενικά, οι πράξεις των Μπολσεβίκων μετατράπηκαν, παράλογα, σε εβραϊκές πράξεις, μια μεταμόρφωση που βοηθήθηκε από την ύπαρξη ενός μεγάλου ποσοστού Εβραίων μεταξύ των πρώτων μπολσεβίκων ηγετών. (Ελκόμενοι εξ αρχής από τον αντισημιτισμό, οι δεξιοί αγνόησαν το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει ο Νόλτε, το ποσοστό μεταξύ των Μενσεβίκων [σ.σ. εχθρών των Μπολσεβίκων] ήταν υψηλότερο και, φυσικά, η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων Εβραίων δεν ήταν ποτέ κομμουνιστές.) Μια παρεμφερής, ιδεολογικά επιβεβλημένη, αντιμετάθεση συνέβη μεταξύ των ίδιων των κομμουνιστών: μετά τη δολοφονία του Ουρίτσκι και την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από τους Σοσιαλιστές Επαναστάτες, για παράδειγμα, εκατοντάδες «αστοί» όμηροι εκτελέστηκαν.
Οι κομμουνιστές δεν έπαψαν ποτέ να διακηρύσσουν ότι όλοι οι εχθροί τους ήταν εργαλεία μιας ενιαίας συνωμοσίας της «παγκόσμιας αστικής τάξης».
Τα γεγονότα σχετικά με τον τρομοκρατικό λιμό στην Ουκρανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και με τα σταλινικά γκουλάγκ ήταν επίσης γνωστά, σε γενικές γραμμές, στους δεξιούς ευρωπαϊκούς κύκλους. Το βασικό γεγονός, καταλήγει ο Νόλτε, είναι ότι «τα Γκουλάγκ εμφανίστηκαν πριν από το Άουσβιτς». Αν δεν είχε συμβεί αυτό που συνέβη στη Σοβιετική Ρωσία, ο ευρωπαϊκός φασισμός, ειδικά ο εθνικοσοσιαλισμός/ναζισμός και η ναζιστική σφαγή των Εβραίων[8], πιθανότατα δεν θα ήταν αυτό που ήταν.
Η επίθεση στον Νόλτε
Το προηγούμενο έργο του Νόλτε για την ιστορία του σοσιαλισμού δύσκολα θα μπορούσε να τον κάνει persona grata (σ.σ. επιθυμητό) για τους αριστερούς διανοούμενους στη χώρα του. Μεταξύ άλλων, είχε τονίσει τον αρχαϊκό, αντιδραστικό χαρακτήρα του μαρξισμού και τον αντισημιτισμό πολλών από τους πρώτους σοσιαλιστές, και είχε αναφερθεί στον «φιλελεύθερο καπιταλισμό», ή αλλιώς «οικονομική ελευθερία», και όχι στον σοσιαλισμό, ως την «πραγματική και εκσυγχρονιστική επανάσταση».
Η επίθεση στον Νόλτε ξεκίνησε από τον αριστερό φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος δεν αμφισβήτησε την ιστοριογραφία του Νόλτε – τα δοκίμιά του έδειχναν ότι ο Χάμπερμας δεν ήταν σε θέση να την κρίνει – αλλά με τις ιδεολογικές της επιπτώσεις. Ο Χάμπερμας στόχευσε επίσης μερικούς άλλους Γερμανούς ιστορικούς και πρόσθεσε στο κατηγορητήριο κι άλλα σημεία, όπως το σχέδιο δημιουργίας μουσείων γερμανικής ιστορίας στο Δυτικό Βερολίνο και στη Βόννη. Όμως ο Νόλτε και η θέση του συνέχισαν να βρίσκονται στο κέντρο της διαμάχης των ιστορικών (Historikerstreit). Κατηγορήθηκε για «ιστορικοποίηση» και «σχετικοποίηση» του Ολοκαυτώματος και επικρίθηκε επειδή αμφισβήτησε τη «μοναδικότητα» του.
Αρκετά από τα μεγαλύτερα ονόματα μεταξύ των ακαδημαϊκών ιστορικών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και στη συνέχεια στη Βρετανία και την Αμερική, συμμετείχαν στο κυνήγι, αξιοποιώντας με χαρά μερικές από τις πιο ατυχείς εκφράσεις του Νόλτε και από τις πιο αδύναμες, δευτερεύουσες θέσεις του. Στο Βερολίνο, ριζοσπάστες πυρπόλησαν το αυτοκίνητό του. Στην Οξφόρδη, το Wolfson College απέσυρε μια πρόσκληση να δώσει μια διάλεξη, αφού ασκήθηκε πρώτα πίεση, ακριβώς τη στιγμή που ένας σημαντικός γερμανικός οργανισμός που διένειμε ερευνητικές υποτροφίες ακύρωσε μια δέσμευση προς τον Νόλτε υπό την πίεση του Ισραήλ. Στον αμερικανικό Τύπο, ανίδεοι συντάκτες, που ούτως ή άλλως δεν έδιναν δεκάρα για το θέμα, τώρα επέτρεπαν να παρουσιάζεται συστηματικά ο Νόλτε σαν απολογητής του ναζισμού.
Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο Νόλτε έχει καταδείξει το αληθές της κεντρικής θέσης του - το επίτευγμά του είναι, περισσότερο, το ότι έχει επισημάνει σημαντικά θέματα που απαιτούν την περαιτέρω έρευνα - και η παρουσίασή του είναι σε, ορισμένες πτυχές της, εσφαλμένη. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να αναρωτηθεί τι υπάρχει στον βασικό του απολογισμό, ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια φρενίτιδα. Η σύγκριση μεταξύ των ναζιστικών και των σοβιετικών φρικαλεοτήτων έχει γίνει συχνά από αξιοσέβαστους μελετητές. Ο Robert Conquest, για παράδειγμα, δηλώνει,
«Για τους Ρώσους —και είναι σίγουρα σωστό ότι αυτό θα πρέπει να γίνει αληθινό για τον κόσμο στο σύνολό του— το Kolyma [ένα τμήμα των Γκουλάγκ] είναι μια λέξη φρίκης εντελώς συγκρίσιμη με το Άουσβιτς […] όντως σκότωσε περίπου τρία εκατομμύρια ανθρώπους, αριθμός πολύ κοντά στο εύρος εκείνου των θυμάτων της ‘‘Τελικής Λύσης’’.» [9]
Κάποιοι άλλοι συνέχισαν να υποστηρίζουν μια αιτιώδη συνάφεια. Ο Paul Johnson υποστηρίζει ότι σημαντικά στοιχεία του συστήματος των σοβιετικών στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας αντιγράφηκαν από τους Ναζί και κάνει μια σύνδεση μεταξύ του ουκρανικού λιμού και του Ολοκαυτώματος:
«Το σύστημα των στρατοπέδων εισήχθη από τους Ναζί από τη Ρωσία… Όπως οι φρικαλεότητες του Roehm οδήγησαν τον Στάλιν στην μίμηση τους, έτσι και με τη σειρά της η κλίμακα των μαζικών θηριωδιών του Στάλιν ενθάρρυνε τον Χίτλερ στα σχέδια του, εν καιρώ πολέμου, να αλλάξει ολόκληρη τη δημογραφία της Ανατολικής Ευρώπης… Η «τελική λύση» του Χίτλερ για τους Εβραίους είχε τις ρίζες τους όχι μόνο στο δικό του πυρετώδες μυαλό αλλά και στη κολεκτιβοποίηση της σοβιετικής αγροτιάς.» [10]
Ο Nick Eberstadt, ειδικός στη σοβιετική δημογραφία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η Σοβιετική Ένωση δεν είναι απλά το αρχικό κράτος-δολοφόνος, αλλά το πρότυπο».[11] Όσον αφορά την τάση των Ευρωπαίων δεξιών μετά το 1917 να ταυτίζουν το καθεστώς των Μπολσεβίκων με τους Εβραίους, τα τεκμήρια είναι ατελείωτα.[12] Πράγματι, ήταν ένα φοβερά τραγικό λάθος, στο οποίο ευθύνονταν ακόμη και πολλοί εκτός δεξιών κύκλων. Το 1920, μετά από μια επίσκεψη στη Ρωσία, ο Μπέρτραντ Ράσελ έγραψε στη λαίδη Ότολιν Μορέλ:
«Ο μπολσεβικισμός είναι μια κλειστή τυραννική γραφειοκρατία, με ένα κατασκοπευτικό σύστημα πιο περίτεχνο και τρομερό από αυτό του Τσάρου, και μια αριστοκρατία θρασεία και ανάλγητη, που αποτελείται από αμερικανοποιημένους Εβραίους.» [13]
Όμως, παρά την ύπαρξη ενός υποστηρικτικού ακαδημαϊκού πλαισίου για τη θέση του Νόλτε, παραμένει πολιορκημένος στην πατρίδα του, με μόνο μεμονωμένα άτομα, όπως ο Joachim Fest, να έρχονται προς υπεράσπισή του. Εάν οι πρόσφατες αγγλόφωνες δημοσιεύσεις αποτελούν αξιόπιστη ένδειξη, η κατάστασή του δεν θα βελτιωθεί καθώς η διαμάχη εξαπλώνεται σε άλλες χώρες.
Γιατί δεν σκοτείνιασαν οι ουρανοί;
Το πρόσφατο έργο του Arno J. Mayer, του Princeton, Why Did the Heavens Not Darken? [14] είναι από ορισμένες απόψεις διαφωτιστικό [15], πάνω απ' όλα, ωστόσο, είναι μια τέλεια απεικόνιση του γιατί το έργο του Nolte τόσο πολύ αναγκαίο.
Μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος την προσέγγιση του Mayer για την προέλευση της «Ιουδαιοκτονίας» (όπως την αποκαλεί), η οποία είναι «λειτουργιστική» παρά «σκοπιμότητα», στην τρέχουσα ορολογία, και η οποία προκάλεσε μια σκληρότατη κριτική.[16] Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η παρουσίασή του για τη δολοφονία των Ευρωπαίων Εβραίων ως απόρροια του άγριου μίσους προς τον «ιουδεο-μπολσεβικισμό» που φέρεται να διαπέρασε όλη τη γερμανική και ευρωπαϊκή «αστική» κοινωνία μετά το 1917, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του στο ναζιστικό κίνημα και την ναζιστική κυβέρνηση. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει τη θέση του Nolte.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι ο Mayer δεν προσφέρει κανένα πραγματικό λόγο για το βαθύ μίσος που τόσοι πολλοί έτρεφαν για τον μπολσεβικισμό, εκτός από την απειλή που έθετε ο Μπολσεβικισμός θεωρητικά για τα στενά και οπισθοδρομικά «ταξικά συμφέροντά» τους. Ουσιαστικά η μόνη μεγάλη σοβιετική θηριωδία που αναφέρεται καν στις 449 σελίδες του κειμένου (παραδόξως, και αδικαιολόγητα, δεν υπάρχουν σημειώσεις) [17] είναι η απέλαση περίπου 400.000 Εβραίων από τα εδάφη που προσαρτήθηκαν μετά το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν. Ακόμα κι εδώ, ωστόσο, ο Mayer σπεύδει να μας διαβεβαιώσει ότι η πολιτική «δεν ήταν ειδικά αντισημιτική και δεν απέκλειε τους αφομοιωμένους και εκκοσμικευμένους Εβραίους από το να συνεχίσουν να κατέχουν σημαντικές θέσεις στην κοινωνία των πολιτών και στην πολιτική κοινωνία […] ένας δυσανάλογος αριθμός Εβραίων κατέλαβε θέσεις στην μυστική αστυνομία και υπηρέτησαν ως πολιτικοί επίτροποι στις ένοπλες υπηρεσίες». Εντάξει, mazel tov! (σ.σ. συγχαρητήρια)
Ο φόβος και η απέχθεια για τον κομμουνισμό που ένιωθαν οι Πολωνοί, οι Ούγγροι και οι Ρουμάνοι, για παράδειγμα, στον Μεσοπόλεμο, που επικυρωνόταν έντονα από τις εθνικές τους Εκκλησίες, χαρακτηρίζεται από τον Mayer ως «εμμονή». Για τον Mayer, ο φόβος του κομμουνισμού είναι πάντα «εμμονικός» και περιορίζεται στις «άρχουσες τάξεις», θύματα μιας αντι-μπολσεβίκικης «δαιμονοποίησης». Ωστόσο, η προσφυγή σε κλινικούς και θεολογικούς όρους δεν υποκαθιστά την ιστορική κατανόηση, και η αφήγηση του Mayer—ο σοβιετικός κομμουνισμός με τις δολοφονίες να παραλείπονται— αποκλείει εκ των προτέρων μια τέτοια κατανόηση.
Εξετάστε την περίπτωση του Clemens August Count von Galen, αρχιεπισκόπου του Μίνστερ.
Όπως σημειώνει ο Mayer, ο Galen οδήγησε τους Καθολικούς επισκόπους της Γερμανίας το 1941 σε δημόσια διαμαρτυρία για τη ναζιστική πολιτική δολοφονίας των ψυχικά ασθενών. Η διαμαρτυρία σχεδιάστηκε έξυπνα και αποδείχθηκε επιτυχημένη: ο Χίτλερ ανέστειλε τις δολοφονίες. Ωστόσο, όπως σημειώνει περαιτέρω ο Mayer, ο Αρχιεπίσκοπος Galen (με αξιοθρήνητο τρόπο) «εξαγίασε» τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ρωσίας. Γιατί;
Για να αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα: ο ναύαρχος Horthy, ο Αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, ήταν αντίπαλος της δολοφονίας των Εβραίων και προσπάθησε, με τις περιορισμένες δυνατότητές του, να σώσει τους Εβραίους της Βουδαπέστης. Ωστόσο, συνέχισε να έχει τα στρατεύματά του να πολεμούν ενάντια στους Σοβιετικούς και δίπλα στους Γερμανούς πολύ καιρό αφ’ ότου η επερχόμενη ήττα ήταν προφανής. Γιατί; Θα μπορούσε άραγε, και στις δύο περιπτώσεις, η προηγούμενη αιματηρή ιστορία του σοβιετικού κομμουνισμού να είχε κάποια σχέση με τη στάση τους; Σύμφωνα με την αφήγηση του Mayer, οι δολοφονίες των σταυροφόρων στην Ιερουσαλήμ το έτος 1096 είναι ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας, αλλά οι δολοφονίες των Μπολσεβίκων στις δεκαετίες του 1920 και του '30 όχι.
Οι ισχυρισμοί για τα σοβιετικά εγκλήματα πράγματι εμφανίζονται στο βιβλίο του Mayer. Αλλά τους βάζει στα στόματα του Χίτλερ και του Γκέμπελς, χωρίς κανένα σχόλιο από τον ίδιο τον Mayer, σηματοδοτώντας έτσι τον «φανατικό» και «εμμονικό» χαρακτήρα τους, π.χ., «ο φύρερ κραύγαζε για τον μπολσεβικισμό που κυλάει πιο βαθιά στο αίμα από τον τσαρισμό» (στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός του Χίτλερ εδώ μόνο αμφιλεγόμενος δεν είναι).
Στην πραγματικότητα, φαίνεται πιθανό ότι ο Mayer απλά δεν πιστεύει ότι υπήρξε οτιδήποτε που να πλησίαζε τα δεκάδες εκατομμύρια θύματα του σοβιετικού καθεστώτος. Γράφει, για παράδειγμα, για «μια άρρηκτη σχέση ανάμεσα στον απόλυτο πόλεμο και τις μεγάλης κλίμακας πολιτικές δολοφονίες στην Ανατολική Ευρώπη». Αλλά οι περισσότερες από τις μεγάλης κλίμακας σταλινικές πολιτικές δολοφονίες συνέβησαν όταν η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε ειρήνη. Τις τεράστιες αναταραχές, με τον συνοδευτικό τους τρόμο και τις μαζικές δολοφονίες, που χαρακτήρισαν τη σοβιετική ιστορία στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, ο Mayer τις αναφέρει με σχεδόν απίστευτα ανώδυνους όρους ως «γενικό μετασχηματισμό της πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών». Με άλλα λόγια, ο Mayer δίνει κάθε απόδειξη ότι είναι ένας «ρεβιζιονιστής» (σ.σ. αναθεωρητής) του ουκρανικού λιμού, της Μεγάλης (σοβιετικής) Τρομοκρατίας και των γκούλαγκ. Αυτή είναι μια πτυχή του βιβλίου του Mayer που οι κριτικοί του κατεστημένου Τύπου είχαν την υποχρέωση να επισημάνουν, αλλά παρέλειψαν να το πράξουν.
Ο Mayer δεν έχει υπομονή με οποιαδήποτε νύξη ότι μπορεί να έχουν διαπραχθεί μεγάλα εγκλήματα κατά των Γερμανών στην διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και των όσων επακολούθησαν. Εδώ συντάσσεται με την συντριπτική πλειονότητα των συγχρόνων του, επαγγελματιών και μη, καθώς και με το ίδιο το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
Ταμπού εγκλήματα πολέμου: τα εγκλήματα των συμμάχων
Εάν οι μαζικές σοβιετικές φρικαλεότητες παρέχουν ένα ιστορικό πλαίσιο για τα ναζιστικά εγκλήματα, το ίδιο ισχύει και για μια σειρά εγκλημάτων που λίγοι, εντός ή εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, φαίνονται πρόθυμοι να φέρουν στη συζήτηση: αυτά που διαπράχθηκαν, σχεδιάστηκαν ή υπήρξαν προϊόν συνωμοσίας από τους Δυτικούς Συμμάχους.
Υπήρχε, πρώτα απ' όλα, η πολιτική του τρομοκρατικού βομβαρδισμού των πόλεων της Γερμανίας, που ξεκίνησε από τους Βρετανούς το 1942. Ο αναπληρωτής Γραμματέας του Υπουργείου Αεροπορίας αργότερα καυχήθηκε για τη βρετανική πρωτοβουλία στη μαζική σφαγή αμάχων από αέρος.[18] Συνολικά, η βρετανική RAF και το Αεροπορικό Σώμα Στρατού των ΗΠΑ σκότωσαν περίπου 600.000 Γερμανούς πολίτες,[19] των οποίων οι θάνατοι χαρακτηρίστηκαν εύστοχα από τον Βρετανό στρατιωτικό ιστορικό και υποστράτηγο JFC Fuller ως «φρικτές σφαγές, που θα είχαν ντροπιάσει τον Αττίλα».[20] Ένας πρόσφατος Βρετανός στρατιωτικός ιστορικός κατέληξε στο συμπέρασμα: «Το κόστος του επιθετικού βομβαρδισμού σε ζωές, πλούτο και ηθική υπεροχή έναντι του εχθρού ξεπέρασε τραγικά τα αποτελέσματα που πέτυχε».[21]
Η προγραμματισμένη, αλλά ματαιωμένη, συμμαχική θηριωδία ήταν το Σχέδιο Μοργκεντάου, που επινοήθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Μοργκεντάου, και υπογράφτηκε από τον Ρούσβελτ και τον Τσόρτσιλ στη Δεύτερη Διάσκεψη του Κεμπέκ, τον Σεπτέμβριο του 1944. Το Σχέδιο είχε στόχο να μετατρέψει τη μεταπολεμική Γερμανία σε αγροτική και ποιμενική χώρα, ανίκανη να κάνει πόλεμο, γιατί δεν θα είχε βιομηχανία. Ακόμη και τα ανθρακωρυχεία του Ρουρ επρόκειτο να πλημμυρίσουν. Φυσικά, στην πορεία δεκάδες εκατομμύρια Γερμανοί θα είχαν πεθάνει. Η εγγενής παραφροσύνη του σχεδίου πολύ γρήγορα οδήγησε τους υπόλοιπους συμβούλους του Ρούσβελτ να τον πιέσουν να το εγκαταλείψει, αλλά όχι πριν δημοσιοποιηθεί.
Ακολουθώντας την πολιτική της «άνευ όρων παράδοσης» που ανακοινώθηκε στις αρχές του 1943, το Σχέδιο Μοργκεντάου πυροδότησε τη ναζιστική οργή. «Ο Γκέμπελς και ο ελεγχόμενος ναζιστικός Τύπος ξεσπάθωσαν: ‘‘Ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ συμφωνούν στο Κεμπέκ με το Σχέδιο Εβραϊκής Δολοφονίας’’ και ‘‘Λεπτομέρειες του Διαβολικού Σχεδίου Καταστροφής: Μοργκεντάου, ο Εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Ιουδαϊσμού’’».[22]
Υπάρχουν δύο ακόμη τεράστια εγκλήματα στα οποία εμπλέκονται οι συμμαχικές κυβερνήσεις που αξίζει να αναφερθούν (περιοριζόμαστε στον ευρωπαϊκό χώρο). Σήμερα είναι αρκετά γνωστό πως, όταν τελείωσε ο πόλεμος, Βρετανοί και Αμερικανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες διεύθυναν τον αναγκαστικό επαναπατρισμό εκατοντάδων χιλιάδων σοβιετικών υπηκόων (και την παράδοση ορισμένων, όπως οι Κοζάκοι, που δεν υπήρξαν ποτέ υποτελείς το σοβιετικό κράτος). Πολλοί εκτελέστηκαν, οι περισσότεροι διοχετεύθηκαν στα γκουλάγκ. Ο Σολζενίτσιν είχε πικρά λόγια για τους δυτικούς ηγέτες που παρέδωσαν στον Στάλιν τα απομεινάρια του Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού του Βλάσοφ:
«Στη χώρα τους, ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ τιμούνται ως ενσαρκώσεις της πολιτικής σύνεσης. Για εμάς, στις συνομιλίες μας με τις ρωσικές φυλακές, η σταθερή μυωπία και η βλακεία τους ξεχώριζαν ως εκπληκτικά εμφανείς […] ποιο ήταν το στρατιωτικό ή πολιτικό νόημα στην παράδοση εκατοντάδων χιλιάδων ένοπλων σοβιετικών πολίτών, αποφασισμένων να μην παραδοθούντους στην καταστροφή, στα χέρια του Στάλιν, ;» [23]
Για τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν έγραψε:
«Παρέδωσε στη σοβιετική διοίκηση το σώμα των 90.000 Κοζάκων. Μαζί τους παρέδωσε επίσης πολλά βαγόνια με γέρους, γυναίκες και παιδιά […] Αυτός ο μεγάλος ήρωας, που μνημεία του θα καλύψουν με τον καιρό όλη την Αγγλία, διέταξε να παραδοθούν κι αυτοί στο θάνατο.» [24]
Το μεγάλο έγκλημα που σήμερα ουσιαστικά έχει ξεχαστεί ήταν η εκδίωξη των Γερμανών που ξεκίνησε το 1945 από τις προαιώνιες πατρίδες τους στην Ανατολική Πρωσία, την Πομερανία, τη Σιλεσία, τη Σουδητία και αλλού. Περίπου 16 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν, με περίπου 2 εκατομμύρια από αυτούς να πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.[25] Αυτό είναι ένα γεγονός, το οποίο, όπως σημειώνει ξερά ο Αμερικανός νομικός μελετητής Άλφρεντ ντε Ζάγιας, «έχει ξεφύγει κατά κάποιο τρόπο από την προσοχή που του αξίζει».[26] Ενώ οι άμεσα ένοχοι ήταν κυρίως οι Σοβιετικοί, οι Πολωνοί και οι Τσέχοι (οι τελευταίοι με επικεφαλής τον διάσημο δημοκράτη και ουμανιστή Έντουαρντ Μπένες), οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ηγέτες ενέκριναν από νωρίς την αρχή της απέλασης των Γερμανών και έτσι έθεσαν το έδαφος για αυτό που συνέβη στο τέλος του πολέμου. Η Anne O'Hare McCormick, η ανταποκρίτρια των New York Times που είδε την έξοδο των Γερμανών, ανέφερε το 1946:
«Η κλίμακα αυτής της επανεγκατάστασης και οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία. Κανείς, βλέποντας τη φρίκη της από πρώτο χέρι, δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας για το οποίο η ιστορία θα επιβάλει τρομερή τιμωρία.»
Η McCormic πρόσθεσε: «Μοιραζόμαστε την ευθύνη για φρίκη που συγκρίνεται μόνο με τη σκληρότητα των Ναζί». [27]
Οδηγώντας τους κρατικούς τρομοκράτες στο δικαστήριο της Ιστορίας
Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία σήμερα, το να αναφέρουμε οποιοδήποτε από αυτά τα εγκλήματα των Συμμάχων - ή ακόμα και των Σοβιετικών - στην ίδια πρόταση με τα εγκλήματα των Ναζί, σημαίνει ότι προσκαλούμε την συντριπτική κατηγορία της απόπειρας για Aufrechnen - για αντιστάθμιση ή εξισορρόπηση. Το συμπέρασμα είναι ότι κάποιος επιδιώκει με κάποιο τρόπο να μειώσει την αθάνατη ενοχή των Ναζί για το Ολοκαύτωμα, δείχνοντας την ενοχή κάποιων άλλων κυβερνήσεων για κάποια άλλα εγκλήματα. Αυτό μου φαίνεται ότι είναι μια εντελώς στρεβλή προοπτική.
Όλοι οι μαζικοί δολοφόνοι - όλοι οι κρατικοί τρομοκράτες σε μεγάλη κλίμακα, ανεξάρτητα από την υπηκοότητα ή την εθνικότητα των θυμάτων τους - πρέπει να οδηγηθούν ενώπιον του δικαστηρίου της ιστορίας. Είναι ανεπίτρεπτο να αφήσουμε μερικούς από αυτούς να ξεκολλήσουν, ακόμα κι αν οι πράξεις άλλων μπορεί να χαρακτηριστούν μοναδικές στην θρασύδειλη αγκαλιά τους του κακού και την απαίσια φρίκη τους. Όπως είπε ο Λόρδος Άκτον, ο ιστορικός πρέπει να είναι ένας δικαστής-απαγχονιστής, γιατί η μούσα της Ιστορίας δεν είναι η Κλειώ, αλλά ο Ραδάμανθυς, ο εκδικητής του αθώου αίματος.
Υπήρξε μια εποχή στην Αμερική που γνωστοί συγγραφείς ένιωθαν την υποχρέωση να υπενθυμίσουν στους συμπολίτες τους τα εγκληματικά παραπτώματα της κυβέρνησής τους, ακόμη και κατά των Γερμανών. Έτσι, ο θαρραλέος ριζοσπάστης Dwight Macdonald κατήγγειλε τον αεροπορικό πόλεμο εναντίον των Γερμανών αμάχων κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου.[28] Από την άλλη πλευρά του φάσματος, ο έγκριτος συντηρητικός δημοσιογράφος William Henry Chamberlin, σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε ο Henry Regnery, επιτέθηκε στο γενοκτονικό σχέδιο Morgenthau και χαρακτήρισε την απέλαση των Ανατολικογερμανών ως «μια από τις πιο βάρβαρες ενέργειες στην ευρωπαϊκή ιστορία».[29]
Σήμερα το μόνο έντυπο που φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτά τα παλιά λάθη είναι το The Spectator (το αληθινό, φυσικά), το οποίο τυγχάνει να είναι και το πιο επιμελημένο πολιτικό περιοδικό στα αγγλικά. Το The Spectator δημοσίευσε άρθρα Βρετανών συγγραφέων που παραδέχονται, προς τιμή τους, τη ντροπή που ένιωσαν βλέποντας ό,τι έχει απομείνει από τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, που κάποτε φημίζονταν στα χρονικά της επιστήμης και της τέχνης. Άλλοι συνεισφέροντες συγγραφείς έχουν επισημάνει το νόημα της απώλειας των παλαιών γερμανικών πληθυσμών της περιοχής που σήμερα και πάλι, λόγω του συρμού, αναφέρεται ως Mitteleuropa. Ένας Ούγγρος συγγραφέας, ο GM Tamas, έγραψε πρόσφατα,
«Οι Εβραίοι δολοφονήθηκαν και θρηνήθηκαν […] Αλλά ποιος έχει θρηνήσει τους Γερμανούς; Ποιος αισθάνεται ενοχή για τα εκατομμύρια που εκδιώχθηκαν από τη Σιλεσία και τη Μοραβία και την περιοχή του Βόλγα, που σφαγιάστηκαν κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου ταξιδιού τους, λιμοκτόνησαν, στεγάστηκαν σε στρατόπεδα, βιάστηκαν, τρομοκρατήθηκαν, ταπεινώθηκαν; […] Ποιος τολμά να θυμηθεί ότι η εκδίωξη των Γερμανών έκανε τα κομμουνιστικά κόμματα αρκετά δημοφιλή στη δεκαετία του 1940; Ποιος εξεγείρεται επειδή οι λίγοι Γερμανοί που έμειναν πίσω, των οποίων οι πρόγονοι έχτισαν τους καθεδρικούς ναούς, τα μοναστήρια, τα πανεπιστήμια και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς μας, δεν μπορούν σήμερα να έχουν δημοτικό σχολείο στη γλώσσα τους; Ο κόσμος περιμένει από τη Γερμανία και την Αυστρία να «συμβιβαστούν» με το παρελθόν τους. Κανείς όμως δεν θα προειδοποιήσει εμάς, τους Πολωνούς, Τσέχους και Ούγγρους, να κάνουμε το ίδιο. Το σκοτεινό μυστικό της Ανατολικής Ευρώπης παραμένει μυστικό. Ένα ολόκληρο σύμπαν πολιτισμού καταστράφηκε.»[30]
Κάτι ακόμη πιο αξιοσημείωτο: ο Auberon Waugh επέστησε την προσοχή στη θερμή υποστήριξη που έδωσαν οι Βρετανοί ηγέτες στους Νιγηριανούς στρατηγούς κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1967–70), τη στιγμή που «ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός μας διαβεβαίωσε ότι 10.000 κάτοικοι της Μπιάφρας πέθαιναν ημερησίως από την πείνα», θύματα μιας συνειδητής, υπολογισμένης πολιτικής.[31] Η παρατήρησή του ήταν ένας οιωνός για την σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν και τον σχεδόν καθολικό εξοστρακισμό των Κινέζων ηγετών. Μια πολύ ενδεικτική παρατήρηση.
Στην πραγματικότητα, τόσο οι μαζικές δολοφονίες των Σοβιετικών όσο και των Ναζί πρέπει να τοποθετηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Ακριβώς όπως είναι απίθανο η ναζιστική ρατσιστική ιδεολογία από μόνη της να μπορεί να εξηγήσει τη δολοφονία των Εβραίων —και τόσων άλλων—, έτσι και ο λενινιστικός αμοραλισμός μάλλον δεν αρκεί για να εξηγήσει τα εγκλήματα των Μπολσεβίκων. Το κρίσιμο ενδιάμεσο ιστορικό γεγονός μπορεί κάλλιστα να είναι οι μαζικές δολοφονίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου — εκατομμυρίων στρατιωτών, αλλά και χιλιάδων αμάχων στην ανοιχτή θάλασσα από γερμανικά υποβρύχια και εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων στην κεντρική Ευρώπη από τον βρετανικό αποκλεισμό με στόχο την λιμοκτονία.[32] Ο Arno Mayer κάνει την σημαντική επισήμανση σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ότι «αυτή η απέραντη αιματοχυσία […] συνέβαλε στην εμπλοκή της Ευρώπης στις μαζικές δολοφονίες του μέλλοντος». Αυτό το εννοεί σε σχέση με τους Ναζί, αλλά πιθανότατα ισχύει και για τους ίδιους τους κομμουνιστές, αυτόπτες μάρτυρες των αποτελεσμάτων ενός πολέμου που έφερε ο «καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός». Τίποτα από αυτά, φυσικά, δεν δικαιολογεί κανέναν από τους μετέπειτα κρατικούς εγκληματίες.
Στην πραγματικότητα, όλα τα μεγάλα κράτη σε αυτόν τον αιώνα υπήρξαν δολοφονικά κράτη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Φυσικά, ο «βαθμός» έχει σημασία — μερικές φορές πολύ. Αλλά δεν έχει νόημα να απομονώσουμε μια μαζική θηριωδία, ιστορικά και ηθικά, και μετά να επικεντρωθούμε σε αυτήν, ουσιαστικά αποκλείοντας όλες τις άλλες Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου στρεβλού ηθικισμού δεν μπορεί παρά να είναι η ανύψωση στο στάτους του «ήρωα», ηγετών που χρειάζονταν κρέμασμα. Και το να ενισχύσει την ψευδή ακεραιότητα των κρατών, που θα είναι όλο και πιο επιρρεπή σε δολοφονίες, καθώς η ιστορία «αποδεικνύει» ότι εκείνα είναι τα «καλά» κράτη.
Δείτε επίσης:
Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν εχθροί της Δύσης, όπως οι κομμουνιστές, όχι υπερασπιστές της από εκείνους
1 Washington Post , 23 Οκτωβρίου 1988.
2 Robert Conquest στο The Independent (Λονδίνο), 5 Δεκεμβρίου 1988.
3 New York Times , 25 Μαρτίου 1989.
4 New York Times , 4 Φεβρουαρίου 1989. Stephen F. Cohen, «The Survivor as Historian: Introduction», στο Anton Antonov-Ovseyenko, The Time of Stalin: A Portrait in Tyranny , μετάφρ. George Saunders (Νέα Υόρκη: Harper and Row, 1980), σελ. vii.
5 Robert Conquest, The Great Terror: Stalin's Purge of Thirties (Macmillan: Λονδίνο, 1968), σελ. 533. Βλέπε επίσης σημείωση 2.
6 Ό.π.,213.
7 Το πρώτο δοκίμιο του Νόλτε που δέχθηκε πυρά, εμφανίστηκε αρχικά στα αγγλικά: «Between Myth and Revisionism? The Third Reich in the Perspective of the 1980s», σε έναν σημαντικό τόμο που επιμελήθηκε ο HW Koch, Aspects of the Third Reich (Λονδίνο: Macmillan, 1985), σελ. 17–39. Ορισμένες από τις συνεισφορές του Νόλτε στη συζήτηση, καθώς και πολλών άλλων συγγραφέων, εμφανίζονται στη χρήσιμη συλλογή, «Historikerstreit»: Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der nationalsozialistischen Judenvernichtung (Μόναχο: Piper, 1987). Nolte's Der europaeische Buergerkrieg, 1917–1945. Nationalsozialismus und Bolschewismus (Φρανκφούρτη/ Κύρια: Propylen, 1987) δεν έχει μεταφραστεί ακόμη. Οι αντικρούσεις του σε ορισμένες από τις επιθέσεις περιέχονται στο Das Vergehen der Vergangenheit του. Antwort an meine Kritiker im sogenannten Historikerstreit (2η έκδ., Ullstein: Βερολίνο, 1988).
8 Οι Ναζί ήταν υπεύθυνοι, φυσικά, για τους θανάτους εκατομμυρίων μη Εβραίων, ιδιαίτερα Πολωνών και Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Η γενοκτονία των Εβραίων, ωστόσο, ήταν το επίκεντρο της συζήτησης.
9 Robert Conquest, Kolyma: The Arctic Death Camps (Νέα Υόρκη: Viking, 1978), σελ. 15–16.
10 Paul Johnson, Modern Times (Νέα Υόρκη: Harper and Row, 1983), σελ. 304–305. Ωστόσο, ο Johnson δεν παρέχει σχετικές πηγές για αυτόν τον ισχυρισμό.
11 Nick Eberstadt, Introduction to Iosif G. Dyadkin, , Unnatural Deaths in the USSR ., 1928–1954 (New Brunswick, NJ: Transaction Books, 1983), 4.
12 Δείτε Arno J. Mayer, Why Did the Heavens Not Darken ; The “Final Solution” in History (Νέα Υόρκη: Pantheon, 1988), passim.
13 Bertrand Russell, , The Autobiography of Bertrand Russell, II, 1914–1944 (Boston: Uttle, Brown, 1968), σελ. 172.
14 Βλέπε σημείωση 12.
15 Ο Μάγιερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση δεν αποσκοπούσε ως ένα βήμα προς την «παγκόσμια κυριαρχία», αλλά ήταν το αποκορύφωμα των σχεδίων του να παράσχει στη Γερμανία το Lebensraum , ή ζωτικό χώρο, τον οποίο, με τον αρχαϊκό του τρόπο, πίστευε ότι ήταν προϋπόθεση για την επιβίωση και την ευημερία της Γερμανίας.
16 Daniel Jonah Goldhagen, “False Witness”, The New Republic , 17 Απριλίου 1989, σελ. 39–44. Μια δίκαιη δήλωση των διαφορών μεταξύ των σκοπιμοτήτων και των λειτουργιστών μπορεί να βρεθεί στην εισαγωγή του Saul Friedlander στο Χίτλερ και Τελική Λύση του Gerald Fleming (Berkeley: University of California Press, 1982).
17 Οι σημειώσεις, κατά πάσα πιθανότητα, θα πρόσθεταν στο μήκος του βιβλίου, αλλά ο συγγραφέας θα μπορούσε να το αντισταθμίσει παραλείποντας τις αναπαραστάσεις της γνωστής πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας της περιόδου.
18 JM Spaight, που αναφέρεται στο JFC Fuller, The Second World War , 1939–45. A Strategical and Tactical History (London: Eyre and Spottiswoode, 1954), σελ. 222.
19 Max Hastings, Bomber Command (Νέα Υόρκη: Dial, 1979), σελ. 352.
20 Fuller, The Second World War , σελ. 228.
21 Χέιστινγκς, Διοίκηση βομβαρδιστικών . Η καλύτερη σύντομη εισαγωγή στο θέμα είναι η κριτική του βιβλίου του Hastings από τον προικισμένο Λονδρέζο δημοσιογράφο Geoffrey Wheatcroft, The Spectator , 29 Σεπτεμβρίου 1979, που ανατυπώθηκε στο Inquiry , 24 Δεκεμβρίου 1979. Ήταν η μόνη κριτική που ανατυπώθηκε ποτέ.
22 Αν Άρμστρονγκ, Παράδοση άνευ όρων . The Impact of the Casablanca Policy upon World War 11 (1961; repro. Westport, Conn.: Greenwood, 1974), σελ. 76. Για το σχέδιο Morgenthau, βλ. ό.π., σελ. 68–77. Για το κείμενο του σχεδίου, βλέπε Alfred de Zayas, Nemesis στο Πότσνταμ . Οι Αγγλοαμερικανοί και η εκδίωξη των Γερμανών . Background, Execution, and Consequences (London: Routledge and Kegan Paul, 1977), σελ. 229–232.
23 Aleksandr I. Solzhenitsyn, The Gulag Archipelago , 1918–1956. An Experiment in Literary Investigation, Ι-ΙΙ, μτφρ. Thomas P. Whitney (Νέα Υόρκη: Harper and Row, 1973), σελ. 259n.
24 Ό.π., σ. 259–260.
25 Alfred de Zayas, Nemesis at Potsdam , σελ. xix.
26 Ibid.
27 Ό.π., σελ. 123.
28 Πολλά από τα δοκίμια του Dwight Macdonald που επικρίνουν τη συμπεριφορά των Συμμάχων στον πόλεμο συγκεντρώθηκαν στα Memoirs of a Revolutionist (Νέα Υόρκη: Farrar, Straus, and Cudahy, 1957).
29 William Henry Chamberlin, America's Second Crusade (Σικάγο: Henry Regnery, 1950), σελ. 304, 310, 312.
30 GM Tamas, «The Vanishing Germans », The Spectator, 6 Μαΐου 1989.
31 The Spectator , 10 Ιουνίου 1989.
32 Σχετικά με τον βρετανικό αποκλεισμό πείνας και την πιθανή επίδρασή του στη διαμόρφωση της ναζιστικής βαρβαρότητας, βλέπε τη συνεισφορά μου, «The Politics of Hunger: A Review», The Review of Austrian Economics , III (1988), σελ. 253–259.