Γιατί οι πρώτοι φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν στο καθολικό δικαίωμα ψήφου
Για εκείνους τους φιλελεύθερους, ένα άνευ όρων δικαίωμα ψήφου για όλους θα οδηγούσε στην κατάχρηση και στην υπονόμευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η ιστορία τους δικαίωσε.
Ετικέτες: Δημοκρατία, Ιστορία, Φιλελευθερισμός
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο στις 11/2/2025.
Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, η συζήτηση για το ποιος θα πολιτογραφηθεί είναι ουσιαστικά συνώνυμη με τη συζήτηση για το ποιος έχει το νόμιμο δικαίωμα ψήφου.
Η πρόταση «Νομίζω ότι πρέπει να διευρύνουμε τον αριθμό των αλλοδαπών υπηκόων που πολιτογραφούνται» είναι λειτουργικά παρόμοια με το να λέμε «Νομίζω ότι πρέπει να διευρύνουμε τον αριθμό των ξένων υπηκόων που ψηφίζουν». Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο δηλώσεων.
Στη σύγχρονη Δύση, οποιαδήποτε συζήτηση για την ιθαγένεια είναι τελικά μια συζήτηση για το δικαίωμα ψήφου. Όσοι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν την μαζική μετανάστευση τείνουν να το αγνοούν και —συχνά ανειλικρινώς— να προσποιούνται ότι η μετανάστευση είναι απλώς μια μορφή οικονομικής ανταλλαγής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο -όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης- η πολιτογράφηση προσφέρεται συνήθως στους μετανάστες αφού ξεπεράσουν μια σειρά από πολύ χαμηλά εμπόδια. Στην περίπτωση της ιδιότητας του πολίτη, η πολιτογράφηση δίνεται συχνά σε πληθυσμούς που μπορεί να είναι, ή να μην είναι, κάτοικοι πλήρους απασχόλησης.
Οι πιο έντιμοι παρατηρητές της μετανάστευσης δεν αρνούνται ότι η μετανάστευση πολιτικοποιείται όταν η πολιτογράφηση είναι τόσο ελεύθερα διαθέσιμη. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ αμιγώς οικονομικές μονάδες. Είναι και πολιτικοί παράγοντες.
Η πολιτικοποίηση της μετανάστευσης που επιβάλλεται από την πολιτογράφηση οδηγεί στη συνέχεια σε σύγκρουση, επειδή πολλοί ντόπιοι κάτοικοι συμπεραίνουν —έχοντας βάσιμους λόγους σε πολλές περιπτώσεις— ότι τα άτομα που συνδέονται ελάχιστα με μια κοινότητα δεν πρέπει να είναι μέλη του εκλογικού σώματος.
Το πρόβλημα του καθορισμού ενός προτύπου για την πολιτική συμμετοχή στις κάλπες ήταν ένα κοινό ερώτημα μεταξύ των πρώτων φιλελεύθερων (libertarians) - των ανθρώπων που ονομάζονταν «liberals» πριν από τον εικοστό αιώνα. Αυτοί οι φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν στην κρατική εξουσία και υποστήριξαν την ιδιωτική ιδιοκτησία, και ήθελαν επίσης να διευρύνουν το ποσοστό του πληθυσμού που ψηφίζει. Ακόμη και αυτοί οι ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές, ωστόσο, αναγνώρισαν την ανοησία του να επιτρέπεται σε οποιονδήποτε και στους πάντες να ψηφίζουν, ανεξάρτητα από το αν είχαν ή όχι κάποιο «προσωπικό διακύβευμα». Η σύνεση υπαγόρευε ότι οι πολιτικοί συμμετέχοντες έπρεπε να επενδύσουν με κάποιο τρόπο στην κοινότητα.
Αυτό παρουσίασε ένα νέο πρόβλημα: πώς μετράμε τον βαθμό στον οποίο ένα άτομο είναι αφοσιωμένο στην κοινότητα; Ιστορικά, αυτό προσμετράτο ως προς τη φορολογία και την περιουσία. Ίσως, ωστόσο, όταν εξετάζεται το πρόβλημα της πολιτογράφησης για τους μετανάστες, χρειάζονται άλλες μετρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της πολιτικής συμμετοχής δεν έχει αλλάξει ριζικά από τις πρώτες μέρες των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών.
Ο Locke και οι Levellers : Δικαίωμα ψήφου στους φορολογούμενους
Ο Murray Rothbard αναφέρθηκε στους Άγγλους Levellers του δέκατου έβδομου αιώνα ως «το πρώτο συνειδητοποιημένο φιλελεύθερο μαζικό κίνημα στον κόσμο». Ήταν ένθερμοι πολέμιοι τόσο του μοναρχικού απολυταρχισμού όσο και του αυταρχισμού του Κρόμγουελ που ακολούθησε. Αντιτάχθηκαν στον μερκαντιλισμό, υποστήριξαν το ελεύθερο εμπόριο και προσπάθησαν να επεκτείνουν το δικαίωμα ψήφου. Από την άλλη, πίστευαν και σε ένα περιορισμένο δικαίωμα ψήφου.
Υπάρχει μια συζήτηση σήμερα μεταξύ των ιστορικών σχετικά με το πόσο περιορισμένο πίστευαν οι Levellers ότι θα έπρεπε να είναι αυτό το δικαίωμα. Ο ιστορικός Ralph Raico υποστηρίζει ότι οι Levellers «ήταν ένα τυπικό προϊόν του αστικού φιλελευθερισμού και στην πραγματικότητα προτιμούσαν τον περιορισμό του δικαιώματος ψήφου σε εκείνους που πλήρωναν φόρους». Οι ιστορικοί Ρότζερ Χάουελ, Τζούνιορ και Ντέιβιντ Μπρούστερ στράφηκαν σε μια εφημερίδα των Leveler, την The Moderate, ώστε να αποκτήσουν μια γενική άποψη των Leveller για το ποιος αποτελούσε τον «λαό»—δηλαδή τα άτομα που έπρεπε να ψηφίζουν. Οι Howell και Brewster καταλήγουν:
Σε πολλές περιπτώσεις, η The Moderate έτεινε να συνδέουν τον «λαό» με εκείνους που συνέβαλαν με κάποιου είδους συνεισφορά στην κοινωνία, ή τουλάχιστον σε κανονικές συνθήκες θα το έκαναν. Αυτά ήταν τα άτομα που υποστήριζαν την κυβέρνηση μέσω φόρων, φιλοξενούσαν στρατιώτες στα σπίτια τους όταν χρειαζόταν, ή που ασχολούνταν με κάποια επικερδή απασχόληση.
Ο Τζον Λοκ, ο οποίος πιθανότατα επηρεάστηκε από τους Levellers, είχε παρόμοιες απόψεις. Ο ιστορικός Mark Goldie περιγράφει την άποψη του Locke για τη δημοκρατία ως εξής:
Ορίστε ένας θεωρητικός της επανάστασης και της λαϊκής κυριαρχίας που έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για το δικαίωμα ψήφου. Ο ίδιος μάλλον δεν ψήφισε ποτέ σε βουλευτικές εκλογές και δεν παραπονέθηκε ποτέ για αυτό. Στην παράγραφο 213 της Δεύτερης Πραγματείας, καλεί ξένοιαστα τον αναγνώστη να φανταστεί ένα κοινοβούλιο που αποτελείται από ένα «μοναδικό, κληρονομικό πρόσωπο», «μια συνέλευση κληρονομικών ευγενών» και «μια συνέλευση αντιπροσώπων που επιλέγει ο λαός» – πολύ αγγλικά και αντιδημοκρατικά. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες εξακολουθούν να επιμένουν ευσεβώς ότι ο Λοκ ήταν υπόρρητα δημοκράτης. Ωστόσο, σίγουρα δεν ήταν δημοκράτης υπέρ της καθολικής ψήφου.
Μερικοί μεταγενέστεροι σχολιαστές του Λοκ προσπάθησαν να εξηγήσουν τις απόψεις του Λοκ για τη δημοκρατία υποστηρίζοντας ότι ο Λοκ ήταν πραγματικά ένας ελιτιστής, του οποίου οι φιλελεύθερες απόψεις ήταν επιφανειακές. Ο Ρόθμπαρντ διαφωνεί και συμπεραίνει ότι μετά το 1670, ο Λοκ ήταν σε μεγάλο βαθμό «φιλελεύθερος εκφραστής της αυτοκτησίας, των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς».
Επιπλέον, όπως δείχνει ο ιστορικός Mark Knights , ο Locke ήταν σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτής του «δικαιώματος ψήφου ανάλογα με την φορολογική συνεισφορά» ή αυτού που ο Raico αποκαλεί «δημοκρατία των φορολογούμενων».
Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι πιο σημαντικά από τα πολιτικά «δικαιώματα»
Αυτή η άποψη ήταν συνεπής με τη συνολική φιλοσοφία του Locke, καθώς, όπως σημειώνει ο Knights, ο Locke «δεν επικαλέστηκε τα φυσικά δικαιώματα όταν συζητούσε την εκπροσώπηση». Δηλαδή, ο Locke, ο οποίος έβλεπε απόλυτα την ιδιοκτησία ως ζήτημα φυσικών δικαιωμάτων, δεν πίστευε ότι οι πολιτικοί μηχανισμοί όπως η ψήφος και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ήταν θέμα φυσικών δικαιωμάτων.
Μια παρόμοια διάκριση μεταξύ πολιτικών «δικαιωμάτων» και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επαναλαμβάνεται από τον Μοντεσκιέ. Για τον Μοντεσκιέ, υπάρχει διάκριση μεταξύ του πολιτικού δικαίου της κοινότητας και του αστικού δικαίου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Όπως συνοψίζει ένας νομικός μελετητής την άποψη του Μοντεσκιέ, «οι πολιτικοί νόμοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορίζουν την ιδιωτική ιδιοκτησία γιατί κανένα δημόσιο αγαθό δεν είναι μεγαλύτερο από τη διατήρηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας».
Ο Μοντεσκιέ, επομένως, προσπάθησε επίσης να περιορίσει το δικαίωμα ψήφου στους ιδιοκτήτες ακινήτων, και έτσι σύμφωνα με τον Krzysztof Trzciński, «η πρόσβαση [στην ψηφοφορία] εξακολουθούσε να εξαρτάται από το καθεστώς ιδιοκτησίας».
Τόσο για τον Locke όσο και για τον Montesquieu, η ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν πιο θεμελιώδης από οποιοδήποτε πολιτικό «δικαίωμα», και αυτό απαιτούσε προληπτικούς περιορισμούς στην πολιτική πρόσβαση, οι οποίοι είχαν σχεδιαστεί για να δώσουν προτεραιότητα στη διατήρηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Για αυτούς τους φιλελεύθερους, η υπεροχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν επέτρεπε ένα απεριόριστο δικαίωμα ψήφου. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην κατάχρηση και στην υπονόμευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντί για την προστασία της.
Ο θρίαμβος της μαζικής δημοκρατίας του Ρουσσώ
Δυστυχώς, οι σύγχρονες απόψεις της δημοκρατίας -ακόμη και μεταξύ των αυτοπροσδιοριζόμενων ως φιλελεύθερων- τοποθετούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας κάτω από τα πολιτικά «δικαιώματα», με καταστροφικά αποτελέσματα.
Πολλά από αυτά μπορούν να κατηγορηθούν στην τεράστια επιρροή του Jean-Jacques Rousseau σε σχεδόν κάθε σύγχρονη ιδεολογία. Ο Ρουσσώ ήταν ένας αδυσώπητος εχθρός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του, ένας από τους κύριους στόχους του ήταν να υποτάξει όλη την ιδιωτική περιουσία στην λεγόμενη «γενική βούληση». Αυτή η «βούληση» οριζόταν ως το πλήρες σύνολο του πληθυσμού που ψήφιζε σε μια κατάσταση απόλυτης πολιτικής ισότητας. Αυτό ήταν μια αντιστροφή της άποψης του Λοκ και έθετε την πολιτική πάνω από την ιδιοκτησία. Έτσι, ο Trzciński καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα του Rousseau «διεύρυνε σημαντικά την πολιτική ελευθερία των μελών του κράτους, αλλά ταυτόχρονα περιόριζε τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα».

Η ηθική και πνευματική χρεοκοπία της αριστεράς: Ρουσσώ, Μαρξ, Τσε, Μπρεχτ, Σαρτρ, Κέηνς, και άλλοι
Σήμερα, είναι η ρουσσωική άποψη που επικρατεί, όπως παρατηρείται τόσο συχνά στις αδίστακτες προσπάθειες ανατροπής των αληθινών δικαιωμάτων της φυσικής ιδιοκτησίας στη «βούληση της πλειοψηφίας». Είχε ήδη επικρατήσει στη Γαλλία την εποχή του Frédéric Bastiat, κάτι που οδήγησε τον Bastiat να περιγράψει το κράτος ως «το μεγάλο φαντασιοκόπημα, μέσω του οποίου όλοι επιδιώκουν να ζήσουν σε βάρος όλων των άλλων».
Ακόμη και αιώνες μετά τον Λοκ, πολλοί ριζοσπάστες φιλελεύθεροι παρέμειναν επιφυλακτικοί με την καθολική ψηφοφορία. Στη Βρετανία, το Reform Act του 1832 επέκτεινε πολύ το δικαίωμα ψήφου, αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, οι «επιδοματίες» αποκλείστηκαν, και είναι δύσκολο να βρεθούν φιλελεύθεροι (liberals/libertarians) που υποστήριζαν ένα απεριόριστο τέτοιο δικαίωμα. Αντίθετα, η ιδέα πίσω από τη μεταρρύθμιση ήταν να επεκταθεί η ψηφοφορία σε ένα «δικαίωμα των νοικοκύρηδων» μικρότερων ιδιοκτητών ακινήτων, και σε νοικοκυριά —δεν μιλάμε για το σύστημα «ένα άτομο-μία ψήφος». Οι μεταρρυθμιστές φαντάζονταν τους νέους ψηφοφόρους – σύμφωνα με τα λόγια ενός φιλελεύθερου – «ντόπιους κατοίκους που έχουν κάτι να αποδεικνύει την ευθύνη τους».
Δυστυχώς, αυτή η εστίαση στην ιδιωτική ιδιοκτησία θα εξαφανιστεί εντέλει από τον διάλογο για το δικαίωμα ψήφου.
Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν ήδη πολύ μπροστά (σ.σ. χρονικά) από τη Βρετανία, όπου κυριαρχούσαν οι γαλλικές επαναστατικές ιδέες για τη δημοκρατία. Στη Γερμανία του Μπίσμαρκ, για παράδειγμα, υπήρχε η καθολική ψηφοφορία για τους άρρενες, δεκαετίες πριν υιοθετηθεί από τη Βρετανία. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στην Αυτοκρατορική Γερμανία γεννήθηκε το σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Ο Μπίσμαρκ κατάλαβε το πώς λειτουργούσε η δημοκρατία και επινόησε ένα πανεθνικό γραφειοκρατικό «δίχτυ ασφαλείας» ως απαραίτητο βήμα για την απόκτηση της πολιτικής υποστήριξης από τον πληθυσμό που ψήφιζε.
Περιττό να πούμε ότι ούτε στη Γαλλία ούτε στη Γερμανία η καινοτόμος επέκταση του δικαιώματος ψήφου εξασφάλισε πραγματικά τα φυσικά δικαιώματα των ανθρώπων. Αντίθετα, οι κυρίαρχες πλειοψηφίες και στα δύο κράτη καλλιέργησαν τη δημοκρατία ως μέσο λεηλασίας των φορολογουμένων.
Αποδείχθηκε ότι ο Λοκ είχε δίκιο.
Χάρη στον θρίαμβο της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης -απόγονος η ίδια των ιδεολογιών του Ρουσσώ και της Γαλλικής Επανάστασης- το να συνδέσουμε το δικαίωμα ψήφου με την κατοχή ιδιοκτησίας θεωρείται σήμερα αντιδραστικό και υπερβολικά μπουρζουάδικο. Παρ' όλα αυτά, πολλοί ψηφοφόροι επιμένουν να αναγνωρίζουν ότι μπορεί να μην είναι συνετό να παραχωρούνται δικαιώματα ψήφου σε οποιοδήποτε άτομο που τυχαίνει να είναι παρόν στη κοινότητα ανά πάσα στιγμή.
Στο πνεύμα του Locke, του Montesquieu και των Levellers, επιβιώνει η ιδέα ότι οι ψηφοφόροι πρέπει να έχουν επενδύσει με κάποιο τρόπο στην κοινότητα. Εάν δεν έχουν επενδύσει χρηματικά, υποστηρίζει το σκεπτικό αυτό, τότε οι ψηφοφόροι θα πρέπει τουλάχιστον να έχουν επενδύσει πολιτισμικά, ή μέσω κάποιου είδους ιστορικών δεσμών, στην κοινότητα.
Όπως θα μπορούσαν να είχαν πει οι πρώτοι φιλελεύθεροι, αυτό δεν είναι ζήτημα ιδιοκτησίας ή φυσικών δικαιωμάτων. Είναι θέμα πολιτικής και σύνεσης.
Δείτε επίσης: