Η ηθική και πνευματική χρεοκοπία της αριστεράς: Ρουσσώ, Μαρξ, Τσε Γκεβάρα, Μπρεχτ, Σαρτρ, Κέηνς, και άλλοι
Άρθρο των Guglielmo Piombini, Bernardo Ferrero που δημοσιεύτηκε στις 25/12/2021 από το Mises Institute
Μια σύντομη ματιά στις ζωές του Ρουσσώ, του Μαρξ, του Τσε Γκεβάρα, του Μπρεχτ και του Σαρτρ, υποδηλώνει ότι πολλοί από τους πιο διάσημους ήρωες της Αριστεράς οικοδόμησαν τις φιλοσοφίες τους στη βάση των πιο απεχθών μορφών ναρκισσισμού, βίας και απανθρωπιάς
Εισαγωγή
Κατά την επιμέλεια του φυλλαδίου του David Hume με τίτλο About Rousseau το 1766, ο Lorenzo Infantino επέστησε την προσοχή σε μια διαμάχη μεταξύ των δύο φιλοσόφων που εκείνη την εποχή προκάλεσε πολλές συζητήσεις σε όλη την Ευρώπη. Στον πυρήνα εκείνης της αντίθεσης δεν ήταν μόνο δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες, η κλασική φιλελεύθερη κι ατομικιστική weltanschauung του David Hume, έναντι της εξισωτικής και κολεκτιβιστικής του Jean-Jacques Rousseau, αλλά και δύο πολύ διαφορετικές προσωπικότητες: ο Σκωτσέζος στοχαστής (Ηume) ήταν ήπιος, ταπεινός και συγκρατημένος, ενώ ο φιλόσοφος από τη Γενεύη ήταν μεγαλομανής, παρανοϊκός και καβγατζής. [1]
Η σχέση μεταξύ των δύο αποτελεί ένα ενδιαφέρον ιστορικό γεγονός. Όταν ο Ρουσό έγινε καταζητούμενος από την αστυνομία στην ηπειρωτική Ευρώπη για τα ανατρεπτικά του γραπτά, ο Χιουμ, ο οποίος συναισθάνθηκε την επισφαλή κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Ελβετός φιλόσοφος, προσφέρθηκε γενναιόδωρα να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στην Αγγλία. Επιπλέον, έκανε και μια προσπάθεια με τις αρχές για να του δώσουν κάποια χρήματα και μια σύνταξη. Ωστόσο, μετά από μια απάτη που οργάνωσε ο Horace Walpole εναντίον του Rousseau (συγκεκριμένα μια ψεύτικη επιστολή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες), ο τελευταίος πείστηκε, λανθασμένα, ότι ο Hume ήταν επικεφαλής μιας «κλίκας» εχθρών που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Εξ ου και η ανεπανόρθωτη ρήξη μεταξύ των δύο, στην οποία ο Hume, απρόθυμα και μόνο χάρη στην επιμονή των φίλων του, απάντησε στις δυσάρεστες δημόσιες κατηγορίες του Ρουσσώ.
Τα ηθικά διαπιστευτήρια του στρατευμένου διανοούμενου
Στην ιστορία της θυελλώδους σχέσης μεταξύ του Hume και του Rousseau εμφανίζεται μια φιγούρα που έχει γίνει χαρακτηριστική της σύγχρονης εποχής, ο κοινωνικά στρατευμένος διανοούμενος, που εμφανίστηκε ακριβώς σε εκείνη την περίοδο, και του οποίου ο Rousseau ήταν πιθανότατα το αρχέτυπο. Πράγματι, τον δέκατο όγδοο αιώνα, με την παρακμή της εξουσίας της εκκλησίας, εμφανίστηκε ένας νέος ανθρωπότυπος, ο λαϊκός διανοούμενος, του οποίου η επιρροή αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία διακόσια χρόνια. Από την αρχή ο λαϊκός διανοούμενος αυτό-ανακηρύχτηκε σαν αφοσιωμένος στα συμφέροντα της ανθρωπότητας και επιφορτισμένος με την αποστολή να την λυτρώσει μέσω της σοφίας και της διδασκαλίας του.
Ο προοδευτικός διανοούμενος δεν αισθάνεται πλέον δεσμευμένος από όλα όσα ανήκαν στο παρελθόν, όπως ήθη, έθιμα, θρησκευτικές πεποιθήσεις: γι' αυτόν όλη η σοφία που συσσωρεύτηκε από την ανθρωπότητα στο πέρασμα των αιώνων πρέπει να απορριφθεί. Μέσα στην άνευ ορίων αλαζονεία του, ο κοινωνικά στρατευμένος διανοούμενος ισχυρίζεται ότι είναι σε θέση να διαγνώσει όλα τα δεινά της κοινωνίας και ότι μπορεί να τα θεραπεύσει μόνο με τη δύναμη της διάνοιάς του. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται ότι έχει επινοήσει και κατέχει τις φόρμουλες χάρη στις οποίες είναι δυνατό να μεταμορφωθούν προς το καλύτερο οι δομές της κοινωνίας, καθώς και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων.
Τι ηθικά διαπιστευτήρια έχουν όμως οι στρατευμένοι διανοούμενοι όπως ο Ρουσό και οι διάφοροι κληρονόμοι του, που ισχυρίζονται ότι μπορούν να υπαγορεύσουν τα πρότυπα συμπεριφοράς ολόκληρης της ανθρωπότητας; Στην πραγματικότητα, αν ρίξουμε μια ματιά στη ζωή τους, βρίσκουμε συχνά μια σταθερά: όσο περισσότερο διακήρυτταν την ηθική τους ανωτερότητα, την αφοσίωσή τους στο κοινό καλό και την ανιδιοτελή αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τόσο πιο απεχθώς και ανάξια συμπεριφέρονταν στους ανθρώπους με τους οποίους έρχονταν σε επαφή στην καθημερινή τους ζωή, με τα μέλη της οικογένειάς τους, τους φίλους και τους συναδέλφους τους. [2]
Ο διεστραμμένος Ζαν Ζακ Ρουσσώ
Ο Jean-Jacques Rousseau, για παράδειγμα, αντιτάχθηκε σε όλες τις πτυχές του πολιτισμού, ξεκινώντας από τις τέχνες και τις επιστήμες. Όπως έγραψε στο περίφημο Discours sur les Sciences et les Artes του 1750, το οποίο του χάρισε την διασημότητα από τη μια μέρα στην άλλη: «Όταν δεν υπάρχει αποτέλεσμα, δεν υπάρχει αίτιο να αναζητήσουμε. Αλλά εδώ το αποτέλεσμα είναι βέβαιο, η διαφθορά πραγματική, και οι ψυχές μας έχουν αλλοιωθεί σε ευθεία αναλογία με την πρόοδο των Επιστημών και των Τεχνών μας προς την τελειότητα». [3]
Στον δεύτερο έργο του, Discourse on Inequality (Περί Ανισότητας ) και σε άλλα έργα του, αυτή η περιφρόνηση για τις τέχνες και τις επιστήμες επεκτάθηκε γρήγορα σε μια περιφρόνηση για τη βιομηχανία, τη συσσώρευση κεφαλαίου, το εμπόριο, την ιδιωτική ιδιοκτησία και την οικογένεια.
Οι θεσμοί που πολλοί θα θεωρούσαν υπεύθυνους για την ανάπτυξη του πολιτισμού ήταν, σύμφωνα με τον Rousseau, η πηγή της ανθρώπινης διαφθοράς και του κακού. Ο άνθρωπος ήταν αρχικά καλός και έγινε κακός μόνο από τους θεσμούς και την ανάπτυξη των εκπολιτιστικών δυνάμεων. Ενδεικτικά, από αυτή την άποψη, είναι τα λόγια με τα οποία άρχιζε Το Κοινωνικό Συμβόλαιο : «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος». [4] Στα μάτια του Thomas Sowell, αυτή η φράση συνόψιζε όμορφα τον πυρήνα του οράματος του «χρισμένου» διανοούμενου. Σύμφωνα με τον Rousseau, γράφει ο Sowell, «τα δεινά της κοινωνίας θεωρούνται τελικά σαν ένα διανοητικό και ηθικό πρόβλημα, για το οποίο οι διανοούμενοι είναι ειδικά εξοπλισμένοι να δώσουν απαντήσεις, λόγω της μεγαλύτερης γνώσης και διορατικότητάς τους, καθώς και της ανεξαρτησίας τους από οικονομικά συμφέροντα που θα τους έκαναν να μεροληπτούν υπέρ του κατεστημένου, και να σιγάσουν τη φωνή της συνείδησής τους». [5]
Η συναισθηματική άποψη του Rousseau για την ανθρώπινη φύση και η προκατάληψη του για τους θεσμούς, παρατήρησε ο Roger Scruton, ήταν τυπικά εφηβική, ανώριμη, προκατειλημμένη και υστερική, ενάντια «στους ανέμους της κοινής λογικής και της πολιτικής σοφίας που παρακίνησαν τον Hobbes και τον Locke».[6]
Ο Ρουσσώ ήταν ο πρώτος που αυτό-ανακηρύχθηκε επανειλημμένα φίλος όλης της ανθρωπότητας, αλλά ενώ αγαπούσε την ανθρωπότητα γενικά, ήταν επιρρεπής στο να μαλώνει συνεχώς με συγκεκριμένα, από σάρκα και οστά, ανθρώπινα όντα και να εκμεταλλεύεται όλους όσους συναναστρεφόταν, ειδικά αυτούς που έκαναν το λάθος να του φερθούν καλά, όπως ο αξιαγάπητος Ντέιβιντ Χιουμ, ο ήπιος Ντενί Ντιντερό, ο σπουδαίος γιατρός Θέοντορ Τρονσίν, ο ντεϊστής Φρανσουά-Μαρί Αρουέ (γνωστός περισσότερο ως Βολταίρος) και οι πολυάριθμες γυναίκες που τον υποστήριξαν. [7] Ο Tibor Fischer τον περιέγραψε ως «έναν άνθρωπο που μετέτρεψε σε καριέρα την μνησικακία του». [8]
Οι βιογράφοι του Ρουσσώ τον απεικονίζουν ως ένα τέρας ματαιοδοξίας, εγωισμού και αχαριστίας, γι' αυτό και έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους λιγότερο συμπαθείς από όλους τους πολιτικούς φιλοσόφους. Όπως γράφει ο ιστορικός της πολιτικής σκέψης Gerard Casey,
Ο Rousseau είναι μια φιγούρα που πολλοί άνθρωποι λατρεύουν να μισούν. Και υπάρχει λόγος για αυτό. Ήταν εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, γεμάτος αυτο-λύπηση και ναρκισσισμό, και συνόδευε όλα αυτά τα απωθητικά χαρακτηριστικά του με έναν ακατανίκητο πόθο για αυτοπροβολή. Ένας πρώιμος «οργισμένος νεαρός άνδρας», που έκανε το συνηθισμένο λάθος να συγχέει την αγένεια και την ανέχεια με την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα, προδίδοντας μια αυθάδεια που πιθανότατα είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα ανέλθει με την αξία του στους υψηλότερους κοινωνικούς κύκλους στους οποίους στόχευε. [9]
Ο Ρουσσώ παρουσίαζε τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στην αγάπη, αλλά ποτέ δεν έδειξε πραγματική στοργή προς τους γονείς του, τον αδερφό του, τη σύντροφό του, ούτε, κυρίως, στα παιδιά του. Μάλιστα, ο Ρουσσώ, αν και ξεχώριζε ως μάστορας της παιδαγωγικής, προσποιούμενος με την πραγματεία του, τον Εμίλ, ότι έθετε τις βάσεις για έναν νέο και καλύτερο τρόπο προσέγγισης της εκπαίδευσης, συμπεριφερόταν με τον πιο αφύσικο και δυσάρεστο τρόπο στα παιδιά του. Με την σύντροφο και ερωμένη του, Marie-Thérèse Levasseur, απέκτησε πέντε παιδιά και αποφάσισε να εγκαταλείψει το καθένα από αυτά σε ένα ορφανοτροφείο. Το ακόμη χειρότερο ήταν η δικαιολογία του, γιατί ισχυρίστηκε ότι στο νοσοκομείο Enfants-Trouvés θα τα φρόντιζαν καλύτερα από κάθε άποψη. Όπως όλοι οι σύγχρονοί του, ωστόσο, ο Ρουσσώ γνώριζε πολύ καλά ότι εκείνη την εποχή οι συνθήκες διαβίωσης στα ορφανοτροφεία ήταν τρομερές: μόνο πέντε έως δέκα παιδιά στα εκατό επιζούσαν μέχρι την ενηλικίωση, και σχεδόν όλα όσα επιζούσαν κατέληγαν ως ζητιάνοι ή αλήτες. Ο πραγματικός λόγος της εγκατάλειψης ήταν η έλλειψη φροντίδας και αγάπης του φιλοσόφου προς τα πέντε παιδιά του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Ρουσό δεν σημείωσε καν την ημερομηνία γέννησής τους και ποτέ δεν ανησύχησε για τη μοίρα τους. [10]
Καρλ Μαρξ, ο ρατσιστής εκμεταλλευτής
Τέτοιες προσωπικότητες είναι απρόσμενα συνηθισμένες μεταξύ των επαναστατών διανοουμένων. Ήταν επίσης γνωστή η τάση του Καρλ Μαρξ προς την λεκτική βία και την απαξίωση των αντιπάλων του, όπως και η τάση του να εκμεταλλεύεται τους γύρω του, γεγονός που παρατήρησαν πολλοί από τους συγχρόνους του. Ένας από αυτούς ήταν ο Ιταλός επαναστάτης του Risorgimento, Giuseppe Mazzini, ο οποίος κάποτε περιέγραψε τον φιλόσοφο από την Τρίερ ως
«ένα καταστροφικό πνεύμα του οποίου η καρδιά ήταν γεμάτη με μίσος και όχι αγάπη για την ανθρωπότητα… εξαιρετικά πονηρός, επιπόλαιος και λιγομίλητος. Ο Μαρξ νιώθει τρομερά ανασφαλής για την εξουσία του ως ηγέτης του Κόμματος. Ενάντια στους πολιτικούς του αντιπάλους είναι εκδικητικός και αδυσώπητος. Δεν επαναπαύεται μέχρι να τους εξουδετερώσει. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του είναι η απεριόριστη φιλοδοξία και η δίψα για εξουσία. Παρά τον κομμουνιστικό εξισωτισμό που κηρύττει, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του κόμματός του… και δεν ανέχεται καμία αντιπολίτευση. [11]
Ο Μαρξ μάλωνε με μανία με όλους εκείνους τους οποίους συναναστρεφόταν, εκτός κι αν μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω τους. Ο Gustav Techow, ένας Πρώσος στρατιωτικός που πέρασε κάποιο χρόνο με τον Μαρξ, όταν η επαναστατική ομάδα με την οποία συνδεόταν στην Ελβετία τον έστειλε στο Λονδίνο, όταν επέστρεψε ανέφερε στους συνεργάτες του ότι «παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο […] η προσωπική του κυριαρχία είναι η αρχή και το τέλος κάθε δραστηριότητάς του». [12] Ο Μαρξ περιφρονούσε τους αντιπάλους του, ξεστομίζοντας λόγια και σχόλια που με κατηγορηματικό τρόπο θα τα αποκαλούσαμε ρατσιστικά. [13] Πολύ γνωστά, για παράδειγμα, είναι τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Μαρξ για να δυσφημήσει έναν συνάδελφό του σοσιαλιστή, τον Φερνάν Λασάλ, σε μια από τις αλληλογραφίες του με τον Φρίντριχ Ένγκελς στις 30 Ιουλίου 1862 :
«Ο Εβραίος νέγρος, ο Λασάλ, ο οποίος, είμαι στην ευχάριστη θέση να πω, ότι φεύγει στο τέλος αυτής της εβδομάδας […] είχε την αυθάδεια να με ρωτήσει αν θα ήμουν πρόθυμος να παραδώσω μια από τις κόρες μου στον Λα Χάτσφελντ ως «σύντροφο» και αν ο ίδιος θα έπρεπε να μου εξασφαλίσει την αιγίδα του Γκέρστενμπεργκ (!) […] Προσθέστε σε αυτό, την αδιάκοπη φλυαρία με την ψηλή, φαλτσέτο φωνή, τις αντιαισθητικές, ιστριονικές χειρονομίες, τον δογματικό του τόνο! […]Είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρο για μένα ότι, όπως δείχνει τόσο το σχήμα του κεφαλιού του, όσο και η υφή των μαλλιών του —κατάγεται από τους Νέγρους που συμμετείχαν στη φυγή του Μωυσή από την Αίγυπτο […] Τώρα αυτός ο συνδυασμός Γερμανικότητας και Εβραϊσμού με μια πρωτίστως νέγρικη πεμπτουσία δημιουργεί ένα παράξενο υβρίδιο. Η φορτικότητα του συντρόφου μοιάζει επίσης με των νέγρων…»
Ο ρατσισμός του Μαρξ εξηγεί τον ενθουσιασμό του για τις θεωρίες του Γάλλου εθνολόγου Pierre Trémeaux, ο οποίος σε ένα σκοτεινό βιβλίο ισχυρίστηκε ότι «ο οπισθοδρομικός νέγρος δεν είναι ένας εξελιγμένος πίθηκος, αλλά ένας εκφυλισμένος άνθρωπος». Υπό το φως αυτού του «ευρήματος», ο συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, θεώρησε τον Τρεμό και τα έργα του ως «μια πολύ σημαντική πρόοδο έναντι του Δαρβίνου», όπως έγραψε στον Ένγκελς το 1866. Αυτός ο ρατσισμός, επιπλέον, τον οδήγησε να υποστηρίξει με ενθουσιασμό τον επιθετικό πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών στο Μεξικό, την προσάρτηση του Τέξας και της Καλιφόρνια, τη γαλλική κατάκτηση της Αλγερίας και την ανελέητη αποικιακή κυριαρχία των Βρετανών στην Ινδία. [14] Όλα αυτά τα γεγονότα υμνήθηκαν υπό το λάβαρο της «προόδου». Ο Μαρξ πίστευε ότι η «φυλή των νέγρων» βρισκόταν έξω από την ιστορία, μια άποψη που σχημάτισε από την ανάγνωση της αφήγησης του Χέγκελ για την υποσαχάρια Αφρική στις Διαλέξεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας . [15] Όπως και ο Χέγκελ, εξάλλου, πίστευε ότι η δουλεία δεν μπορούσε να καταργηθεί με μια κίνηση χωρίς να καταστρέψει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όχι μόνο η «φυλή των νέγρων» δεν ήταν έτοιμη για την ελευθερία, αλλά η σκλαβιά εξυπηρετούσε μια απαραίτητη οικονομική λειτουργία. Όπως έγραψε στο The Poverty of Philosophy :
«Χωρίς δουλεία δεν έχεις βαμβάκι. χωρίς βαμβάκι δεν έχεις σύγχρονη βιομηχανία. Η δουλεία είναι που έδωσε στις αποικίες την αξία τους. Οι αποικίες είναι που δημιούργησαν το παγκόσμιο εμπόριο, και το παγκόσμιο εμπόριο είναι η προϋπόθεση της μεγάλης βιομηχανίας. Έτσι η δουλεία είναι μια οικονομική παράμετρος μέγιστης σημασίας […] Εξαφανίστε τη Βόρεια Αμερική από τον χάρτη του κόσμου και θα έχετε αναρχία —την πλήρη παρακμή του σύγχρονου εμπορίου και του πολιτισμού. Καταργήστε τη δουλεία και θα έχετε σβήσει την Αμερική από τον χάρτη των εθνών.»[16]
Το κύριο κοινό στοιχείο του Μαρξ με τον Ρουσσώ ήταν η τάση του να τσακώνεται με φίλους και ευεργέτες του. Έβαλε τον Φρίντριχ Ένγκελς να τον επιδοτεί, ζητούσε χρήματα από όλους, και σπαταλούσε τακτικά τα χρήματα αυτά στο χρηματιστήριο ή με άλλους τρόπους, καταδικάζοντας τα μέλη της οικογένειας σε μια ζωή αβεβαιότητας. Αυτό που ξεχωρίζει ήταν η τυραννική μεταχείριση του Μαρξ προς τη γυναίκα και τις κόρες του. Στα δικά του έργα ο Μαρξ παραπονιόταν για τους χαμηλούς μισθούς της εργατικής τάξης, ωστόσο ποτέ δεν είχε το θάρρος ούτε την ταπεινότητα να επισκεφτεί ένα εργοστάσιο. Αναφερόταν στους προλετάριους σαν «μαριονέτες» και «γαϊδούρια».
Το μόνο μέλος της εργατικής τάξης που γνώριζε ο Μαρξ ήταν η ίδια του η ακούραστη οικονόμος, η Έλεν Ντέμουθ, την οποία εκμεταλλεύτηκε με τον πλέον άπρεπο τρόπο. Σε όλη του τη ζωή δεν της έδωσε ούτε μια δεκάρα, μόνο φαγητό και διαμονή. Ενώ ζούσε κάτω από την ίδια στέγη με τη σύζυγό του και τα νόμιμα παιδιά του, ο Μαρξ είχε συνηθίσει να τη χρησιμοποιεί ως σεξουαλικό αντικείμενο, μέχρι το σημείο να την αφήσει έγκυο. Το 1851, από αυτή την παράνομη σχέση, γεννήθηκε ένας γιος, ο Frederick Demuth, ωστόσο ο Μαρξ δεν ήθελε ποτέ να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο Φρέντυ είχε απαγορευθεί να είναι τριγύρω όταν ο Μαρξ ήταν στο σπίτι και η πρόσβασή του ήταν περιορισμένη στην κουζίνα. Προκειμένου να αποφύγει οποιαδήποτε κοινωνική αμηχανία, αρνήθηκε να αναγνωρίσει το παιδί, ζητώντας από τον Ένγκελς να το αναγνωρίσει κατ’ ιδίαν σαν δικό του.
Τσε Γκεβάρα, η Ψυχρή Φονική Μηχανή
Στις βιογραφίες τόσων άλλων αριστερών ειδώλων βρίσκουμε, με εκπληκτική κανονικότητα, τα ίδια ηθικά και προσωπικά χαρακτηριστικά με αυτά που υπάρχουν στον Ρουσσώ και τον Μαρξ. Άνθρωποι που εξακολουθούν να θεωρούνται κορυφές σήμερα, όπως ο Βλαντιμίρ Λένιν, ο Μάο Τσε Τουνγκ και ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, διψούσαν για εξουσία και κυριαρχία στους άλλους, και η σκληρή τους γλώσσα εξέφραζε όλη τους την περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή.
Ένα από τα πιο κραυγαλέα αντικείμενα ψευδούς (σ.σ. ευνοϊκής) προπαγάνδας είναι ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, ο εμβληματικός επαναστάτης πίσω από την κατάληψη της Κούβας από τους Καστριστές. Ο Τσε Γκεβάρα, στην πραγματικότητα, έχει εξυψωθεί από τους σημαντικότερους maîtres a penser της Αριστεράς. Ο Νέλσον Μαντέλα, για παράδειγμα, τον ανέφερε ως «έμπνευση για κάθε άνθρωπο που αγαπά την ελευθερία», ενώ ο Ζαν Πολ Σαρτρ το 1961 έφτασε στο σημείο να γράψει ότι ο Τσε ήταν «όχι μόνο ένας διανοούμενος, αλλά και ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος του κόσμου μας σήμερα.» [17] Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που ήταν κοντά του, ωστόσο, μας αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία, καθώς περιγράφουν τον Τσε Γκεβάρα ως μια «δολοφονική μηχανή». Αντλούσε μεγάλη ευχαρίστηση από τις εν ψυχρώ δολοφονίες, και πυροβόλησε ή εκτέλεσε προσωπικά εκατοντάδες ανθρώπους χωρίς δίκη, μόνο βάσει υποψίας. Ως τέλειος Μακιαβελιστής, ο Τσε πίστευε ότι τα πάντα, ακόμη και οι πιο σκληρές από όλες τις μεθόδους και ενέργειες, δικαιολογούνταν στο όνομα της επανάστασης. Ισότητα ενώπιον του νόμου, νομικές αποδείξεις, habeas corpus, η αρχή του in dubio pro reo, ήταν όλα απομεινάρια της αστικής κοινωνίας που θα έπρεπε να υποταχθούν στον πρωταρχικό στόχο: την κομμουνιστική επανάσταση και τη δημιουργία του νέου σοσιαλιστή ανθρώπου. Όπως είπε: «Για να στείλουμε άνδρες στο εκτελεστικό απόσπασμα, οι δικαστικές αποδείξεις είναι περιττές. Αυτές οι διαδικασίες είναι μια αρχαϊκή, αστική λεπτομέρεια. Εδώ κάνουμε επανάσταση! Ένας επαναστάτης πρέπει να γίνει μια ψυχρή δολοφονική μηχανή με κίνητρο το καθαρό μίσος». [18] Μιλώντας εκ πείρας, στο «Μήνυμα προς την Τριηπειρωτική» τον Απρίλιο του 1967, ο Τσε συνόψισε την άποψή του για τη δικαιοσύνη: «Το μίσος ως στοιχείο του αγώνα. Το αδυσώπητο μίσος για τον εχθρό, το οποίο ωθεί έναν άνθρωπο πέρα από τους φυσικούς του περιορισμούς, καθιστώντας τον σε μια αποτελεσματική, βίαιη, επιλεκτική και εν ψυχρώ δολοφονική μηχανή». [19]
Η τάση του Τσε Γκεβάρα για βία είναι κάτι που χαρακτήριζε την προσωπικότητά του ακόμη και πριν από την κατάληψη της Κούβας. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του στο Movimiento 26 de Julio, η ψυχωτική προσωπικότητα του Τσε, μαζί με το μίσος και τις συστηματικές προκαταλήψεις του, δεν πέρασαν απαρατήρητα από τους συμπολίτες του, οι οποίοι στην πραγματικότητα τον αποκαλούσαν «el saca muelas» - αυτός που βγάζει δόντια με τανάλια. Σε νεαρή ηλικία ανέπτυξε την άποψη ότι υπάρχει μια άρρηκτη σχέση μεταξύ της βίας και της κοινωνικής αλλαγής. «Επανάσταση χωρίς εκτελέσεις; Είσαι τρελός», είπε στον φίλο του Alberto Granado κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στη Νότια Αμερική.
Ο πόθος αυτού του ανθρώπου για εξουσία και η αγάπη του για τις δολοφονίες φαίνεται καλύτερα από την περίοδο που ήταν επικεφαλής της φυλακής La Cabaña μετά την επανάσταση. Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 1959, ως επικεφαλής της Comisión Depuradora, η οποία ήταν υπεύθυνη για την εκκαθάριση της χώρας από πολιτικούς αντιπάλους και διαφωνούντες, ο Τσε ήταν άμεσα υπεύθυνος για τη δολοφονία περισσότερων από πεντακοσίων ανδρών, εγκαινιάζοντας μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της κουβανικής ιστορίας. Η δυναμική των διαδικασιών που χρησιμοποιήθηκαν στη La Cabaña αποτυπώθηκε καλά από ένα μέλος του δικαστικού σώματος, τον José Vilasuso: «Η διαδικασία ακολουθούσε το νόμο της Σιέρα: υπήρχε ένα στρατοδικείο και οι οδηγίες του Τσε προς εμάς ήταν ότι έπρεπε να ενεργούμε με αποφασιστικότητα, που σημαίνει ότι ήταν όλοι τους δολοφόνοι και ο επαναστατικός τρόπος για να προχωρήσεις ήταν να είσαι αμείλικτος…. Οι εκτελέσεις γίνονταν από Δευτέρα έως Παρασκευή, μέσα στη νύχτα…» [20]
Για τον Τσε Γκεβάρα η βία ήταν όχι μόνο επιτρεπτή αλλά απαραίτητη για τον θρίαμβο της επανάστασης: «Τα ειρηνικά μέσα πρέπει να ξεχαστούν και η βία είναι αναπόφευκτη. Για την πραγμάτωση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, θα πρέπει να κυλήσουν ποτάμια αίματος στο όνομα της απελευθέρωσης, ακόμη και με κόστος εκατομμυρίων θυμάτων». Όπως συμπεραίνει λοιπόν ο Λεονάρντο Φάκο: «Μίσος, βία, δολοφονίες, πυροβολισμοί, θάνατος, εκδίκηση, βασανιστήρια, είναι οι λέξεις που περιγράφουν καλύτερα τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα». [21]
Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο δουλοπρεπής κόλακας τυράννων
Ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ, που μελετάται ακόμα στα σχολεία της σημερινής εποχής, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του αριστερού διανοούμενου που τίθεται στην υπηρεσία μιας αδίστακτης δικτατορίας με αντάλλαγμα επίσημες τιμές και προνόμια. Αυτή η φαουστιανή συμφωνία άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα στη ζωή και τα έργα του. Στη δεκαετία του 1930 ο Μπρεχτ δικαιολόγησε όλα τα εγκλήματα του Ιωσήφ Στάλιν, ακόμη και όταν οι εκκαθαρίσεις αφορούσαν τους φίλους του. Όπως ο Τσε Γκεβάρα, ο Μπρεχτ δεν νοιαζόταν αν τα θύματα του Στάλιν ήταν αθώοι άνθρωποι ή όχι. Το αντίθετο μάλιστα. Όταν ο Σίντνεϊ Χουκ επέστησε την προσοχή του στο ότι αθώοι πρώην κομμουνιστές, όπως ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και ο Λεβ Κάμενεφ, συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν, απάντησε: «Όσο γι' αυτούς, όσο πιο αθώοι είναι, τόσο περισσότερο αξίζουν να τουφεκιστούν». [22]
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπρεχτ υπηρέτησε το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, υποστηρίζοντας όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες του και έγινε ο πιο έμπιστος από όλους τους συγγραφείς που στρατολογήθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σε αντάλλαγμα γι' αυτό, έλαβε τεράστια προνόμια. Είχε πάντα στη διάθεσή του μεγάλα ποσά ξένου συναλλάγματος και ταξίδευε συνεχώς στο εξωτερικό, όπου ο ίδιος και η γυναίκα του έκαναν τις περισσότερες αγορές τους. Ακόμη και στην Ανατολική Γερμανία, είχε πρόσβαση σε καταστήματα που ήταν ανοιχτά μόνο για στελέχη του κόμματος και για άλλους προνομιούχους.
Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι μάζες των οποίων ισχυριζόταν ότι ήταν υπερασπιστής (αλλά τις οποίες κατ’ ιδίαν περιφρονούσε) βρίσκονταν στο έλεος της πολιτικής του καθεστώτος με σιτηρέσιο, και σχεδόν λιμοκτονούσαν. Στην πραγματικότητα, περίπου έξι χιλιάδες πολίτες είχαν διαφύγει, μόνο στο Δυτικό Βερολίνο. Στις 15 Ιουνίου 1953, ξέσπασε μια εξέγερση των εργαζομένων ενάντια στο σοσιαλιστικό καθεστώς στο Ανατολικό Βερολίνο και σύντομα καταπνίγηκε με τη βοήθεια των σοβιετικών αρμάτων μάχης. Ο Μπρεχτ άδραξε την ευκαιρία για να κερδίσει περαιτέρω αναγνώριση και εκτίμηση από το καθεστώς κατηγορώντας δημοσίως τους ταραχοποιούς ως «φασίστες και πολεμοχαρείς» που αποτελούνταν από «κάθε είδους παρακμιακούς νέους». [23] Όπως δείχνουν τα ιδιωτικά του ημερολόγια, ωστόσο, ο Μπρεχτ γνώριζε την αλήθεια: αυτοί δεν ήταν καθόλου φασίστες αγκιτάτορες, αλλά αντίθετα συνηθισμένοι Γερμανοί εργάτες, που δεν άντεχαν ένα καθεστώς που απαλλοτρίωνε τις ελευθερίες και τα μέσα βιοπορισμού τους. Ο θεατρικός συγγραφέας, ωστόσο, όπως ο Μαρξ πριν από αυτόν, ενώ ντυνόταν σαν προλετάριος και παρίστανε τον προλετάριο, ήταν απολύτως αδιάφορος για τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης - κάτι που ήταν τόσο εμφανές, ώστε να προκαλέσει ακόμα και συντρόφους του σοσιαλιστές, όπως ο Theodore W. Adorno, ο Μαξ Χορκχάιμερ και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, να τον οικτίρουν. Δεδομένου ότι περιφρονούσε τους Γερμανούς εργάτες, αντιτάχθηκε σε κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Όταν ένας υδραυλικός τον πλησίασε ισχυριζόμενος ότι ήθελε ελεύθερες εκλογές για να έχει τη δυνατότητα να απορρίψει διεφθαρμένους πολιτικούς, απάντησε ότι με ελεύθερες εκλογές θα αναλάμβαναν οι Ναζί, υποδεικνύοντας ότι δεν υπήρχε βιώσιμος δρόμος διαφυγής από τη σοβιετική αποικιοκρατία. Όλοι έπρεπε να συμβιβαστούν με αυτή την πραγματικότητα.
Όπως ο Ρουσσώ και ο Μαρξ, έτσι και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε μια, το λιγότερο, ακανόνιστη και ελευθεριάζουσα σεξουαλική και οικογενειακή ζωή. Του άρεσε πολύ να διευθύνει σεξουαλικές συλλογικότητες με τον εαυτό του ως επικεφαλής, και συνήθιζε να παίζει με πολλές γυναίκες μαζί, καθώς παντρευόταν και χώριζε διαρκώς. Αυτή η ακανόνιστη σεξουαλική ζωή τον οδήγησε τελικά στο να αποκτήσει δύο νόθα παιδιά. Όπως και οι πνευματικοί προκάτοχοί του, όμως, ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον για τα παιδιά του, νόμιμα ή παράνομα. Τα έβλεπε πολύ σπάνια, και όταν τα έβλεπε, δεν άντεχε την ώρα που περνούσε μαζί τους, γιατί κατά την άποψή του κατέστρεφαν την ψυχική του ηρεμία. Υπό αυτή την έννοια εξέφραζε τέλεια εκείνο το είδος πνευματικού ιδεαλισμού που διέκρινε τον «χρισμένο διανοούμενο» από την εποχή του Ρουσσώ, χωρίς να νοιάζεται ούτε στο ελάχιστο για τους ανθρώπους γύρω του.
Ο Paul Johnson συνόψισε πολύ καλά τις κύριες αρχές της διεφθαρμένης προσωπικότητας του Μπρεχτ: «Οι ιδέες έχουν προτεραιότητα έναντι των ανθρώπων, η ανθρωπότητα με κεφαλαίο «Α» έναντι των ανδρών και γυναικών, συζύγων, γιων ή θυγατέρων. Η σύζυγος του Oscar Homola, η Florence, που γνώριζε καλά τον Μπρεχτ στην Αμερική, το συνόψισε με διακριτικότητα: ''Στις ανθρώπινες σχέσεις του ήταν μαχητής για τα δικαιώματα των ανθρώπων χωρίς να τον απασχολεί υπερβολικά η ευτυχία των κοντινών του προσώπων.'' Ο ίδιος ο Μπρεχτ υποστήριξε, παραθέτοντας τον Λένιν, ότι έπρεπε να είσαι αδίστακτος με τα άτομα για να υπηρετήσεις τη συλλογικότητα». [24]
Jean-Paul Sartre, ο πνευματικός πατέρας του Pol Pot
Ένας από τους πιο διάσημους maîtres à penser της Αριστεράς, του οποίου όμως η επιρροή υπήρξε καταστροφική για την ανθρωπότητα, ήταν ο Jean-Paul Sartre. Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Γαλλία καταλήφθηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές, ο Σαρτρ συμπεριφέρθηκε με ακραίο οπορτουνισμό. Κλήθηκε να διδάξει φιλοσοφία στο περίφημο λύκειο Condorcet, του οποίου οι δάσκαλοι ήταν κατά κύριο λόγο εξόριστοι, κρύβονταν, ή βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν προσέφερε τίποτα για την αντίσταση. Για τους εκτοπισμένους Εβραίους δεν έκανε το παραμικρό και δεν έγραψε λέξη. Αντίθετα, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη δική του καριέρα.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Σαρτρ εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έγινε διασημότητα υποστηρίζοντας τα αιτήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ κήρυττε την τρομερή υπαρξιστική του φιλοσοφία. Στον πυρήνα του, ο υπαρξισμός ήταν μια φιλοσοφία της δράσης, μια πεποίθηση ότι οι πράξεις ενός ανθρώπου και όχι τα λόγια, οι ενέργειες παρά οι ιδέες του καθορίζουν τον χαρακτήρα και την αξία του. Ο Γάλλος σοσιαλιστής, ωστόσο, δεν κατάφερε να εφαρμόσει αυτή την αρχή στη ζωή του. Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, όπως έγραψε κάποτε ο Αλμπέρ Καμύ, ο Σαρτρ «προσπαθούσε να γράψει ιστορία από την πολυθρόνα του». [25]
Ο Σαρτρ συνδέθηκε με τη συγγραφέα Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία συμπεριφερόταν σε όλη της τη ζωή ως υποτακτική σκλάβα του, αποδεχόμενη ότι ο Σαρτρ την απατούσε ανοιχτά με τις πολλές γυναίκες στο χαρέμι του. «Στα χρονικά της λογοτεχνίας», παρατηρεί ο Πολ Τζόνσον, «υπάρχουν ελάχιστες χειρότερες περιπτώσεις ενός άνδρα που εκμεταλλεύεται μια γυναίκα». [26] Αυτή η περίπτωση ήταν ακόμη πιο ασυνήθιστη, αφού η Μποβουάρ ήταν η δημιουργός του λεγόμενου φεμινισμού του δεύτερου κύματος. Ενώ στα έργα της, συγκεκριμένα στο πιο σημαντικό βιβλίο της, Tο Δεύτερο Φύλο, η Beauvoir αντιτάχθηκε επανειλημμένα στην ανδρική κυριαρχία και υποκίνησε τις γυναίκες να ξεφύγουν από το βιολογικά καθορισμένο καθεστώς της υποτέλειας και να γίνουν πλήρεις γυναίκες, η ζωή της αντιπροσώπευε το αντίθετο από αυτό που κήρυττε. [27] Ο φεμινισμός και η ανδροκρατία πήγαιναν χέρι-χέρι.
Ο Σαρτρ τηρούσε πάντα μια αμήχανη σιωπή για το θέμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Στάλιν. Η δίωρη συνέντευξη που έδωσε τον Ιούλιο του 1954, κατά την επιστροφή του από ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, είναι από τις πιο άθλιες (σ.σ. ενοοώντας προκλητικά κολακευτικές) περιγραφές του σοβιετικού κράτους που έχει δώσει κάποιος διάσημος διανοούμενος στον δυτικό κόσμο, μετά από εκείνην του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο στις αρχές της δεκαετίας του 1930. [28] Πολλά χρόνια αργότερα ομολόγησε ότι είχε πει ψέματα. Τα επόμενα χρόνια εξυμνούσε με ακατάληπτα λόγια την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο («Η χώρα που αναδύθηκε από την κουβανική επανάσταση είναι άμεση δημοκρατία»), τη Γιουγκοσλαβία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο («Είναι η πραγματοποίηση της φιλοσοφίας μου») και την Αίγυπτο του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. («Μέχρι τώρα αρνιόμουν να μιλήσω για τον σοσιαλισμό σε σχέση με το αιγυπτιακό καθεστώς. Τώρα ξέρω ότι έκανα λάθος»). [29] Ιδιαίτερα θερμά, εξάλλου, ήταν τα λόγια που επιφύλασσε για την Κίνα του Μάο.
Το κήρυγμά του είχε καταστροφικές συνέπειες. Αν και δεν ήταν άνθρωπος της δράσης, υποκινούσε συνεχώς τους άλλους να εμπλακούν σε πράξεις βίας. Επειδή τον διάβαζαν πολύ οι νέοι, σύντομα έγινε ο πνευματικός πατέρας πολλών τρομοκρατικών κινημάτων στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Υποδαυλίζοντας τους Αφρικανούς επαναστάτες, συνέβαλε στους εμφύλιους πολέμους και τις μαζικές δολοφονίες που συντάραξαν αυτήν την ήπειρο μετά την λήξη της αποικιοκρατίας. Αλλά ακόμη πιο τρομακτική ήταν η επιρροή του στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Πολ Ποτ και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι ηγέτες των Ερυθρών Χμερ, που δολοφόνησαν βάναυσα περισσότερο από το 25% του πληθυσμού της Καμπότζης από το 1975 έως το 1979, είχαν σπουδάσει στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και εκεί είχαν ενστερνιστεί το δόγμα του Σαρτρ για την αναγκαιότητα της βίας. Αυτοί οι μαζικοί δολοφόνοι ήταν επομένως ιδεολογικά του παιδιά. [30]
Όταν ο Σαρτρ πέθανε το 1980, ένα τεράστιο πλήθος αποτελούμενο κυρίως από νέους συγκεντρώθηκε στην κηδεία του και του απέδωσε τις ίδιες τιμές που είχε ο Ρουσσώ στην εποχή του. Πάνω από πενήντα χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη σωρό του στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. «Για ποιον λόγο είχαν φτάσει εκεί για να τον τιμήσουν;» αναρωτήθηκε σαστισμένος ο Πολ Τζόνσον, «Ποια πίστη, ποια φωτεινή αλήθεια για την ανθρωπότητα, διατράνωναν με τη μαζική τους παρουσία; Μπορούμε κάλλιστα να θέτουμε το ερώτημα». [31]
Οι Αληθινοί Δάσκαλοι
Είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν κακό δάσκαλο της σκέψης που να μην ήταν και κακός δάσκαλος της ζωής. Ο John Maynard Keynes, για παράδειγμα, όπως θυμάται ο Murray N. Rothbard στο συναρπαστικό βιβλίο του Keynes, the Man ,ήταν ένα αλαζονικό και σαδιστικό άτομο, ένας νταής μεθυσμένος από την εξουσία, ένας συνειδητός και συστηματικός ψεύτης, ένας ανεύθυνος διανοούμενος, ένας κοντόφθαλμος ηδονιστής, ένας μηδενιστής εχθρός της αστικής ηθικής που μισούσε τις αποταμιεύσεις και ήθελε να εξοντώσει την τάξη των δανειστών, ένας ιμπεριαλιστής, ένας αντισημίτης και φασίστας. [32]
Αν, από την άλλη πλευρά, κοιτάξουμε εκείνους τους στοχαστές που υπερασπίστηκαν την ατομική ελευθερία, βρίσκουμε σχεδόν πάντα άνδρες με πολύ διαφορετική ιδιοσυγκρασία. Ο Ντέιβιντ Χιουμ ήταν το αντίθετο του Ρουσσώ: ένας ήπιος, φιλήσυχος, ευγενικός, λογικός άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον ακαδημαϊκό χώρο και στην υψηλή θεωρία. Ο Adam Smith, ο Immanuel Kant, ο Frédéric Bastiat και ο Luigi Einaudi είχαν παρόμοιους χαρακτήρες.
Εμβληματική είναι η ιστορία του μεγάλου Γάλλου οικονομολόγου Jean-Baptiste Say, ο οποίος το 1799 διορίστηκε ως ένα από τα εκατό μέλη του Tribunate και το 1803 δημοσίευσε το κύριο έργο του, τη λαμπρή Πραγματεία για την Πολιτική Οικονομία . Ο Ναπολέων Βοναπάρτης του πρόσφερε σαράντα χιλιάδες φράγκα το χρόνο, αν ξαναέγραφε κάποια μέρη του βιβλίου για να δικαιολογήσει τα παρεμβατικά οικονομικά του σχέδια. Ο Σέι, ωστόσο, αρνήθηκε τη δωροδοκία για να προδώσει τις πεποιθήσεις του, και απομακρύνθηκε από τη θέση του. Όπως εξήγησε ο ιδρυτής της γαλλικής φιλελεύθερης σχολής (s.s. ο Say) στην πρώτη του επιστολή προς τον Pierre Samuel du Pont de Nemours στις 5 Απριλίου 1814: «Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, μη θέλοντας να κάνω λόγο υπέρ του σφετεριστή και μη έχοντας την άδεια να μιλήσω εναντίον του, συνέταξα και δημοσίευσα το Traite de Economie Politique μου. Ο Βοναπάρτης με πρόσταξε να τον συναντήσω και μου πρόσφερε 40 χιλιάδες φράγκα το χρόνο για να γράψω υπέρ της δικής του άποψης. Αρνήθηκα και συνελήφθην στην εκκαθάριση του 1804». [33]
Για να βγάλει τα προς το ζην, ο Σέι αποφάσισε να ασχοληθεί με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανοίγοντας ένα πρωτοποριακό εργοστάσιο βάμβακος που απασχολούσε σχεδόν πεντακόσια άτομα.
Ο Άγγλος κλασικός φιλελεύθερος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ μας δίνει επίσης ένα μάθημα μεθόδου, χαρακτήρα και εργατικότητας. Έκανε ένα εξαιρετικό, το λιγότερο, πολιτιστικό έργο με ασυνήθιστη επιμονή και πείσμα και έβγαζε τα προς το ζην στην ελεύθερη αγορά του πολιτισμού με τα επιτυχημένα άρθρα και τα βιβλία του, αρνούμενος τις ακαδημαϊκές θέσεις ή τα αξιώματα που του πρόσφεραν. [34]
Πιο κοντά στις μέρες μας μπορούμε να δούμε τα παραδείγματα των Ludwig von Mises, Friedrich von Hayek, Murray N. Rothbard, Henry Hazlitt και Bruno Leoni, όλοι τους προσωπικότητες που σέβονταν και θαύμαζαν οι γύρω τους, που δεν αναζήτησαν ποτέ θέσεις εξουσίας, και που μερικές φορές παραιτήθηκαν από σημαντικές επαγγελματικές θέσεις για να παραμείνουν συνεπείς με τις ιδέες τους. Αρνούμενοι να τηρήσουν την πολιτιστική μόδα της στιγμής, δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε, που θα ήταν ανάλογη με το πνευματικό τους μεγαλείο και την προσωπική τους ακεραιότητα.
Διανοητική, Ηθική και Υπαρξιακή Ένδεια
Ο Ιταλός δοκιμιογράφος Giovanni Birindelli αποκάλεσε τους σοσιαλιστές «ηλίθιους» λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν την έννοια της αυθόρμητης κοινωνικής οργάνωσης. [35] Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν πρόκειται για μια δίκαιη προσβολή. Η νοημοσύνη, στην πραγματικότητα, έχει πολλά πρόσωπα: υπάρχει λογική, μαθηματική, μουσική, συναισθηματική, κοινωνική νοημοσύνη, κ.λπ. Πολλοί σοσιαλιστές μπορεί να είναι λαμπροί μηχανικοί, επιστήμονες, σκακιστές, ή καλλιτέχνες, αλλά είναι αναμφισβήτητα αμβλύνοες στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων, γεγονός που εξηγεί την συντριπτική και επαναλαμβανόμενη αποτυχία των ιδεών τους, κάθε φορά που έχουν εφαρμοστεί. Η βασική ιδέα του σοσιαλισμού - ότι μια κεντρική αρχή σχεδιασμού μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες της κοινωνίας μέσω των εντολών, των απαγορεύσεων και του εξαναγκασμού της - είναι πράγματι απίστευτα παιδαριώδης και υποδηλώνει ένα μυαλό απαίδευτο για να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων. Η κοινωνία, στην πραγματικότητα, δεν είναι ένα μαύρο κουτί και τα άτομα δεν είναι ακίνητα κομμάτια σε μια σκακιέρα που μπορούν να μετακινηθούν αυθαίρετα. Αντίθετα, όπως εξηγεί ο Huerta de Soto στο Σοσιαλισμός, Οικονομικός Υπολογισμός και Επιχειρηματικότητα , η κοινωνία είναι μια δυναμική δομή, μια εξαιρετικά περίπλοκη διεργασία που αποτελείται από ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις που παρακινούνται και διατηρούνται μαζί από τη δημιουργική και συντονιστική δύναμη της απαρεμπόδιστης επιχειρηματικότητας. [36]
Η πνευματική ένδεια εκδηλώνεται πρώτα και κύρια στα διανοητικά σφάλματα, τις ιδεολογικές αυταπάτες, και στην παντελή έλλειψη κοινής λογικής που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος της σοσιαλιστικής βιβλιογραφίας. Οι βιογραφίες των ινστρουκτόρων της αριστερής σκέψης δείχνουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ότι υπάρχει μικρότερη απόσταση μεταξύ της κακής σκέψης και της κακής συμπεριφοράς από ό,τι νομίζουμε, επειδή η ένδεια της σκέψης συχνά συνοδεύεται από ηθική και υπαρξιακή ένδεια.
Η ηθική ένδεια πολλών αριστερών διανοουμένων εκδηλώνεται με λεκτική σκληρότητα, προτροπές για βία, δαιμονοποίηση των αντιπάλων, και έλλειψη σεβασμού για την αξιοπρέπεια των ατόμων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία 150 χρόνια, όπως σημειώνει ο George Watson, όλοι όσοι έχουν υποστηρίξει ή υποστήριξαν την εξόντωση λαών ή κοινωνικών ομάδων αυτοπροσδιορίζονταν ως «σοσιαλιστές». Δεν υπάρχει ούτε μία εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. [37]
Η ηθική ένδεια συνδέεται συχνά με την υπαρξιακή ένδεια, η οποία εκφράζεται με παθολογικό εγωκεντρισμό, ματαιοδοξία, φρενήρη επιθυμία να είσαι πάντα στο προσκήνιο υποστηρίζοντας όλες τις πολιτιστικές μόδες της εποχής, δουλοπρέπεια, οπορτουνισμό, παρασιτισμό προς τους γύρω σου, ασυνέπεια μεταξύ υψηλών διακηρύξεων και ωμών ή μοχθηρών πράξεων.
Ο επαναστάτης διανοούμενος δεν διαθέτει κανένα τεκμήριο να καυχιέται για οποιαδήποτε προσωπική ανωτερότητα, ούτε για να ορίζει τον εαυτό του ως κύριο της κοινωνίας. Αντίθετα, ο επαναστάτης διανοούμενος είναι αναμφίβολα η πιο ολέθρια φιγούρα των καιρών μας, με τις ασυνάρτητες ιδεολογίες του και το κακό παράδειγμά του ως άνθρωπος, που έχει διαφθείρει ως τώρα το μυαλό και τη συμπεριφορά εκατομμυρίων νέων ανθρώπων.
--------------------------------
· 1.David Hume, A proposito di Rousseau , εκδ. Lorenzo Infantino (Soveria Mannelli, Ιταλία: Rubbettino, 2017).
· 2.Paul Johnson, Intellectuals (Νέα Υόρκη: Harper and Row, 1989).
· 3.Παρατίθεται στο Roger D. Masters, The Political Philosophy of Rousseau (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1976), σελ. 218.
· 4.Jean-Jacques Rousseau, « Λόγος για την πολιτική οικονομία» και « Το κοινωνικό συμβόλαιο», μτφρ. Christopher Betts (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1999), σελ. 45.
· 5.Thomas Sowell, Intellectuals and Society (Νέα Υόρκη: Basic Books, 2010), σελ. 130–31.
· 6.Roger Scruton, A Short History of Modern Philosophy , 2d ed. (Λονδίνο: Routledge, 1995), σελ. 201.
· 7.Johnson, Intellectuals , σελ. 10.
· 8.Tibor Fischer, The Thought Gang (1994; repr., London: Vintage Books, 2009), σελ. 124.
· 9.Gerard Casey, Freedom's Progress; A History of Political Thought (Exeter: Imprint Academic, 2017), σελ. 505.
· 10.Johnson, Intellectuals , σελ. 21–22.
· 11.Αναφέρεται στο Gary North, «The Marx Nobody Knows», στο Requiem for Marx , ed. Yuri Maltsev (Auburn, AL: Ινστιτούτο Ludwig von Mises, 1993), σελ. 107.
· 12.Παρατίθεται στο Richard M. Ebeling, « Marx the Man », Ίδρυμα Οικονομικής Εκπαίδευσης, 14 Φεβρουαρίου 2017.
· 13.Nathaniel Weyl, Karl Marx: Racist (New Rochelle, NY: Arlington House, 1979).
· 14.Nathaniel Weyl, Karl Marx: Racist , σελ. 24–72. Ο Ένγκελς, φυσικά, δεν είχε ανοσία στον ρατσισμό του Μαρξ. Για παράδειγμα, όταν έμαθε για την υποψηφιότητα του Πολ Λαφάργκ —του γαμπρού του Μαρξ, που είχε λίγο μαύρο αίμα στις φλέβες του— για το Δημοτικό Συμβούλιο του Πέμπτου Διαμερίσματος, μια περιοχή που περιλάμβανε τον Ζωολογικό Κήπο του Παρισιού, έγραψε ότι η Λαφάργκ « είναι αναμφίβολα ο καταλληλότερος εκπρόσωπος αυτής της περιοχής» όντας «στην ιδιότητά του ως νέγρου κατά ένα βαθμό πιο κοντά στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο από εμάς τους υπόλοιπους». Παρατίθεται στο Saul Padover, Karl Marx, an Intimate Biography (Νέα Υόρκη: McGraw-Hill, 1978), σελ. 502.
· 15.«Οι Νέγροι επιδίδονται… σε αυτή την τέλεια περιφρόνηση για την ανθρωπότητα, η οποία ως προς τη Δικαιοσύνη και την Ηθική είναι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της φυλής…. Η υποτίμηση της ανθρωπότητας ανάμεσά τους φτάνει σε απίστευτο βαθμό έντασης… η έλλειψη αυτοκυριαρχίας διέκρινε τον χαρακτήρα των Νέγρων. Αυτή η κατάσταση δεν είναι ικανή για ανάπτυξη ή πολιτισμό, και όπως τις βλέπουμε σήμερα, έτσι ήταν πάντα… Η Αφρική… δεν είναι ιστορικό μέρος του Κόσμου. δεν έχει κινήματα ή ανάπτυξη να επιδείξει. Οι ιστορικές κινήσεις σε αυτήν … ανήκουν στον ασιατικό ή ευρωπαϊκό κόσμο…. Αυτό που καταλαβαίνουμε σωστά από την Αφρική, είναι το Ανιστόρητο, Ανεπτυγμένο Πνεύμα, που εξακολουθεί να εμπλέκεται στις συνθήκες της απλής φύσης, και το οποίο έπρεπε να παρουσιαστεί εδώ μόνο ως στο κατώφλι της Παγκόσμιας Ιστορίας». George Wilhelm Friedrich Hegel, The Philosophy of History (1837; repr., Kitchner, ON: Batoche Books, 2001), σελ. 113–17.
· 16.Karl Marx, The Poverty of Philosophy (1847; repr., Charleston: Nabu Press, 2010), σελ. 74–75.
· 17.John Lee Anderson, Che Guevara: A Revolutionary Life (Νέα Υόρκη: Grove Press, 1997), σελ. 468.
· 18.Παρατίθεται στο José E. Urioste Palomeque, " A Murderer Called "CHE ", Yucatan Times , 7 Μαρτίου 2019.
· 19.Αναφέρεται στο Alvaro Vargas Llosa, « The Killing Machine: Che Guevara, from Communist Firebrand to Capitalist Brand », Independent Institute, 11 Ιουλίου 2005.
· 20.Παρατίθεται στο Vargas Llosa, « The Killing Machine ».
· 21.Leonardo Facco, Che Guevara il comunista sanguinario: La storia sconosciuta del mitologico mercenario argentino (Μπολόνια: Tramedoro, 2020), σελ. 64.
· 22.Παρατίθεται στο Johnson, Intellectuals , σελ. 180.
· 23.Johnson, Intellectuals , σελ. 194.
· 24.Johnson, Intellectuals , σελ. 187.
· 25.Παρατίθεται στο Johnson, Intellectuals , σελ. 245.
· 26.Johnson, Intellectuals , σελ. 235.
· 27.Simone de Beauvoir, Το δεύτερο φύλο , μετάφρ. Constance Borde και Sheila Malovany-Chevalier (1949; repr., Νέα Υόρκη, Vintage, 2011).
· 28.Ενώ ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής του από τη Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, ο Shaw, παραμελώντας όλες τις φρικαλεότητες που διαπράττονταν στο όνομα του σοσιαλισμού, περιέγραψε την ΕΣΣΔ ως «γη της ελπίδας». Αναφέρεται στο Paul Hollander, Political Pilgrims: Western Intellectuals in Search of the Good Society (1981; repr., New Brunswick, NJ: Transaction Publishers, 2009), σελ. 38–39.
· 29.Johnson, Intellectuals , σελ. 245.
· 30.Johnson, Intellectuals , σελ. 246.
· 31.Johnson, Intellectuals , σελ. 251.
· 32.Murray N. Rothbard, Keynes, the Man (Auburn, AL, Ινστιτούτο Ludwig von Mises, 2010), σελ. 56.
· 33.Αναφέρεται στο Evelyn L. Forget, The Social Economics of Jean-Baptiste Say: Markets and Virtue (Λονδίνο: Routledge, 1999), σελ. 262–63.
· 34.Για μια επισκόπηση της ζωής και του έργου του Spencer, βλέπε Guglielmo Piombini, “ Herbert Spencer, un uomo contro lo Stato ,” Miglioverde , 20 Οκτωβρίου 2016.
· 35.Giovanni Birindelli, Legge e mercato (Treviglio, Ιταλία: Leonardo Facco Editore, 2017).
· 36.Συγκεκριμένα, βλέπε Jesús Huerta de Soto, Socialism, Economic Calculation and Entrepreneurship , μετάφρ. Melinda Stroup (Cheltenham: Edward Elgar, 2010), σελ. 52.
· 37.George Watson, The Lost Literature of Socialism (Cambridge: Lutterworth Press, 1989).
Ο Bernardo Ferrero απέκτησε διπλό πτυχίο στα Οικονομικά και την Πολιτική από το SOAS του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και το μεταπτυχιακό του στα Αυστριακά Οικονομικά στο Universidad Rey Juan Carlos.
Ο Guglielmo Piombini είναι ένας Ιταλός δημοσιογράφος που έχει συνεργαστεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των Liberal, il Domenicale και Elite . Άρθρα του έχουν επίσης εμφανιστεί στο Ludwig von Mises Italia . Ο Piombini είναι επίσης ο ιδρυτής του Tramedoro: της διαδικτυακής πλατφόρμας που παρέχει μια λεπτομερή επισκόπηση κάθε σημαντικού κλασικού συγγραφέα των κοινωνικών επιστημών . Με ειδίκευση στους μεσαιωνικούς θεσμούς είναι συγγραφέας του βιβλίου «Prima dello Stato, il medioevo della liberta» («Πριν από το κράτος: Ο Μεσαίωνας της Ελευθερίας»).