Συντρίβοντας την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας
Είναι δύσκολο για τους περισσότερους ψηφοφόρους να αποδεχτούν ότι δεν «κυβερνούν» με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια της λέξης.
Ετικέτες: Δημοκρατία
Άρθρο του Finn Andreen για το Mises Institute. Απόδοση στα ελληνικά: Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.
Σε αυτούς τους πολιτικά ταραγμένους καιρούς, η «ψευδαίσθηση της δημοκρατίας χάνεται παγκοσμίως», όπως έγραψε πρόσφατα μία ειδικός. Υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση στη Δύση ότι η «δημοκρατία» δεν λειτουργεί καλά, ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη μια πλήρης και σαφής αναγνώριση αυτού του γεγονότος. Ο Michel Maffesoli, επίτιμος καθηγητής στη Σορβόννη του Παρισιού, λέει ήδη εδώ και αρκετά χρόνια ότι «το τέλος του δημοκρατικού ιδεώδους εκδηλώνεται». Τα σημάδια αυτού φαίνονται στις προβληματικές εκλογές που έλαβαν χώρα στην πατρίδα του, τη Γαλλία, και σε άλλες Δυτικές χώρες.
Το «ιδεώδες» ή η «ψευδαίσθηση» της δημοκρατίας προέρχεται από τις ευρέως διαδεδομένες παρανοήσεις σχετικά με αυτό το πολιτικό σύστημα, παρά τις σαφείς επιφυλάξεις των πιο επιφανών πολιτικών στοχαστών του παρελθόντος. Οι σημαντικότερες παρανοήσεις σχετικά με τη δημοκρατία είναι ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι είναι γενικά πιστοί και ανιδιοτελείς και ότι το εκλογικό σώμα είναι γενικά ενημερωμένο και ορθολογικό όσον αφορά την πολιτική.
Ο David Hume έγραψε στα περίφημα Δοκίμιά του (1777) ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι «αντιπροσωπευτική» επειδή όλες οι κοινωνίες «κυβερνώνται από λίγους». Ο κοινωνιολόγος Robert Michels όρισε στη συνέχεια, στο πρωτοποριακό έργο του για τα πολιτικά κόμματα (1911), αυτόν που ονόμασε «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας», δείχνοντας μεθοδικά ότι όλες ανεξαιρέτως οι ώριμες οργανώσεις γίνονται ολιγαρχικές (δηλαδή κυβερνώνται από μειοψηφίες).
Για τα πρώιμα δημοκρατικά κινήματα του 19ου αιώνα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία γενικά δεν θεωρείτο πραγματικά δημοκρατική - το ιδανικό ήταν το Αθηναϊκό μοντέλο. Όπως σημείωσε ο Robert Michels, η έννοια της πολιτικής αντιπροσώπευσης απέκτησε νομιμοποίηση μόνο όταν έγιναν εμφανείς οι πρακτικές αδυναμίες της άμεσης δημοκρατίας σε μεγάλη κλίμακα. Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια αυτή έγινε συνώνυμη της «δημοκρατίας».
Ο Μοντεσκιέ στο Πνεύμα των Νόμων (1739) θεώρησε ότι η κύρια δικαιολογία για το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι μόνο ότι ο μέσος άνθρωπος δεν έχει το χρόνο ή το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, αλλά ότι είναι ανίκανος να το κάνει. Ο Tocqueville προειδοποίησε στο Democracy in America (1835) ότι μία από τις πιθανές απειλές για τη δημοκρατία είναι ότι οι άνθρωποι μπορεί να απορροφηθούν τόσο πολύ από την αναζήτηση οικονομικών ευκαιριών, ώστε να χάσουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική.
Πράγματι, η πλειοψηφία δεν έχει ούτε το ενδιαφέρον ούτε το κίνητρο να εμπλακεί σε βάθος με την πολιτική. Οι ψηφοφόροι κατανοούν σιωπηρά ότι η ψήφος τους είναι μια μικρή σταγόνα σε έναν ωκεανό ψηφοδελτίων και ότι από μόνη της δεν θα κάνει καμία διαφορά στο αποτέλεσμα των εκλογών. Έχει επίσης υποστηριχθεί από ορισμένους ότι οι ψηφοφόροι όχι μόνο δεν έχουν το ενδιαφέρον και τα κίνητρα, αλλά δεν έχουν ούτε τον χρόνο και την ικανότητα να σκεφτούν ορθολογικά για την πολιτική, όπως συνόψισε ο πολιτικός θεωρητικός James Burnham στο βασικό έργο του The Machiavellians (1943):
«Η αδυναμία των μαζών να λειτουργήσουν επιστημονικά στην πολιτική βασίζεται κυρίως στους ακόλουθους παράγοντες: το τεράστιο μέγεθος του συνόλου της μάζας, το οποίο την καθιστά πολύ δυσκίνητη για τη χρήση επιστημονικών τεχνικών - την άγνοια, εκ μέρους των μαζών, των μεθόδων διοίκησης και διακυβέρνησης- την ανάγκη, για τις μάζες, να ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους στην απλή εξασφάλιση των προς το ζην, γεγονός που αφήνει ελάχιστη ενέργεια ή χρόνο για την απόκτηση περισσότερων γνώσεων σχετικά με την πολιτική ή την εκτέλεση πρακτικών πολιτικών καθηκόντων - την έλλειψη, στους περισσότερους ανθρώπους, ενός επαρκούς βαθμού εκείνων των ψυχολογικών ιδιοτήτων -φιλοδοξία, έλλειψη δισταγμών, κ.ο.κ.- που αποτελούν προϋποθέσεις για την ενεργό πολιτική ζωή.»
Αν και αυτές οι γνώσεις σχετικά με την πολιτική εκπροσώπηση είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό, έχουν αποσιωπηθεί προκειμένου να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση της πλειοψηφίας. Η «δημοκρατία» έχει μια τόσο θετική χροιά στο δυτικό σύστημα αξιών, που είναι κατανοητό ότι είναι δύσκολο για τους περισσότερους ανθρώπους να αποδεχτούν ότι δεν «κυβερνούν» με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια της λέξης. Αυτή η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο δύσκολο να γίνει αντιληπτή, δεδομένου ότι ορισμένες πολιτικές από την κυβερνώσα μειοψηφία λαμβάνουν, και μάλιστα πρέπει να λαμβάνουν, σε κάποιο βαθμό υπ’ όψη την κοινή γνώμη της πλειοψηφίας. Αν πιεστούν, οι περισσότεροι άνθρωποι θα παραδεχτούν ωστόσο ότι, αν και έχουν εκλέξει «αντιπροσώπους», στην πραγματικότητα δεν έχουν πραγματικό λόγο σε διάφορους τομείς (π.χ. εξωτερική, νομισματική και εμπορική πολιτική), παρ’ όλο που οι τομείς αυτοί επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους.
Η εγγενής αστάθεια όλων των πολιτικών συστημάτων
Αν και η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας σιγά-σιγά ξεθωριάζει στη Δύση, αυτό δεν οφείλεται τόσο στη συνειδητοποίηση των αληθειών που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Αντίθετα, οφείλεται στο γεγονός ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως όλα τα πολιτικά συστήματα, είναι εγγενώς ασταθής. Είναι από καιρό γνωστό ότι οι συνθήκες αλλάζουν συνεχώς, για να παραφράσουμε τον Ηράκλειτο, αλλά δεν έχει γίνει ευρέως κατανοητό ότι τα πολιτικά συστήματα είναι ακατάλληλα για αυτή τη στοιχειώδη πραγματικότητα. Αν και η δημοκρατία μπορεί μερικές φορές να φαίνεται ότι λειτουργεί καλά, οι ατέρμονες οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές και τεχνικές αλλαγές στην κοινωνία καθιστούν τις εντυπώσεις αυτές βραχύβιες.
Ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα, η ισορροπία ισχύος ανά πάσα στιγμή μεταξύ κράτους και κοινωνίας, καθώς και μεταξύ της κυβερνώσας μειοψηφίας και της κυβερνώμενης πλειοψηφίας, διαταράσσεται διαρκώς από αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η, κατά τα φαινόμενα, αδυσώπητη αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δημιουργία πλούτου και στην ιδιωτική ιδιοκτησία, εξαναγκάζοντας σε κοινωνικοποίηση και οδηγώντας σε αύξηση των πολιτικών εντάσεων. Όταν το κράτος γίνεται πιο γραφειοκρατικό, αποτυγχάνει να συμβαδίσει με μια μεταβαλλόμενη κοινωνία και έτσι αποσταθεροποιεί την ισορροπία δυνάμεων. Περαιτέρω, πολιτικές εντάσεις δημιουργούνται επίσης εάν η κυβερνώσα μειοψηφία προωθεί μια πολιτική ατζέντα που αγνοεί ή ακόμη και ανταγωνίζεται την πλειοψηφία.
Η δημοκρατία, ειδικότερα, υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις των πολιτικών εντάσεων λόγω της εγγενούς έλλειψης δικαιοσύνης: η ηττημένη πλευρά μιας εκλογικής αναμέτρησης (πάνω από το ήμισυ στα συστήματα πολλαπλών εκλογών) δεν εκπροσωπείται. Όπως έγραψε ο Gustave de Molinari, η δημοκρατία «επιμένει ότι οι αποφάσεις της πλειοψηφίας πρέπει να γίνονται νόμος και ότι η μειοψηφία είναι υποχρεωμένη να υποταχθεί σε αυτές, ακόμη και αν είναι αντίθετες με τις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις της και βλάπτουν τα πιο πολύτιμα συμφέροντά της». Εκλογικά φαινόμενα, όπως ο νόμος του Duverger και το παράδοξο του Arrow, τείνουν να απαλύνουν τη σκληρή περιγραφή του Molinari, αλλά, η παραμόρφωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, δύσκολα τα καθιστά πιο αντιπροσωπευτικά ή πιο δίκαια.
Για το παράδοξο του Arrow δείτε:
Όταν το μέγεθος και η ισχύς του κράτους είναι περιορισμένα (δηλαδή, ο κρατικιστικός παρεμβατισμός στην κοινωνία είναι ασθενής), το ιστορικό του κράτους ως υπερασπιστή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας θα θεωρούνταν φυσικά πιο σημαντικό από το αν η πλειοψηφία εκπροσωπείται δημοκρατικά ή όχι. Αντίθετα, όταν η ισχύς του κράτους είναι εκτεταμένη (δηλαδή το κράτος είναι έντονα παρεμβατικό), είτε σε εθνικό είτε σε υπερεθνικό επίπεδο, η πλειοψηφία έχει σίγουρα υψηλές προσδοκίες από τη δημοκρατία, αφού η κατεύθυνση της κοινωνίας κρέμεται, τραγελαφικά, από τις αποφάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας της.
Μια αναγκαία μείωση της κρατικής εξουσίας
Είναι λοιπόν δυνατό να συμπεράνουμε ότι ο περιορισμός της κρατικής εξουσίας είναι απαραίτητος για να μειωθούν οι πολιτικές εντάσεις στην κοινωνία και να εισαχθεί η πολυπόθητη σταθερότητα, ανεξάρτητα από το αν το πολιτικό σύστημα θεωρείται «δημοκρατικό» ή όχι. Αυτό απαιτεί την αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων και τη μείωση του ρόλου του κράτους, με την ενίσχυση της ελεύθερης αγοράς και των ατομικών δικαιωμάτων. Το αποτέλεσμα θα είναι μια πιο ελεύθερη κοινωνία, ικανή να προσαρμόζεται πιο φυσικά και αρμονικά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι «περισσότερη ελευθερία» και όχι «περισσότερη δημοκρατία».
Δυστυχώς, η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας έχει οδηγήσει τις πλειοψηφίες στη Δύση να συγχέουν τη δημοκρατία με την ελευθερία. Αυτό είναι ένα σημαντικό λάθος, διότι η δημοκρατία δεν αποτελεί εγγύηση για την ελευθερία, ακόμη και αν η κυριαρχία της πλειοψηφίας ήταν δυνατή. Αντιθέτως, όποτε έχουν γίνει παραχωρήσεις προς την πλειοψηφία, όπως οι δαπάνες πρόνοιας μέσω της δημοσιονομικής αναδιανομής, αυτές είχαν επιζήμιες επιπτώσεις στην κοινωνία και μείωσαν την οικονομική ελευθερία. Όπως είπε ο Tocqueville, «αγαπώ πολύ την ελευθερία και τον σεβασμό των δικαιωμάτων, αλλά όχι τη δημοκρατία».
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρανοήσεις σχετικά με την πολιτική εκπροσώπηση που παρουσιάστηκαν εδώ, είναι καιρός να συντρίψουμε πλήρως την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας στη Δύση και να αντικαταστήσουμε τη δημοκρατία με την ελευθερία, ως τον ύψιστο πολιτικό στόχο που πρέπει να επιτύχουμε και να προστατεύσουμε.
Δείτε επίσης: