Αν ψηφίζετε, τότε δεν έχετε δικαίωμα να διαμαρτύρεστε μετά
Το να ζητάς από όλους να ψηφίζουν είναι σαν να ζητάς από όλους να ρυπαίνουν
Άρθρο του Joakim Book, που δημοσιεύτηκε στις 9 Απριλίου 2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6'.
«Οι περισσότεροι πολίτες δεν μας κάνουν χάρη όταν ψηφίζουν. Το να ζητάς από όλους να ψηφίζουν είναι σαν να ζητάς από όλους να ρυπαίνουν».
—Jason Brennan, Against Democracy
Όχι, ο τίτλος δεν έχει τυπογραφικό λάθος: Εννοώ πράγματι το αντίθετο από το ανόητο κλισέ που χρησιμοποιούν πολλοί μετά τις εκλογές: «Αν δεν ψήφισες, τότε δεν έχεις δικαίωμα να διαμαρτύρεσαι!».
Η ρομαντική άποψη για την δημοκρατική διακυβέρνηση είναι η ιδέα ότι όλοι μαζί, δείχνουμε τις αξίες μας και εκφράζουμε τη γνώμη μας, και μέσω του θαύματος της συνάθροισης των ψήφων αποκτούμε μια υπεύθυνη κυβέρνηση που αντανακλά κατά κάποιον τρόπο αυτές τις αξίες. Και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μπορούμε ευχαρίστως να ξοδεύουμε το χρόνο μας σε ό,τι πραγματικά έχει σημασία στη ζωή, ενώ οι διορισμένοι εκπρόσωποί μας φροντίζουν με προσοχή και με επάρκεια τα κοινά, δημόσια αγαθά μας, προς το συμφέρον του έθνους μας.
Αν δεν χαμογελάσατε σαρκαστικά κατά την ανάγνωση της προηγούμενης παραγράφου, είτε δεν έχετε συμμετάσχει ποτέ σε μια δημοκρατία, είτε σας περιμένει ένα σκληρό σοκ μόλις σηκώσετε το βλέμμα σας από αυτήν την παραμυθένια θέαση των πραγμάτων. Ένας πιο οξυδερκής επικριτής της δημοκρατίας, ο λιμπερταριανός Jason Brennan, ξεκινά το βιβλίο του Against Democracy συνοψίζοντας το πώς η άποψή του διαφέρει από την άποψη των περισσότερων:
«Πολλοί από τους συναδέλφους μου έχουν μια κάπως ρομαντική άποψη για την πολιτική: ότι η πολιτική μας ενώνει, μας εκπαιδεύει, μας εκπολιτίζει, και μας κάνει συμπολίτες. Θεωρώ ότι η πολιτική κάνει το αντίθετο: μας διχάζει, μας αποβλακώνει, μας διαφθείρει, και μας κάνει εχθρούς μεταξύ μας.»
Η μεγάλη υπόσχεση της δημοκρατίας και του καθολικού δικαιώματος ψήφου είναι ότι εσείς —ναι, εσείς!— μπορείτε να βελτιώσετε τα πράγματα, εάν απλώς σηκώσετε τον πισινό σας από τον καναπέ, ενημερωθείτε, και πάτε να ψηφίσετε. Σε κάθε εκλογικό κύκλο μάς λένε ότι είναι πολύ σημαντικό να «δώσετε το παρόν»—πράγμα παράξενο, γιατί σε πολλές πολιτείες στο εκλογικό σύστημα της Αμερικής είναι εντελώς άσκοπο να ψηφίζετε, και επίσης: γιατί στο καλό θα έλεγε ένας υποψήφιος «Πηγαίνετε να ψηφίσετε!» εκτός αν εννοούσε «Πηγαίνετε να ψηφίσετε… εμένα»;
Η αντίστροφη όψη της υπόσχεσης της δημοκρατίας που παραβλέπετε είναι ότι εσείς —ναι, εσείς— μπορεί να κάνετε τα πράγματα χειρότερα. Γιατί, τι γνωρίζετε για τους φορολογικούς συντελεστές, ή την περιβαλλοντική νομοθεσία, ή τις ανάγκες της υγειονομικής περίθαλψης, ή τις υποδομές, ή τι θα πρέπει να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία; Πώς θα μπορούσατε να έχετε μια επαρκή κατανόηση των στρατιωτικών προμηθειών, ή του ποσού που θα έπρεπε να δαπανά η κεντρική κυβέρνηση για το τάδε ζήτημα; (Λοιπόν, το τελευταίο ερώτημα έχει μια λογική απάντηση: μηδέν.)
Πάντα βρίσκω περίεργο το ότι όσοι είναι ερωτευμένοι με τη δημοκρατία είναι πάντα τόσο ενθουσιασμένοι και σοβαροί τους μήνες πριν από μια σημαντική εκλογική αναμέτρηση — και πάντα τόσο απογοητευμένοι μετά. Ο υποψήφιος τους δεν κέρδισε, και τώρα πρέπει να συμβιβάσουν αυτό το αποτέλεσμα με τη δική τους (προφανώς εσφαλμένη) κοσμοθεωρία. Ο κόσμος δεν θέλησε αυτό που του πουλούσαμε – τι περίεργο.
Οι τρεις κοινές αντιδράσεις είναι:
Η αντιπολίτευση έκλεψε τις εκλογές (« Ήταν δάκτυλος της Ρωσίας !») . Αν και το σενάριο με την Ρωσία στην Αμερική ή τη Βρετανία το 2016 δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη βάση, ήταν ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για όσους δεν μπορούσαν να συμβιβάσουν την αφοσίωσή τους στη δημοκρατία με τα τρομακτικά αποτελέσματα που μόλις είχε επιφέρει (σ.σ. Τραμπ και Brexit). Για τις μορφωμένες ελίτ στην ανατολική και δυτική ακτή των ΗΠΑ, ήταν πολύ πιο εύκολο το 2020–21 να γελοιοποιήσουν τους κακούς Τραμπιστές, που επέλεξαν αυτή την αντίδραση με τις επιθέσεις της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, παρ' όλο που οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι το 2016 (… και το 2000). Η δημοκρατία είναι να φορτώνεις τα χάλια σου στον αντίπαλό σου, ενώ πολύ βολικά ξεχνάς τα δικά σου.
Χρειαζόμαστε να ενημερωθεί περισσότερο ο κόσμος, και να «περάσουμε το μήνυμα». Σαφώς, τα προεκλογικά μας συνθήματα δεν ήταν αρκετά καλά, ή οι υποψήφιοι μας δεν είχαν απήχηση στο εκλογικό σώμα, ή υπάρχει κάποιο θέμα άγνοιας ή παρανόησης στο εκλογικό σώμα. Γιατί οι ψηφοφόροι, όπως όλοι οι καλοί και έντιμοι άνθρωποι, συμμερίζονται την πεποίθησή μας για το τι είναι σημαντικό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια ότι πολλοί άλλοι διαφωνούν με την άποψή μας για τον κόσμο, τις αξίες που ασπαζόμαστε, ή τις «προφανείς» πολιτικές που λέμε ότι θέλουμε να ακολουθήσουμε, έτσι;
Δεν αντέχω τους συμπατριώτες μου! Πώς μπορούν να είναι τόσο ανόητοι; Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Τραμπ/η Χίλαρι/ο Κόρμπιν/ο Μπόρις Τζόνσον/ο Μακρόν/η Λε Πεν είναι τόσο ξεκάθαρα ανίκανοι και επικίνδυνοι και χαζοί και ότι μια Καλή Κοινωνία™ απαιτεί να νικήσει ο δικός μου υποψήφιος;
Αυτό που είναι τόσο ενδιαφέρον σε όλες αυτές τις αντιδράσεις είναι ότι προδίδουν τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας - την υποτιθέμενη συνάθροιση της βούλησης του λαού σε κάτι ενιαίο. Η βασική ιδέα της δημοκρατίας είναι ότι βάζουμε τις αξίες μας σε ένα (μαύρο) κουτί και υπακούμε τον υποψήφιο της πλειοψηφίας. Αυτό συνεπάγεται, φυσικά, ότι θα υπάρχουν διαφωνούντες και μειοψηφίες, και το σύστημα απαιτεί από αυτούς να υποταχθούν στον κανόνα εκείνης της πλειοψηφίας. Αν υποστηρίζατε πραγματικά τη δημοκρατία, θα ήσασταν εξίσου ενθουσιασμένοι, ανεξάρτητα από το ποια πλευρά κέρδισε.
Δεν έχω συναντήσει ακόμη ένα τόσο λογικά συνεπές άτομο – κάτι το οποίο μου λέει ότι η αφοσίωση στη δημοκρατία των ακτιβιστών που την αγαπούν είναι ψεύτικη, και ότι το παν είναι η επιθυμία τους να κυριαρχήσουν πάνω στους άλλους.
Όλα αυτά έρχονται στο μυαλό μου καθώς ο Βίκτορ Όρμπαν, ο μακροβιότερος αρχηγός κράτους στην Ευρώπη και εμβληματική φυσιογνωμία του λαϊκισμού και της λεγόμενης αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας, κέρδισε για άλλη μια φορά τους πολιτικούς του αντιπάλους, συντρίβοντάς τους στις εκλογές της Ουγγαρίας. Για κάθε καλλιεργημένο, μορφωμένο, ορθά σκεπτόμενο άτομο εντός και εκτός αυτής της κεντρικής ευρωπαϊκής χώρας, το αποτέλεσμα αποτελεί ένα πλήγμα για την άποψή του για τον κόσμο — μια γνωστική ασυμφωνία που περιμένει να αποκαλυφθεί.
Τα δυτικά ειδησεογραφικά μέσα αποκαλούν τη νίκη «συντριβή» και «θρίαμβο» — κάτι το οποίο, θα πίστευε κανείς, θα έπρεπε να γιορτάζεται ως μια καλή είδηση από όλους τους δημοκράτες του κόσμου: μια σαφής εντολή από τον λαό, με τη συμμετοχή στις κάλπες σε υψηλά επίπεδα, το αντίθετο από μια «ψήφο δυσπιστίας».
Φυσικά, κανείς δεν το βλέπει έτσι, υποδεικνύοντας όλους τους τρόπους με τους οποίους ο Όρμπαν και οι διεφθαρμένοι φίλοι του υπονόμευσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς, έλεγξαν τα δικαστήρια, ξεκίνησαν μάχες με υπερεθνικές εταιρείες, και έκαναν ρουσφέτια στους ψηφοφόρους τους για να μεγιστοποιήσουν την εκλογική τους επιρροή. Οι ηττημένοι παραπονέθηκαν ότι οι νικητές διέδιδαν «μίσος και ψέματα». Μήπως κάτι απ' όλα αυτά χτυπά ένα καμπανάκι για κάποιες άλλες δημοκρατίες, πιο κοντά στην Αμερικανική ήπειρο;
Η κύρια αντίρρηση είναι λοιπόν ότι η Ουγγαρία δεν είναι μια «πραγματική δημοκρατία», μια αντίρρηση που ακούγεται ιδιαίτερα ειρωνική σε μια πρώην κομμουνιστική χώρα, που από καιρό θεωρεί τις πομφόλυγες του τύπου «Η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν πραγματικός κομμουνισμός!» ως προσβολή της συλλογικής της ιστορίας.
Αντίθετα, αυτό είναι το πιο αληθινό υπόδειγμα της δημοκρατίας που μπορεί να φανταστεί κανείς - λαοφιλείς φυσιογνωμίες που εκτοξεύουν λάσπη στους αντιπάλους τους, συσπειρώνουν τις μάζες ενάντια σε (φανταστικούς ;) εχθρούς, ξένους και εγχώριους, και λένε πράγματα που δεν είναι αλήθεια. Και πάλι, πείτε μου ποιες δημοκρατίες δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Η διαφορά μεταξύ της «καταστροφικής» δημοκρατίας της Ουγγαρίας, και εκείνων των προβληματικών δυτικών ομολόγων της είναι απλώς θέμα βαθμού - και του γεγονότος ότι έχουμε ένα τεράστιο «τυφλό σημείο» για την αγγλική, αμερικανική ή σκανδιναβική εκδοχή παρόμοιων υστερήσεων.
Όλες οι δημοκρατίες ακολουθούν τον δρόμο της Ουγγαρίας, αργά ή γρήγορα, καθώς η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που ευνοεί τη βλακεία και τη σκληρότητα: οι χειρότεροι επικρατούν, η λογική του παρεμβατισμού καθιστά ολοένα και μεγαλύτερη την εισβολή του κράτους στην κοινωνική ζωή, και οι ελευθερίες καταβροχθίζονται. Σχετικά με αυτό το ζήτημα παρατήρησα πρόσφατα ότι
«το περίεργο με τη δημοκρατία είναι ότι, με κάποιον τρόπο, οι χειρότεροι επικρατούν. Παρ' όλους τους έντονους χαρακτηρισμούς, τις μαζικές εκστρατείες, τις δημόσιες συζητήσεις, το μαζικό προσκύνημα στους εκλογικούς θαλάμους, και τις άφθονες υποσχέσεις για πιο οικολογικούς, πιο καλούς, πιο δίκαιους κόσμους, καταλήγουμε με κάποιον τρόπο σε διογκωμένες γραφειοκρατίες, άδικες πολιτικές, κατασπατάληση πόρων — και όχι τόσο σπάνια σε ομαδικούς τάφους. Το κράτος, όπως μας δίδαξε ο Ρόμπερτ Χιγκς, είναι απλώς πολύ επικίνδυνο για να το ανεχόμαστε.»
Ναι, η δημοκρατία είναι η αυταπάτη ότι ο καθένας μπορεί να ζει εις βάρος όλων των άλλων, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα για όσους υποστηρίζετε ειλικρινά τη δημοκρατία είναι πως διατηρείτε δύο αντιφατικές αρχές ταυτόχρονα: τη δική σας άποψη για το ποια είναι η σωστή πολιτική και ποιος είναι ο καλύτερος υποψήφιος, και την υπερκείμενη πεποίθησή σας ότι η δημοκρατική ψηφοφορία αποτελεί τον καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης. Όταν οι υποψήφιοι που προτιμάτε χάνουν από πραγματικά απαίσιους τύπους, χρειάζεται μια πολύ ισχυρή πεποίθηση (και ισχυρός χαρακτήρας ) για να πείτε, «Η χώρα μου αυτό θέλησε, οπότε όλα είναι εντάξει!»
Τρομερά πράγματα συμβαίνουν όταν πεθαίνει η δημοκρατία, συμφωνώ, αλλά συμβαίνουν και τρομερά πράγματα όσο ζει η δημοκρατία.
Εάν πιστεύετε πραγματικά ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο από όλα τα δυνατά συστήματα, τότε η συμμετοχή σε αυτήν (δηλ. η ψηφοφορία) θα πρέπει λογικά να επιλύει τις διαφορές μεταξύ μας: ο λαός μίλησε, το θαύμα της συνάθροισης των ψήφων έκανε τα μαγικά του. Πώς, λοιπόν, μπορείτε να παραπονιέστε για το αποτέλεσμα;
Ο Joakim Book είναι απόφοιτος οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και επί του παρόντος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γράφει τακτικά στο Life of an Econ Student .