Γιατί οι διανοούμενοι απεχθάνονται τον καπιταλισμό
Οι διανοούμενοι το θεωρούν βαθιά άδικο αν κάποιος με στοιχειώδη εκπαίδευση και χωρίς ενδιαφέρον για την υψηλή κουλτούρα κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη περιουσία
Άρθρο του Rainer Zitelman, που δημοσιεύτηκε από το Adam Smith Institute. Χρόνος ανάγνωσης 10'.
Μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών συστημάτων ανά τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ανωτερότητα της οικονομίας της αγοράς κατέστη σαφής σε πολλούς. Παρ’ όλα αυτά, μια λανθάνουσα ή εμφανής εχθρότητα απέναντι στον καπιταλισμό επιβίωσε και, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, κέρδισε και σημαντική στήριξη. Ιδίως μεταξύ των διανοούμενων, ο αντικαπιταλισμός είναι ξανά δημοφιλής - όπως καταδεικνύει, για παράδειγμα, η ευρεία αποδοχή του βιβλίου του Τομά Πικετί «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα». Ο αντικαπιταλισμός μεταξύ των διανοουμένων όμως έχει μια μακρά ιστορία.
«Ο αντικαπιταλισμός είναι η πιο διαδεδομένη και ευρέως ασκούμενη πνευματική πίστη μεταξύ των διανοούμενων» συμπεραίνει ο Αμερικανός ιστορικός Alan S. Kahan. Ο κοινωνιολόγος Thomas Cushman δήλωσε σχετικά: «Ο αντικαπιταλισμός έχει γίνει με διάφορους τρόπους ο κεντρικός πυλώνας της κοσμικής θρησκείας των διανοουμένων, το έθος των σύγχρονων κριτικών διανοούμενων ως ομάδας κύρους».
Ακόμη και όσοι αμφισβητούν ότι οι διανοούμενοι στην πλειονότητά τους είναι ανοιχτά αντικαπιταλιστές, δεν μπορούν να διαφωνήσουν με το ότι μια κριτική στάση απέναντι στον καπιταλισμό είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ τους. Αυτή η στάση είναι εξίσου κυρίαρχη μεταξύ των αριστερών, όσο και μεταξύ των συντηρητικών ή δεξιών στοχαστών. Μάλιστα, αυτό που συχνά συνδέει τις δύο ομάδες είναι η έφεσή τους προς τον κρατισμό - η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος επίλυσης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων είναι μέσω της παρέμβασης του κράτους. Ο Alain de Benoist, ένας από τους πιο εξέχοντες και παραγωγικούς εκπροσώπους του γαλλικου κινήματος της Νέας Δεξιάς, το οποίο εμπνέεται από τη Συντηρητική Επανάσταση στη Γερμανία της δεκαετίας του 1920, παραδέχθηκε πρόσφατα: «Οι κύριοι εχθροί μου πάντα υπήρξαν ο καπιταλισμός στο πεδίο της οικονομίας, ο φιλελευθερισμός στο πεδίο της φιλοσοφίας, και η αστική τάξη στο πεδίο της κοινωνιολογίας».
Ο αντικαπιταλισμός υπάρχει υπό διάφορα προσωπεία και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος και εκφράζεται ως μια κριτική της παγκοσμιοποίησης που στρέφεται εναντίον του ελεύθερου εμπορίου και των δήθεν εκμεταλλευτικών του πρακτικών, της πολιτισμικής ισοπέδωσης, ή της υποτιθέμενης συνενοχής του καπιταλισμού ως προς τη πρόκληση φτώχειας στην Αφρική. Εναλλακτικά, μπορεί να πάρει τη μορφή μιας αντιαμερικανικής μνησικακίας που αντιλαμβάνεται τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την κατ’ εξοχήν έκφραση της ανάλγητης, μισθοφορικής κοσμοθεωρίας που ενσαρκώνει ο καπιταλισμός. Επίσης, από τη δεκαετία του 1970 έστρεψε την προσοχή του στο περιβαλλοντικό κίνημα, το οποίο κατηγορεί τον καπιταλισμό για την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Μολονότι υπόκειται σε μεταβαλλόμενες μόδες και προτιμήσεις - η μαρξιστική ιδεολογία που κυριαρχούσε κατά τη δεκαετία του 1960 σήμερα είναι εκτός συρμού - έχει αντικατασταθεί από μια ρητορική και ιδεολογία της αντι-παγκοσμιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, ο αντικαπιταλισμός έχει στο στόχαστρό του σταθερά τον ίδιο εχθρό και καθοδηγείται από την ίδια απέχθεια για τις δυνάμεις της αγοράς.
Η αδυναμία κατανόησης της αυθόρμητης εξέλιξης του καπιταλισμού
Πολλοί διανοούμενοι δεν αντιλαμβάνονται τη φύση του καπιταλισμού ως μιας οικονομικής τάξης που αναδύεται και αναπτύσσεται αυθόρμητα. Σε αντίθεση προς τον σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός δεν είναι μια σχολή σκέψης που επιβάλλεται επί της πραγματικότητας: ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς σε μεγάλο βαθμό εξελίσσεται αυθόρμητα, αναπτύσσεται οργανικά και δεν διατάσσεται άνωθεν. Ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί ιστορικά, σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο που αναπτύχθηκαν οι γλώσσες μέσα στον χρόνο ως αποτέλεσμα αυθόρμητων και ανεξέλεγκτων διαδικασιών. Η Εσπεράντο, που εφευρέθηκε το 1887 ως μια σχεδιασμένη γλώσσα, υπάρχει εδώ και πάνω από 130 χρόνια χωρίς να έχει κερδίσει ούτε κατά προσέγγιση την παγκόσμια αποδοχή που έλπιζαν οι εφευρέτες της. Ο σοσιαλισμός μοιράζεται κάποια από τα χαρακτηριστικά μιας σχεδιασμένης γλώσσας, καθώς πρόκειται για ένα σύστημα που επινοήθηκε από διανοούμενους.
Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο μαρξισμός θεωρήθηκε μια τόσο ελκυστική πρόταση από τους διανοούμενους του 20ου αιώνα και συνεχίζει να ενθουσιάζει τόσους πολλούς, όπως κατέδειξε η μαρξιστική αναβίωση που συνέπεσε με τα 200στά γενέθλια του Καρλ Μαρξ. Είναι μια θεωρία που αναπτύχθηκε από διανοούμενους, πήρε τη μορφή περίπλοκων συστημάτων και στη συνέχεια έπρεπε να διαδοθεί στις «μάζες» (πρώτα και κύρια στους εργάτες) μέσω μιας διαρκούς επαναστατικής παρακίνησης και προπαγάνδας. Από την στιγμή που η ελίτ όσων μπορούσαν να κατανοήσουν τη θεωρία καταλάμβανε την εξουσία, το καθήκον της θα ήταν να την εφαρμόσει στον πραγματικό κόσμο καταστρέφοντας τα υφιστάμενα, οργανικά ανεπτυγμένα συστήματα - μεταξύ των οποίων και την οικονομία της αγοράς, τις υποκείμενες παραδόσεις και τις κοινωνικές νόρμες - και να εγκαταστήσει στη θέση τους ένα ψευδο-επιστημονικό και ψευδο-ορθολογικό σύστημα.
Από την στιγμή που συλλάβει κανείς αυτή την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στον καπιταλισμό, ως μια αυθορμήτως εξελισσόμενη τάξη, και τον σοσιαλισμό, ως μια θεωρητική κατασκευή, οι λόγοι που πολλοί διανοούμενοι έχουν μεγαλύτερη αδυναμία στον σοσιαλισμό - σε οποιαδήποτε μορφή του - γίνονται ξαφνικά προφανείς. Άλλωστε, η επινόηση νοητικών υπερδομών και η χρήση των γλωσσικών τους δεξιοτήτων για τη σχηματοποίηση και την έκφραση αυτών των υπερδομών, τόσο γραπτώς όσο και μέσω διαπρύσιων κηρυγμάτων, είναι αυτό που ούτως ή άλλως κάνουν οι διανοούμενοι. Καθώς η επιβίωσή τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να σκέφτονται και να διαδίδουν ορθολογικές και συνεκτικές ιδέες, αισθάνονται πιο άνετα με μια τεχνητά σχεδιασμένη και κατασκευασμένη οικονομική τάξη, απ’ ό,τι με μία που επιτρέπει την ασχεδίαστη, αυθόρμητη ανάπτυξη. Η ιδέα ότι οι οικονομίες λειτουργούν καλύτερα χωρίς την ενεργή παρέμβαση και τον σχεδιασμό είναι για πολλούς διανοούμενους ξένη.
Πολλοί αντικαπιταλιστές διανοούμενοι προτιμούν να επινοούν ουτοπικά οράματα μιας ιδεατής κοινωνίας, τα οποία στη συνέχεια αναδεικνύουν σε πρότυπα σύγκρισης έναντι των οποίων οι υφιστάμενες κοινωνίες είναι σίγουρο ότι θα μειονεκτούν. Οι ουτοπίες τους συνήθως είναι ακραία εξισωτικές κοινωνίες που δίνουν μεγάλη εξουσία στο κράτος και πολύ λίγο χώρο στις δυνάμεις της αγοράς.
Για να κατανοήσουμε γιατί τόσοι πολλοί διανοούμενοι έχουν αντικαπιταλιστικές θεωρήσεις, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν μια ελίτ, ή σε κάθε περίπτωση μια κοινότητα με κοινό σκοπό που αυτοπροσδιορίζεται ως ελίτ. Ο αντικαπιταλισμός τους τροφοδοτείται από την αντιπάθεια και την αντιπαράθεσή τους προς την επιχειρηματική ελίτ. Με την έννοια αυτή, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ομάδων είναι απλώς ένας ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών ελίτ που αντιμάχονται η μια την άλλη με έπαθλο το κύρος στη σύγχρονη κοινωνία. Αν ένα ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης δεν εγγυάται αυτομάτως υψηλότερα εισοδήματα και πιο προνομιούχες θέσεις, τότε οι αγορές που επιτρέπουν αυτή την ανισορροπία γίνονται αντιληπτές ως άδικες από την οπτική γωνία των διανοούμενων. Η ζωή σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα που με συνέπεια αποδίδει τα ανώτερα - οικονομικά - έπαθλα σε άλλους, σε ένα σύστημα όπου ακόμη και οι ιδιοκτήτες μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων έχουν υψηλότερα εισοδήματα και πλούτο απ’ ό,τι ένας τακτικός καθηγητής φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, πολιτισμικών σπουδών ή ιστορίας της τέχνης, οδηγεί τους διανοούμενους να υιοθετήσουν έναν γενικό σκεπτικισμό έναντι ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στον ανταγωνισμό.
Στο ευπώλητο βιβλίο του «The Rich and the Super-Rich», ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ferdinand Lundberg διατυπώνει τις ακόλουθες χαρακτηριστικές παρατηρήσεις: «Σε ό,τι αφορά τον γενικό ανθρωπότυπο του Αμερικανού, σύγχρονου και παλαιότερου, δημιουργού πλούτου, μπορεί να ειπωθεί ότι συνήθως πρόκειται για έναν εξωστρεφή άνθρωπο, χωρίς πολύ αναστοχασμό… Συχνότερα δεν έχει εκπαίδευση, και δεν είναι διαβασμένος, και ως επί το πλείστον έχει μια αφελή θεώρηση του κόσμου και του δικού του ρόλου μέσα σ’ αυτόν… Εκ της θέσης του και μόνο είναι αλλοτριωμένος». Έτσι, η πλειονότητα των «καπιταλιστών» στη λίστα Fortune 500 θα μπορούσε να περιγραφεί ως «άτομα που δεν τελείωσαν το λύκειο και δεν έχουν επαφή με την υψηλή κουλτούρα».
Η περιφρόνηση που εκφράζει αυτός ο ισχυρισμός καταδεικνύει με ενάργεια τον βαθμό που οι διανοούμενοι τείνουν να αναγορεύουν τα προσωπικά τους αξιακά κριτήρια σε απόλυτα κριτήρια για όλους. Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται από το επίπεδο της εκπαίδευσής τους και το κοινωνικό τους κεφάλαιο. Αντιστοίχως, το θεωρούν βαθιά άδικο αν κάποιος με στοιχειώδη εκπαίδευση και χωρίς ενδιαφέρον για την υψηλή κουλτούρα κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη περιουσία, την ώρα που ακαδημαϊκοί με πλούσια εκπαίδευση και διαβάσματα πρέπει να ζουν με συγκριτικά λιγότερα χρήματα. Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι ο κόσμος μοιάζει αναποδογυρισμένος γι’ αυτούς τους διανοούμενους. Άλλωστε, αντλούν τη δική τους αίσθηση ανωτερότητας από το γεγονός ότι έχουν καλύτερη εκπαίδευση, και περισσότερες γνώσεις και δεξιότητες έκφρασης.
Η εσφαλμένη ανωτερότητα της ρητής έναντι της άρρητης μάθησης
Είναι κατανοητό το γεγονός ότι οι διανοούμενοι τείνουν να εξισώνουν την απόκτηση της γνώσης, με την ακαδημαϊκή εκπαίδευση και τη μάθηση από βιβλία. Η ψυχολογία της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί το όρο «ρητή γνώση» γι’ αυτό το είδος της γνώσης που αποκτάται μέσω της «ρητής μάθησης». Υπάρχει ωστόσο και ένα διαφορετικό είδος γνώσης, η «άρρητη γνώση», που αποκτάται μέσω της «άρρητης μάθησης». Αυτή είναι πολύ πιο αρχέγονη και συχνά πιο ισχυρή, μολονότι πολλοί διανοούμενοι αγνοούν την ύπαρξή της. Οι έρευνες στο επιχειρηματικό πεδίο έχουν καταδείξει ότι αυτός είναι ο τρόπος απόκτησης γνώσης για την πλειονότητα των επιχειρηματιών.
Ο γεννημένος στην Ουγγαρία, Βρετανός φιλόσοφος Michael Polanyi διατύπωσε την έννοια της «υπόρρητης γνώσης» (tacit knowledge) όταν έγραψε τον περίφημο αφορισμό «μπορούμε να ξέρουμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να πούμε» στο βιβλίο του The Tacit Dimension (1966). Με άλλα λόγια, η μάθηση δεν είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και συστηματικής απόκτησης γνώσης, αλλά συχνά το αποτέλεσμα ασυνείδητων, υπόρρητων μαθησιακών διαδικασιών. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που είχε προηγουμένως υπογραμμίσει ο οικονομολόγος και νομπελίστας Friedrich August von Hayek.
Η υπόρρητη μάθηση διαφέρει από τη ρητή, καθώς τα αποτελέσματά της είναι δύσκολο ή και αδύνατο να καταδειχθούν με τη μορφή πιστοποιήσεων ή ακαδημαϊκών τεκμηρίων. Υπό τα πρότυπα ενός διανοούμενου, ένας επιχειρηματίας που μπορεί να μην έχει διαβάσει πολλά βιβλία ή να μην έχει διακριθεί ιδιαίτερα στο πανεπιστήμιο δεν έχει τίποτε να επιδείξει για τον εαυτό του, το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα διδακτορικό ή έναν κατάλογο δημοσιεύσεων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο - σε μια πλατφόρμα που αναπτύχθηκε από διανοούμενους - ένας καθηγητής με έναν πενιχρό κατάλογο δημοσιεύσεων έχει καλύτερες πιθανότητες να θεωρηθεί πως αξίζει να έχει ένα λήμμα στην Wikipedia από έναν επενδυτή υπεύθυνο για συναλλαγές δισεκατομμυρίων δολαρίων στην κτηματαγορά.
Οι διανοούμενοι δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί κάποιος με «κατώτερο πνεύμα», κάποιος που μπορεί να μην έχει καν πανεπιστημιακό πτυχίο, καταλήγει να κερδίζει τόσα περισσότερα χρήματα και να ζει σε ένα τόσο μεγαλύτερο σπίτι. Αισθάνονται ότι προσβάλλεται η αίσθηση του «δικαίου» τους, και συνεπώς αποδεικνύεται έτσι η πεποίθησή τους ότι ο καπιταλισμός κι η αγορά λειτουργούν με λάθος τρόπο, και πως πρέπει να «διορθωθούν» μέσω μιας μαζικής αναδιανομής (sic) εισοδημάτων. Αφαιρώντας από τους πλουσίους ένα μέρος του «πλούτου που δεν τον αξίζουν» οι διανοούμενοι παρηγορούνται από το γεγονός ότι, ακόμη κι αν δεν μπορούν να καταργήσουν συνολικά το βάναυσο καπιταλιστικό σύστημα, μπορούν τουλάχιστον να το «διορθώσουν» ως έναν βαθμό.
Ο λιμπερταριανός φιλελεύθερος φιλόσοφος Robert Nozick, σε ένα δοκίμιό του του 1998 θέτει το ερώτημα: «Γιατί οι διανοούμενοι αντιτίθενται στον καπιταλισμό;». Η απάντησή του βασίζεται στην υπόθεση ότι οι διανοούμενοι αισθάνονται ανώτεροι από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Ήδη από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, οι διανοούμενοι μας λένε ότι η συμβολή τους στην κοινωνία είναι πολυτιμότερη από κάθε άλλης ομάδας. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η αίσθηση ανωτερότητας;
Σύμφωνα με τον Νόζικ, ξεκινά στο σχολείο, όπου η διανοητική λαμπρότητα των «λεκτικά προικισμένων παιδιών» ανταμείβεται από τους δασκάλους με διάχυτους επαίνους και καλούς βαθμούς. Αυτό κάνει τα παιδιά αυτά να περιμένουν ότι και η κοινωνία ευρύτερα θα λειτουργεί βάσει των ίδιων κανόνων. Ιδίως στις καπιταλιστικές κοινωνίες, που υπόσχονται τη μεγαλύτερη επιτυχία για τους λαμπρότερους και τους ικανότερους, αυτές οι υποσχέσεις αξιοκρατίας υποδαυλίζουν τις προσδοκίες τους. Για κάθε παιδί όμως που υπήρξε λαμπρός μαθητής, η μετέπειτα συνειδητοποίηση ότι η οικονομία της αγοράς δεν εκτιμά εξίσου τις συγκεκριμένες αυτές δεξιότητες οδηγεί σε αισθήματα αγανάκτησης και απόρριψης, που τροφοδοτούν μια διανοητική εχθρότητα προς το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο λόγος που ο αντικαπιταλισμός μεταξύ των διανοούμενων έχει γίνει τόσο ισχυρός είναι επειδή οι επιχειρηματικές ελίτ προς το παρόν δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν μια διανοητικώς επαρκή απάντηση. Οι διανοούμενοι που υποστηρίζουν τον καπιταλισμό - οικονομολόγοι όπως οι Λούντβιχ φον Μίζες, Χάγιεκ και Μίλτον Φρίντμαν, καθώς και μυθιστοριογράφοι όπως η Άυν Ραντ - προσπάθησαν να αναλάβουν αυτή τη μάχη που η επιχειρηματική ελίτ δεν θέλει ή δεν μπορεί να δώσει, γιατί δεν διαθέτει είτε το θάρρος, είτε τα διανοητικά μέσα και τη λεκτική ικανότητα. Αυτοί οι υποστηρικτές του καπιταλισμού όμως πάντα υπήρξαν ξένοι μεταξύ των συναδέλφων τους διανοουμένων.
Ο θαυμασμός προς τον Στάλιν και τον Μάο
Ενώ παρέμεινε μεγάλη η αντιπάθεια μεταξύ των κορυφαίων διανοούμενων του 20ου αιώνα και των υπέρμαχων του καπιταλισμού, ο θαυμασμός προς δικτάτορες όπως ο Στάλιν και ο Μάο Τσετούνγκ υπήρξε μεγάλος σε ορισμένους κύκλους. Δεν μιλάμε για περιθωριακούς ή απροσάρμοστους, αλλά για τα μέλη της διανοητικής ελίτ, των οποίων το μίσος για τον καπιταλισμό ήταν τόσο ισχυρό, που οδήγησε αυτούς τους διανοούμενους να θαυμάζουν ορισμένους από τους χειρότερους μαζικούς δολοφόνους του 20ου αιώνα. Οι Γάλλοι συγγραφείς Henri Barbusse και Jean-Paul Sartre είναι μόνο δύο από τα πολλά σχετικά παραδείγματα. Ο Barbusse, του οποίου το μυθιστόρημα για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Le Feu (1916) έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 60 γλώσσες, χαρίζοντάς του το Βραβείο Γκονκούρ, έγραψε στη συνέχεια μια άκρως κολακευτική βιογραφία του Στάλιν, για τον οποίο λέει: «Η ιστορία του είναι μια σειρά από νίκες επί μιας σειράς τρομερών δυσκολιών. Από το 1917, ούτε ένας χρόνος από την καριέρα του δεν πέρασε χωρίς να πετύχει κάτι που θα έκανε κάθε άλλο άνδρα διάσημο. Είναι ένας ατσάλινος άνδρας. Το όνομα με το οποίο είναι γνωστός το περιγράφει αυτό: Η λέξη Στάλιν σημαίνει ‘ατσάλινος’ στα ρωσικά».
Γράφοντας στο τεύχος του Ιουλίου του 1950 του Les Temps Modernes, ο Σαρτρ, θεατρικός συγγραφέας, ιδρυτής της υπαρξιστικής φιλοσοφίας και ένας από τους προεξάρχοντες Γάλλους διανοούμενους του 20ου αιώνα, αρνήθηκε την ύπαρξη των σοβιετικών γκούλαγκ. Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση το 1954, διατύπωσε τον παράλογο ισχυρισμό ότι οι Σοβιετικοί πολίτες απολάμβαναν πλήρη ελευθερία να ασκούν κριτική στα μέτρα που εφαρμόζει το καθεστώς. Αυτό δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο τις κολακείες που απολάμβανε ο Σαρτρ από τους συναδέλφους του διανοουμένους.
Το ίδιο ισχύει και για τον Νόαμ Τσόμσκι, έναν από τους εξέχοντες επικριτές του καπιταλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, που υποβάθμισε την έκταση των μαζικών δολοφονιών του Πολ Ποτ. Σε μια τηλεοπτική συζήτηση το 1971 με τον Τσόμσκι, ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του μετα-στρουκτουραλισμού και ιδρυτής της αποδόμησης του λόγου, εξέφρασε την οργή του έναντι της καπιταλιστικής ελίτ: «Το προλεταριάτο δεν διεξάγει πόλεμο έναντι της κυρίαρχης τάξης διότι θεωρεί ότι ο πόλεμος αυτός είναι δίκαιος. Το προλεταριάτο διεξάγει πόλεμο έναντι της κυρίαρχης τάξης διότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, θέλει να καταλάβει την εξουσία. Όταν το προλεταριάτο καταλάβει την εξουσία, είναι πολύ πιθανό να ασκήσει έναντι των τάξεων επί των οποίων θα έχει θριαμβεύσει μια βίαιη, δικτατορική ή και αιματηρή εξουσία. Δεν μπορώ να δω τι ένσταση θα μπορούσε να εγείρει κανείς ενάντια σε κάτι τέτοιο».
Συνιστά ένα τραγικό παράδοξο το γεγονός ότι οι διανοούμενοι - που συνήθως ξεκινούν ως οι σχεδιαστές, οι δημιουργοί ή τουλάχιστον οι βασικοί υποστηρικτές αντικαπιταλιστικών συστημάτων (που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι βίαιες δικτατορίες) σχεδόν πάντα καταλήγουν μεταξύ των θυμάτων αυτών των καθεστώτων.
Σε κάθε περίπτωση, ο αντικαπιταλισμός ιστορικά, όχι μόνο έχει καταστρέψει τον οικονομικό πλούτο, αλλά έχει καταστρέψει και την πολιτική και πνευματική ελευθερία που είναι αναγκαία για την άνθηση των διανοούμενων. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τυφλό και αντανακλαστικό μίσος για τον καπιταλισμό, που έκανε έναν εξέχοντα διανοούμενο όπως τον Lion Feuchtwanger - έναν από τους πιο πετυχημένους γερμανόφωνους συγγραφείς του 20ου αιώνα - να γράψει αυτές τις γραμμές στα απομνημονεύματά του από ένα ταξίδι του στη Μόσχα που δημοσιεύθηκαν το 1937: «Μπορεί κανείς και αναπνέει ξανά, όταν φεύγει από την καταπιεστική ατμόσφαιρα μιας κίβδηλης δημοκρατίας και ενός υποκριτικού ανθρωπισμού και έρχεται στην αναζωογονητική ατμόσφαιρα της Σοβιετικής Ένωσης. Εδώ κανείς δεν κρύβεται πίσω από σκοτεινά, χωρίς νόημα συνθήματα, αλλά κυριαρχεί μια σοβαρή ηθική, πραγματικά γεωμετρικά κατασκευασμένη, και αυτή η ηθική και μόνο προσδιορίζει το σχέδιο βάσει του οποίου οικοδομείται η Ένωση».
Εξέχοντες διανοούμενοι, όπως οι Feuchtwanger, Brecht, Barbusse, Sartre and Chomsky μεταξύ αμέτρητων άλλων επέμειναν να αρνούνται πρώτον τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα του κομμουνισμού, τα οποία κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εκτιμάται ότι στοίχισαν 100 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, και δεύτερον τα εκπολιτιστικά επιτεύγματα του καπιταλισμού, ενός συστήματος που έχει συμβάλει περισσότερο στην εξάλειψη της φτώχειας απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη οικονομική διαρρύθμιση στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο Rainer Zitelmann είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Κοινωνιολογίας. Έχει γράψει 22 βιβλία. Έχει διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και υπήρξε επικεφαλής μιας μεγάλης γερμανικής εφημερίδας. Αυτό το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του The Power of Capitalism.