Το «αληθινό νόημα των Χριστουγέννων» έναντι της «καπιταλιστικής πολυτέλειας»
Άρθρο του Ryan McMalen, που δημοσιεύτηκε στις 25/12/2020 από το Mises Institute
Ετικέτες: Καπιταλισμός, Πολιτισμός
Η ιδέα του να απολαμβάνουν οι απλοί άνθρωποι πολυτέλειες και «περιττά» αντικείμενα προβληματίζει εδώ και αιώνες τους διανοούμενους και τους αριστοκράτες. Ωστόσο, χάρη στον καπιταλισμό, οι καθημερινοί άνθρωποι μπορούν πλέον να απολαμβάνουν τις βασικές απολαύσεις που οι κυρίαρχες τάξεις είχαν από καιρό υφαρπάξει αποκλειστικά για λογαριασμό τους
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, όταν ρωτήθηκε εάν είναι σωστό να καταναλώνουμε κρέας τα Χριστούγεννα, αν αυτά πέφτουν την Παρασκευή, φέρεται να απάντησε:
«Αμαρτάνεις, αδελφέ, αποκαλώντας ημέρα νηστείας την ημέρα κατά την οποία γεννήθηκε το Θείο Βρέφος στον κόσμο μας. Είναι επιθυμία μου να τρώνε κρέας ακόμα και οι τοίχοι μια τέτοια μέρα, και αν δεν μπορούν, να αλείφονται με κρέας εξωτερικά.»
Ο Άγιος Φραγκίσκος, βέβαια, ήταν γνωστός για τον λιτό τρόπο ζωής του, όμως σωστά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν φρικτή ιδέα να παραιτείται κανείς από τις βασικές υλικές απολαύσεις της ζωής μια μέρα όπως τα Χριστούγεννα.
Σε αντίθεση με τον Άγιο Φραγκίσκο, ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί πιστεύουν στις μέρες μας ότι οι απολαύσεις που χαιρόμαστε τα Χριστούγεννα, κάπου στην πορεία, ξέφυγαν από τον έλεγχο. Έτσι, έχει γίνει κλισέ να θρηνούμε για την «εμπορευματοποίηση» των Χριστουγέννων.
Αυτή η κριτική διαπερνά τη λαϊκή κουλτούρα και όλοι όσοι έχουν δει ποτέ το «Χριστούγεννα του Charlie Brown» έχουν υπ’ όψη τους το μήνυμα: Το μόνο που χρειάζεστε πραγματικά τα Χριστούγεννα είναι ένα μικρό δέντρο και μερικούς φίλους. Μόνο εγκαταλείποντας τις υλικές πολυτέλειες, μας λένε, μπορούμε να εκτιμήσουμε «το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων».
Οι ρίζες αυτών των ανησυχιών ανάγονται τουλάχιστον στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν επιταχύνθηκε η μαζική παραγωγή για τα νοικοκυριά της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Για πρώτη φορά, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική, ένας απλός άνθρωπος μπορούσε να ελπίζει ότι θα μπορούσε να πάρει λίγο χρόνο άδεια από τη δουλειά του, να αγοράσει μερικά επιπλέον παιχνίδια και τρόφιμα, και να απολαύσει κάποια από τα πλούτη και την «ευζωία» που οι αριστοκράτες θεωρούσαν επί μακρόν δεδομένη.
Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, φάνηκε να προβληματίζει τους διανοούμενους και τις ανώτερες τάξεις, οι οποίες έβλεπαν με περιφρόνηση τις χοντροκομμένες εκδηλώσεις εορταστικής ευθυμίας που απολάμβαναν οι απλοί εργαζόμενοι. Αυτή η σκέψη εφαρμόστηκε με ιδιαίτερο ζήλο στις γιορτές των Χριστουγέννων. Ήταν όμως μέρος μιας γενικής δυσπιστίας απέναντι στις αγορές που εξέφραζαν οι παλιοί αριστοκράτες και θεματοφύλακες του πολιτισμού, οι οποίοι προτιμούσαν έναν κόσμο «εκλεπτυσμένων» γεύσεων, ανέγγιχτο από τη νέα καταναλωτική κουλτούρα, όπου οι απλοί άνθρωποι αποκτούσαν τόσο οικονομική όσο και πολιτική δύναμη. Παρ’ όλο που οι παλιοί επιτιμητές και πουριτανοί δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο πρότυπο για να οριοθετήσουν το πόσο «υπερβολική» ήταν η χλιδή των διακοπών, θεωρήθηκε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήταν ικανοί να διαχειριστούν αυτή τη νέα αφθονία.
Από νωρίς στην Αγγλία, για παράδειγμα, οι αριστοκράτες φοβήθηκαν ότι οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν την ηθική συγκρότηση για να διαχειριστούν οποιαδήποτε σημαντική αύξηση της πρόσβασης στις «πολυτέλειες». Όπως το περιγράφει ο ιστορικός Robert Kelley:
«Όταν μερικοί από τους εργαζόμενους φτωχούς τον 18ο αιώνα άρχισαν να πίνουν τσάι και να απολαμβάνουν μερικές άλλες απλές ανέσεις, όπως το ψωμί από σιτάρι ή τα κεριά, υπήρξε μεγάλη κατακραυγή για την ηθική υποβάθμιση της εργατικής τάξης και αμέσως επιβλήθηκαν φόροι σε αυτά τα νέα αντικείμενα κατανάλωσης.» [1]
Στην Αμερική, η οποία δεν διέθετε αρχαία αριστοκρατία, η κατάσταση ήταν διαφορετική, ωστόσο η ίδια παρόρμηση ήταν παρούσα. Οι παρελθοντολάτρεις αγρότες αντιδρούσαν στην αύξηση των καταναλωτικών αγαθών που προέρχονταν από τις πόλεις. Η ρεπουμπλικανική απλότητα απαιτούσε την απόρριψη της πολυτέλειας και της υπερβολής. Γενικότερα, ακόμη και οι σχετικά φιλελεύθεροι Jacksonians -οι οποίοι ήταν, προς τιμήν τους, λιγότερο ενθουσιασμένοι με την φορολογία από ό,τι οι Βρετανοί αριστοκράτες- ήταν καχύποπτοι απέναντι στον πολλαπλασιασμό των καταναλωτικών αγαθών. Ακόμη και στην Αμερική, «ο καταναλωτικός καπιταλισμός και η πολιτική αρετή δεν συνδέονταν συνήθως μεταξύ τους στις αρχές του δέκατου ενάτου αιώνα». [2]
Όμως οποιαδήποτε αξιολογική κρίση σχετικά με την πολυτέλεια ή την αφθονία σε αυτό το πλαίσιο είναι αρκετά αυθαίρετη, και οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής ορίων σε αυτά τα αγαθά και τις υπηρεσίες είναι εξίσου αυθαίρετη.
Ο Άγιος Φραγκίσκος, από την πλευρά του, φαίνεται ότι δεν φοβόταν την υπερβολή, τουλάχιστον όσον αφορά το φαγητό. Ίσως όμως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι στην εποχή του υπήρχαν λίγες ευκαιρίες για να καταναλώσει κανείς μεγάλες ποσότητες από οτιδήποτε. Παρ’ όλο που ο 13ος αιώνας ήταν μια περίοδος κατά την οποία η οικονομική κατάσταση της Ευρώπης βελτιώθηκε πολύ περισσότερο από ό,τι συνέβαινε λίγους αιώνες νωρίτερα, ο τρόπος ζωής σχεδόν όλων των Ευρωπαίων εξακολουθούσε να μην υπερβαίνει κατά πολύ τα επίπεδα διαβίωσης. Μια κακή συγκομιδή μπορούσε ακόμη να προξενήσει πείνα, ή ακόμη και λιμό.
Τα πράγματα αντιστράφηκαν κατά τον 14ο αιώνα, όταν το πρώτο μισό του αιώνα έφερε εκτεταμένη πείνα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, με τις αποδόσεις των καλλιεργειών να μειώνονται κατά 40% ή και περισσότερο σε ορισμένα μέρη εξαιτίας της παγκόσμιας πτώσης της θερμοκρασίας. Τα μέσα του αιώνα έφεραν τον Μαύρο Θάνατο.
Το πρόβλημα δεν ήταν η αφθονία, αλλά η στέρηση.
Η ευλογία του «καταναλωτικού καπιταλισμού»
Αυτή η ισχνή πρόσληψη των βασικών απολαύσεων και αναγκών της ζωής βελτιώθηκε για τους περισσότερους ανθρώπους στην Ευρώπη, καθώς η εκβιομηχάνιση εξελισσόταν. Χάρη στην άνοδο του παγκόσμιου εμπορίου, την επέκταση του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και την κατασκευή μύλων και εργοστασίων, το ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο -ιδιαίτερα στις πιο βιομηχανοποιημένες περιοχές της βορειοδυτικής Ευρώπης- ανήλθε σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Ίσως τίποτα δεν καταδεικνύει καλύτερα την αυθαίρετη φύση των απόψεων σχετικά με την «πολυτέλεια» και τον «καταναλωτισμό» από την οικονομική πρόοδο με την πάροδο του χρόνου. Όπως επεσήμανε ο Ludwig von Mises, η χρήση ενός πιρουνιού θεωρείτο κάποτε μια μορφή χλιδής. Ωστόσο τα πιρούνια δεν αποτελούν πολυτέλεια σήμερα. Ομοίως, ούτε ο πιο ηθικιστής θεματοφύλακας των Χριστουγέννων δεν θα ισχυριζόταν σήμερα ότι ο τεχνητός φωτισμός και το ψωμί από σιτάρι είναι κάποιου είδους απόλαυση. Οι Αμερικανοί που κάποτε κατακεραύνωναν τις μετριοπαθείς αγορές «περιττών» παιχνιδιών, τώρα καταφέρονται εναντίον πολύ μεγαλύτερων και ακριβότερων στόχων. Αντιμέτωποι με τα επιχειρήματα κατά της «πολυτέλειας» του 18ου αιώνα πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι της εργατικής τάξης σήμερα είναι πιθανό να καταλήξουν στο συμπέρασμα: «αν η αγορά λαμπτήρων και σταρένιου ψωμιού εγκυμονεί κινδύνους ηθικής παρακμής, θα το ρισκάρω».
Αυτή η κατάσταση σχετικής αφθονίας οφείλεται στην ίδια τη λεγόμενη «καταναλωτική οικονομία», η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διαδικασία που παρέχει αυτό που η μεγάλη μάζα του πληθυσμού χρειάζεται και επιθυμεί. Οι κάτοικοι του βιομηχανοποιημένου κόσμου δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούν ότι μια κακή συγκομιδή θα οδηγήσει σε πείνα ή ότι μια πλημμύρα θα οδηγήσει σε μόνιμη εξαθλίωση. Με την εκβιομηχάνιση και τον πολλαπλασιασμό των αγορών έρχεται η «πολυτέλεια». Όμως το τι ακριβώς συνιστά πολυτέλεια παραμένει απολύτως σχετικό.
Παρ' όλα αυτά, δεν είναι τυχαίο ότι η σύγχρονη ανησυχία περί «υπερβολικής» ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί συχνά σε απαιτήσεις για φόρους, κανονισμούς, κεντρικό σχεδιασμό και άλλες προσπάθειες να μας αναγκάσουν όλους να επιστρέψουμε απλώς στα «αναγκαία». To «Πράσινο New Deal» και η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» είναι μόνο δύο παραδείγματα. Εξαιτίας όλης αυτής της «καταναλωτικής» πολυτέλειας, λέει το αφήγημα, έχουμε καταστρέψει το περιβάλλον, τον πολιτισμό μας, ακόμα και τις ίδιες μας τις οικογένειες και τις ζωές μας.
Όπως και οι αριστοκράτες του παρελθόντος, έτσι και η σημερινή άρχουσα τάξη πιστεύει ότι μόνο σε αυτήν μπορεί να εμπιστευτεί κανείς τον έλεγχο της πρόσβασης στους καρπούς του ανθρώπινου μόχθου. Διαφορετικά, ο απλός λαός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους καρπούς απερίσκεπτα, ή για πολιτικά απαράδεκτους σκοπούς. Μπορείτε όμως να είστε σίγουροι ότι η άρχουσα τάξη θα πάρει ένα πλουσιοπάροχο μερίδιο από την πίτα σε αντάλλαγμα για τις «υπηρεσίες» της. Η παρόρμηση για τον έλεγχο όλων αυτών των πραγμάτων είναι σαφώς παλιά. Τα Χριστούγεννα προσφέρουν απλώς στις ελίτ και τους φίλους τους μια ακόμη ευκαιρία να ελεεινολογούν τους ανθρώπους για τις «υπερβολές» τους.
Ωστόσο, αν οι διανοούμενοι και οι αριστοκράτες του σήμερα ανησυχούν τόσο πολύ για την επίδραση των καταναλωτικών αγαθών στην αρετή —που σήμερα ορίζεται ίσως ως το επίπεδο της «ευγένειας» και της προτίμησης για την κοινωνική δημοκρατία— ας δώσουν το καλό παράδειγμα. Ας εγκαταλείψουν οι ελίτ της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον τις σικ διακοπές τους, τα ιδιωτικά τζετ, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα δεύτερα (και τρίτα) σπίτια τους. Ας δωρίσουν οι διανοούμενοι τους πανεπιστημιακούς μισθούς τους σε άλλους ανθρώπους.
Μέχρι τότε, θα με βρείτε να τυλίγω χριστουγεννιάτικα δώρα.
Δείτε επίσης:
Robert Kelley, The Transatlantic Persuasion (New York: Knopf, 1969), p. 69.
Stephen Nissenbaum, The Battle for Christmas (New York: Vintage, 1996), p. 139.