Το νεραϊδοπαραμύθι του κεϋνσιανού «πολλαπλασιαστή»
Η αυξημένη αποταμίευση επεκτείνει στην πραγματικότητα την παραγωγή αγαθών, δεν τη συρρικνώνει.
Ετικέτες: Αυστριακή Σχολή
Άρθρο του Frank Shostak, δημοσιευμένο στις 7/10/2024.
Πολλοί υποθέτουν εσφαλμένα ότι η συνολική παραγωγή της οικονομίας αυξάνεται κατά πολλαπλάσιο της αύξησης των δαπανών από την κυβέρνηση, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, εάν από ένα επιπλέον δολάριο που έλαβαν τα άτομα ξοδέψουν 0,90 $ και εξοικονομήσουν 0,10 $, τότε, εάν οι δαπάνες των καταναλωτών αυξάνονταν κατά 100 εκατομμύρια $, θεωρείται ότι η συνολική παραγωγή στην οικονομία θα αυξανόταν κατά το δεκαπλάσιο της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών (δηλαδή κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια). Το ακόλουθο παράδειγμα παρέχει τη συλλογιστική πίσω από αυτόν τον τρόπο σκέψης.
Λόγω της αύξησης των δαπανών των καταναλωτών κατά 100 εκατομμύρια δολάρια, το εισόδημα των λιανοπωλητών αυξάνεται κατά 100 εκατομμύρια δολάρια. Οι έμποροι λιανικής, ανταποκρινόμενοι στην αύξηση του εισοδήματός τους, ξοδεύουν επίσης το 90% των 100 εκατομμυρίων δολαρίων (δηλαδή, αυξάνουν τις δαπάνες για αγαθά κατά 90 εκατομμύρια δολάρια). Οι αποδέκτες αυτών των 90 εκατομμυρίων δολαρίων, με τη σειρά τους, ξοδεύουν το 90% των 90 εκατομμυρίων δολαρίων (δηλαδή, 81 εκατομμύρια δολάρια). Στη συνέχεια, οι αποδέκτες των 81 εκατομμυρίων δολαρίων ξοδεύουν το 90% αυτού του ποσού, (72,9 εκατομμύρια δολάρια) και ούτω καθεξής. Η βασική υπόθεση εδώ είναι ότι οι δαπάνες ενός ατόμου γίνονται εισόδημα ενός άλλου ατόμου.
Σε κάθε στάδιο της αλυσίδας δαπανών, τα άτομα ξοδεύουν το 90% του πρόσθετου εισοδήματος που λαμβάνουν. Αυτή η διαδικασία εντέλει ολοκληρώνεται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, με τη συνολική παραγωγή κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια (10x100 εκατομμύρια δολάρια) υψηλότερη από ό,τι πριν οι καταναλωτές αυξήσουν τις δαπάνες τους κατά 100 εκατομμύρια δολάρια. Όσο περισσότερα ξοδεύονται από κάθε δολάριο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πολλαπλασιαστής. Ως εκ τούτου, ο αντίκτυπος της αρχικής δαπάνης στο συνολικό προϊόν είναι μεγαλύτερος. Για παράδειγμα, εάν τα άτομα αλλάξουν τις συνήθειές τους και ξοδεύουν 95% από κάθε δολάριο, ο πολλαπλασιαστής θα γίνει 20. Εάν, ωστόσο, αποφασίσουν να ξοδέψουν μόνο το 80% και να εξοικονομήσουν to 20%, τότε ο πολλαπλασιαστής θα είναι μόνο 5. Αυτό καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι μια αύξηση της αποταμίευσης από κάθε επιπλέον δολάριο αποδυναμώνει τον πολλαπλασιαστή. Έτσι, η αποταμίευση αποδυναμώνει (σύμφωνα με την κεϋνσιανή θεωρία) την πιθανή επίδραση της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών στο συνολικό προϊόν.
Η αυξημένη αποταμίευση κινεί την οικονομία
Στ’ αλήθεια αποδυναμώνουν την συνολική παραγωγή οι αυξήσεις στην αποταμίευση, όπως υποδηλώνει η θεωρία του πολλαπλασιαστή; Πώς μπορούν οι σημερινοί περιορισμοί της κατανάλωσης, η παρακράτηση αγαθών ή χρημάτων από την οικονομία, να επιφέρουν την ανάπτυξη στο μέλλον;
Πρώτον, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το κεϋνσιανό μοντέλο —αν και μπορούμε να δούμε την «τόνωση» να λαμβάνει χώρα μέσω της ζήτησης και της κατανάλωσης— βασίζεται στην υπόθεση ότι η κατανάλωση και οι δαπάνες είναι το κλειδί για μια μεγαλύτερη παραγωγή και ανάπτυξη. Ουσιαστικά, η κατανάλωση (πάντα, σύμφωνα με τους κεϋνσιανούς) προηγείται και δημιουργεί την παραγωγή. Προφανώς, αυτό θα ήταν αδύνατο για τον Ροβινσώνα Κρούσο, που έπρεπε να αποταμιεύσει και να επενδύσει σε κεφαλαιουχικά αγαθά (π.χ. εργαλεία) για να επιβιώσει πέρα από την απλή βιολογική ύπαρξη. Επομένως, η αποταμίευση προηγείται απαραίτητα της κατανάλωσης και των επενδύσεων κεφαλαίου, και η προηγηθείσα αποταμίευση είναι που επιτρέπει την οικονομική ανάπτυξη.
Οι ιδιοκτήτες αγαθών θα μπορούσαν να αποφασίσουν —αντί απλώς να καταναλώνουν περισσότερα— να θυσιάσουν την κατανάλωσή τους, ώστε να παραγάγουν ή/και να ανταλλάξουν ορισμένα από αυτά τα αποθηκευμένα αγαθά με εργαλεία και μηχανήματα (δηλ. κεφαλαιουχικά αγαθά), προκειμένου να είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Ανταλλάσσοντας ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους για να επενδύσουν σε κεφάλαιο, στην πραγματικότητα, μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους σε άτομα που ειδικεύονται στην κατασκευή αυτών των εργαλείων και μηχανημάτων. Η αποταμίευση συντηρεί και τροφοδοτεί αυτά τα άτομα, καθώς επενδύουν στη δομή της παραγωγής (π.χ. αναβάθμιση της υποδομής), η οποία, αν όλα πάνε καλά, θα είναι πιο παραγωγική και αποδοτική. Αυτό εξοικονομεί περισσότερο χρόνο, εργασία, ενέργεια και πόρους στο μέλλον και μειώνει τις πραγματικές τιμές, αυξάνοντας έτσι τον πλούτο.
Μόλις αναπτυχθεί περαιτέρω η κεφαλαιακή διάρθρωση, αυτό επιτρέπει την αύξηση της παραγωγής τόσο των παραγωγικών όσο και των καταναλωτικών αγαθών. Σε αντίθεση με το δημοφιλές λάθος, η αυξημένη αποταμίευση επεκτείνει στην πραγματικότητα την παραγωγή αγαθών και δεν τη συρρικνώνει. Μπορεί μια απλή αύξηση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής παραγωγής κατά το πολλαπλάσιο της αύξησης της ζήτησης; Για παράδειγμα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αύξηση της ζήτησης του για αγαθά, πρέπει πρώτα να συμβεί η αποταμίευση και η παραγωγή.
Τα άτομα ασχολούνται με την παραγωγή, ώστε να μπορούν να ασκούν ζήτηση για άλλα αγαθά. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Ρικάρντο,
«Κανένας άνθρωπος δεν παράγει, παρά μόνο με σκοπό να καταναλώσει ή να πουλήσει, και ποτέ δεν πουλάει παρά μόνο με την πρόθεση να αγοράσει κάποιο άλλο εμπόρευμα, που μπορεί να του είναι άμεσα χρήσιμο ή που μπορεί να συμβάλει στη μελλοντική παραγωγή. Παράγοντας, λοιπόν, γίνεται αναγκαστικά είτε καταναλωτής των δικών του αγαθών είτε αγοραστής και καταναλωτής των αγαθών κάποιου άλλου προσώπου.»
Αυτό που επιτρέπει την επέκταση της προσφοράς καταναλωτικών αγαθών είναι η αύξηση και η ενίσχυση των κεφαλαιουχικών αγαθών. Οι αυξήσεις της αποταμίευσης, με τη σειρά τους, επιτρέπουν την αύξηση και την ενίσχυση της παραγωγικής δομής. Αναγκαστικά, η αύξηση της κατανάλωσης περιορίζεται από την αύξηση της παραγωγής. Από αυτό, μπορούμε επίσης να συμπεράνουμε ότι μια απλή αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης δεν προκαλεί αύξηση της παραγωγής κατά το πολλαπλάσιο της αύξησης αυτής της ζήτησης. Η αύξηση της παραγωγής είναι αποτέλεσμα της εξοικονόμησης πόρων που διευκολύνει -και δεν περιορίζεται από- την ζήτηση των καταναλωτών αυτή καθαυτή.
Κρατικές δαπάνες/επενδύσεις
Ας εξετάσουμε την επίδραση της αύξησης της ζήτησης της κυβέρνησης στο προϊόν μιας οικονομίας. Αυτή η κυβέρνηση και οι φορείς επιβολής της, που αυξάνουν τεχνητά τη ζήτηση για αγαθά μέσω εξαναγκασμού, επηρεάζοντας τις τιμές και τις δομές παραγωγής. Θα μπορούσε άραγε η αύξηση της ζήτησης των φορέων της κρατικής επιβολής να οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγής κατά το πολλαπλάσιο της αύξησης της ζήτησης από τους φορείς επιβολής; Αντιθέτως, θα εξαθλιώσει τους πάντες. Θα αναγκαστούν να ανταλλάξουν τα αγαθά τους με το τίποτα, κόντρα στις αποδεδειγμένες προτιμήσεις τους. Σύμφωνα με τον Mises,
«…είναι ανάγκη να τονιστεί το αυτονόητο, ότι μια κυβέρνηση μπορεί να ξοδέψει ή να επενδύσει μόνο ό,τι αφαιρεί από τους πολίτες της και ότι οι πρόσθετες δαπάνες και οι επενδύσεις της περιορίζουν τις δαπάνες και τις επενδύσεις των πολιτών σε όλη την έκταση της ποσότητάς τους.»
Σύνοψη
Οι ιδέες του Τζον Μέιναρντ Κέυνς παραμένουν η διανοητική απολογία και ο «παιδαγωγός» των υπευθύνων για την χάραξη της οικονομικής πολιτικής στην Κεντρική Τράπεζα και στα κυβερνητικά όργανα. Αυτές οι ιδέες διαπερνούν τη σκέψη και τη γραφή ορισμένων από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους στη Wall Street και στον ακαδημαϊκό χώρο. Η καρδιά της κεϋνσιανής φιλοσοφίας είναι ότι αυτό που καθοδηγεί την οικονομία είναι η ζήτηση για αγαθά και κατανάλωση, τα οποία θα μπορούσαν να «τονωθούν» εάν χρειαστεί. Οι οικονομικές υφέσεις, μας λένε, είναι αποτέλεσμα της υπο-κατανάλωσης και της ανεπαρκούς ζήτησης. Στο κεϋνσιανό πλαίσιο, μια αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης όχι μόνο αυξάνει τη συνολική παραγωγή, αλλά αυτή η παραγωγή αυξάνεται κατά πολλαπλάσιο της αρχικής αύξησης της ζήτησης.
Δείτε επίσης: