Φαντασία, οικονομικά κι ο μυθικός φάρος
Πολλοί υποθέτουν ότι η αδυναμία τους να φανταστούν το πώς θα λειτουργούσε κάτι σε μια ελεύθερη αγορά απαιτεί την παροχή του από το κράτος. Αυτό είναι ένα ασυγχώρητο λογικό άλμα.
Ετικέτες: Αναρχοκαπιταλισμός
Άρθρο του Joshua Mawhorter, δημοσιευμένο στις 30/1/2025.
Η φαντασία είναι μια σημαντική πτυχή των ανθρώπινων ικανοτήτων, της σκέψης και της δράσης μας. Η φαντασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό ή για κακό. Η φαντασία είναι το κλειδί για την θεωρητική σκέψη, δηλαδή την ικανότητα να σκεφτόμαστε έννοιες που δεν είναι υλικές ή συγκεκριμένες. Η φαντασία μπορεί να μας επιτρέψει να σκεφτούμε το πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά από αυτά που είναι. Και πάλι, αυτό μπορεί να είναι καλό (νέες ιδέες που λειτουργούν καλά), απλά για διασκέδαση (φανταστείτε μια φανταστική ιστορία), ακίνδυνο (π.χ. να φανταστείτε ότι θα μπορούσε να βρέχει αντί να έχει λιακάδα) ή αρνητικό (π.χ. να φανταστείτε τρόπους να κάνετε κακό ή βλάβη, ανησυχία για μη ρεαλιστικά γεγονότα, παράβλεψη πραγματικών περιοριστικών παραμέτρων που θα εμπόδιζαν κάτι να λειτουργήσει πραγματικά, όπως η παραμέληση της πραγματικότητας της βαρύτητας όταν φανταζόμαστε το πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να είναι σε θέση να πετάξουν).
Υπάρχουν πολλές καλές και κακές ιδέες που έχουν φανταστεί οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, είναι σύνηθες οι άνθρωποι να λένε εσφαλμένα πως «ο κομμουνισμός λειτουργεί στη θεωρία, αλλά όχι στην πράξη». Με άλλα λόγια, λειτουργεί στον κόσμο της φαντασίας, εάν δεν ισχύουν οι πραγματικότητες της ανθρώπινης φύσης, η ανθρώπινη δράση, ο οικονομικός υπολογισμός, η διασπορά της ανθρώπινης γνώσης σε πραγματικό χρόνο και οι γενικοί νόμοι της οικονομίας. Ωστόσο, ενώ πολλοί το φαντάζονταν - εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών - ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν λειτουργούν ούτε στη θεωρία, ούτε στην πράξη.
Φαντασία και Οικονομικά
Τα οικονομικά, ως η αποκαλούμενη «μελαγχολική επιστήμη», πρέπει συχνά να βάζει εμπόδια στις φαντασιακές ιδέες για το τι πιστεύουν οι άνθρωποι ότι είναι δυνατό, ειδικά οι πολιτικές ελίτ. Στο The Fatal Conceit, ο Hayek το διατύπωσε περίφημα:
Το παράξενο καθήκον της οικονομολογίας είναι να δείχνει στους ανθρώπους πόσο λίγα γνωρίζουν πραγματικά για το τι φαντάζονται ότι μπορούν να σχεδιάσουν. Για τον αφελή νου, που μπορεί να συλλάβει την τάξη μόνο ως προϊόν εσκεμμένης διευθέτησης, μπορεί να φαίνεται παράλογο ότι, σε περίπλοκες συνθήκες, η τάξη και η προσαρμογή στο άγνωστο μπορούν να επιτευχθούν πιο αποτελεσματικά με την αποκέντρωση των αποφάσεων, και ότι η κατανομή εξουσίας θα επαυξήσει, στην πραγματικότητα, την δυνατότητα μιας συνολικότερης τάξης. Ωστόσο, αυτή η αποκέντρωση οδηγεί στην πραγματικότητα στο να λαμβάνονται υπ’ όψη περισσότερες πληροφορίες.
(η έμφαση προστέθηκε από τον γράφοντα)
Σε αυτό το απόσπασμα, ο Χάγιεκ πραγματεύεται την ταυτόχρονη υπερεκτίμηση και την αποτυχία της φαντασίας. Από τη μια πλευρά, οι ελίτ και όσοι τις στηρίζουν, υπερεκτιμούν διαρκώς «αυτό που φαντάζονται ότι μπορούν να σχεδιάσουν» όταν βρίσκονται στην εξουσία. Από την άλλη πλευρά, τέτοια μυαλά μπορούν μόνο «να συλλάβουν την τάξη σαν προϊόν σκόπιμης διαχείρισης». Δεν μπορούν να φανταστούν το πώς η τάξη και η ευημερία θα μπορούσαν ενδεχομένως να προέλθουν από την αποκέντρωση και την ελεύθερη και ειρηνική κοινωνική συνεργασία.
Η φαντασία και η αφαιρετική σκέψη είναι βασικά εργαλεία για την οικονομία. Εφόσον βρισκόμαστε αναγκαστικά σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο από παρούσες και ιστορικές μεταβλητές, εντός του οποίου οι άνθρωποι επιλέγουν και ενεργούν, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ορθή λογική, πρακτική και σκέψη με αντι-γεγονικούς όρους (σ.σ. εναλλακτικά της πραγματικότητας σενάρια), για να αναπτύξουμε οικονομικούς νόμους. Ο Μίζες γράφει :
Προκειμένου να ανιχνευθούν τα φαινόμενα της αγοράς στην πανανθρώπινη κατηγορία της προτίμησης του α έναντι του β, η στοιχειώδης θεωρία της αξίας και των τιμών είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσει κάποιες φαντασιακές κατασκευές. Η χρήση φαντασιακών κατασκευών στις οποίες τίποτα δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα είναι ένα απαραίτητο εργαλείο της σκέψης. Καμία άλλη μέθοδος δεν θα είχε συμβάλει στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Όμως ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της επιστήμης είναι να αποφύγει τις πλάνες που μπορεί να συνεπάγεται η άστοχη χρήση τέτοιων κατασκευών.
(η έμφαση προστέθηκε)
Η φαντασία είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γιατί η φαντασία μπορεί επίσης να υπόκειται σε λάθη και πλάνες. Για παράδειγμα, ο Mises ανέπτυξε τη φαντασιακή ιδέα της ομοιόμορφα περιστρεφόμενης οικονομίας (ERE) ως θεωρητικό εργαλείο για να εξετάσει μια αντιφατική «μακροπρόθεσμη» οικονομία, προκειμένου να εξαχθούν πραγματικοί οικονομικοί νόμοι, ωστόσο, ενώ αυτό ήταν χρήσιμο για τη θεωρητική ανάπτυξη, θα είναι λάθος να υποθέσουμε ότι η ERE είναι είτε πραγματική είτε ιδανική. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι έχουν καταχραστεί αυτό το φαντασιακό κατασκεύασμα, καθώς και άλλα, για να αναπτύξουν λανθασμένες, μη ρεαλιστικές απόψεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να μοιάζει η πραγματική οικονομία, όπως ο «τέλειος ανταγωνισμός».
Ο Rothbard το ονόμασε «η πλάνη του εννοιολογικού ρεαλισμού». Η αξία μιας φαντασιακής κατασκευής είναι «η βοήθεια που δίνει στη σκέψη για την εξαγωγή των αιτιακών νόμων που λειτουργούν σε πραγματικές αγορές». Παραβιάζει τις οριοθετημένες συνθήκες για χρήσιμες φαντασιακές κατασκευές:
Η κύρια φόρμουλα για τον σχεδιασμό φαντασιακών κατασκευών είναι η αφαίρεση από τη λειτουργία ορισμένων συνθηκών που υπάρχουν στην πραγματική δράση. Τότε είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις υποθετικές συνέπειες της απουσίας αυτών των συνθηκών και να συλλάβουμε τα αποτελέσματα της ύπαρξής τους.
Η φαντασία είναι επίσης προϋπόθεση για την ανθρώπινη δράση, καθώς το μυαλό κάποιου «φαντάζεται τις συνθήκες που του ταιριάζουν καλύτερα» πριν ενεργήσει. Επιπλέον, η φαντασία είναι απαραίτητη για την επιχειρηματικότητα. Αν και πολλοί άνθρωποι έχουν ιδέες, ένας επιχειρηματίας ενεργεί για να αναδιατάξει αυτούς που πιστεύει ότι είναι υποτιμημένοι παράγοντες και να τους προσφέρει στην αγορά στους καταναλωτές με αποτέλεσμα το κέρδος (ή την ζημία). Τεχνολογικά, οι άνθρωποι πρέπει να φαντάζονται νέες «συνταγές»—σχέδια ή ιδέες—για την παραγωγή. Επομένως, η φαντασία είναι απαραίτητη.
Η «πλάνη της αποτυχίας της φαντασίας» και το κράτος
Λόγω του προεπιλεγμένου υποδείγματος του σύγχρονου έθνους-κράτους εδώ και αρκετούς αιώνες, υπάρχει μια διαδεδομένη και κατανοητή μεροληψία του status quo, τόσο υπέρ της ύπαρξης του κρατικού συστήματος όσο και υπέρ των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος. (Κάτι τέτοιο δεν συγχωρεί το κρατικό σύστημα, αλλά μπορούμε να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι οι άνθρωποι το έχουν συνηθίσει σε μεγάλο βαθμό.) Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που η παροχή ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών χωρίς το κράτος είναι αδιανόητη για τους περισσότερους ανθρώπους.
Αυτή η πλάνη εξ αιτίας της αποτυχίας της φαντασίας είναι ένα υποσύνολο της πλάνης της κρατιστικής μη συνεπαγωγής (non sequitur). Διαπράττει ένα από τα τρία σχετικά λάθη: 1) υποθέτει ότι κάτι δεν είναι εφικτό εν απουσία του κράτους. 2) υποθέτει ότι η αδυναμία κάποιου να φανταστεί το πώς θα μπορούσε να παρασχεθεί ένα αγαθό/υπηρεσία χωρίς το κράτος, απαιτεί από το κράτος να το παρέχει και/ή, 3) υποθέτει ότι, απουσία του κράτους, κάποιο σημαντικό αγαθό/υπηρεσία θα παραγόταν αναγκαστικά λιγότερο από όσο θα ήταν αναγκαίο.
Ο τρόπος με τον οποίο συνήθως διατυπώνονται τέτοια επιχειρήματα είναι: «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν εφικτό το X χωρίς την παροχή του από το κράτος, επομένως, πρέπει να είναι ανέφικτο χωρίς το κράτος, ή/και το κράτος πρέπει να το παρέχει» ή, «Χωρίς το κράτος, το Χ θα ήταν ανέφικτο.» Πιθανώς η πιο συνηθισμένη έκφραση αυτού είναι η ανησυχία, «Μα χωρίς κράτος, ποιος θα κατασκεύαζε τους δρόμους;»
Η αναγνώριση της πλάνης επιτρέπει στους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς -που δεν έχουν την απάντηση σε κάθε πιθανή ερώτηση, ή τη λύση σε κάθε πρόβλημα- απλά να επιχειρηματολογήσουν ότι, απλώς και μόνο επειδή κάποιος δεν μπορεί να φανταστεί το πώς θα λειτουργούσε κάτι, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το κράτος πρέπει να το παρέχει. Ο Ρόθμπαρντ απεικονίζει την κατάσταση:
«Ο φιλελεύθερος που θέλει να αντικαταστήσει το κράτος με ιδιωτικές επιχειρήσεις στους παραπάνω τομείς αντιμετωπίζεται, επομένως, με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιζόταν αν το κράτος, για διάφορους λόγους, προμήθευε παπούτσια ως εξαναγκαστικό μονοπώλιο χρηματοδοτούμενο από φόρους, από αμνημονεύτων χρόνων. Εάν το κράτος, και μόνο το κράτος, είχε το μονοπώλιο της επιχείρησης κατασκευής και λιανικής πώλησης υποδημάτων, πώς άραγε θα αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τον φιλελεύθερο, που ήρθε τώρα για να υποστηρίξει ότι το κράτος πρέπει να φύγει από την επιχείρηση κατασκευής υποδημάτων και να την ανοίξει στις ιδιωτικές επιχειρήσεις; Αναμφίβολα θα αντιμετωπιζόταν ως εξής: Οι άνθρωποι θα κραύγαζαν, «Πώς τολμάς; Είσαι αντίθετος με το κοινό αίσθημα και με το να φορούν οι φτωχοί άνθρωποι παπούτσια! Και ποιος θα προμήθευε παπούτσια στον κόσμο, αν το κράτος έβγαινε από τον κλάδο αυτό; Για πες το μας! Να είσαι εποικοδομητικός! Είναι εύκολο να είσαι αρνητικός και εξυπνάκιας απέναντι στο κράτος, αλλά πες μας ποιος θα προμήθευε τα παπούτσια; Ποιοι άνθρωποι; Πόσα καταστήματα υποδημάτων θα ήταν διαθέσιμα σε κάθε πόλη και κωμόπολη; Πώς θα κεφαλαιοποιούνταν οι εταιρείες υποδημάτων; Πόσες μάρκες θα υπήρχαν; Τι υλικό θα χρησιμοποιούσαν; Ποιο υλικό διαρκεί; Ποιες θα ήταν οι ρυθμίσεις της τιμολόγησης των παπουτσιών; Δεν θα χρειαζόταν άραγε η κρατική ρύθμιση της βιομηχανίας υποδημάτων, για να εξασφαλιστεί ότι το προϊόν είναι καλής ποιότητας; Και ποιος θα προμήθευε τους φτωχούς με παπούτσια; Τι θα κάναμε αν ένας φτωχός δεν είχε χρήματα να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια;».
Ούτε η αποτυχία να φανταστεί κανείς το πώς θα μπορούσε να παρέχεται ένα αγαθό ή μια υπηρεσία στην ελεύθερη αγορά, ούτε η υποτιθέμενη αδυναμία παροχής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας στην ελεύθερη αγορά, ούτε καν η αδυναμία απάντησης σε όλες τις ερωτήσεις, απαιτούν λογικά ότι αυτού του είδους τα αγαθά και οι υπηρεσίες πρέπει -ή θα έπρεπε- να παρέχονται μέσω του κράτους. Υπάρχουν πολλά πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν, ή τα οποία πιστεύουν ότι είναι αδύνατα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ένα μονοπώλιο καταναγκασμού είναι απαραίτητο.
Ο μυθικός φάρος
Ένα μυθικό «δημόσιο αγαθό» που χρησιμοποιείτο επί μακρόν στα σχολικά συγγράμματα ήταν ο φάρος. Ο Paul Samuelson (τον οποίο παραθέτει ο Rothbard) έγραψε, «Ένας επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να χτίσει [έναν φάρο] με σκοπό το κέρδος, αφού δεν μπορεί να διεκδικήσει μια τιμή από κάθε χρήστη». Γνωρίζοντας την ιστορία, ωστόσο, ο Rothbard δεν πτοήθηκε από αυτή την επιχειρηματολογία. Όχι μόνο ήταν λανθασμένη θεωρητικά, αλλά ήταν και ανιστόρητη - οι ιδιοκτήτες φάρων απλώς προσλάμβαναν ανθρώπους για να εισπράττουν διόδια στα λιμάνια, ή/και οι ναυτιλιακές εταιρείες συγκέντρωναν από κοινού τους πόρους τους, για να τους κατασκευάσουν ώστε να αποτρέψουν την απώλεια πλοίων. Σχετικά με την πλάνη της αποτυχίας της φαντασίας, ο Rothbard αναφέρει έναν άλλο οικονομολόγο σε μια διασκεδαστική υποσημείωση:
Οι φάροι είναι ένα αγαπημένο παράδειγμα των εκπαιδευτικών συγγραμμάτων περί δημόσιων αγαθών, επειδή οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν μπορούν να φανταστούν μια μέθοδο αποκλεισμού (σ.σ. των πλοίων που δεν πληρώνουν τέλη). Το μόνο που αποδεικνύει αυτό είναι πως οι οικονομολόγοι είναι λιγότερο ευφάνταστοι από τους φαροφύλακες.
Τα εκπαιδευτικά συγγράμματα επισημαίνουν αρκετά επινοημένα «δημόσια αγαθά», που ανέκαθεν παρέχονταν μέσω της ελεύθερης αγοράς. Ακριβώς επειδή ήταν αδιανόητα για ορισμένους θιασώτες της θεωρίας των δημοσίων αγαθών - στερούμενοι την ιστορική γνώση του θέματος - υπέθεταν ότι αυτά θα ήταν αδύνατα χωρίς κάποια κρατική διάταξη. Το να μην μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι θα ήταν ένα πράγμα, αλλά επιτρέψτε μου να κάνω την πλάνη πιο ξεκάθαρη: «επειδή ορισμένοι οικονομολόγοι δεν μπορούσαν να φανταστούν φάρους στην ελεύθερη αγορά (και αγνοούσαν τη σχετική ιστορία), το κράτος είναι επομένως απαραίτητο να παρέχει, όχι μόνο τους φάρους, αλλά και κάθε είδους αγαθά και υπηρεσίες.»
Η ανικανότητα να φανταστεί κανείς μια ειρηνική και εθελούσια εναλλακτική λύση δεν απαιτεί, ούτε δικαιολογεί, την κρατική παροχή αγαθών και υπηρεσιών. Στην πραγματικότητα, παρατηρήστε ότι η προεπιλογή δεν είναι να υποθέσουμε τη μη επιθετικότητα, την ιδιωτική ιδιοκτησία και την ελεύθερη ανταλλαγή μέχρι να βρεθεί μια καλύτερη λύση, αντίθετα, η προεπιλογή είναι ο κρατικός εξαναγκασμός μέχρι να βρεθεί μια καλύτερη λύση. Υποτίθεται ότι οι ελεύθερες και εθελούσιες λύσεις που οι άνθρωποι αδυνατούν να φανταστούν φέρουν το βάρος της απόδειξης, και όχι ο κρατισμός. Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου να επαναδιατυπώσω και να επαναλάβω ένα εύστοχο απόσπασμα από τον Rothbard:
Δεν είναι έγκλημα να έχεις άγνοια για τα οικονομικά, την ιστορία, ή να μην μπορείς να φανταστείς τις λύσεις της ελεύθερης αγοράς—τα αποτελέσματα της επιχειρηματικής δράσης, τον διεθνή καταμερισμού της εργασίας, μια ανεπτυγμένη κεφαλαιακή δομή, το πώς παράσχονταν τα αγαθά και το πώς επιλύονταν τα προβλήματα ιστορικά, ή πώς θα τα αγαθά θα παρέχονταν, ή θα μπορούσαν να παρέχονται, (ή το πώς θα επιλύονταν τα προβλήματα) στην ελεύθερη αγορά στο μέλλον. Πράγματι, δεν είναι έγκλημα να έχεις άγνοια για τα περισσότερα πράγματα, αφού η γνώση είναι αχανής, διάσπαρτη, εξειδικευμένη, συγκεκριμένη. Συχνά η έλλειψη γνώσης μας επιτρέπει να εξειδικευόμαστε και να ανταλλάσσουμε αγαθά μεταξύ μας, και να επωφελούμαστε από τη διάσπαρτη γνώση σε όλη την κοινωνία. Τούτου λεχθέντος, είναι εντελώς ανεύθυνο να επιτρέπουμε στην άγνοια, στο να μην καταλαβαίνουμε το πώς κάτι θα ήταν εφικτό, ή στην αδυναμία να το φανταστούμε, να μας οδηγεί στο λογικό άλμα της υποτιθέμενης αναγκαιότητας της παροχής του από ένα κρατικό μονοπώλιο.
Δείτε επίσης: