Γιατί η ισότητα είναι κάτι κακό
Οι άνθρωποι είναι άνισοι σε κάθε διάσταση της ύπαρξής τους. Εκείνοι που επιχειρούν να καταργήσουν αυτή την πραγματικότητα πάσχουν από μνησικακία.
Ετικέτες: Αυστριακή Σχολή, Καπιταλισμός
Άρθρο του ιδρυτή του Mises Institute, Llewellyn H. Rockwell Jr. , δημοσιευμένο στις 16/10/2024.
Πολλοί άνθρωποι αντιτίθενται στην ελεύθερη αγορά επειδή οδηγεί σε ανισότητα πλούτου και εισοδήματος. Είναι άδικο, λένε, ορισμένοι άνθρωποι να έχουν πολύ περισσότερα χρήματα από άλλους. Ορισμένοι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς απαντούν ότι αυτές οι ανισότητες, αν και από μόνες τους είναι ανεπιθύμητες, οδηγούν τους φτωχούς σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα ήταν διαφορετικά, και έτσι πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλουν οι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς είναι ότι ο περιορισμός της ανισότητας θα παρεμπόδιζε την ελευθερία, έτσι ώστε, αν και η ανισότητα είναι κακή, πρέπει να την ανεχθούμε.
Αν και είναι αλήθεια ότι η ανισότητα βελτιώνει το επίπεδο ζωής για τους φτωχούς και ότι ο περιορισμός της ανισότητας παρεμβαίνει στην ελευθερία, αυτά δεν είναι τα καλύτερα επιχειρήματα που πρέπει να χρησιμοποιήσουν οι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς. Αποδέχονται ότι η ανισότητα είναι κακή, ωστόσο πρέπει να απορρίψουμε αυτήν την επιχειρηματολογία. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στην ανισότητα.
Οι άνθρωποι είναι άνισοι σε κάθε διάσταση της ύπαρξής τους, συμπεριλαμβανομένου του βάρους, του ύψους, της μυϊκής δόμησης, της νοημοσύνης και ούτω καθεξής. Απλά έτσι είναι ο κόσμος. Γιατί να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε; Οι άνθρωποι που το επιχειρούν έχουν μνησικακία εναντίον του κόσμου.
Και φυσικά δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Όπως επισημαίνει ο σπουδαίος Murray Rothbard, η απόλυτη ισότητα είναι αδύνατη. Δεν υπάρχουν δύο μέρη στη γη, για παράδειγμα, που να προσφέρουν ακριβώς την ίδια θέα.
Εάν δεν πρέπει να υπερασπιζόμαστε την ελεύθερη αγορά υποστηρίζοντας ότι μειώνει την ισότητα, τότε τι πρέπει να κάνουμε; Ευτυχώς, υπάρχουν πολλά καλύτερα διαθέσιμα επιχειρήματα. Θα απαριθμήσω ορισμένα, αλλά αν θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες, θα πρέπει να διαβάσετε το Power and Market του Murray Rothbard και το Human Action του Ludwig von Mises.
Ένα από τα καλύτερα από αυτά τα επιχειρήματα είναι ότι η ελεύθερη αγορά καθιστά εφικτά τα αμοιβαία επωφελή κέρδη από το εμπόριο. Αν εγώ έχω κάτι που θέλετε και εσείς έχετε κάτι που θέλω, μπορούμε να κάνουμε μια ανταλλαγή, ώστε να είμαστε και οι δύο καλύτερα. Αλλά τι γίνεται αν η ανταλλαγή μας φέρει κάποιον άλλο σε χειρότερη θέση; Αυτή η ερώτηση είναι μια εκδοχή του επιχειρήματος «εξωτερικότητες» (externalities) ή «αποτυχία της αγοράς». Ο ισχυρισμός είναι ότι ορισμένες από τις δραστηριότητές μας, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου, επιβάλλουν κόστος σε άλλους. Εάν είναι έτσι, τότε αυτό υποδηλώνει μιαν αποτυχία καθορισμού των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Μόλις τα καθορίσουμε, το λεγόμενο «πρόβλημα» διαλύεται.
Αυτό προφανώς εγείρει ένα άλλο ερώτημα. Πώς αποκτούν οι άνθρωποι ιδιοκτησιακά δικαιώματα; Η καλύτερη απάντηση δόθηκε από τον Rothbard, η οποία αναπτύχθηκε και αναλύθηκε περαιτέρω από τον μεγάλο Hans-Hermann Hoppe. Ο καθένας είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και, δεδομένου ότι η γη αρχικά είναι χωρίς ιδιοκτήτη, μπορεί ο καθένας να «αναμίξει την εργασία του» με τη γη, και έτσι να την αποκτήσει.
Πριν αφήσουμε κατά μέρος τις εξωτερικότητες, θα πρέπει να σημειώσουμε ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα. Όσοι μιλούν για εξωτερικότητες θέλουν η κυβέρνηση να τις διορθώσει, αλλά ποιος λόγος υπάρχει να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση θα αλλάξει τα πράγματα, ώστε να παραχθεί το δήθεν «σωστό» ποσό; Υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση θα κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Υπάρχει μια παραδοχή που κάναμε μέχρι τώρα, η οποία πρέπει τώρα να απορριφθεί. Αυτή η παραδοχή είναι ότι, για να αποφασίσουμε τι είδους οικονομικό σύστημα θα υιοθετήσουμε, έχουμε μια επιλογή. Μπορούμε να επιλέξουμε την ελεύθερη αγορά, τον σοσιαλισμό ή κάποιο ενδιάμεσο σύστημα που είναι ένα μείγμα ελεύθερης αγοράς και σοσιαλισμού. Για κάθε ανεπτυγμένη οικονομία, αυτό δεν ισχύει, όπως απέδειξε ο Mises στο διάσημο άρθρο του «Οικονομικός Υπολογισμός στη Σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία» (1920), που επεκτάθηκε στο σπουδαίο βιβλίο του Σοσιαλισμός. Ο Μίζες απέδειξε ότι χωρίς τις τιμές της ελεύθερης αγοράς, ο οικονομικός υπολογισμός είναι αδύνατος. Οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να ξέρουν εάν οι επενδύσεις τους είναι κερδοφόρες. Έτσι, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τους πόρους τους. Εάν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, η οικονομία θα καταρρεύσει σε ένα χάος.
Επιπλέον, δεν υπάρχει τρίτο σύστημα ενδιάμεσο μεταξύ της ελεύθερης αγοράς και του σοσιαλισμού. Η παρέμβαση στην αγορά αποτυγχάνει να επιτύχει τους δήθεν στόχους των υποστηρικτών της. Οι νόμοι για τον κατώτατο μισθό δημιουργούν ανεργία. Οι έλεγχοι των τιμών οδηγούν σε ελλείψεις. Αντιμέτωποι με την αποτυχία, οι παρεμβατιστές πρέπει είτε να επιστρέψουν στην ελεύθερη αγορά είτε να παρέμβουν ξανά, σε μια προσπάθεια να διορθώσουν τα σφάλματα της προηγούμενης παρέμβασης τους. Εάν συνεχιστεί αυτό, δεν θα υπάρχει ελεύθερη αγορά. Το αποτέλεσμα θα είναι ο πλήρους κλίμακας σοσιαλισμός, ο οποίος έχει ήδη αποδειχθεί μη βιώσιμος.
Πώς απάντησαν οι σοσιαλιστές και οι παρεμβατιστές στην οριστική απόδειξη του Mises ότι τα σχέδιά τους δεν μπορούν να λειτουργήσουν; Αρνήθηκαν την ύπαρξη των οικονομικών νόμων που περιόριζαν αυτά που μπορούσαν να κάνουν. Όπως λέει ο Mises στο Human Action:
«Είναι μια πλήρης παρανόηση του νοήματος των συζητήσεων σχετικά με την ουσία, το εύρος και τον λογικό χαρακτήρα των οικονομικών το να τις απορρίπτουμε σαν κουβέντες σχολαστικών καθηγητών. Είναι μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση ότι, ενώ οι σχολαστικοί σπαταλούσαν άχρηστες κουβέντες για την καταλληλότερη μέθοδο διαδικασίας, η ίδια η οικονομία, αδιαφορώντας για αυτές τις άσκοπες διαφωνίες, προχώρησε αθόρυβα. Στην Methodenstreit (σ.σ. διαμάχη περί επιστημονικής μεθόδου) μεταξύ των Αυστριακών οικονομολόγων και της Πρωσικής Σχολής του Ιστορικισμού, ο αυτοαποκαλούμενος «πνευματικός σωματοφύλακας του Οίκου των Hohenzollern» και στις συζητήσεις μεταξύ της σχολής του Τζον Μπέιτς Κλαρκ και του Αμερικανικού Θεσμισμού (institutionalism) διακυβεύονταν πολύ περισσότερα από το ζήτημα του ποιο είδος διαδικασίας ήταν η πιο γόνιμη. Το πραγματικό ζήτημα ήταν τα γνωσιολογικά θεμέλια της επιστήμης της ανθρώπινης δράσης και η λογική της νομιμοποίηση. Ξεκινώντας από ένα γνωσιολογικό σύστημα στο οποίο η πραξεολογική σκέψη ήταν περίεργη, και από μια λογική που αναγνώριζε ως επιστημονικές –εκτός από τη λογική και τα μαθηματικά– μόνο τις εμπειρικές φυσικές επιστήμες και την ιστορία, πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να αρνηθούν την αξία και τη χρησιμότητα της οικονομικής θεωρίας. Ο ιστορικισμός στόχευε στην αντικατάστασή της από την οικονομική ιστορία. Ο θετικισμός συνέστησε την αντικατάστασή της από μια απατηλή κοινωνική επιστήμη, που θα έπρεπε να υιοθετεί τη λογική δομή και το πρότυπο της Νευτώνειας μηχανικής. Και οι δύο αυτές σχολές συμφωνούσαν σε μια ριζική απόρριψη όλων των επιτευγμάτων της οικονομικής σκέψης. Ήταν αδύνατο για τους οικονομολόγους να σιωπήσουν μπροστά σε όλες αυτές τις επιθέσεις».
Επομένως, ή έχουμε ελεύθερη αγορά ή τίποτα. Είμαστε τυχεροί που το μόνο λειτουργικό οικονομικό σύστημα είναι αυτό που ωφελεί τους πάντες, μέσω της ευκαιρίας να πραγματοποιούν αμοιβαία επωφελείς ανταλλαγές.
Αυτό το σημείο οδηγεί σε ένα άλλο επιχείρημα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να υπερασπιστούμε την ελεύθερη αγορά. Στην ελεύθερη αγορά, είναι προς όφελός μου οι άλλοι να τα πηγαίνουν καλά, γιατί μπορούν να προσφέρουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες προς ανταλλαγή. Αυτό θα προωθήσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών. Γιατί να κάνεις πόλεμο με ανθρώπους που βελτιώνουν το επίπεδο ζωής σου;
Δεδομένης της πληθώρας των εξαιρετικών επιχειρημάτων υπέρ της ελεύθερης αγοράς, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούμε επιχειρήματα που αποδέχονται την υπόθεση του εχθρού, ότι η ισότητα είναι καλό πράγμα. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υποστηρίξουμε τα γνήσια επιχειρήματα υπέρ της ελεύθερης αγοράς, όπως τα εξήγησαν με τον καλύτερο τρόπο οι Murray Rothbard και Ludwig von Mises.
Δείτε επίσης: