Η ανισότητα προκαλείται από το κράτος και τον πληθωρισμό του χρήματος
Ο Paul Krugman υποστήριξε κάποτε ότι ο πληθωρισμός ήταν απαραίτητος για τη σχετική ισότητα εισοδήματος. Η αλήθεια είναι ότι ο πληθωρισμός αυξάνει και επιδεινώνει την εισοδηματική ανισότητα.
Άρθρο του Lennart Wagemans, δημοσιευμένο στις 27/07/2024 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6’
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα με το τραπεζικό σύστημα των κλασματικών αποθεματικών είναι ότι δημιουργεί χρήματα χορηγώντας δάνεια. Το κάνει αυτό, αλλά -υπό κανονικές συνθήκες- τα χρήματα που δημιουργούνται από τις εμπορικές τράπεζες εξαφανίζονται όταν τα δάνεια αποπληρώνονται ή αθετείται η αποπληρωμή τους, γεγονός που επομένως δεν δημιουργεί μόνιμο πληθωρισμό της προσφοράς χρήματος. Ωστόσο, η κρατική παρέμβαση μετατρέπει το προσωρινό χρήμα σε μόνιμο, μέσω των προγραμμάτων διάσωσης (bail outs). Αγοράζουν δάνεια που θα είχαν αθετηθεί, αποτρέποντας την εξαϋλωση της πίστωσης. Όταν οι τράπεζες διατηρούν δάνεια που κινδυνεύουν να αθετηθούν, αντιμετωπίζουν την ανάγκη να τα διαγράψουν, κάτι που θα αφαιρούσε αυτό το τμήμα της προσφοράς χρήματος. Τα προγράμματα διάσωσης μετατρέπουν τέτοιου είδους εξαϋλούμενες πιστώσεις σε μόνιμο χρήμα, δίνοντας ουσιαστικά στις τράπεζες δωρεάν χρήματα.
Χωρίς τα κρατικά προγράμματα διάσωσης, οι τράπεζες δεν θα ήταν πρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια που είναι απίθανο να αποπληρωθούν, περιορίζοντας έτσι την προθυμία τους να δανείσουν μεγάλα χρηματικά ποσά. Αυτό θα κρατούσε την προσφορά του χρήματος πιο σταθερή. Ανά πάσα στιγμή, μέρος των χρημάτων που υπάρχουν θα εξακολουθούσε να προορίζεται να αφαιρεθεί, μέσω της αποπληρωμής των δανείων. Αυτή η αναλογία θα κυμαινόταν κάπως ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, και το προσωρινό χρήμα δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει από τα άλλα χρήματα έως ότου αποπληρωθεί ένα δάνειο, αλλά δεν θα δημιουργούνταν συνεχώς νέα χρήματα μέσω της χορήγησης δανείων.
Όταν τα δάνεια υψηλού κινδύνου αναπόφευκτα «σκάνε», το κράτος σπεύδει να τα αγοράσει, ώστε να αποτρέψει τις τράπεζες από το να χρειαστεί να διαγράψουν τόσα πολλά δάνεια που να έχουν καθαρά αρνητικά περιουσιακά στοιχεία στα βιβλία τους. Ωστόσο, με το να βλέπει κανείς τη δημιουργία τοξικών δανείων ως απλώς μια υπερβολική ανάληψη κινδύνων σε αντίδραση στην ύπαρξη ενός διχτυού ασφαλείας, παραβλέπει τη ευρύτερη δυναμική. Πραξεολογικά, η παραγωγή τοξικών δανείων είναι η ορθολογική προσφορά ενός αγαθού με υψηλή ζήτηση. Αυτά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να πωληθούν για μεγαλύτερη αξία από ό,τι κοστίζει η δημιουργία τους, επομένως η παραγωγή τους είναι οικονομικά ορθολογική.
Οι τράπεζες, πρακτικά μιλώντας, λειτουργούν σαν κρατικοί εργολάβοι, παράγοντας το προϊόν «τοξικό χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο». Παρόμοια με τον τρόπο που οι εργολάβοι της αμυντικής βιομηχανίας παράγουν μαχητικά αεροσκάφη ή οι ιχθυοκαλλιεργητές παράγουν χαβιάρι για τα κρατικά συμπόσια, οι τράπεζες δημιουργούν δάνεια που δεν αποπληρώνονται, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση θα τα αγοράσει. Αυτή η ζήτηση διασφαλίζει ότι οι τράπεζες θα συνεχίζουν να παράγουν χρηματοπιστωτικά εργαλεία υψηλού κινδύνου. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας κερδίζει από τη δημιουργία αυτών των προϊόντων, παρ’ όλο που γνωρίζει ότι μπορεί να καταστούν μηδενικής αξίας. Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι η μηδενική τους αξία που τα κάνει να είναι πολύτιμα, καθώς αυτό αποτελεί το πρόσχημα για την διάσωση.
Οι εταιρείες που εισπράττουν τα κεφάλαια διάσωσης δεν έχουν υποστεί τυπικά κόστη, όπως η διατήρηση μηχανημάτων ή η επένδυση σε μελλοντική παραγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι λειτουργούν με πολύ υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Έτσι, έχουν πολύ περισσότερο χρήμα για να ξεφορτώσουν πριν χάσει την αξία του. Αναζητούν γρήγορα κέρδη, όχι σταθερά μερίσματα, τα οποία μπορούν συνήθως να βρεθούν σε περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές τεχνολογίας και ακίνητα, προκαλώντας αφύσικη εισροή κεφαλαίων σε αυτούς τους τομείς. Αυτό εξηγεί γιατί οι τεχνολογικοί γίγαντες μεγαλώνουν δυσανάλογα: τυχαίνει να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ανθρώπων με φρέσκο χρήμα. Η παραγωγικότητα και η δημιουργία αξίας καθίστανται σχετικά λιγότερο πολύτιμες, καθώς η οικονομία βελτιστοποιείται για να καλύψει τις πληθωριστικές επενδύσεις. Αυτή η διαδικασία στρεβλώνει τα σήματα της αγοράς, κατανέμει εσφαλμένα τους πόρους και διαιωνίζει ένα οικονομικό περιβάλλον όπου η επιτυχία συνδέεται περισσότερο με τους οικονομικούς ελιγμούς παρά με το γνήσιο παραγωγικό προϊόν.
Πολλές επιχειρήσεις σήμερα, ειδικά στον τομέα της τεχνολογίας, λειτουργούν περισσότερο ως μηχανισμοί απορρόφησης του πληθωρισμένου χρήματος, παρά ως παραδοσιακές επιχειρήσεις που παράγουν κέρδη. Δίνουν προτεραιότητα στην προσέλκυση επενδύσεων από τους αποδέκτες του φρέσκου (πληθωρισμένου) χρήματος. Ένα δεύτερο στρώμα από αυτούς τους προμηθευτές που αιχμαλωτίζουν το πληθωρισμένο χρήμα αναπτύχθηκε για να συλλάβει τη διαρροή κεφαλαίων από το πρώτο στρώμα. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία έχει προσανατολιστεί στο να προμηθεύει τις επιχειρήσεις που παίρνουν τα νέα χρήματα, αντί να κατανέμει πόρους σε αυτά που πραγματικά θέλουν να αγοράσουν οι άνθρωποι.
Όσο πιο κοντά στον «ανεμιστήρα» του πληθωρισμού είναι μια επιχείρηση, τόσο πιο κερδοφόρα μπορεί να γίνει. Σε μια οικονομία που ανταμείβει την πληθωριστική προσοδοθηρία, η δημιουργία αξίας έχει καταστεί ασύνετη, καθώς αποφέρει χρήματα με χαμηλό περιθώριο κέρδους μόνο από φειδωλούς αγοραστές, που χρειάστηκε να εργαστούν για να τα κερδίσουν. Πρέπει να είστε σε θέση να επιβεβαιώσετε ότι σχεδόν οποιοσδήποτε γνωρίζετε είτε εισπράττει χρήματα από μια πηγή πληθωρισμού είτε προμηθεύει αυτούς που τα εισπράττουν. Η οικονομία αναπτύσσεται στραμμένη προς την πηγή του χρήματος, όπως ένας μύκητας αναπτύσσεται στρεφόμενος προς ένα θρεπτικό συστατικό, αντί να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται ουσιαστικά στην βάση του τι αποφασίζουν να χρηματοδοτήσουν οι ελίτ, κι όχι από την αγορά. Αυτό μοιάζει με μια φασιστική οικονομία όπου οι επιχειρήσεις ήταν κατ’ όνομα ιδιωτικές, αλλά οι κρατικοί σχεδιαστές έπαιρναν τις αποφάσεις περί παραγωγής.
Πολλοί υπερπλούσιοι σήμερα ήταν απλώς οι τυχεροί αρχικοί ιδιοκτήτες δημοφιλών περιουσιακών στοιχείων που πλειοδοτήθηκαν από αυτή την αφύσικη εισροή νέων χρημάτων. Η προσέλκυση της ροής των χρημάτων προς τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει κανείς έχει γίνει πιο σημαντικό μέσο δημιουργίας πλούτου από την κερδοφόρα λειτουργία. Και αυτό κάνουν όλες οι κορυφαίες εταιρείες στις μέρες μας, προσπαθώντας να θαμπώσουν τους επενδυτές. Είναι σαν να λανσάρετε ένα κρυπτονόμισμα και να κάνετε τους ανθρώπους να το αγοράσουν, ώστε τα αρχικά σας νομίσματα να αυξήσουν την αξία τους. Αυτό εξηγεί την τάση για τους κύκλους διαφημιστικών εκστρατειών. Δεν προσπαθούν να βγάλουν κέρδος, προσπαθούν να ενθουσιάσουν τους επενδυτές ώστε να πλειοδοτήσουν στις μετοχές τους.
Δεν επωφελούνται μόνο αυτοί που λαμβάνουν άμεσα φρέσκο χρήμα από την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Καθώς η αγοραστική δύναμη όλων των υπολοίπων διαβρώνεται από τον πληθωρισμό, οι ιδιοκτήτες σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, όπως τα εργοστάσια, ανέρχονται συγκριτικά. Καρπώνονται συνεχώς την μεταβίβαση της αγοραστικής δύναμης, σε βάρος όλων των άλλων. Ένας ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού 8% —μια ρεαλιστική εκτίμηση, δεδομένου ότι η οικονομική ανάπτυξη κρύβει την πραγματική αύξηση της προσφοράς χρήματος— ενισχύει την αξία του κληρονομημένου κεφαλαίου κατά 2.200 φορές αθροιστικά σε έναν αιώνα, ή κατά 220.000%. Αντίθετα, για μια οικογένεια χωρίς περιουσιακά στοιχεία, σε εκατό χρόνια η αγοραστική της δύναμη θα μειωθεί στο 0,045% της αρχικής της αξίας. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός δημιουργεί συνεχώς ανισότητες. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, γιατί ο κόσμος είναι τόσο άνισος και γιατί λαμβάνονται τόσες πολλές κακές αποφάσεις στον εσωτερικό αγώνα εξουσίας για τη απορρόφηση του πληθωρισμένου χρήματος.
Δίνοντας συνεχώς δωρεάν χρήματα στους πλούσιους, το κράτος διευκολύνει την μεταφορά της αγοραστικής δύναμης από τον γενικό πληθυσμό στην τάξη των «εχόντων». Αυτό παραμορφώνει τη κατανομή του πλούτου και συνεχίζει να φτωχαίνει την εργατική τάξη. Τα «δουλεμένα» χρήματα αποτελούν πλέον ένα μικρότερο ποσοστό της συνολικής διαθέσιμης αγοραστικής δύναμης. Σε μια ελεύθερη αγορά, η συσσώρευση πλούτου θα βασιζόταν περισσότερο στην παραγωγική επιχειρηματικότητα, παρά στην αναζήτηση προσόδων, με αποτέλεσμα μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου με βάση την παραγωγικότητα. Η εργασία θα είχε μεγαλύτερη ανταμοιβή και ακόμη και η μέτρια απασχόληση θα παρείχε σημαντική αγοραστική δύναμη, μειώνοντας την ανάγκη για ένα κράτος πρόνοιας. Έτσι, το σημερινό σύστημα διαιωνίζει την ανισότητα που ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού.
Οι μαρξιστές έχουν διαγνώσει εσφαλμένα την αιτία της οικονομικής ανισότητας. Δεν είναι η εξαγωγή της υπεραξίας από τους εργάτες, όπως προτείνεται από την εργασιακή θεωρία της αξίας, που δίνει στους καπιταλιστές άδικα πλούτη. Αντίθετα, είναι η συνεχής εισροή δωρεάν χρήματος μέσω της αύξησης της προσφοράς του χρήματος (σ.σ. του πληθωρισμού). Η ανάλυσή τους αντιστρέφει την πραγματικότητα για το πώς προκύπτει η ανισότητα. Ο Καρλ Μαρξ προσδιόρισε τη ανεμπόδιστη αγορά σαν το πρόβλημα και ζήτησε την κρατική παρέμβαση για να το διορθώσει. Έτσι, η «θεραπεία» του ήταν στην πραγματικότητα η ασθένεια. Κατά τραγική ειρωνεία, η παρεμβατική πολιτική διαιωνίζει ακριβώς την ανισότητα που καταγγέλλουν οι μαρξιστές. Μια κουλτούρα βουτηγμένη στην οικονομική ερμηνεία του Μαρξ διατηρεί ένα παρεμβατικό περιβάλλον, το οποίο ωφελεί τις χρηματοπιστωτικές ελίτ μέσω των πληθωριστικών πολιτικών και των προγραμμάτων διάσωσης (bail outs), διαιωνίζοντας την οικονομική ανισότητα. (Αν και πραξεολογικά, αυτή μπορεί να ήταν η πρόθεσή του.)
Το πρόβλημα δεν είναι η ανεπαρκής ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Εάν ένας τύπος ριψοκίνδυνου στοιχήματος απαγορευτεί, οι τράπεζες θα βρουν άλλους τρόπους για να κερδοσκοπήσουν ή να δημιουργήσουν παράγωγα από υπάρχοντα στοιχήματα. Δεν μπορείτε να απαγορεύσετε όλα τα επικίνδυνα στοιχήματα. Οι τίτλοι που καλύπτονταν από ενυπόθηκα δάνεια ήταν στοιχήματα σε στεγαστικά δάνεια άλλων και η Enron πόνταρε σε μελλοντικές τιμές ενέργειας. Σε μια κανονική αγορά, αυτοί οι κίνδυνοι θα αυτοδιορθώνονταν. Αντιμέτωπες με τις ζημίες όταν τα στοιχήματα πάνε άσχημα, οι τράπεζες θα ήταν απρόθυμες να ποντάρουν σε μη ασφαλή στοιχήματα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η ύπαρξη ενός συστήματος αυθαίρετης εξουσίας που μετατρέπει την προσωρινή πίστωση σε πραγματική αγοραστική δύναμη.
Σε μια ευρύτερη προοπτική, μπορούμε να δούμε διαφορετικούς τύπους χρηματοοικονομικών δομών. Κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα, η εξουσία βρισκόταν στους βιομηχανικούς καπιταλιστές που δημιουργούσαν απτά προϊόντα, οδηγώντας στην πρόοδο και βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο. Σήμερα, η οικονομική ελίτ χειραγωγεί τον ίδιο τον μηχανισμό κατανομής των επενδύσεων, χωρίς να παράγει πραγματική αξία, έχοντας υποβιβάσει τους βιομηχανικούς παραγωγούς στον ρόλο των υπηρετών. Αυτή η δομή μοιάζει με τα φεουδαρχικά συστήματα εξουσίας όπου οι μεσαιωνικές ανακτορικές ελίτ έλεγχαν την κοινωνία, μεταμφιεσμένη σαν σύγχρονη οικονομική θεωρία.
Δείτε επίσης: