Ο φασισμός ήταν πάντα εχθρός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
Ο ιταλικός φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός ανήκουν στην Αριστερά, καθώς αποτελούν ενσαρκώσεις του μη μαρξιστικού σοσιαλισμού.
Ετικέτες: Σοσιαλισμός, Φασισμός
Άρθρο του Άλεν Γκίντλερ, δημοσιευμένο την 1/6/2019 από το Mises Institute.
Μπορείτε να ακούσετε το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack.
Η Αριστερά και το κατεστημένο της πολιτικής επιστήμης προσδιορίζουν τον ιταλικό φασισμό, όπως και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, σαν δεξιές ιδεολογίες. Το κίνητρό τους είναι σαφές - δεν θέλουν να συνδεθούν με καθεστώτα που έφεραν στον πολιτισμό τη φρίκη και τα δεινά μιας άνευ προηγουμένου κλίμακας. Η Αριστερά παραδοσιακά τεκμηριώνει την άποψή της με δύο θεωρητικές προτάσεις. Πρώτον, ο φασισμός και ο ναζισμός δεν ανήκουν στην Αριστερά, επειδή αυτά τα καθεστώτα δεν καθιερώνουν την πλήρη συλλογική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όπως ορίζει ο Μαρξ. Δεύτερον, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός αποτελούν παραδοσιακά χαρακτηριστικά της Δεξιάς, ενώ η Αριστερά θεωρείται διεθνιστικής φύσης.
Ιδιωτική ιδιοκτησία μόνο κατ’ όνομα
Ας εξετάσουμε το πρώτο αξίωμα σχετικά με την αποτυχία αυτών των καθεστώτων να πραγματοποιήσουν την πλήρη κοινωνικοποίηση (σ.σ. ευφημισμός για την κρατικοποίηση) της ιδιωτικής περιουσίας. Έτσι, ο Στάλιν επεσήμανε στη συνέντευξή του στον Αμερικανό δημοσιογράφο Ρόι Χάουαρντ: «Το θεμέλιο της κοινωνίας [του σοσιαλισμού] είναι η δημόσια περιουσία: κρατική, δηλαδή εθνική και συνεταιριστική, συλλογική ιδιοκτησία. Ούτε ο ιταλικός φασισμός ούτε ο γερμανικός εθνικιστικός «σοσιαλισμός» έχουν τίποτα κοινό με μια τέτοια κοινωνία. Κυρίως, αυτό συμβαίνει επειδή η ιδιωτική ιδιοκτησία των εργοστασίων και των έργων, της γης, των τραπεζών, των μεταφορών κ.λπ. έχει παραμείνει άθικτη και, ως εκ τούτου, ο καπιταλισμός παραμένει σε πλήρη ισχύ στη Γερμανία και την Ιταλία». Αυτό ήταν το διαβόητο επιχείρημα των μαρξιστών σοσιαλιστών.
Ο μεγάλος Λούντβιχ φον Μίζες επιτέθηκε στις λογικές συναγωγές της Αριστεράς επισημαίνοντας ότι σε μη μαρξιστικά σοσιαλιστικά καθεστώτα η ιδιωτική ιδιοκτησία επιτρεπόταν de jure (νομικά), αλλά de facto (στην πράξη) το κράτος ήταν ο κύριος ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής.
«Εάν το Κράτος αφαιρέσει την εξουσία διάθεσης από τον ιδιοκτήτη τμηματικά, επεκτείνοντας την επιρροή του στην παραγωγή· εάν η εξουσία του να καθορίζει ποια κατεύθυνση θα πάρει η παραγωγή αυξηθεί, τότε ο ιδιοκτήτης δεν μένει εντέλει με τίποτα άλλο εκτός από το κενό όνομα της ιδιοκτησίας, και η ιδιοκτησία έχει περάσει στα χέρια του Κράτους», έγραψε ο Μίζες στο βιβλίο Σοσιαλισμός.
Αναμφισβήτητα, τα επιχειρήματά του περιγράφουν αυθεντικά τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες υπό αυτά τα καθεστώτα. Πράγματι, οι επιχειρηματίες στερήθηκαν την ελεύθερη αγορά εμπορευμάτων, την αγορά εργασίας και τη διεθνή χρηματαγορά. Το κράτος καθιέρωσε ελέγχους μισθών και τιμών και συνολικά επηρέαζε όλα τα στάδια της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα επιχειρήματα του Mises δεν βρίσκουν την αρμόζουσα κατανόηση και αποτελεσματικότητα στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το θέμα είναι ότι ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε από δύο αιματηρούς Παγκόσμιους Πολέμους και τον παρατεταμένο Ψυχρό Πόλεμο. Μόνο ο οργανισμός που λέγεται κράτος μπορεί να διεξάγει Παγκόσμιους Πολέμους, καθώς μπορεί να συγκεντρώσει και να διαχειριστεί τους απαραίτητους οικονομικούς, οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Έτσι, τον τελευταίο αιώνα, το κράτος είχε πολύ σταθερά εδραιωθεί στην οικονομική σφαίρα της κοινωνίας και πολύ απρόθυμα εγκατέλειπε τη θέση του. Άλλωστε, πολλές γενιές ανθρώπων ζουν σε συνθήκες όπου το κράτος υπαγορεύει τους όρους της οικονομίας. Δεν υποψιάζονται καν ότι το κράτος και η οικονομία μπορούν να έχουν διαφορετικές σχέσεις. Οι σύγχρονες βιομηχανικές χώρες είναι ένοχες για την εφαρμογή πολιτικών που μοιάζουν με αυτές από το συνταγολόγιο των ιταλικών και γερμανικών κυβερνήσεων. Πράγματι, το κράτος έχει θεσπίσει διάφορους κανονισμούς που επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και την οικονομία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του ελέγχου του κατώτατου μισθού, της θέσπισης κοινωνικών προγραμμάτων που τροφοδοτούνται από την ουσιαστική αναδιανομή του πλούτου και πολλών άλλων μέτρων.
Ο Mises επεσήμανε ότι το κράτος έλεγχε την οικονομική ζωή, εφαρμόζοντας διάφορα μέτρα καταναγκασμού. Έχει αναμφίβολα δίκιο. Ωστόσο, τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έχουν χρησιμοποιήσει και τις δύο μεθόδους: τον καταναγκασμό και την πειθώ, και η δεύτερη κατείχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στα σύγχρονα περιβάλλοντα, η απροκάλυπτη συλλογική κατήχηση στα εκπαιδευτικά ιδρύματα έγινε μια πρωταρχική μορφή πειθούς.
Οι άνθρωποι είναι το πιο προσαρμοστικό είδος και επηρεάζονται εύκολα από μια επιδέξια διατυπωμένη πεποίθηση. Η πλειοψηφία των αντίστοιχων πληθυσμών σχεδόν αβίαστα αποδέχτηκε τις σωβινιστικές ιδέες των φασιστών και των ναζί. Ο Gotz Aly ανέφερε στους «Ωφελούμενους του Χίτλερ» ότι το Τρίτο Ράιχ δεν ήταν μια δικτατορία που διατηρείτο με τη βία. Έδωσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ότι το 1937, η Γκεστάπο είχε λίγο πάνω από 7.000 υπαλλήλους, οι οποίοι επαρκούσαν για να παρακολουθούν περισσότερα από 60 εκατομμύρια ανθρώπους. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού υποτάσσει οικειοθελώς τις σκέψεις της στις ιδέες του κυβερνώντος κόμματος. Κατά συνέπεια, ο πληθυσμός που υφίσταται την κολλεκτιβοποίηση (συλλογικοποίηση) του νου υποστηρίζει με ενθουσιασμό οποιεσδήποτε πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες ήταν αναπόσπαστο μέρος του εθνικιστικού κινήματος και δεν δίστασαν να αποδεχτούν τους νέους κανόνες του παιχνιδιού, συμμετέχοντας με ενθουσιασμό στο κοινωνικό πείραμα.
Όσον αφορά το επιχείρημα της «de jure-de facto κατοχής» που προέβαλε ο Mises, είναι απαραίτητο να συμπληρωθεί με τις ακόλουθες προτάσεις. Αν κάποιος κατέχει την περιουσία, θα πρέπει να είναι σε θέση να την ελέγχει. Ισχύει και το αντίστροφο: αν κάποιος ελέγχει την ιδιωτική ιδιοκτησία, την κατέχει de facto. Είναι ευκολότερο και πιο αποτελεσματικό να διαχειρίζεται κανείς την ιδιοκτησία αν επίσης κατέχει αυτήν την ιδιοκτησία. Επομένως, ήταν απολύτως φυσικό τα φασιστικά και ναζιστικά κράτη να αναπτύξουν μια τάση να γίνουν πραγματικοί ιδιοκτήτες, όχι μόνο de facto αλλά και de jure. Η διχοτομία της ιδιοκτησίας της περιουσίας «κάποιος κατέχει, αλλά στερείται πλήρους ελέγχου - κάποιος ελέγχει, αλλά δεν κατέχει» δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως σταθερό πρότυπο. Αυτή η κατασκευή έπρεπε να καταρρεύσει και να εδραιωθεί σε μια πιο σταθερή θέση - «κάποιος κατέχει, κάποιος ελέγχει». Μια ασάφεια που ενυπάρχει στις «de facto και de jure κατοχές» θα επιλυόταν αναπόφευκτα υπέρ ενός ισχυρότερου αντίστοιχου - ενός κράτους. Η ιστορία δείχνει ότι το φασιστικό κράτος αναπτυσσόταν προς αυτή την κατεύθυνση. Μέχρι το 1939, η φασιστική Ιταλία είχε πετύχει το υψηλότερο ποσοστό κρατικής ιδιοκτησίας στον κόσμο εκτός από τη Σοβιετική Ένωση.
Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η Αριστερά θα πρέπει να απορριφθεί μαζί με την ακόλουθη συλλογιστική. Καταρχάς, ο ιταλικός φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός ανήκουν στην Αριστερά, καθώς αποτελούν ενσαρκώσεις του μη μαρξιστικού σοσιαλισμού που χρησιμοποίησε την κολεκτιβοποίηση της συνείδησης, αντί της κοινωνικοποίησης (σ.σ. κρατικοποίησης) της ιδιωτικής περιουσίας, ως τον κύριο δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Δεύτερον, ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας θα οδηγήσει τελικά στην κοινωνικοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας, η οποία θα καταστήσει το κράτος de jure ιδιοκτήτη.
Ο εθνικισμός δεν είναι μοναδικό φαινόμενο της Δεξιάς
Η υποτιθέμενη αποκλειστικότητα της Δεξιάς στον εθνικισμό και τον ρατσισμό είναι ένας πολιτικός μύθος που προωθείται από την φαύλη αριστερή προπαγάνδα. Είναι γνωστό ότι οι ιδρυτές του Μαρξισμού ήταν ξενοφοβικοί, προσκολλημένοι στην εγελιανή διαίρεση των εθνών σε ιστορικά και μη ιστορικά έθνη. Ο ιδρυτής του επαναστατικού συνδικαλισμού, ο Σορέλ, ήταν ένθερμος αντισημίτης. Ορισμένα ρεύματα του σοσιαλισμού κήρυτταν τον απροκάλυπτο σωβινισμό. Κάποια άλλα χρησιμοποιούσαν την διεθνιστική ρητορική για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Επιπλέον, ο εθνικισμός δεν ήταν ένας παράγοντας που χώριζε το πολιτικό φάσμα σε Αριστερά-Δεξιά στις αρχές του 20ού αιώνα. Αντίθετα, ήταν η στάση απέναντι στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα (ή ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, με μαρξικούς όρους) που χώριζε το πολιτικό φάσμα. Επομένως, ο εθνικισμός μπορεί να είναι εγγενής σε διάφορες πολιτικές φιλοσοφίες, τόσο στους υπερασπιστές του κεφαλαίου όσο και στους υποστηρικτές της εργασίας. Κανένα σταθερό ιστορικό στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι ο εθνικισμός είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Δεξιάς. Αντίθετα, ως υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, η Δεξιά προωθεί έναν διεθνή καταμερισμό της εργασίας και του εμπορίου. Ταυτόχρονα, τα θεσμοθετημένα καθεστώτα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, εφάρμοσαν μια οικονομία εθνικής αυτάρκειας.
Ο ιταλικός φασισμός και ο γερμανικός ναζισμός αποτελούν το αντι-υλιστικό, αντι-θετικιστικό ρεύμα του σοσιαλιστικού κινήματος, το οποίο ήταν εξαιρετικά εχθρικό προς τις ιδέες του μαρξισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, καταλαμβάνουν από κοινού τις θέσεις στο ίδιο φάσμα του συνόλου των σοσιαλιστών. Οι κομμουνιστές καταλαμβάνουν τα άκρα της Αριστεράς, ακολουθούμενοι (στο κέντρο της Αριστεράς) από τους σοσιαλδημοκράτες. Η δεξιά πτέρυγα ανήκει στους φασίστες και τους ναζί — αυτοί είναι η δεξιά πτέρυγα της Αριστεράς.








