Γιατί αυτή η μεροληπτική αντιμετώπιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων;
Τα εγκλήματα του σοσιαλισμού παραβλέπονται, ενώ εκείνα του εθνικοσοσιαλισμού εργαλειοποιούνται, ώστε να πληγεί η πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια των δυτικών εθνών μέσω της μαζικής μετανάστευσης.
Ετικέτες: Ιστορία, Σοσιαλισμός
Κείμενο του ιστορικού Ραλφ Ράικο, δημοσιευμένο στις 12/6/2025 από το Mises Institute.
Ακούστε αυτό το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
[ Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το Κεφάλαιο 5 του βιβλίου «Μεγάλοι Πόλεμοι και Μεγάλοι Ηγέτες: Μια Φιλελεύθερη Αντίκρουση». ]
Οποτεδήποτε αναφέρονται αντισημιτικές συμπεριφορές ή πράξεις, παρατηρεί ο ντε Ζάγιας, ο Γκολντχάγκεν μιλάει για «τους Γερμανούς» γενικά —όχι για «τους Ναζί» ή έστω για «πολλούς Γερμανούς»— χωρίς να παρουσιάζει καμία απολύτως δικαιολογία. Είναι απλώς ένα τέχνασμα της πολεμικής του. Παραλείπει να αναφέρει γνωστά γεγονότα, π.χ. ότι όλοι όσοι σχετίζονταν με τη δολοφονία των Εβραίων δεσμεύονταν από την πρώτιστη Διαταγή του Φύρερ, καθώς και από τις ειδικές διαταγές του Χίμλερ, που επέβαλλαν την αυστηρότερη σιωπή, υπό την ποινή του θανάτου. Δεν θα πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, για παράδειγμα, ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, αξιωματικός της Luftwaffe κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέθεσε πως ούτε είχε ακούσει ούτε γνώριζε ποτέ τίποτα για την εξόντωση των Εβραίων· ή ότι η κόμισσα Ντένχοφ, εκδότρια της φιλελεύθερης εφημερίδας Die Zeit, δήλωσε ότι, παρά τις διασυνδέσεις της με πολλά βασικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν γνώριζε τίποτα για τις μαζικές δολοφονίες στα στρατόπεδα και ότι «άκουσα την λέξη «Άουσβιτς» για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο». Ο Γκολντχάγκεν απλώς αγνοεί σημαντικά τυπικά έργα που αντικρούουν τη θέση του. Ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι ο γερμανικός λαός ενέκρινε και συμμετείχε στην Νύχτα των Κρυστάλλων (την εκτεταμένη δολοφονία Εβραίων το 1938 και την καταστροφή συναγωγών κι επιχειρήσεων από Ναζί κακοποιούς) σε ένα είδος πανεθνικού Volksfest. Ωστόσο, η Σάρα Γκόρντον, στο έγκυρο βιβλίο της με τίτλο «Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και το «Εβραϊκό Ζήτημα» έγραψε: «υπήρξε ένας χείμαρρος αναφορών που έδειχναν την δημόσια αποδοκιμασία για την Νύχτα των Κρυστάλλων... [ανεξάρτητα από το κίνητρο], αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία όντως την αποδοκίμασε... Μετά την Νύχτα των Κρυστάλλων, οι Ναζί προσπαθούσαν σκόπιμα να αποκρύπτουν τα μέτρα τους κατά των Εβραίων».
Κανένας από τους πανεπιστημιακούς επικριτές δεν είχε ιδιαίτερη επίδραση στο κοινό που παρακολούθησε τις συζητήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες ή κατά τη διάρκεια της περιοδείας του Γκολντχάγκεν στη Γερμανία στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού, και σίγουρα όχι στις πωλήσεις του βιβλίου. Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι από αυτούς, εκτός από τον ντε Ζάγιας, παρέβλεψαν τη λειτουργία που επιτελεί ένα έργο όπως αυτό του Γκολντχάγκεν. Ενώ κατηγορεί τους Γερμανούς ως παθολογικά αντισημίτες και ενώ ορισμένοι από τους επικριτές του αντιτείνουν ότι, όχι, όλοι οι Χριστιανοί, και μάλιστα ο ίδιος ο Χριστιανισμός, εμπλέκονται στη γενοκτονία των Εβραίων, η προσοχή παραμένει στραμμένη στο υποτιθέμενα μοναδικό μεγάλο έγκλημα του πρόσφατου παρελθόντος, αν όχι ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας, αποκλείοντας ουσιαστικά όλα τα άλλα. Συγκεκριμένα, τα αδικήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων παραβλέπονται αδικαιολόγητα.
Πριν από μια δεκαετία, ο Ερνστ Νόλτε, του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου τότε, πυροδότησε το Historikerstreit, ή αλλιώς τη διαμάχη των ιστορικών, και έγινε στόχος μιας εκστρατείας δυσφήμισης με επικεφαλής τον φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας, επειδή αναρωτήθηκε: «Το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» δεν προϋπήρξε του Άουσβιτς; Δεν αποτέλεσε η «ταξική δολοφονία» των Μπολσεβίκων την λογική και πραγματολογική προϋπόθεση της «φυλετικής δολοφονίας» των Εθνικοσοσιαλιστών;» Αυτά εξακολουθούν να είναι καλά ερωτήματα. Στην πραγματικότητα, τα σταλινικά - και μαοϊκά - εγκλήματα, αν και αναγνωρίζονται, γενικά υποβαθμίζονται και δεν έχουν επιτύχει τίποτα που να προσεγγίζει έστω και στο ελάχιστο την δημοσιότητα της σφαγής των Εβραίων από τους Ναζί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα άτομο που παρακολουθεί τα μέσα ενημέρωσης είναι πολύ πιθανό να συναντά αναφορές για το Ολοκαύτωμα σχεδόν κάθε μέρα της ζωής του. Κι όμως, ποιος έχει ακούσει για την Κολυμά, όπου εξοντώθηκαν περισσότεροι άνθρωποι από όσους καταμετρήθηκαν επισήμως στο Άουσβιτς; Τα στοιχεία για τα θύματα της μαοϊκής διακυβέρνησης που αρχίζουν να βγαίνουν από την Κίνα υποδηλώνουν ένα σύνολο της τάξης των δεκάδων εκατομμυρίων. Επηρεάζουν άραγε αυτά τα γεγονότα έστω και λίγο την συνείδηση της κοινωνίας;
Επιπλέον, υπάρχει μια πτυχή των σταλινικών φρικαλεοτήτων που είναι πολύ σχετική με την «Ανάλυση Γκολντχάγκεν». Στην εξιστόρησή τους για τη Σοβιετική Ένωση, με τίτλο «Η Ουτοπία στην Εξουσία», οι Mikhail Heller και Aleksandr Nekrich θίγουν το ζήτημα του κατά πόσον ο γερμανικός λαός είχε πλήρη γνώση των ναζιστικών εγκλημάτων. Δεν εκφράζουν καμία γνώμη. Αλλά όσον αφορά τον δολοφονικό πόλεμο των Σοβιετικών κατά της αγροτιάς, συμπεριλαμβανομένου του ουκρανικού λιμού, γράφουν:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Σοβιετικοί κάτοικοι των πόλεων γνώριζαν για τη σφαγή στην ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν προσπάθησε να την κρύψει. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, οι κάτοικοι των πόλεων μπορούσαν να δουν τις χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που είχαν φύγει από τα χωριά και πέθαιναν από την πείνα. Οι κουλάκοι (σ.σ. αγρότες με πάνω από 8 εκτάρια γης), οι «απο-κουλακοποιημένοι» και οι «μπράβοι των κουλάκων» πέθαιναν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Δεν θεωρούνταν άνθρωποι.
Δεν υπήρξε καμία κατακραυγή, ώστε να ζητήσει ο ρωσικός λαός εξιλέωση, και κανείς δεν μιλάει για την «αιώνια ενοχή» του. Είναι αυτονόητο ότι τα αδικήματα του κομμουνισμού, στη Ρωσία, την Κίνα και αλλού, δεν αποδίδονται ποτέ στον διεθνισμό και την ισότητα, όπως αυτά του ναζισμού στον εθνικισμό και τον ρατσισμό.
Η αναφορά στα κομμουνιστικά εγκλήματα δεν έχει σκοπό να «υποβαθμίσει» τον αφανισμό του εβραϊσμού της Ευρώπης, ούτε μπορεί να το κάνει. Η σφαγή των Εβραίων ήταν ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβησαν ποτέ. Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ήταν το χειρότερο πράγμα που συνέβη ποτέ, δεν θα μπορούσε άραγε να επιτευχθεί κάποια συνεννόηση, σύμφωνα με την οποία οι μαζικές δολοφονίες των κομμουνιστών θα αναφέρονται μία φορά για κάθε δέκα (ή έστω εκατό) φορές που αναφέρεται το Ολοκαύτωμα; Ίσως επίσης, αν πρέπει να έχουμε χρηματοδοτήσει δημόσια μουσεία που τιμούν τα ξένα θύματα ξένων καθεστώτων, θα μπορούσε μήπως να εξεταστεί το ενδεχόμενο ανέγερσης κάποιου μνημείου για τα θύματα του κομμουνισμού, όχι φυσικά στο ίδιο σημείο, αλλά ίσως σε μια περιοχή της Ουάσιγκτον με χαμηλά ενοίκια;
Αν τα εγκλήματα του κομμουνισμού περνούν συγκριτικά απαρατήρητα, τι μπορούμε να πούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον Γερμανών; Μία από τις πιο ολέθριες κληρονομιές του Χίτλερ, του Στάλιν και του Μάο είναι ότι κάθε πολιτικός ηγέτης που ευθύνεται για λιγότερους από, ας πούμε, τρία ή τέσσερα εκατομμύρια θανάτους απαλλάσσεται των ευθυνών του. Αυτό δεν ακούγεται σωστό, και δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στην πραγματικότητα - ο αναγνώστης μπορεί να το βρει απίστευτο - υπήρξε μια εποχή που οι Αμερικανοί συντηρητικοί πρωτοστάτησαν στη δημοσιοποίηση των συμμαχικών, και ιδιαίτερα των αμερικανικών, φρικαλεοτήτων εναντίον των Γερμανών. Ιστορικοί και δημοσιογράφοι υψηλού επιπέδου, όπως ο Γουίλιαμ Χένρι Τσάμπερλιν στο βιβλίο του «Η Δεύτερη Σταυροφορία της Αμερικής» και η Φρέντα Άτλεϊ, στο βιβλίο «Το Υψηλό Κόστος της Εκδίκησης», διαπόμπευσαν όσους είχαν διαπράξει αυτό που η Άτλεϊ ονόμασε «τα εγκλήματά μας κατά της ανθρωπότητας» - τους άνδρες που διηύθυναν τον τρομοκρατικό βομβαρδισμό των γερμανικών πόλεων, που συνωμότησαν για την εκδίωξη περίπου δώδεκα εκατομμυρίων Γερμανών από τις προγονικές τους εστίες στα ανατολικά (κατά τη διάρκεια των οποίων περίπου δύο εκατομμύρια πέθαναν - βλέπε «Η Νέμεσις στο Πότσνταμ» του ντε Ζάγιας) και που σχεδίασαν την «τελική λύση του γερμανικού ζητήματος» μέσω του Σχεδίου Μόργκενταου. Η Άτλεϊ μάλιστα αποκάλυψε τις ψεύτικες «δίκες του Νταχάου» των Γερμανών στρατιωτών και πολιτών κατά τα πρώτα χρόνια της συμμαχικής κατοχής, περιγράφοντας λεπτομερώς την χρήση μεθόδων «αντάξιων της GPU, της Γκεστάπο και των SS» για την απόσπαση ομολογιών. Επέμεινε ότι τα ίδια ηθικά πρότυπα θα έπρεπε να εφαρμόζονται τόσο στους νικητές όσο και στους ηττημένους. Αν όχι, τότε θα ομολογούσαμε ότι « ο Χίτλερ είχε δίκιο στην πεποίθησή του ότι η «μόνο το δίκαιο του ισχυρού υπάρχει» ». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν από τον αείμνηστο Χένρι Ρέτζνερι, έναν από τους τελευταίους μεγάλους της Παλιάς Δεξιάς, του οποίου ο εκδοτικός οίκος ήταν το προπύργιο του αναθεωρητισμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημοσιεύοντας έργα όπως το κλασικό έργο του Τσαρλς Κάλαν Τάνσιλ, «Η Πίσω Πόρτα προς τον Πόλεμο».
Το να κρατάμε συνεχώς το βλέμμα μας στραμμένο στη ναζιστική περίοδο εξυπηρετεί τα ιδεολογικά συμφέροντα μιας σειράς ισχυρών ομάδων. Το ότι αυτό ωφελεί τον σκοπό του σιωνισμού, τουλάχιστον όπως το βλέπουν πολλοί σιωνιστές, είναι προφανές. Είναι επίσης εξαιρετικά χρήσιμο και για τους υποστηρικτές μιας παγκοσμιοποιημένης Αμερικής. Ο Χίτλερ και η επιτακτική ανάγκη της μεγάλης σταυροφορίας για την καταστροφή του είναι τα κύρια τεκμήρια στην ετυμηγορία τους ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή αμερικανικού «απομονωτισμού», του παρελθόντος ή του παρόντος. Οποιαδήποτε υπόνοια ότι ο Σοβιετικός σύμμαχός μας σε αυτή τη σταυροφορία ήταν ένοχος για ακόμη μεγαλύτερα αδικήματα από τη ναζιστική Γερμανία, ότι η ίδια η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε ένοχη για βάρβαρες πράξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν, πρέπει να υποβαθμιστεί ή να κατασταλεί, για να μην γίνει πολύ περίπλοκη η ιστορική εικόνα.
Η εμμονή με την αιώνια ενοχή των Γερμανών προωθεί επίσης τους σκοπούς εκείνων που προσβλέπουν στην εξαφάνιση του έθνους-κράτους και της εθνικής ταυτότητας, τουλάχιστον για τη Δύση. Όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος Ρόμπερτ Μάουρερ, ενσταλάζει στους Γερμανούς «μια μονίμως ένοχη συνείδηση και τους εμποδίζει να αναπτύξουν οποιαδήποτε φυσιολογική εθνική αυτογνωσία». Με αυτόν τον τρόπο, λειτουργεί «ως μοντέλο για την αντικατάσταση κάθε εθνικισμού από τον κοσμοπολιτισμό», την οποία πολλοί σήμερα απεργάζονται. Ο Ερνστ Νόλτε δήλωσε πρόσφατα ότι υπάρχει μια άλλη στρατηγική σε λειτουργία, με τον ίδιο σκοπό. Τίποτα δεν είναι πιο ξεκάθαρο από το ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας τεράστιας εκστρατείας για την απονομιμοποίηση του δυτικού πολιτισμού. Σε αυτήν την εκστρατεία, γράφει ο Νόλτε, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός ενώνεται με τον αντι-δυτικισμό και την πολυπολιτισμικότητα του Τρίτου Κόσμου εντός των δυτικών εθνών,
«για να εργαλειοποιήσουν στον υψηλότερο βαθμό την δολοφονία έξι εκατομμυρίων Εβραίων από τους Γερμανούς και να την τοποθετήσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γενοκτονιών της αρπακτικής και κατακτητικής Δύσης, έτσι ώστε ο homo hitlerensis (ο χιτλερικός άνθρωπος) να εμφανίζεται τελικά ως απλώς μια υπο-περίπτωση του homo occidentalis (του δυτικού ανθρώπου)».
Σκοπός είναι να πλήξουν «την πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια των εθνικών κρατών, που έχει επιτευχθεί εδώ και αιώνες, και να ανοίξουν τις πύλες σε μια μαζική μετανάστευση», έτσι ώστε στο τέλος τα έθνη της Δύσης να πάψουν να υπάρχουν.
Φαίνεται να λειτουργούν πολιτισμικές δυναμικές που θα εντείνουν, αντί να μετριάζουν, την τρέχουσα εμμονή. Ο Michael Wolffsohn, ένας Εβραίος γεννημένος στο Ισραήλ που διδάσκει σύγχρονη ιστορία στη Γερμανία, έχει προειδοποιήσει ότι ο Ιουδαϊσμός αδειάζει από το θρησκευτικό του περιεχόμενο και συνδέεται αποκλειστικά με τις δοκιμασίες των Εβραίων μέσα στην ιστορία, και πάνω απ' όλα, με το Ολοκαύτωμα. Σχολιαστές περισσότεροι του ενός έχουν σημειώσει ότι καθώς η Δύση χάνει κάθε αίσθηση μιας ηθικής που να έχει τις ρίζες της στη λογική, στην παράδοση ή στην πίστη, αλλά που εξακολουθεί να αισθάνεται την ανάγκη για κάποια ασφαλή ηθική κατεύθυνση, την βρίσκει όλο και περισσότερο στο μόνο αναγνωρισμένο «απόλυτο κακό», το Ολοκαύτωμα. Εάν αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί, τότε η αυξανόμενη εκκοσμίκευση του Ιουδαϊσμού και η ηθική απογύμνωση του πολιτισμού μας θα συνεχίσουν να ενοχοποιούν τους Γερμανούς και όλους τους λαούς της Δύσης.