Γιατί ο Μαρξ έκανε λάθος σχετικά με την εργασία και τους μισθούς
Η εξάρτηση του μαρξισμού από την εσφαλμένη υπόθεση της εργασίας ως εμπόρευμα τον καθιστά θεμελιωδώς αβάσιμο. Ο μαρξισμός λειτουργεί ως μια μορφή σοφιστείας.
Ετικέτες: Σοσιαλισμός , Αυστριακή Σχολή
Άρθρο του Allen Gindler, δημοσιευμένο στις 14/9/2024.
Ένα από τα κεντρικά δόγματα του μαρξισμού είναι η εργασιακή θεωρία της αξίας, η οποία δηλώνει ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα του «κοινωνικά αναγκαίου» χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Σε αυτό το πλαίσιο, η ίδια η εργασία γίνεται ένα εμπόρευμα – κάτι που μπορεί να αγοραστεί και να πωληθεί στην αγορά. Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι, στον καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές, οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται πληρώνοντας μισθούς που είναι μικρότεροι από την πλήρη αξία που παράγει η εργασία τους. Αυτήν την διαφορά —την «υπεραξία»— την ιδιοποιείται ο καπιταλιστής ως κέρδος. Ωστόσο, αυτή η αναλογία μεταξύ εργασίας και εμπορευμάτων αποκαλύπτει κάποιες βαθιές πλάνες, όταν την εξετάσει κανείς κριτικά.
Η άποψη ότι η εργασία είναι ένα εμπόρευμα έχει επικριθεί στα έργα πολλών επιφανών οικονομολόγων, τόσο από την αυστριακή οικονομική σχολή όσο και από άλλους. Ο Friedrich Hayek, στο βιβλίο του Ο δρόμος προς την δουλεία (1944), παρουσιάζει μια ευρύτερη κριτική στον σοσιαλιστικό οικονομικό σχεδιασμό, η οποία περιλαμβάνει τη μαρξιστική αντιμετώπιση της εργασίας ως εμπορεύματος. Η κριτική του Χάγιεκ στον μαρξισμό είναι ότι οδηγεί στον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, όπου το κράτος ελέγχει την εργασία και άλλες πτυχές της οικονομίας. Υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της εργασίας ως ελεγχόμενου εμπορεύματος μέσα σε μια προγραμματισμένη οικονομία υπονομεύει την ατομική ελευθερία και οδηγεί σε μια μορφή «δουλοπαροικίας».
Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, η οικονομική ελευθερία, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας να επιλέγει κανείς την εργασία του και να διαπραγματεύεται τον μισθό του, είναι απαραίτητη για την πολιτική ελευθερία. Η κριτική του υπονοεί ότι η μαρξιστική προσέγγιση της εργασίας, που την αντιμετωπίζει ως εμπόρευμα που πρέπει να ελέγχεται από το κράτος, είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη και επικίνδυνη για την ατομική ελευθερία.
Ο Karl Polanyi, στο έργο του The Great Transformation (1944), εισάγει την έννοια των «πλασματικών εμπορευμάτων» για να περιγράψει πράγματα όπως η εργασία, η γη και το χρήμα, που αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα σε μια οικονομία της αγοράς, αλλά δεν είναι πραγματικά εμπορεύματα με την παραδοσιακή έννοια. Ο Polanyi υποστηρίζει ότι η εργασία είναι ένα «πλασματικό εμπόρευμα» επειδή δεν παράγεται για πώληση, αλλά είναι μια εγγενής πτυχή της ανθρώπινης ζωής.
Ο Polanyi επικρίνει την εμπορευματοποίηση της εργασίας επειδή υποβαθμίζει τα ανθρώπινα όντα σε απλές «εισροές» (inputs) στην παραγωγική διαδικασία, αγνοώντας την κοινωνική και ηθική τους σημασία. Υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της εργασίας ως εμπόρευμα είναι αφύσικη και επιβλαβής, οδηγώντας σε κοινωνική αποσύνθεση και εκμετάλλευση.
Ο Ludwig von Mises, στο έργο του Human Action (1949), ασκεί κριτική στη μαρξιστική έννοια της εργασίας ως εμπόρευμα, από την οπτική της αυστριακής οικονομικής σχολής. Ο Mises υποστηρίζει ότι η εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα με τον ίδιο τρόπο όπως τα αγαθά και οι υπηρεσίες, επειδή είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την ανθρώπινη επιλογή και δράση. Ο Mises υποστηρίζει ότι η εργασία είναι έκφραση ατομικών προτιμήσεων και αξιών, οι οποίες δεν μπορούν να αναχθούν μόνο σε μια αγοραία τιμή. Επικρίνει τα μαρξιστικά οικονομικά για το ότι δεν αναγνωρίζουν την υποκειμενική φύση της αξίας στην εργασία, υποστηρίζοντας ότι η εργασία δεν είναι ένα ομοιογενές εμπόρευμα και ότι ποικίλλει σε ποιότητα και αξία ανάλογα με το άτομο και το πλαίσιο.
Αυτή η κριτική αμφισβητεί το μαρξιστικό πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι η εργασία δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως τα υλικά αγαθά. Η έμφαση του Mises στην ατομική επιλογή και στην υποκειμενική θεωρία της αξίας υποδηλώνει ότι η αντιμετώπιση της εργασίας από τον Μαρξ ως εμπόρευμα είναι μια υπεραπλούστευση που αγνοεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των οικονομικών σχέσεων.
Η παράδοξη αντίληψη της εργασίας σαν εμπόρευμα
Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική δύναμη αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα που πωλούν οι εργαζόμενοι με αντάλλαγμα τους μισθούς τους. Ωστόσο, αυτό το εμπόρευμα δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Ο ίδιος ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η εργατική δύναμη είναι ξεχωριστή, γιατί συνδέεται άμεσα με τα ανθρώπινα όντα, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άτομο που την παρέχει. Αυτή η εγγενής σχέση μεταξύ της εργασίας και του εργαζόμενου δημιουργεί αρκετές αντιφάσεις στη μαρξιστική θεωρία.
Πρώτον, αν η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα, είναι πράγματι ένα πολύ περίεργο εμπόρευμα. Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό το εμπόρευμα πωλείται πάντα κάτω από την αξία του. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι πωλούν συνεχώς την ικανότητά τους να εργάζονται για λιγότερο από όσο αξίζει, δημιουργώντας υπεραξία για τον καπιταλιστή. Όμως αυτό εγείρει ένα θεμελιώδες ερώτημα: αν η εργασία είναι εμπόρευμα, γιατί είναι το μόνο εμπόρευμα που πωλείται σταθερά κάτω από το κόστος του; Σε οποιαδήποτε άλλη αγορά, η πώληση ενός εμπορεύματος κάτω από την αξία του θα θεωρείτο μια μη βιώσιμη επιχειρηματική πρακτική, που οδηγεί στην χρεοκοπία. Ωστόσο, στη θεωρία του Μαρξ, αυτό δεν είναι απλά σύνηθες, αλλά και απαραίτητο για τη λειτουργία του καπιταλισμού.
Αυτή η αντίληψη υπονοεί ότι οι εργαζόμενοι είναι ουσιαστικά «ανόητοι επιχειρηματίες», που πωλούν το εμπόρευμά τους –την εργασία τους– με ζημία, κάθε εργάσιμη μέρα. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι μόνο υποτιμητικός αλλά και παράλογος. Είναι δύσκολο να συλλάβουμε κάποιον ορθολογικό άνθρωπο, πόσο μάλλον μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων, που θα εμπλεκόταν συστηματικά σε μια τέτοια αυτοκαταστροφική οικονομική πρακτική.
Με άλλα λόγια, αν δεχθούμε την προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα, τότε πρέπει επίσης να αποδεχτούμε ότι οι εργαζόμενοι ασχολούνται με μια πολύ περίεργη μορφή επιχειρηματικότητας — μια επιχειρηματικότητα όπου αποδέχονται κατά σύστημα μια χαμηλότερη από την αγοραία αξία για το προϊόν τους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές οικονομικές αρχές, όπου οι πωλητές επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την τιμή που λαμβάνουν για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες τους. Η άποψη ότι μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων θα πουλούσαν πρόθυμα και συστηματικά την εργασία τους κάτω από την αξία της, αψηφά τη λογική και υπονομεύει την αξιοπιστία της μαρξιστικής θεωρίας.
Για να καταδειχτεί ο παραλογισμός του να αντιμετωπίζει κανείς την εργασία ως εμπόρευμα, σκεφτείτε το παράδειγμα ενός αυτοαπασχολούμενου υδραυλικού. Ένας υδραυλικός που είναι ιδιοκτήτης των εργαλείων του και λειτουργεί ανεξάρτητα δεν πουλά την εργατική του δύναμη σε έναν καπιταλιστή. Αντίθετα, παρέχει μια υπηρεσία απευθείας στους πελάτες και χρεώνει μια αμοιβή για την εργασία του. Σε αυτό το σενάριο, ο υδραυλικός είναι και ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής (τα εργαλεία και οι δεξιότητές του) και ο πάροχος της υπηρεσίας. Εκείνος ελέγχει την τιμή πώλησης της εργασίας του και τις συνθήκες υπό τις οποίες εργάζεται.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ωστόσο, αυτός ο αυτοαπασχολούμενος υδραυλικός θα πουλούσε κατά κάποιο τρόπο την εργατική του δύναμη κάτω από την πραγματική αξία της, παρ’ όλο που καθορίζει ο ίδιος τις τιμές του και τις συνθήκες εργασίας του. Αυτό δεν έχει νόημα. Ο υδραυλικός, ενεργώντας ως ο «καπιταλιστής» του εαυτού του, θα είχε φυσικά ως στόχο να χρεώσει μια τιμή που να καλύπτει το κόστος του και να παρέχει ένα περιθώριο κέρδους. Δεν υπάρχει κανένας εγγενής λόγος για τον οποίο η εργατική του δύναμη θα πρέπει να πωλείται κάτω από την αξία της, και η έννοια της υπεραξίας καθίσταται άσχετη σε αυτό το πλαίσιο. Ο αυτοαπασχολούμενος υδραυλικός δεν είναι ένας «ανόητος επιχειρηματίας», αλλά ένας ορθολογικός οικονομικός παράγοντας, που ορίζει τις τιμές του με βάση την αξία της δουλειάς του.
Η σοσιαλιστική εμπειρία: Πώληση εργασίας κάτω του κόστους
Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η εκμετάλλευση της εργασίας είναι εγγενής στον καπιταλισμό και ότι ο σοσιαλισμός θα το διορθώσει αυτό, καταργώντας την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ωστόσο, η εμπειρία των σοσιαλιστικών καθεστώτων, όπως η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα υπό τον Μάο και η Κούβα, αφηγείται μια διαφορετική ιστορία.
Ακόμη και σε αυτές τις φαινομενικά μαρξιστικές κοινωνίες, οι εργαζόμενοι συνέχισαν να πωλούν την εργατική τους δύναμη με αντάλλαγμα κάποιους μισθούς. Το κράτος, κι όχι οι ιδιώτες καπιταλιστές, έλεγχε τα μέσα παραγωγής και καθόριζε τη διανομή της υπεραξίας. Ωστόσο, αυτό δεν εξάλειψε τη θεμελιώδη μαρξιστική κριτική ότι η εργασία πωλείτο κάτω από την αξία της. Στην πραγματικότητα, οι μαρξιστές θα υποστήριζαν ότι αυτή η εκμετάλλευση συνεχίστηκε, με το κράτος να ενεργεί ως ο νέος καπιταλιστής, οικειοποιούμενο την υπεραξία των εργαζομένων.
Αν οι εργαζόμενοι στον σοσιαλισμό συνέχισαν να πωλούν την εργασία τους κάτω από την αξία της, τότε ο μαρξισμός αποτυγχάνει όχι μόνο ως κριτική του καπιταλισμού αλλά και ως οδηγός για την οικοδόμηση μιας αταξικής κοινωνίας. Η εμμονή αυτού του μοτίβου στον σοσιαλισμό υποδηλώνει ότι ο μαρξισμός είναι βαθιά ελαττωματικός, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.
Ο μαρξισμός ως σοφιστεία
Ολόκληρο το μαρξιστικό πλαίσιο βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η εργασία είναι ένα εμπόρευμα. Αν η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, η λογική συνέπεια του μαρξισμού καταρρέει, επειδή οι βασικές έννοιες του - η υπεραξία, η εκμετάλλευση, οι αντιφάσεις του καπιταλισμού και το αναπόφευκτο της σοσιαλιστικής επανάστασης- χάνουν τα θεμέλιά τους.
Εάν η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, τότε:
Η υπεραξία δεν μπορεί να υπολογιστεί με τον τρόπο που περιέγραψε ο Μαρξ, υπονομεύοντας την έννοια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η εκμετάλλευση των εργαζομένων, όπως την όρισε ο Μαρξ, δεν μπορεί να συμβεί, εάν δεν υπάρχει υπεραξία που εξάγεται από την εργασία.
Η αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής μπορεί να μην υπάρχει με τη μορφή που θεωρεί ο Μαρξ, αφαιρώντας την κινητήρια δύναμη πίσω από την προβλεπόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού.
Η δικαιολογία για μια σοσιαλιστική επανάσταση αποδυναμώνεται, καθώς το προλεταριάτο μπορεί να μην βιώνει τη χρόνια εκμετάλλευση που ο Μαρξ πίστευε ότι θα οδηγούσε στην επαναστατική αλλαγή.
Η εξάρτηση του μαρξισμού από την εσφαλμένη υπόθεση της εργασίας ως εμπόρευμα τον καθιστά θεμελιωδώς αβάσιμο. Δεδομένων των θεωρητικών και πρακτικών ελαττωμάτων του μαρξισμού, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι ο μαρξισμός λειτουργεί ως μια μορφή σοφιστείας στην κοινωνικοοικονομική θεωρία. Η λέξη σοφιστεία αναφέρεται σε ένα επιχείρημα που φαίνεται εύλογο στην επιφάνεια, αλλά είναι θεμελιωδώς παραπλανητικό και τελικά αδόκιμο. Ο μαρξισμός ταιριάζει καλά σε αυτόν τον ορισμό.
Δείτε επίσης: