Περί εκμετάλλευσης λόγω δυσμενών περιστάσεων
Αποκαλώντας «εκμετάλλευση» κάθε οικειοθελή σύμβαση εργασίας, όταν ο εργαζόμενος χρειάζεται επειγόντως ένα εισόδημα, οδηγούμαστε στον αυταρχισμό του κεντρικού σχεδιασμού από αυτόκλητους σωτήρες.
Ετικέτες: Φιλελευθερισμός, Σοσιαλισμός
Άρθρο του Τζέισον Μοντγκόμερι, δημοσιευμένο στις 16/05/2025 από το Mises Institute.
Ζούμε σε μα ελεύθερη χώρα. Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με τη ζωή τους, χωρίς εμπόδια. Τι γίνεται όμως αν οι περιστάσεις κάποιου αποτελούν εμπόδιο, καθιστώντας το δικαίωμά του στην επιλογή τόσο περιορισμένο σε πεδίο εφαρμογής που ουσιαστικά καθίσταται ανύπαρκτο; Τι πρέπει να κάνουμε τότε; Ενδεχομένως να το εξαλείψουμε εντελώς. Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω ενδεικτικά.
Ένας άνδρας υπογράφει μια σύμβαση για να αποδεχτεί μια θέση εργασίας από έναν εργοδότη. Ξεκινά τη Δευτέρα. Ήταν αυτή μια οικονομικά (πραξεολογικά) έγκυρη πρόσληψη; Θεωρώ ότι ένας ακόλουθος της Αυστριακής Σχολής και του Mises θα έλεγε ναι. Οποιαδήποτε εκούσια συναλλαγή μεταξύ ατόμων που ενεργούν ελεύθερα προς το συμφέρον τους περνάει τις οικονομικές εξετάσεις χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση.
«Μην βιάζεστε», λένε οι πιο πονόψυχοι και κοινωνικά ευαίσθητοι ανάμεσά μας, των οποίων η απάντηση θα ήταν:
«Εξαρτάται. Θα μπορούσε να είναι μια απολύτως νόμιμη συμφωνία, ή ίσως και όχι. Χρειάζομαι περισσότερες λεπτομέρειες, ώστε να τις μετρήσω στην κλίμακα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης που χρησιμοποιώ.
Φανταστείτε ότι ο υποψήφιος είναι άνεργος για κάποιο χρονικό διάστημα, δεν έχει οικονομίες, είναι διαζευγμένος που οφείλει διατροφή, κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του και δεν είναι απόλυτα σίγουρος πώς θα εξασφαλίσει το επόμενο γεύμα του. Ο εργοδότης - μια μεγάλη και ακμάζουσα εταιρεία - τον προσλαμβάνει για μια θέση καθαριστή με τον κατώτατο μισθό.
Τότε η απάντηση είναι όχι. Είναι καλό που το εντοπίσαμε εγκαίρως. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για μια έγκυρη συναλλαγή. Είναι μια άδικη πράξη εκμετάλλευσης!
Βλέπετε, ο άνθρωπος δεν επιλέγει ελεύθερα. Η κατάστασή του τον αναγκάζει να αναλάβει τη δουλειά. Δεν έχει άλλη εναλλακτική, εκτός από την πείνα, επομένως ο εργοδότης είναι ένοχος εκμετάλλευσης υποτιμώντας τον, εκμεταλλευόμενος έτσι την απέναντι πλευρά που βρίσκεται σε οικονομικά μειονεκτική θέση. Κανείς δεν θα έπρεπε να δέχεται μια ανεπιθύμητη, κακοπληρωμένη απασχόληση για λόγους επιβίωσης. Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για επιθετική πρόσληψη· στη χειρότερη, για υποδούλωση. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η συμφωνία δεν πρέπει να επιτραπεί να πραγματοποιηθεί!»
Μερικές βασικές ερωτήσεις
Τι ακριβώς ήταν αυτό που κατέστησε αυτήν την συναλλαγή ακατάλληλη, σύμφωνα με εκείνους που θα έλεγαν ότι υπάρχει εκμετάλλευση; Η ανισορροπία των πόρων μεταξύ των δύο πλευρών. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης προέρχεται από έναν κόσμο αφθονίας, ο υποψήφιος εργαζόμενος από έναν κόσμο στέρησης, καθιστώντας την απασχόλησή του ασήμαντη για τον πρώτο και κρίσιμη για την ύπαρξη του δεύτερου. Μια τέτοια ασυμμετρία προκαλεί ενέργειες που προκύπτουν από ανάγκη, επομένως όχι ελεύθερα επιλεγμένες, εκ μέρους της μειονεκτούσας πλευράς. Επιπλέον, οι όροι πληρωμής συμφωνήθηκαν με σκοπό την απλή διαβίωση· υπό ευνοϊκότερες συνθήκες ο υποψήφιος εργαζόμενος δεν θα είχε δεχτεί επειδή δεν είναι «προς το συμφέρον του».
Όμως είναι όντως αλήθεια αυτό; Δεν υπάρχουν άλλες δουλειές για τις οποίες θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση; Μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη διαβάθμιση στους μισθούς ή στο πόσο ευχάριστη είναι η εργασία, ωστόσο αν υπέβαλε αίτηση και αποδέχτηκε την συγκεκριμένη εργασία, τότε σίγουρα την βρήκε προτιμότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες επιλογές του. Κι αν η κρίση του ήταν λανθασμένη σε αυτό το θέμα; Λανθασμένη σύμφωνα με ποιον; Και τι πρέπει να γίνει - και από ποιον - για να διορθωθεί αυτή η αδικία;
Αφήνοντας προσωρινά στην άκρη την κρατική αρωγή, δεν θα μπορούσε να ζητήσει χρήματα, φαγητό, ένα μέρος για να μείνει κ.λπ. από ανθρώπους που γνωρίζει; Η παραγωγή αξίας με σκοπό να την ανταλλάξει κανείς με άλλους πόρους δεν περιορίζεται στην έμμισθη εργασία, αλλά κάποιος μπορεί να συντηρηθεί για αρκετό καιρό χάρη στην εθελούσια γενναιοδωρία φίλων. Αυτό έκανε ο Μαρξ, εξαρτώμενος από τον Ένγκελς κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της συγγραφικής του ενασχόλησης. Και μιας και μιλάμε για τον Μαρξ, υπάρχουν και οι επιχειρηματικές δυνατότητες να γίνει ο ενδιαφερόμενος ελεύθερος επαγγελματίας ο ίδιος. Μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά εισάγει και άλλες πιθανές εναλλακτικές (σ.σ. μπορεί κανείς να γίνει ελεύθερος επαγγελματίας με μηδενικό κεφάλαιο, όπως -για παράδειγμα- όσοι παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα).
Σπάνια, για να μην πούμε ποτέ, ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις ότι «δεν είχε άλλη επιλογή». Αν νομίζετε ότι το να βρίσκεται κανείς σε δύσκολη θέση με περιορισμένες επιλογές είναι το ίδιο με το να μην έχει καμία επιλογή, σας προτείνω να ρωτήσετε έναν πραγματικό σκλάβο (υπάρχουν ακόμα πολλοί σε όλο τον κόσμο) ή έναν κατάδικο, και η απάντηση μπορεί να σας κάνει να επανεξετάσετε τις υποθέσεις σας. Αλλά, για χάρη της συζήτησης, ας πούμε ότι ισχύει σε αυτήν την περίπτωση. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρει αυτή τη θέση εργασίας για να παραμείνει ζωντανός, και αυτό - όπως υποστηρίζουν κάποιοι - είναι απλώς λάθος.
Αν βρίσκεται όντως σε τόσο δεινή κατάσταση, μήπως η απαγόρευση της συναλλαγής —και επομένως το να του στερούμε την εργασία— είναι πράγματι η λύση, ειδικά αν είναι πραγματικά πρόθυμος να εργαστεί; Η υπόθεση είναι ότι οι συμβάσεις εργασίας —ή οι συναλλαγές οποιουδήποτε είδους— πρέπει να συνάπτονται μόνο όταν όλες οι πλευρές διαπραγματεύονται από ένα επαρκές σημείο εκκίνησης. Αυτή η υπόθεση υποδηλώνει ένα εκ των δύο: 1) Κάποιος είχε υποχρέωση —πριν από αυτή την συναλλαγή— να παρέχει στον υποψήφιο εργαζόμενο επαρκείς πόρους για να τον θέσει σε μια κατάλληλη διαπραγματευτική θέση ή, 2) είναι υποχρέωση του εργοδότη να αγνοήσει τα συμφέροντα της επιχείρησής του και να προσφέρει στον υποψήφιο εργαζόμενο απολαβές ίσες με εκείνες που χρειάζεται ώστε να ανέλθει σε ένα «επαρκές» βιοτικό επίπεδο.
Όσον αφορά την πρώτη επιλογή, ποιο αποτελεί το κατάλληλο ποσό πόρων; 10.000 δολάρια στην τράπεζα; 50.000 δολάρια στην τράπεζα; Ποιος αποφασίζει αυτόν τον μαγικό αριθμό και σε ποια βάση; Το πιο σημαντικό: ποιος θα δώσει τα χρήματα;
Με τη δεύτερη επιλογή —υποθέτοντας ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο ιδανικό όριο εισοδήματος— εάν ο μισθός είναι μεγαλύτερος από την επιπρόσθετη αξία που προσφέρει ο προσληφθείς, τότε η εταιρεία αναγκαστικά θα χάσει χρήματα από την απασχόλησή του. Εάν συμβεί αυτό, τότε δεν υπάρχει πλέον δουλειά για κανέναν εμπλεκόμενο (σε αυτή τη θέση εργασίας). Οποιαδήποτε περαιτέρω γενίκευση αυτής της πρακτικής προμηνύει αρκετά αρνητικές επιπτώσεις για κάθε βιομηχανική επιχείρηση.
Και το πράγμα δεν σταματάει εκεί. Αυτή η άποψη —ότι μια ελεύθερη συναλλαγή μπορεί να επικυρωθεί μόνο όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις σύμφωνα με τις απόψεις κάποιων άλλων που δεν εμπλέκονται στην συναλλαγή— σκιαγραφεί μια μάλλον ζοφερή, παράξενη και ανοίκεια απεικόνιση της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης.
Ουσιαστικά η άποψη αυτή λέει ότι δεν είμαστε ανεξάρτητα, αυτόνομα όντα […], καθένα από τα οποία είναι υπεύθυνο να ενεργεί προκειμένου να συντηρήσει την ύπαρξή του σύμφωνα με τη δική του κρίση, ικανότητα και θέληση. Αντίθετα, είμαστε κάτι σαν χαρακτήρες παιχνιδιών, των οποίων οι επιλεγμένες ενέργειες είναι αυθαίρετες. Θα μπορούμε να ενσαρκώσουμε τους χαρακτήρες ώστε να «παίξουμε» το παιχνίδι, για το οποίο μας δίνεται άνωθεν η δυνατότητα και η άδεια (κάτι που υπόρρητα απαιτεί την ύπαρξη κάποιου «ιθύνοντα του παιχνιδιού») όταν θα είμαστε κατάλληλα εξοπλισμένοι και θα πληρούμε ορισμένα κριτήρια.
Πριν από αυτό το «σωστό» σημείο εκκίνησης, εμείς τα ποταπά ανδρείκελα απλώς δεν είμαστε έτοιμα. Επειδή έχουν αφεθεί πολλά στην τύχη και δεν έχουν αποκλειστεί αρκετές οδοί που οδηγούν σε δυνητικά ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Θέλουμε εγγυήσεις για κάποια «αποδεκτά» ποσοστά φτώχειας και θνησιμότητας και μια επαρκή κοινωνικοοικονομική ισότητα. Με τα κατάλληλα άνωθεν διατάγματα και διακηρύξεις, μπορούμε να έχουμε αυτές τις εγγυήσεις. Τότε, και μόνο τότε, μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για αυτή την ανόητη ιδέα της «ελευθερίας».
Αυτή η θέση υποστηρίχθηκε -με διαφορετική φρασεολογία- από τον Adlai Stevenson: «Ένας πεινασμένος άνθρωπος δεν είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος». Άρα, μια συναλλαγή δεν μπορεί να είναι δίκαιη εάν όλες οι πλευρές δεν βρίσκονται διαρκώς σε ένα βασικό επίπεδο πλούτου, και μια κοινωνία δεν μπορεί να είναι ελεύθερη αν υπάρχει φτώχεια οπουδήποτε και σε οποιοδήποτε βαθμό.
Τι πρέπει να κάνουμε μέχρι να τοποθετηθούν σωστά όλοι αυτοί οι παράγοντες; Αυτή η φάση του «προ ελευθερίας» σχεδιασμού φαίνεται να αποτελείται από ένα κεντρικό σχέδιο κατανομής των πόρων για να διορθωθούν τα πράγματα. Έτσι, αν η ελευθερία δεν επαρκεί για να μας οδηγήσει εκεί, και ίσως μάλιστα να βλάπτει τον σκοπό μας, γιατί να την εφαρμόσουμε αργότερα, ή και ποτέ; Πολύ πιο ανησυχητικές είναι η καταπάτηση των ελευθεριών, η δίψα για εξουσία και η ευελιξία στους πειραματισμούς που είναι πιθανό να εμπλέκονται στις ενδεχόμενες απαντήσεις αυτού του ερωτήματος. Ειδικά επειδή όλα καταλήγουν στην ίδια θεμελιώδη αρχή: αν ένας άνθρωπος είναι φτωχός, ένας άλλος άνθρωπος πρέπει να λεηλατηθεί.