Το κέρδος δεν είναι «λεηλασία», η φορολόγηση όμως είναι
Ο Bastiat επισήμανε ότι, ενώ οι περισσότερες μορφές λεηλασίας είναι παράνομες, μια σημαντική εξαίρεση παραμένει: το κράτος.
Άρθρο του Soham Patil, δημοσιευμένο στις 13/5/2024 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 4’.
Ο Frédéric Bastiat στο βιβλίο του «Ο Νόμος» κάνει διάκριση μεταξύ του κέρδους και της λεηλασίας. Το κέρδος είναι η οικονομική απολαβή που αποκομίζει κανείς μέσω κάποιας κοπιώδους συμπεριφοράς. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αποκομίζουν κέρδος πουλώντας προϊόντα σε τιμή υψηλότερη από όσο κοστίζει η παραγωγή αυτών των προϊόντων. Η λεηλασία, αντίθετα, είναι η υπεξαίρεση ιδιοκτησίας με μη εθελούσια μέσα, όπως η κλοπή, ο εξαναγκασμός, ή η απάτη. Ο Μπαστιά σημείωσε ότι ενώ οι περισσότερες μορφές λεηλασίες είναι παράνομες, παραμένει μια σημαντική εξαίρεση: το κράτος.
Κάθε λεηλασία είναι μια επιθετική ενέργεια κατά των φυσικών δικαιωμάτων κάποιου άλλου, επομένως είναι ηθικά λάθος. Η συστηματική λεηλασία είναι μια δύσκολη υπόθεση, ακόμη και για τους καθ’ έξιν κλέφτες. Υπάρχει ένα ρίσκο στο να ληστέψει ή να εξαπατήσει κανείς κάποιον. Υπάρχει επίσης το θέμα του θύματος ή των πιθανών θυμάτων της λεηλασίας, οι οποίοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση και θα αντισταθούν σε μελλοντικές απόπειρες λεηλασίας. Παρά τις τάσεις λίγων κλεφτών προς την λεηλασία υψηλού κινδύνου και των υψηλών ανταμοιβών, οι περισσότεροι κλέφτες θηρεύουν τους ευάλωτους. Επιπλέον, εάν ανακαλυφθούν οι δραστηριότητες ενός κλέφτη, αυτός αποκλείεται κοινωνικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Εκτός από το γεγονός ότι η λεηλασία καταδικάζεται, υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί που βασίζονται στη φύση της λεηλασίας, οι οποίοι αποθαρρύνουν σε μεγάλο βαθμό την απόπειρα κλοπής. Ωστόσο, ο κόσμος μας σήμερα βασίζεται στην νομιμοποιημένη λεηλασία, πέρα από την παράνομη λεηλασία.
Οι πολιτικές των κρατών σε όλο τον κόσμο δεν είναι κάτι λιγότερο από θεσμοθετημένη λεηλασία. Ο Μπαστιά έγραψε ότι η λεηλασία τείνει να συμβαίνει όταν είναι λιγότερο επαχθής από την εργασία. Τα κράτη, λόγω του ότι έχουν το μονοπώλιο της νόμιμης επιβολής της βίας εντός της επικράτειάς τους, είναι σε προνομιακή θέση να επωφεληθούν πάρα πολύ από τη λεηλασία. Παράδειγμα θεσμοθετημένης λεηλασίας είναι οι φόροι. Οι φόροι αποτελούν υποχρεωτική συνεισφορά στα κρατικά έσοδα από μεμονωμένους πολίτες και επιχειρήσεις. Δεν μπορεί κανείς να εξαιρεθεί από την καταβολή φόρων σε ένα κράτος, κάτι που καθιστά τους φόρους ακούσιους και μια μορφή επίθεσης στα φυσικά δικαιώματα των πολιτών. Στις περισσότερες χώρες, η ποινή για τη μη καταβολή φόρων κυμαίνεται από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων έως τη φυλάκιση. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο όπως μια συμμορία. Είτε πρέπει να πληρώσετε, είτε να εξαπολύσει βία εναντίον σας.
Τα κράτη, ωστόσο, έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να λεηλατούν ατελείωτα. Ο Hans-Hermann Hoppe στο βιβλίο του Democracy: The God That Failed υποστηρίζει ότι ιστορικά, οι μοναρχίες δεν θα λεηλατούσαν στο βαθμό που θα έπεφτε η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων. Παρ’ ό,τι οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν αυτόν τον περιορισμό —ένα χαρακτηριστικό που ο Hoppe υποστηρίζει ότι τις κάνει να είναι μια χειρότερη μορφή διακυβέρνησης— περιορίζονται από μια ενδεχόμενη αντίσταση εκ μέρους του πληθυσμού. Μια τυραννική κυβέρνηση που θα ορίσει φορολογικό συντελεστή 100% θα ανατραπεί σχεδόν αμέσως.
Έτσι, εμφανίζεται η ανάγκη δημιουργικής συγκάλυψης των πραγματικών επιπτώσεων των φόρων. Παραδείγματα είναι τα προγράμματα αναδιανομής, η χρηματοδότηση «δημόσιων» αγαθών και τα επιτεύγματα της εθνικής ασφάλειας. Αν και οι σκοποί ορισμένων από αυτές τις πολιτικές μπορεί να φαίνονται ευγενείς, δεν χρηματοδοτήθηκαν οικειοθελώς, σηματοδοτώντας ότι χρησιμοποιήθηκε η λεηλασία για την εκπλήρωση αυτών των στόχων. Τα χρήματα ανακατευθύνονται μακριά από την προτίμηση του εργαζόμενου ή του ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης, προς την προτίμηση ενός γραφειοκράτη. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη φτωχαίνουν τις κοινωνίες που ελέγχουν, αντί να τις ωφελούν.
Τόσο η θεσμοθετημένη λεηλασία όσο και η παράνομη λεηλασία βλάπτουν την κοινωνία, αλλά το κέρδος όχι. Παρά τους ενδοιασμούς πολλών σοσιαλιστών, η εθελοντική φύση του κέρδους σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ωφελούν την κοινωνία δημιουργώντας προσφορά για αυτό που θέλουν να αγοράσουν οι καταναλωτές τους. Πρόκειται για μια συμβιωτική σχέση μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, σε αντίθεση με την παρασιτική σχέση μεταξύ κράτους και φορολογούμενου. Επομένως, η ευημερία είναι αποτέλεσμα εθελοντικών ανταλλαγών μεταξύ δύο πλευρών που συναινούν. Η διεύρυνση του ρόλου και της εξουσίας του κράτους είναι αντίθετη με την προσπάθεια για μια ευημερούσα κοινωνία.
Ο Bastiat παρουσίασε τρεις επιλογές για το πώς μια κοινωνία δομεί τους νόμους της. Η πρώτη είναι εκείνη όπου οι λίγοι λεηλατούν τους πολλούς. Η δεύτερη είναι εκείνη όπου όλοι λεηλατούν όλους. Η τελευταία επιλογή είναι μια κοινωνία όπου κανείς δεν λεηλατεί κανένα. Είναι σαφές ότι τα τρέχοντα οικονομικά δεινά μας προκαλούνται εν μέρει από το ότι είμαστε μια κοινωνία που βασίζεται όλο και περισσότερο στη λεηλασία.
Δείτε επίσης: