Η οικονομία της Ευρώπης βυθίζεται, όσο το κράτος πρόνοιας διογκώνεται
Είναι ευσεβής πόθος να πιστεύουμε ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα της ΕΕ θα μπορούσε να λυθεί χωρίς πρώτα να συρρικνωθεί το σπάταλο σύστημα της αναδιανομής του εισοδήματος και της υψηλής φορολόγησης.
Ετικέτες: Σοσιαλισμός
Άρθρο του Mihail Mavocei, δημοσιευμένο στις 16/1/2025
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν τα μεγαλύτερα κράτη πρόνοιας στον ΟΟΣΑ και από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Ταυτόχρονα, ο οικονομικός δυναμισμός της Ευρώπης έχει ξεθωριάσει και οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανησυχούν όλο και περισσότερο γι' αυτό. Σύμφωνα με την Πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, το γενναιόδωρο κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης κινδυνεύει, εκτός εάν η περιοχή διορθώσει την επίμονη πτώση της ανάπτυξής της. Σε μια πρόσφατη έκθεση, ο Μάριο Ντράγκι ζητά σθεναρά μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για την ενίσχυση της αύξησης της παραγωγικότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα ανέγγιχτο το υπερμέγεθες κράτος πρόνοιας της ηπείρου. Για τους οικονομολόγους της Αυστριακής Σχολής, αυτό ακούγεται σαν να θέλουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, επειδή τα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης και της αναδιανομής του εισοδήματος είναι εγγενώς συνδεδεμένα.
Το πρόβλημα της Ευρώπης με την αναιμική ανάπτυξη
Η Λαγκάρντ αναγνωρίζει ότι η Ευρώπη υστερεί έναντι των ΗΠΑ όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας. Αντιμέτωπη με την ταχεία πρόοδο στην καινοτομία, η ΕΕ παρέμεινε κολλημένη στην «παγίδα της μεσαίας τεχνολογίας», ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα πρωτοστατούν στην ψηφιακή επανάσταση. Η Ευρώπη υστερεί σε αναδυόμενες τεχνολογίες όπως τα μικροτσίπ, η τεχνητή νοημοσύνη και τα ηλεκτρικά οχήματα και, μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές.
Η έκθεση του Ντράγκι για «Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας» αποκαλύπτει ότι η οικονομική ανάπτυξη ήταν χαμηλότερη στην ΕΕ από ό,τι στις ΗΠΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το δυσμενές χάσμα ΕΕ-ΗΠΑ ως προς το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές έχει διπλασιαστεί, από περίπου 15% το 2002 σε 30% το 2023. Περίπου το 70 τοις εκατό αυτού του χάσματος οφείλεται στη χαμηλότερη παραγωγικότητα στην ΕΕ (Γράφημα 1). Επιπλέον, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης δεν είναι καλές. Η ήπειρος απολαμβάνει ένα σχετικά υψηλό εμπορικό άνοιγμα, αλλά τώρα αντιμετωπίζει τον ισχυρό ανταγωνισμό από τους Κινέζους εξαγωγείς και τους ενδεχόμενους υψηλούς δασμούς από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, οι εταιρείες της ΕΕ επιβαρύνονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστεί πιθανώς να δαπανήσουν πολύ περισσότερα για την άμυνα, προσθέτοντας στις ήδη υψηλές δημόσιες δαπάνες τους.
Γράφημα 1: Παραγωγικότητα εργασίας ΕΕ έναντι ΗΠΑ
[Πηγή: Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας: Έκθεση Mario Draghi]
Οι λύσεις που προτείνει ο Ντράγκι για την τόνωση της αύξησης της παραγωγικότητας και της καινοτομίας έχουν ελάχιστη σχέση με την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας. Στοχεύουν πρωτίστως στη συγκέντρωση και ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης και στη διατήρηση του τεράστιου κράτους πρόνοιας.
Ο Ντράγκι ζητά μια νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη, η οποία θα πρέπει να συντονιστεί σε επίπεδο ΕΕ. Μπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστεί η τρέχουσα κατανομή των πολιτικών και των πηγών χρηματοδότησης μεταξύ των χωρών. Αλλά δεν μπορεί να λύσει το πιο θεμελιώδες ζήτημα της αναποτελεσματικής κατανομής των πόρων και των κακών κινήτρων που δημιουργούν οι βιομηχανικές πολιτικές. Με παρόμοιο τρόπο, η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα και οι νέες καθαρές τεχνολογίες δεν μπορούν να μειώσουν το τρέχον υψηλό ενεργειακό κόστος χωρίς οικονομικό κόστος. Οι τρέχουσες εγκαταστάσεις παραγωγής που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα είναι φθηνότερες και η αντικατάστασή τους θα αύξανε το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η έκθεση υποστηρίζει επίσης ότι ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ της ΕΕ θα πρέπει να αυξάνεται κατά περίπου 800 δισεκατομμύρια ευρώ ή 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως, κάτι που θα απαιτούσε σημαντικές δημόσιες επιδοτήσεις. Ο Ντράγκι υποστηρίζει τη δημιουργία ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου, που θα χρηματοδοτείται από κοινό ευρωπαϊκό χρέος. Ωστόσο, αν και φθηνότερο, το αμοιβαίο χρέος θα συνέχιζε να προσθέτει σε ένα ήδη υψηλό χρέος.
Ένα μεγάλο και αναποτελεσματικό κράτος πρόνοιας
Στο αποκορύφωμα της κρίσης της ευρωζώνης το 2012, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προσπάθησε να υποστηρίξει ότι τα κράτη πρόνοιας της Ευρώπης ήταν πολύ μεγάλα, καθώς η Ευρώπη αντιπροσώπευε το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ένα τέταρτο του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε στο μεταξύ και οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπερέβησαν κατά πέντε έως δέκα ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, το 21% του ΑΕΠ το 2022. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες σε Γαλλία, Φινλανδία, Δανία, Βέλγιο και η Ιταλία πλησιάζουν το 30% του ΑΕΠ, λόγω των συντάξεων, των δαπανών για την υγεία και άλλων κοινωνικών μεταβιβάσεων, όπως τα επιδόματα ανεργίας, η αμοιβή αναπηρίας και τα επιδόματα τέκνων (Γράφημα 2).
Γράφημα 2: Δημόσιες κοινωνικές δαπάνες (% του ΑΕΠ)
Πηγή: Στοιχεία ΟΟΣΑ
Παρά το μέγεθός του, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είναι αρκετά αναποτελεσματικό. Οι μεγάλες δαπάνες για την κοινωνική προστασία στις οικονομίες της ΕΕ δεν οδηγούν απαραίτητα σε μείωση της φτώχειας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Brookings, αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία, όπου οι κοινωνικές δαπάνες είναι αρκετά υψηλές, αλλά η κάλυψη κοινωνικής πρόνοιας του φτωχότερου 20 τοις εκατό του πληθυσμού είναι σχετικά χαμηλή. Αντίθετα, τα μικρά κράτη πρόνοιας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δαπανούν περίπου το μισό, δηλαδή λιγότερο από το 15% του ΑΕΠ για κοινωνική προστασία, αλλά επιτυγχάνουν καλύτερη κάλυψη των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού.
Το Ινστιτούτο του Μανχάταν προχωρά ένα βήμα παραπέρα και υποστηρίζει ότι τα γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας στην Ευρώπη δεν βοηθούν τους φτωχούς εργαζόμενους. Τα καθολικά συστήματα «κοινωνικής ασφάλισης», που επιτρέπουν σε όλα τα μέλη της κοινωνίας να ζουν με έναν μεσοαστικό τρόπο ζωής σε περιόδους ανεργίας, ασθένειας ή συνταξιοδότησης, χρηματοδοτούνται από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέσω αρκετά υψηλών φόρων μισθοδοσίας και κατανάλωσης σε εργαζόμενους με χαμηλές αποδοχές. Στα μεγαλύτερα κράτη πρόνοιας της ΕΕ, οι φτωχότεροι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης είναι καθαροί φορολογούμενοι (καταβάλλουν περισσότερα χρήματα σε φόρους απ’ όσα εισπράττουν από το κράτος), επιδοτώντας τους μη εργαζόμενους, κάτι που είναι διαφορετικό από τις ΗΠΑ. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ολλανδία, το φτωχότερο μισό του πληθυσμού πληρώνει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός του σε φόρους από το πιο πλούσιο δέκατο. Αυτό διαστρεβλώνει τα κίνητρα εργασίας και καθιστά τους πάντες φτωχότερους.
Το δημοσιονομικό λάθος του Ντράγκι
Είναι ευσεβής πόθος να πιστεύουμε ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα της ΕΕ θα μπορούσε να λυθεί χωρίς πρώτα να συρρικνωθεί το σπάταλο σύστημα αναδιανομής εισοδήματος από εργαζομένους σε μη εργαζόμενους και να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση. Οι συνολικές κρατικές δαπάνες στην Ευρώπη είναι επίσης από τις μεγαλύτερες στον κόσμο με περίπου 50% του ΑΕΠ. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο των κρατικών δαπανών ως μερίδιο του ΑΕΠ, τόσο μεγαλύτερη είναι η συνολική φορολογική επιβάρυνση, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας θα κατανεμηθεί από τους πλούσιους στη μεσαία τάξη και σε όσους έχουν μέτρια εισοδήματα.
Στο magnum opus του, «Human Action», ο Ludwig von Mises έχει ήδη καταρρίψει την κυρίαρχη πλάνη ότι η παραγωγή και η διανομή είναι δύο ξεχωριστές και ανεξάρτητες οικονομικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τους κατεστημένους οικονομολόγους, όταν η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών έχει φτάσει στο τέλος της, η κυβέρνηση μπορεί να παρέμβει για να εξασφαλίσει μια πιο «δίκαιη» κατανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Υποτίθεται ότι αυτό δεν θα επιβάρυνε την οικονομική παραγωγή, που θεωρείται ανεξάρτητη από την επακόλουθη δημόσια ανακατανομή των εισοδημάτων. Αυτός είναι ο λόγος που η Λαγκάρντ και ο Ντράγκι πιστεύουν ότι η Ευρώπη μπορεί να ενισχύσει την αναπτυξιακή της απόδοση ανεξάρτητα από το κοινωνικό μοντέλο. Όμως, αυτό είναι λάθος.
Σε μια οικονομία της αγοράς, τα αγαθά και οι υπηρεσίες δημιουργούνται ως ιδιοκτησία κάποιου και εάν η κυβέρνηση θέλει να τα αναδιανείμει, πρέπει πρώτα να τα κατασχέσει. Οι κυβερνήσεις μπορούν εύκολα να καταπατήσουν τα δικαιώματα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει μια σταθερή βάση για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Mises, οι επενδύσεις και η συσσώρευση κεφαλαίου βασίζονται στην προσδοκία ότι οι καρποί τους δεν θα απαλλοτριωθούν. Χωρίς αυτή τη διαβεβαίωση, οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να καταναλώσουν το κεφάλαιό τους, αντί να το διαφυλάξουν για τους απαλλοτριωτές. Οι άνθρωποι θα μείωναν τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις και οι επιχειρηματίες θα έπαιρναν λιγότερο ρίσκο. Οι εργαζόμενοι θα εργάζονταν λιγότερες ώρες και θα απολάμβαναν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, εάν κέρδιζαν λιγότερα σε καθαρή βάση. Αυτό θα μείωνε την οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο, τόσο για τους πλούσιους όσο και για τους φτωχούς.
Οι Gwartney, Holcombe και Lawson το έχουν δείξει εμπειρικά. Καθώς το μέγεθος των δαπανών της γενικής κυβέρνησης έχει σχεδόν διπλασιαστεί κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ από το 1960 έως το 1996, οι ρυθμοί αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ έχουν μειωθεί σχεδόν κατά τα δύο τρίτα κατά μέσο όρο. Επιπλέον, οι χειρότερες επιδόσεις ήταν ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης που αύξησαν περισσότερο το μέγεθος της κυβέρνησης (Γράφημα 3).
Γράφημα 3: Κρατικές δαπάνες και οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ [Πηγή: James Gwartney; Randall Holcombe and Robert Lawson, (1998), The Scope of Government and the Wealth of Nations, Cato Journal, 18, (2), 163-190]
Η αργή οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, η ασθενής παραγωγικότητα και η χαμηλή καινοτομία είναι απλώς συμπτώματα των υπερβολικών δημοσίων δαπανών και του κράτους πρόνοιας. Σε μια σύντομη αντίδραση στην έκθεση του Ντράγκι, οι Blanchard και Ubide σημειώνουν ότι οι χώρες δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι ηγέτες στην καινοτομία για να ευημερήσουν. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις καινοτομίες άλλων και να εξακολουθούν να είναι σε θέση να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα. Όμως, σύμφωνα με τον Mises, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν οι κυβερνήσεις επιτρέπουν στις αγορές να λειτουργούν ελεύθερα και δεν καταπνίγουν την ατομική επιχειρηματικότητα. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα που πρέπει πρώτα να διορθώσει η Ευρώπη.
Δείτε επίσης:
Ο Dr Mihai Macovei (macmih_mf@yahoo.com) είναι συνεργαζόμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ludwig von Mises της Ρουμανίας.