Υπέρ του διαχωρισμού κράτους και ηθικής
Ο Mises κατανοούσε ότι η σύνδεση της ηθικής με το πολιτικοποιημένο κράτος συμβάλλει στη δημιουργία του κλίματος όπου η πολιτική βία γίνεται διαδεδομένη.
Ετικέτες: Κράτος, Πολιτισμός, Ludwig von Mises, Φιλοσοφία, Ιδιοκτησιακά δικαιώματα
Άρθρο του Βίνσεντ Κουκ, δημοσιευμένο στις 7/10/2025. Ακούστε αυτό το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Η πρόσφατη έξαρση της πολιτικά υποκινούμενης βίας, που υπογραμμίστηκε δραματικά από τη σοκαριστική δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, έχει αφήσει πολλούς Αμερικανούς να αναρωτιούνται πώς φτάσαμε στο σημείο όπου οι πολιτικοί ακτιβιστές προσπαθούν ολοένα και περισσότερο να διευθετήσουν τις διαφωνίες τους, όχι παρουσιάζοντας λογικά επιχειρήματα, συμμετέχοντας σε πολιτικές συζητήσεις, ψηφίζοντας, ή επιβάλλοντας το κράτος δικαίου, αλλά αντ’ αυτού εκφράζοντας προσβολές, ακυρώνοντας ομιλίες αντιπάλων, πυροβολώντας και επιβάλλοντας την εξουσία τους κατά παράβαση του νόμου. Τι έχει πάει στραβά;
Αυτές οι κομματικές διαιρέσεις διατυπώνονται σε μεγάλο βαθμό με όρους ηθικής. Οι αντίπαλοι δεν θεωρούνται απλώς ως πλανεμένοι ως προς τις απόψεις και τις προσωπικές τους επιλογές. Θεωρούνται ανεπανόρθωτα κακοί — οι κομματικοί αντίπαλοι θεωρούνται ως μισητά, κακόβουλα πλάσματα που δεν μπορούν να μεταπειστούν, ώστε να μην αποτελούν υπαρξιακή απειλή για τους άλλους. Αν κάποιος πιστεύει πραγματικά ότι οι πολιτικοί στόχοι των πολιτικών αντιπάλων είναι απαράδεκτοι και ότι οι αντίπαλοι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, τότε είναι αναπόφευκτο να αντιμετωπίζονται ως θανάσιμοι εχθροί, όχι ως συμπατριώτες.
Μήπως όμως κάτι δεν πάει καλά με τις υποτιθέμενες ηθικές διδασκαλίες που εγκαταλείπουν την ορθολογική πειθώ και αντ’ αυτού επιδιώκουν να επιβάλουν την συμμόρφωση; Είναι η καλοσύνη ένα καθολικό χαρακτηριστικό που απαιτεί να υποχρεώνουμε τους πάντες να επιτυγχάνουν το κοινό καλό ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν; Ή μήπως η καλοσύνη είναι ένα προσωπικό χαρακτηριστικό, σύμφωνα με το οποίο δεν καταφεύγουμε στον καταναγκασμό εκτός αν κάποιος παραβιάζει την ειρηνική επιδίωξη του ατομικού του καλού από κάποιον άλλο;
Στο κεφάλαιο 8 του βιβλίου «Ανθρώπινη Δράση», ο Λούντβιχ φον Μίζες υποστήριξε ότι η κολεκτιβιστική/συλλογική ηθική είναι μια πλάνη. Εντόπισε μια εγγενή αντίφαση στην υπαγωγή των ανεξάρτητων ηθικών κρίσεων σε έναν οικουμενικό κώδικα που επιβάλλεται από το κράτος:
Ο οικουμενισμός και ο κολεκτιβισμός είναι εξ ανάγκης συστήματα θεοκρατικής διακυβέρνησης. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των εκδοχών τους είναι ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας υπεράνθρωπης οντότητας, στην οποία τα άτομα είναι υποχρεωμένα να υπακούουν. Αυτό που τα διαφοροποιεί μεταξύ τους είναι μόνο η ονομασία που δίνουν σε αυτήν την οντότητα και το περιεχόμενο των νόμων που διακηρύσσουν στο όνομά της. Η δικτατορική διακυβέρνηση εκ μιας μειοψηφίας δεν μπορεί να βρει καμία νομιμοποίηση, εκτός από την επίκληση μιας υποτιθέμενης εντολής που λαμβάνεται από μια υπεράνθρωπη απόλυτη εξουσία. Δεν έχει σημασία αν ο ηγεμόνας βασίζει τους ισχυρισμούς του στα θεϊκά δικαιώματα των χρισμένων βασιλιάδων ή στην ιστορική αποστολή της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, ή αν το υπέρτατο ον ονομάζεται Geist (κατά τον Χέγκελ) ή Humanite (κατά τον Αύγουστο Κομτέ). Οι όροι κοινωνία και κράτος, όπως χρησιμοποιούνται από τους σύγχρονους υποστηρικτές του σοσιαλισμού, του σχεδιασμού και του κοινωνικού ελέγχου όλων των δραστηριοτήτων των ατόμων, σημαίνουν μια θεότητα. Οι ιερείς αυτού του νέου δόγματος αποδίδουν στο είδωλό τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οι θεολόγοι αποδίδουν στον Θεό - παντοδυναμία, παντογνωσία, άπειρη καλοσύνη και ούτω καθεξής.
Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Mises παρατήρησε ότι η οικουμενιστική ηθική συνεπάγεται την εγκατάλειψη του ορθού λόγου. Η ιδέα περί ενός συλλογικού αγαθού στερείται αναγκαστικά θεμελίωσης στην ανθρώπινη εμπειρία, καθώς οι άνθρωποι σκέφτονται, νιώθουν, αισθάνονται και ενεργούν μόνο ως άτομα. Η ορθολογική πειθώ δεν είναι δυνατή όταν δεν υπάρχουν υποστηρικτικά γεγονότα ή αυταπόδεικτες αλήθειες που μπορεί κανείς να επικαλεστεί υπέρ της. Ένας κολεκτιβιστής μπορεί να επικαλεστεί μόνο αυθαίρετες εντολές από κάποιο αδιευκρίνιστο είδωλο.
Αλλά χωρίς ορθολογική πειθώ για την οικοδόμηση μιας ευρέως αποδεκτής συναίνεσης για ένα συγκεκριμένο συλλογικό αγαθό, πώς μπορούν οι κολεκτιβιστές να ελπίζουν ότι θα διευθετήσουν τις διαφωνίες μεταξύ τους; Ο Mises συνέχισε διαγιγνώσκοντας τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση:
Για τον πιστό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Είναι απόλυτα βέβαιος ότι έχει ασπαστεί το μόνο αληθινό δόγμα. Αλλά ακριβώς η σταθερότητα τέτοιων πεποιθήσεων είναι που καθιστά τους ανταγωνισμούς ασυμβίβαστους. Κάθε πλευρά είναι προετοιμασμένη να κάνει τις δικές της αρχές να επικρατήσουν. Αλλά καθώς η λογική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να αποφασίσει μεταξύ διαφόρων αντικρουόμενων δογμάτων, δεν απομένει κανένα μέσο για την επίλυση τέτοιων διαφορών εκτός από την ένοπλη σύγκρουση. Τα μη ορθολογιστικά, μη ωφελιμιστικά και μη φιλελεύθερα κοινωνικά δόγματα είναι μοιραίο να γεννήσουν πολέμους και εμφύλιους πολέμους, μέχρι να εξοντωθεί ή να υποταχθεί ένας από τους αντιπάλους. Η ιστορία των μεγάλων θρησκειών του κόσμου είναι ένα αρχείο μαχών και πολέμων, όπως και η ιστορία των σημερινών πλαστών θρησκειών, του σοσιαλισμού, της κρατολατρείας και του εθνικισμού.
Η κολεκτιβιστική/συλλογική ηθική, εν συντομία, είναι μια συνταγή που οδηγεί στην βία. Οποιοσδήποτε ηθικός κώδικας που ισχυρίζεται ότι η ειρηνική συνύπαρξη με ανήθικα άτομα είναι αδύνατη καθιστά την ίδια την ειρήνη αδύνατη. Ο Mises όχι μόνο διέγνωσε την τάση του κολεκτιβισμού για βία, αλλά υπέδειξε και τον δρόμο προς την ειρηνική λύση του ατομικισμού:
Στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει τα δικά του συμφέροντα —με την σωστή έννοια της λεξης— το άτομο εργάζεται για την εντατικοποίηση της κοινωνικής συνεργασίας και της ειρηνικής συναναστροφής. Η κοινωνία είναι προϊόν της ανθρώπινης δράσης, δηλαδή της ανθρώπινης παρόρμησης να απομακρύνουμε την δυσφορία όσο το δυνατόν περισσότερο. Για να εξηγήσουμε την ύπαρξή της και την εξέλιξή της, δεν είναι απαραίτητο να καταφύγουμε σε μια διδασκαλία, σίγουρα προσβλητική για έναν πραγματικά θρησκευόμενο νου, σύμφωνα με την οποία η αρχική Δημιουργία ήταν τόσο ελαττωματική που απαιτείται μια επανειλημμένη υπεράνθρωπη παρέμβαση για να αποτραπεί η αποτυχία της.
Ο ιστορικός ρόλος της θεωρίας του καταμερισμού της εργασίας, όπως τον επεξεργάστηκε η βρετανική πολιτική οικονομία από τον Χιουμ μέχρι τον Ρικάρντο, συνίστατο στην πλήρη κατεδάφιση όλων των μεταφυσικών δογμάτων σχετικά με την προέλευση και τη λειτουργία της κοινωνικής συνεργασίας. Ολοκλήρωσε την πνευματική, ηθική και διανοητική χειραφέτηση της ανθρωπότητας, όπως εγκαινιάστηκε από την Επικούρεια φιλοσοφία. Αντικατέστησε την ετερόνομη και διαισθητική ηθική των παλαιότερων εποχών με την αυτόνομη, ορθολογική ηθική. Ο νόμος και η νομιμότητα, ο ηθικός κώδικας και οι κοινωνικοί θεσμοί δεν είναι σεβαστά πλέον ως ανεξιχνίαστες εντολές εξ Ουρανού. Είναι ανθρώπινης προέλευσης και το μόνο κριτήριο που πρέπει να εφαρμοστεί σε αυτά είναι αυτό της σκοπιμότητας, όσον αφορά την ανθρώπινη ευημερία.
Εδώ ο Mises εξέφρασε την ελπίδα ότι τουλάχιστον οι θρησκείες που ασπάζονται μια καλοπροαίρετη άποψη για τη Δημιουργία δεν θα απεχθάνονταν την επιδίωξη της ευτυχίας από τον άνθρωπο μέσα σε έναν δημιουργημένο κόσμο. Ανέφερε επίσης δύο κρίσιμες κοσμικές φιλοσοφικές παραδόσεις που ήταν ιστορικά σημαντικές για τη αιτιολόγηση των κλασικών φιλελεύθερων αρχών, μία στην οποία πρωτοστάτησε ο Βρετανός εμπειριστής Ντέιβιντ Χιουμ στις αρχές του 1700, και μια άλλη από τον φιλόσοφο της ελληνιστικής εποχής Επίκουρο περίπου το 300 π.Χ.
Ο Χιουμ υποστήριξε ότι δεν μπορεί κανείς να συνάγει κανένα κανονιστικό «δέον» (πρέπει) αποκλειστικά από πραγματιστικές, περιγραφικές δηλώσεις του «είναι». Δεδομένης μιας υπέρτατης αξίας περί «δέοντος», στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γεγονότα για να υποστηρίξει ότι κάποιο δευτερεύον «δέον» είναι καθοριστικό για τη βελτιστοποίηση της επιδίωξης της υπέρτατης αξίας, αλλά η επιλογή της ίδιας της υπέρτατης αξίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τέτοια γεγονότα. Ο Μίζες υποστήριξε τον ηθικό σκεπτικισμό του Χιουμ. Σύμφωνα με τους μεταγενέστερους ωφελιμιστές φιλοσόφους, ο Μίζες υποστήριξε ότι, αν και δεν μπορούμε να αλλάξουμε ο ένας τη γνώμη του άλλου σχετικά με τις υπέρτατες αξίες, μπορούμε τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων χρειάζεται την ειρήνη και την ευημερία για να βελτιστοποιήσει τις αποκλίνουσες υπέρτερες αξίες που έχει στην πραγματικότητα επιλέξει.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία που είναι ουδέτερη ως προς τις αξίες, ένα κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στην ελευθερία και την ιδιωτική ιδιοκτησία είναι αυτό που βελτιστοποιεί την επίτευξη της ειρήνης και της ευημερίας. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων προτιμά την προσωπική ευημερία από την αιματοχυσία και τη φτώχεια, καταλήγουμε στο ωφελιμιστικό συμπέρασμα ότι αυτή η συντριπτική πλειοψηφία οφείλει να υποστηρίζει τις φιλελεύθερες πολιτικές αξίες για την καλύτερη υλοποίηση των προσωπικών της επιλογών, όχι να δολοφονεί ο ένας τον άλλον και να υπονομεύει την κοινωνική συνεργασία σε μια μάταιη προσπάθεια να διορθώσει ο ένας την ηθική του άλλου.
Σε αντίθεση με τους ωφελιμιστές, ο Επίκουρος στήριξε την υπεράσπιση των ατομικιστικών αξιών σε μια θετική αντίληψη για μια υπέρτατη αξία. Ο Επίκουρος απέρριψε τον ηθικό σκεπτικισμό των προκατόχων του Χιουμ στην αρχαιότητα, επισημαίνοντας ότι μια αυθαίρετη επιλογή αξιών που έρχεται σε σύγκρουση με την έμφυτη επιθυμία του ανθρώπου για ευτυχία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συνεπούς δράσης, καθώς μια τέτοια σύγκρουση προκαλεί ψυχικές διαταραχές που η σύγχρονη ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες χαρακτηρίζουν ως γνωστική ασυμφωνία. Δεδομένου ότι δεν έχει νόημα να προτείνουμε αξίες παρεκτός αν μπορούν να πραγματωθούν με συνέπεια, μια ορθολογική διατύπωση της ηθικής πρέπει να αναγνωρίζει ότι η επιδίωξη της προσωπικής ευτυχίας είναι η μόνη λογικά συνεκτική επιλογή ενός τελικού σκοπού για ένα άτομο.
Η επικούρεια ηθική δεν αντιμετωπίζει την ευτυχία ως κάτι που προκύπτει απλώς από στιγμιαίες, παθητικές εμπειρίες ηδονής. Αντίθετα, η διάνοια του ανθρώπου τον καθιστά ικανό να μάθει πώς να εκτιμά τις απολαύσεις μιας ολοκληρωμένης ζωής και πώς να ενεργεί για να τις επιτύχει, δημιουργώντας τόσο μελλοντικές απολαύσεις όσο και αναπολώντας παρελθούσες απολαύσεις. Η αναγκαιότητα της σκέψης και της δράσης από μόνης της για να καταστεί δυνατή η απόλαυση αυτών των «ψυχικών απολαύσεων» υποδηλώνει μια προτίμηση για κοινωνικές συνθήκες που σέβονται την πνευματική και ηθική αυτονομία του ατόμου. Σύμφωνα με έναν αρχαίο βιογράφο, ο Επίκουρος υποστήριζε την ιδιωτική ιδιοκτησία έναντι της κοινοτικής ιδιοκτησίας, θεωρώντας την επιδίωξη των συλλογικών αγαθών ως βασισμένη στην αμοιβαία δυσπιστία, πιθανώς επειδή οι συλλογικές ενώσεις, ακόμη και όταν είναι εθελοντικές, αντιβαίνουν στις βασικές ψυχολογικές απαιτήσεις για τη βελτιστοποίηση της προσωπικής ευτυχίας. Τα επικούρεια και τα ωφελιμιστικά επιχειρήματα αλληλοσυμπληρώνονται στην υποστήριξη των φιλελεύθερων αρχών.
Ενώ ορισμένοι επικριτές απορρίπτουν λανθασμένα τον φιλελευθερισμό σαν «φονταμενταλισμό της αγοράς» και αδιαφορούν για τα πολιτισμικά και ηθικά ζητήματα, ο Mises προσφέρει πειστικούς λόγους -που προέρχονται από τις διδασκαλίες των φιλοσοφικών του προγόνων- εξηγώντας γιατί η επιδίωξη της ηθικής πρέπει να είναι μια εγγενώς προσωπική προσπάθεια. Αντί οι κολεκτιβιστές ζηλωτές να υποθέτουν αλαζονικά ότι μπορούν να κρίνουν το πόσο καλός είναι ο λαός, πρέπει να κρίνουμε το πόσο δίκαιο και έντιμο είναι το κράτος, σε σχέση με τον τρόπο που διατυπώνει και εφαρμόζει τους νόμους του. Αν η Αμερική πρόκειται να αποκηρύξει τη βία, τη δυστυχία, τη φτώχεια και την αιματοχυσία που είναι εγγενείς στον κολεκτιβισμό, τότε οι πολίτες πρέπει να αποδεχτούν τον διαχωρισμό ηθικής και κράτους.









