Είναι καλό πράγμα ο εθνικισμός; Εξαρτάται
Άρθρο του Ryan McMaken, που δημοσιεύτηκε στις 26/7/2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 9'
Είναι αδύνατο να δηλώνει κανείς ότι ο εθνικισμός, αφ’ εαυτού του, είναι καλός ή κακός. Η ωφελιμότητα ή η βλαπτικότητά του εξαρτώνται πρωτίστως από την επίδρασή του στα υπάρχοντα καθεστώτα και τους κρατικούς θεσμούς
Από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την Ισπανία και τα Βαλκάνια, έχει γίνει κοινή πρακτική στην Ευρώπη να αναφέρονται στις αποσχιστικές ομάδες διαφόρων τύπων ως «εθνικιστές». Μερικές φορές ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά, και πολλές φορές όχι. Οι Σκωτσέζοι εθνικιστές, για παράδειγμα, συχνά αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστές. Από την άλλη πλευρά, μερικές φορές ο όρος «εθνικιστής» χρησιμοποιείται για να υποτιμήσει τις αυτονομιστικές ομάδες. Ήταν εύκολο να αποκτήσει κανείς αυτή την εντύπωση κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πιο πρόσφατης σύγκρουσης για τον καταλανικό αυτονομισμό στην Ισπανία. Όταν οι Ισπανοί υπέρμαχοι της ενότητας μιλούσαν για την απόσχιση της Καταλονίας, ήταν αρκετά ξεκάθαρο ότι στο μυαλό τους ο όρος «εθνικισμός» επικοινωνούσε ένα συγκεκριμένο είδος οπισθοδρόμησης ή ανελευθερίας.
Η Αριστερά, φυσικά, από καιρό χρησιμοποιεί τον όρο υποτιμητικά, για κάθε είδους εθνικιστές. Αυτή η χρήση του όρου εμφανίστηκε μετ’ επιτάσεως λίγο μετά τη δολοφονία του Ιάπωνα πολιτικού Shinzo Abe. Σε μεταθανάτια άρθρα για την σταδιοδρομία του, ο Abe χαρακτηρίστηκε ως ένας διχαστικός «υπερεθνικιστής». Η υποτιθέμενη δυσάρεστη φύση του εθνικισμού είναι συχνά εμφανής στον κυρίαρχο Τύπο από το γεγονός ότι οι πολιτικοί σπάνια -αν ποτέ- περιγράφονται από αυτούς τους ειδικούς ως διχαστικοί «υπερδιεθνιστές». Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι υπερβολικά διεθνιστής. Μπορεί κανείς να είναι μόνο υπέρμετρα εθνικιστής.
Αν και ο όρος χρησιμοποιείται εδώ και καιρό από τους ιστορικούς για να περιγράψει πραγματιστικά την ανάπτυξη των εθνικών κρατών, είναι σαφές ότι στο καθημερινό σύγχρονο λεξιλόγιο, ο όρος είναι συνήθως μια κάπως ασαφής προσβολή, όπως η λέξη «φασίστας».
Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα σημαντικό ερώτημα: Είναι ποτέ ο εθνικισμός κάτι καλό; Η απάντηση είναι «εξαρτάται». Εξαρτάται από το αν ο εθνικισμός λειτουργεί ως τροχοπέδη στην κρατική εξουσία ή ως καταλύτης για την αύξησή της.
Ο εθνικισμός μπορεί και να οικοδομήσει το κράτος και να το διαλύσει
Όπως είδαμε στα παραπάνω παραδείγματα, ο εθνικισμός μπορεί να έχει δύο πολύ διαφορετικές έννοιες και να λειτουργεί προς δύο πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Το είδος του εθνικισμού του Abe θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εθνικισμός του status quo επειδή η αντίληψή του για το έθνος συνέπεσε με ένα υπάρχον εθνικό κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο «ιαπωνικός εθνικισμός» σημαίνει απλώς υποστήριξη στο ιαπωνικό έθνος-κράτος. Είναι μια φιλοκαθεστωτική στάση.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Σκωτία και την Καταλονία, ο εθνικισμός λειτουργεί ενάντια στα υπάρχοντα κράτη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα και τα σύνορά τους. Δηλαδή, είναι ένας τύπος εθνικισμού που αντιτίθεται στα καθεστώτα, όπως αυτά υπάρχουν σήμερα.
Αυτή η διττή φύση του εθνικισμού υπάρχει από τότε που άρχισε να διαμορφώνεται ο εθνικισμός τον 17ο και τις αρχές του 18ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, η ιδέα ότι τα ανθρώπινα όντα ήταν πρώτα απ’ όλα μέρος ενός «έθνους» ήταν καινούργια, και επιδείκνυε μια στροφή από την οργάνωση των ανθρώπινων κοινοτήτων σύμφωνα με τις γραμμές θρησκευτικών ομάδων, διευρυμένων οικογενειών ή εξουσίας δυναστειών. Αντίθετα, τα ανθρώπινα όντα άρχισαν να ενστερνίζονται την αντίληψη ότι τα έθνη —που αποτελούνταν κυρίως από ανθρώπους που δεν θα συναντήσουμε ποτέ και δεν θα ακούσουμε ποτέ για εκείνους— ήταν ο «κανονικός» τρόπος για να διαιρείται ο ανθρώπινος πληθυσμός. [1]
Η ιδέα ήταν εκπληκτικά επιτυχημένη και ο κόσμος πλέον αποτελείται κυρίως από έθνη-κράτη. Εκείνες οι χώρες που είναι αληθινά έθνη-κράτη —δηλαδή, οι χώρες όπου μια ενιαία γλωσσική και εθνική ομάδα είναι η συντριπτική πλειοψηφία— έχουν το πιο εύκολο έργο στο να διατηρούν την πολιτική ενότητα, που βασίζεται σε μια πεποίθηση περί εθνικής ταυτότητας. Αλλά ακόμη και σε εκείνες τις χώρες που είναι ρητά πολυεθνικές, οι κάτοικοί τους παρ’ όλα αυτά συχνά ταυτίζονται με κάποια εθνική εκδοχή της ιστορίας ή κάποια εθνική ιδεολογία. Ένας Ισπανόφωνος Καθολικός στο Ελ Πάσο, για παράδειγμα, θεωρεί τον εαυτό του μέρος του ίδιου έθνους με έναν άθεο Αγγλοσάξωνα στη Βοστώνη. Γιατί; Επειδή ο κάτοικος του Ελ Πάσο πιστεύει ότι υπάρχει ένας δεσμός μεταξύ του ίδιου και του Βοστωνέζου, επειδή και οι δύο τυχαίνει να κατοικούν εντός των συνόρων του εθνικού κράτους που είναι γνωστό ως Ηνωμένες Πολιτείες. Με άλλα λόγια, και οι δύο αυτοί άνθρωποι αποτελούν μέρος αυτού που ο ιστορικός Μπένεντικτ Άντερσον αποκαλεί «φαντασιακή κοινότητα». Η ιδεολογία του εθνικισμού έχει πείσει πολλούς ανθρώπους ότι μοιράζονται από κοινού ένα «έθνος» με ανθρώπους σε μακρινές πόλεις με τους οποίους δεν έχουν την ίδια θρησκεία, την ίδια εθνικότητα ή —σε πολλές περιπτώσεις— ούτε καν την ίδια γλώσσα.
Πώς ο εθνικισμός ενισχύει το κράτος
Μπορούμε λοιπόν να δούμε το πώς αυτός ο τύπος εθνικισμού επικυρώνει και ισχυροποιεί τα υπάρχοντα κράτη. Το αμερικανικό κράτος γίνεται πολύ πιο ισχυρό όταν οι κάτοικοί του ασπάζονται την ιδέα ότι το να είναι «Αμερικανοί» αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητάς τους. Επιπλέον, εφόσον αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εντός των συνόρων του κράτους «είναι συμπατριώτες μου», οι δυνάμεις της εθνικής αποσύνθεσης που προκύπτουν εκ των πραγμάτων, λόγω περιφερειακών, εθνικών και πολιτισμικών διαφορών εντός του πληθυσμού, αντισταθμίζονται (αυτές είναι γνωστές ως «φυγόκεντρες δυνάμεις» και γίνονται συχνότερες όσο μεγαλύτερο γίνεται ένα κράτος). Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για άλλα πολυπολιτισμικά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Ελβετία και η Ουκρανία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ικανότητα του κράτους να διατηρήσει και να εδραιώσει την εξουσία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το να υπερισχύουν οι κάτοικοι που πιστεύουν σε δηλώσεις όπως «Είμαι Ελβετός» ή «Είμαι Ουκρανός».
Όταν ο εθνικισμός είναι πρόβλημα για το κράτος
Ωστόσο, οι εθνικές ομάδες δεν συμπίπτουν πάντα με τις πολιτικές οντότητες που τώρα ονομάζουμε κράτη ή έθνη-κράτη. Σε πολλές περιπτώσεις, ο εθνικισμός πείθει έναν κάτοικο ενός κράτους -ή έναν υπήκοο ενός καθεστώτος- να θεωρήσει τον εαυτό του ως μέρος ενός λεγόμενου μειονοτικού έθνους που δεν έχει δικό του κράτος και κυβερνάται από μέλη ενός ξένου έθνους. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τους Σκωτσέζους και τους Καταλανούς εθνικιστές. Ιστορικά, αμέτρητες περιφερειακές και πολιτιστικές ομάδες θεωρούν ότι ζουν κάτω από καθεστώτα που δεν εκπροσωπούν τα εθνικά τους συμφέροντα.
[Διαβάστε περισσότερα: «Decomposing the Nation-State», του Murray Rothbard ]
Πράγματι, ο εθνικισμός ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό ως μια δύναμη ενάντια στον σχηματισμό εθνικών κρατών, σε μια εποχή όπου οι ολοένα και πιο ισχυροί μονάρχες προσπαθούσαν να σφυρηλατήσουν κράτη χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις νέες δυνάμεις του εθνικισμού που έρχονταν στο προσκήνιο. Για παράδειγμα, ο ιστορικός Joseph Strayer γράφει:
Η πίστη στο κράτος [τον 17ο αιώνα] επρόκειτο σύντομα να δοκιμαστεί από την εμφάνιση της ιδέας του εθνικισμού. Όπου έθνος και κράτος συνέπιπταν αρκετά στενά, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα. Αλλά όπου μια εθνική ομάδα είχε χωριστεί σε πολλά κράτη, όπως στη Γερμανία, ή όπου ένα κράτος αγκάλιαζε πολλές εθνικές ομάδες, όπως στις περιοχές των Αψβούργων, ήταν βέβαιο ότι θα υπήρχε σύγκρουση μεταξύ της παλαιάς και της νέας αφοσίωσης. [2]
Ο Strayer σημειώνει ότι ο δέκατος έβδομος αιώνας βίωσε την εμφάνιση του ερωτήματος που συνεχίζει να μας απασχολεί μέχρι σήμερα: εάν ο εθνικισμός «ενισχύει» ή «αμφισβητεί» την πίστη στα υπάρχοντα ευρωπαϊκά κράτη.
Στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, τα ισχυρότερα εθνικά κράτη στην Ευρώπη ήταν το αγγλικό, το γαλλικό και το ισπανικό κράτος. Η «εθνική ενότητα» ήταν ισχυρότερη υπό το αγγλικό κράτος, με την εκκολαπτόμενη εθνική ταυτότητα της Ουαλίας να έχει συντριβεί πλήρως από τον Εδουάρδο Α' και την Σκωτία να μην έχει ακόμη ενταχθεί στην Αγγλία μέσω των «Πράξεων της Ένωσης». Στη Γαλλία, ωστόσο, οι περιφερειακές συγγένειες και οι γλώσσες συνέχισαν κατά καιρούς να μοιάζουν με εθνικιστικά κινήματα. Οι Γάλλοι μονάρχες ήταν φυσικά αναγκασμένοι να αφιερώνουν χρόνο και πόρους για να αποτρέψουν κάθε αληθινή απόσχιση. Εν τω μεταξύ, στην Ισπανία, όπως σημειώνει ο Strayer, «οι Καταλανοί απειλούσαν συνεχώς με εξέγερση» και οι Πορτογάλοι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1640, μετά από μια σύντομη περίοδο ένωσης κάτω από το ισπανικό στέμμα.
Αλλού στην Ευρώπη, οι εγχώριοι εθνικιστές ήταν πιο επιτυχημένοι. Μέχρι τον 18ο αιώνα, πολλοί Ούγγροι και Τσέχοι είχαν ήδη αρχίσει να αγανακτούν με την κυριαρχία των Αψβούργων. Αυτό θα οδηγούσε σε πλήρη εθνικιστικά κινήματα τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Το ρωσικό κράτος –ίσως επιδιώκοντας να αποφύγει την αποκέντρωση που επέβαλαν οι Ούγγροι εθνικιστές στο αυστριακό καθεστώς– επέβαλε εκτεταμένη «ρωσοποίηση» στις πολλές εθνοτικές ομάδες εντός της Ρωσίας. Ωστόσο, ο εθνικισμός συνέχισε να υπονομεύει την ισχύ των κεντρικών καθεστώτων, ειδικά σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. (Η ρωσοποίηση απέτυχε, για παράδειγμα, στη Φινλανδία, η οποία ήταν μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1917.)
Από τότε, οι θεμελιώδεις αρχές του εθνικισμού δεν έχουν αλλάξει πολύ. Σε εκείνες τις περιοχές όπου το de jure εθνικό κράτος κατάφερε να εξαλείψει ή να ελαχιστοποιήσει τον μειονοτικό εθνικισμό, υπάρχουν λίγες απειλές για την ενότητα ή την εδαφική ακεραιότητά του. Σε μέρη όπου οι μειονοτικοί εθνικιστές έχουν καταφέρει να διατηρήσουν —ή ακόμη και να αυξήσουν— τον αριθμό τους, η τοπική αυτοδιάθεση είναι πιο πιθανό να αποτελέσει πραγματικότητα και απειλή για τα υπάρχοντα κράτη.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, ο εθνικισμός μπορεί να λειτουργήσει ως πραγματική κινητήριος δύναμη υπέρ της αποκέντρωσης και της αποδυνάμωσης της κρατικής εξουσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αν όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι σταθεροί, ο εθνικισμός μπορεί να αποδειχθεί κάτι καλό.
Εθνικά κράτη εναντίον διεθνών υπερ-κρατών
Υπάρχει όμως μια άλλη προειδοποίηση που πρέπει να αναφέρουμε. Στο βαθμό που ο εθνικισμός μπορεί να ενδυναμώσει τα εθνικά καθεστώτα -όσο επικίνδυνο κι αν είναι αυτό- μπορεί επίσης να αποδυναμώσει τους διεθνείς οργανισμούς που επιδιώκουν να γίνουν υπερ-κράτη. Το πιο αξιοπρόσεκτο μεταξύ αυτών των πιθανών υπερ-κρατών, φυσικά, είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα όργανο που επιδιώκει συστηματικά να συγκεντρώσει την εξουσία στις Βρυξέλλες και να επεκτείνει τη δική του «κρατική» γραφειοκρατική εξουσία σε δεκάδες εθνικά κράτη. Ή, όπως το περιγράφουν οι Marco Bassani και Carlo Lottieri :
Αυτό που συμβαίνει ήδη στην Ευρώπη είναι πολύ σημαντικό. Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, οι διάφοροι ευρωπαϊκοί λαοί, καθημερινά μπλεγμένοι σε διενέξεις και δυσκολίες που προκαλούνται από τα δικά τους κράτη, πρόκειται να υποβληθούν στην εξουσία ενός ηπειρωτικού υπερ-κράτους, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν.
Οι Bassani και Lottieri σημειώνουν ότι η εμπειρία υποδηλώνει ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επέκταση αυτού του υπερ-κράτους είναι πράγματι τα ίδια τα εθνικά κράτη. Έτσι, τα εθνικά κράτη μπορούν απροσδόκητα να γίνουν χρήσιμοι θεσμοί για να συγκρατήσουν μια ακόμη μεγαλύτερη κρατική εξουσία:
Υπάρχει μια κάποια ειρωνεία στο γεγονός ότι όσοι αναζητούν την ελευθερία σε όλο τον κόσμο πρέπει να βασίζονται στην απροθυμία των κρατών να συμμορφωθούν με τα υπερφιλόδοξα πολιτικά όνειρα των ενοποιητών της Ευρώπης και της υφηλίου. Η σύγχρονη αντίσταση του Κράτους απέναντι σε αυτήν την ιστορική Νέμεση της ίδιας του της λογικής -την ίδια λογική που στο παρελθόν άνοιξε το δρόμο προς την άνοδο της πολιτικής νεωτερικότητας και τώρα σκάβει τον τάφο της- φαίνεται να είναι η μόνη ρεαλιστική ελπίδα για τις ατομικές ελευθερίες.
Αυτό είναι, πράγματι, τραγική ειρωνεία. Όντας επί μακρόν τα εργαλεία του πολιτικού συγκεντρωτισμού, της ενοποίησης, της τυποποίησης και της γραφειοκρατοποίησης, ορισμένα εθνικά κράτη φαίνεται να έχουν φτάσει στο σημείο να συμπεραίνουν ότι η τάση προς μεγαλύτερο μέγεθος και ο συγκεντρωτισμός έχουν ξεπεράσει τα όρια.
Έτσι, ο εθνικισμός μπορεί να εμψυχώσει και να ενισχύσει θεσμούς που αποτελούν εμπόδια στον περαιτέρω συγκεντρωτισμό της κρατικής εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, ορισμένα κρατικά καθεστώτα μπορεί πράγματι να αποδειχθούν χρήσιμα ad hoc εργαλεία για την αντίσταση στον περαιτέρω συγκεντρωτισμό.
Αυτά τα οφέλη του εθνικισμού, ωστόσο, είναι καθαρά συμπτωματικά. Ναι, ο εθνικισμός μπορεί να βοηθήσει στην απονομιμοποίηση των υπαρχόντων κρατών και να τροφοδοτήσει την αποκέντρωση και τον αυτονομισμό, αποδυναμώνοντας έτσι τα κράτη. Ωστόσο, η ιδεολογία αυτή παραμένει επικίνδυνη ακριβώς επειδή μας διδάσκει να ενστερνιζόμαστε τα εθνικά κράτη ως αδιαμφισβήτητα ωφέλιμους θεσμούς, κομβικά για την ατομική μας ταυτότητα και την κουλτούρα. Στην πραγματικότητα, ο εθνικισμός είναι πράγματι ένα καθαρά νεωτερικό αποκύημα της φαντασίας μας, και απομακρύνει επίσης τους ανθρώπους από το να ενστερνιστούν πιο πραγματικούς, οργανικούς θεσμούς, όπως οι εκτεταμένες οικογένειες, οι θρησκευτικοί θεσμοί και οι τοπικές κοινωνίες.
1. Benedict Anderson, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (Λονδίνο: Verso, 1983), σελ. 6. Ο Άντερσον το θέτει ως εξής: «Συνεπώς, τα μέλη ακόμη και του πιο μικρού έθνους δεν θα γνωρίσουν ποτέ τους περισσότερους από τους συνανθρώπους τους, δεν θα τους γνωρίσουν, ούτε καν θα ακούσουν γι' αυτούς, αλλά στο μυαλό του καθενός ζει η εικόνα της κοινωνίας τους.»
2. Joseph R. Strayer, On the Medieval Origins of the Modern State (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1980), σελ. 109.
Ο Ryan McMaken είναι αρχισυντάκτης στο Mises Institute. Εχει πτυχίο στα οικονομικά και μεταπτυχιακό στη δημόσια πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Ήταν οικονομολόγος στέγασης για την Πολιτεία του Κολοράντο. Είναι ο συγγραφέας του Breaking Away: The Case of Secession, Radical Decentralization, and Smaller Polities και του Commie Cowboys: The Bourgeoisie and the Nation-State in the Western Genre .