Ο Rothbard για το φαινόμενο του πολέμου
To κράτος είναι -και ήταν ανέκαθεν- ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρωπότητας, της ελευθερίας, της ευτυχίας και της προόδου της.
Ετικέτες: Κράτος
Άρθρο του ιδρυτή του Mises Institute, Lew Rockwell. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.
Σήμερα, οι πόλεμοι μαίνονται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Ποια στάση πρέπει να τηρήσουν οι ελευθεριστές (σ.σ. οι αυθεντικοί φιλελεύθεροι, ή αλλιώς, λιμπερταριανοί) απέναντι σε αυτούς τους πολέμους; Είναι συνεπές με τις λιμπερταριανές αρχές να υποστηρίζετε όποια πλευρά νομίζετε ότι έχει την καλύτερη ετυμηγορία; Μπορείτε να παροτρύνετε αυτή την πλευρά να τα δώσει όλα για τη νίκη; Ο Murray Rothbard, ο μεγαλύτερος από όλους τους θεωρητικούς του ελευθεριστικού συστήματος, δεν το πίστευε. Και αυτό ισχύει ακόμη και αν έχετε εκτιμήσει σωστά τη σύγκρουση. Ας δούμε τι λέει στο σπουδαίο βιβλίο του The Ethics of Liberty (Η ηθική της ελευθερίας).
Όπως είναι αναμενόμενο, ο Murray δεν ξεκινά την ανάλυσή του με αφετηρία τις συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αναρωτιέται τι θα μπορούσαν να κάνουν σωστά τα άτομα που εμπλέκονται σε μια σύγκρουση σε μια αναρχοκαπιταλιστική κοινωνία.
Δείτε σχετικά το κείμενο του Robert Murphy:
Ορίστε τι λέει:
«Πριν εξετάσουμε τις διακρατικές δράσεις, ας επιστρέψουμε για λίγο στον καθαρά λιμπερταριανό κόσμο χωρίς κράτος, όπου τα άτομα και οι μισθωμένες ιδιωτικές υπηρεσίες προστασίας τους περιορίζουν αυστηρά τη χρήση βίας στην υπεράσπιση του ατόμου και της περιουσίας του από τη βία. Ας υποθέσουμε ότι, σε αυτόν τον κόσμο, ο κ. Τζόουνς διαπιστώνει ότι ο ίδιος ή η περιουσία του δέχεται επίθεση από τον κ. Σμιθ. Είναι θεμιτό, όπως είδαμε, για τον Τζόουνς να αποκρούσει αυτή την εισβολή με τη χρήση αμυντικής βίας. Ωστόσο, τώρα πρέπει να ρωτήσουμε: είναι εντός των δικαιωμάτων του Τζόουνς να ασκήσει επιθετική βία εναντίον αθώων τρίτων κατά τη διάρκεια της νόμιμης άμυνάς του εναντίον του Σμιθ; Προφανώς η απάντηση πρέπει να είναι «όχι». Διότι ο κανόνας που απαγορεύει τη βία κατά των ανθρώπων ή της περιουσίας αθώων ανθρώπων είναι απόλυτος - ισχύει ανεξάρτητα από τα υποκειμενικά κίνητρα της επίθεσης. Είναι λάθος, και εγκληματικό, να παραβιάζει κανείς την περιουσία ή την υπόσταση κάποιου άλλου, ακόμη και αν είναι ο Ρομπέν των Δασών, ή πεινάει, ή αμύνεται κατά της επίθεσης ενός τρίτου.
Μπορούμε να κατανοούμε και να συμπάσχουμε με τα κίνητρα σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις και τις ακραίες καταστάσεις. Εμείς (ή, μάλλον, το θύμα ή οι κληρονόμοι του) μπορεί αργότερα να μετριάσουμε την ενοχή, αν ο εγκληματίας προσέλθει σε μια δίκη για να τιμωρηθεί, αλλά δεν μπορούμε να αποφύγουμε την κρίση ότι αυτή η επίθεση εξακολουθεί να είναι μια εγκληματική πράξη, την οποία το θύμα έχει κάθε δικαίωμα να αποκρούσει, με βία αν χρειαστεί.
Εν ολίγοις, ο Α επιτίθεται εναντίον του Β επειδή ο Γ απειλεί ή επιτίθεται εναντίον του Α. Μπορεί να κατανοούμε την «υψηλότερη» ενοχή του Γ σε όλη αυτή τη διαδικασία, αλλά εξακολουθούμε να χαρακτηρίζουμε αυτή την επίθεση του Α ως εγκληματική πράξη, την οποία ο Β έχει κάθε δικαίωμα να αποκρούσει με βία. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αν ο Τζόουνς διαπιστώσει ότι η περιουσία του κλέβεται από τον Σμιθ, ο Τζόουνς έχει το δικαίωμα να τον απωθήσει και να προσπαθήσει να τον πιάσει, αλλά ο Τζόουνς δεν έχει δικαίωμα να τον απωθήσει βομβαρδίζοντας ένα κτίριο και δολοφονώντας αθώους ανθρώπους ή να τον πιάσει εκτοξεύοντας πυρά πολυβόλου σε ένα αθώο πλήθος. Αν το κάνει αυτό, είναι εξίσου (ή και περισσότερο) εγκληματίας-επιτιθέμενος με τον Σμιθ.
Τα ίδια κριτήρια ισχύουν και αν ο Σμιθ και ο Τζόουνς έχουν ο καθένας κάποιους άνδρες στο πλευρό του, δηλαδή αν ξεσπάσει «πόλεμος» μεταξύ του Σμιθ και των μπράβων του και του Jones και των σωματοφυλάκων του. Αν ο Σμιθ και μια ομάδα μπράβων επιτεθούν εναντίον του Τζόουνς, και ο Τζόουνς κι οι σωματοφύλακές του καταδιώξουν τη συμμορία του Σμιθ στο κρησφύγετό τους, μπορούμε να επευφημήσουμε τον Τζόουνς στην ενέργειά του - και εμείς, και άλλοι στην κοινωνία που ενδιαφέρονται για την απόκρουση της επιθετικότητας, μπορούμε να συνεισφέρουμε οικονομικά ή προσωπικά στον αγώνα του Τζόουνς.
Όμως ο Τζόουνς και οι άνδρες του δεν έχουν κανένα δικαίωμα, όπως και ο Σμιθ, να επιτεθούν εναντίον οποιουδήποτε άλλου κατά τη διάρκεια του «δίκαιου πολέμου» τους: να κλέψουν την περιουσία άλλων προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την καταδίωξή τους, να στρατολογήσουν άλλους στο εκτελεστικό του απόσπασμά με τη χρήση βίας, ή να σκοτώσουν άλλους κατά τη διάρκεια του αγώνα τους για τη σύλληψη των δυνάμεων του Σμιθ. Αν ο Τζόουνς και οι άνδρες του κάνουν οτιδήποτε από αυτά τα πράγματα, γίνονται εγκληματίες, όπως και ο Σμιθ, και υπόκεινται και αυτοί στις όποιες κυρώσεις επιβάλλονται κατά της εγκληματικότητας.
Στην πραγματικότητα, αν το έγκλημα του Σμιθ ήταν η κλοπή και ο Τζόουνς θα έπρεπε να καταφύγει στην επιστράτευση για να τον πιάσει, ή έπρεπε να σκοτώσει αθώους ανθρώπους κατά την καταδίωξη, τότε ο Τζόουνς γίνεται περισσότερο εγκληματίας από τον Σμιθ, διότι τέτοια εγκλήματα εναντίον ενός άλλου ατόμου, όπως η υποδούλωση και ο φόνος, είναι σίγουρα πολύ χειρότερα από την κλοπή.
Ας υποθέσουμε ότι ο Τζόουνς, κατά τη διάρκεια του «δίκαιου πολέμου» του εναντίον της επίθεσης του Σμιθ, θα πρέπει να σκοτώσει μερικούς αθώους ανθρώπους -και ας υποθέσουμε ότι θα πρέπει να διακηρύξει, προς υπεράσπιση αυτού του φόνου, ότι απλώς ενεργούσε σύμφωνα με το σύνθημα «δώστε μου την ελευθερία ή δώστε μου τον θάνατο». Ο παραλογισμός αυτής της «υπεράσπισης» θα πρέπει να γίνει αμέσως αντιληπτός, διότι το ζήτημα δεν είναι αν ο Τζόουνς ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει προσωπικά τον θάνατο στον αμυντικό του αγώνα εναντίον του Σμιθ -το ζήτημα είναι αν ήταν πρόθυμος να σκοτώσει άλλους αθώους ανθρώπους για την επιδίωξη του νόμιμου σκοπού του. Διότι στην πραγματικότητα ο Τζόουνς ενεργούσε με βάση το εντελώς αδικαιολόγητο σύνθημα: «Δώστε μου την ελευθερία ή δώστε τους τον θάνατο» -σίγουρα μια πολύ λιγότερο ευγενική πολεμική κραυγή.»
Στη συνέχεια, ο Murray υποστηρίζει ότι επειδή δεν μπορείς ποτέ να βλάπτεις αθώους, ο πυρηνικός πόλεμος είναι πάντα λάθος, αφού δεν υπάρχει τρόπος να περιοριστεί σε δικαιολογημένους στόχους η ζημιά που προκαλούν αυτά τα όπλα. Ο Murray καθιστά αυτό το σημείο αδιαμφισβήτητα σαφές:
«Συχνά υποστηρίζεται, και ιδίως από τους συντηρητικούς, ότι η ανάπτυξη των φρικτών σύγχρονων όπλων μαζικής δολοφονίας (πυρηνικά όπλα, πύραυλοι, βιολογικός πόλεμος κ.λπ.) είναι μόνο μια διαφορά βαθμού -και όχι ποιότητας- από τα απλούστερα όπλα μιας παλαιότερης εποχής. Φυσικά, η απάντηση είναι ότι, όταν ο βαθμός είναι ο αριθμός των ανθρώπινων ζωών, η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Αλλά μια ιδιαίτερα λιμπερταριανή απάντηση είναι ότι ενώ το τόξο και το βέλος, ακόμη και το τουφέκι, μπορούν να στοχεύσουν, αν υπάρχει η θέληση, εναντίον πραγματικών εγκληματιών, τα σύγχρονα πυρηνικά όπλα δεν μπορούν.
Εδώ υπάρχει μια κρίσιμη ποιοτική διαφορά. Φυσικά, το τόξο και το βέλος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς σκοπούς, αλλά θα μπορούσαν επίσης να εστιάσουν για να χρησιμοποιηθούν μόνο εναντίον επιτιθέμενων. Τα πυρηνικά όπλα, ακόμη και οι «συμβατικές» αεροπορικές βόμβες, δεν μπορούν. Τα όπλα αυτά είναι ipso facto μηχανές αδιάκριτης μαζικής καταστροφής. (Η μόνη εξαίρεση θα ήταν η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση όπου μια μάζα ανθρώπων, που είναι όλοι εγκληματίες, κατοικεί σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή).
Πρέπει, επομένως, να συμπεράνουμε ότι η χρήση πυρηνικών ή παρόμοιων όπλων, ή η απειλή χρήσης τους, αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία. Γι' αυτό δεν ισχύει πλέον το παλιό κλισέ ότι δεν είναι τα όπλα αλλά η βούληση για τη χρήση τους που έχει σημασία για την κρίση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης. Διότι είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό των σύγχρονων όπλων ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιλεκτικά, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο λιμπερταριανό. Επομένως, η ίδια η ύπαρξή τους πρέπει να καταδικαστεί και ο πυρηνικός αφοπλισμός γίνεται ένα αγαθό που πρέπει να επιδιωχθεί καθ’ εαυτό.
Πράγματι, από όλες τις πτυχές της ελευθερίας, ο αφοπλισμός αυτός γίνεται το ύψιστο πολιτικό αγαθό που μπορεί να επιδιωχθεί στον σύγχρονο κόσμο. Διότι, όπως ακριβώς ο φόνος είναι ένα πιο ειδεχθές έγκλημα από την κλοπή, έτσι και οι μαζικοί φόνοι -και μάλιστα οι φόνοι που είναι τόσο εκτεταμένοι ώστε να απειλούν τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ίδια την ανθρώπινη επιβίωση- είναι το χειρότερο έγκλημα που θα μπορούσε να διαπράξει οποιοσδήποτε άνθρωπος. Και αυτό το έγκλημα είναι πλέον πάρα πολύ πιθανό. Ή μήπως οι ελευθεριστές θα αγανακτούν δεόντως για τον έλεγχο των τιμών ή τον φόρο εισοδήματος, αλλά θα σηκώνουν τους ώμους τους ή ακόμη και θα συνηγορούν υπέρ του υπέρτατου εγκλήματος της μαζικής δολοφονίας;»
Ο Murray μέχρι στιγμής μίλησε για το τι επιτρέπεται να κάνουν τα άτομα και οι ιδιωτικές υπηρεσίες προστασίας σε μια Λιμπερταριανή κοινωνία.
«Στον υπάρχοντα κόσμο, κάθε χερσαία έκταση κυβερνάται από μια κρατική οργάνωση, με έναν αριθμό κρατών διασκορπισμένων στη γη, καθένα από τα οποία έχει το μονοπώλιο της βίας στην επικράτειά του. Κανένα υπερ-Κράτος δεν υπάρχει με μονοπώλιο βίας σε ολόκληρο τον κόσμο -και έτσι υπάρχει μια κατάσταση «αναρχίας» μεταξύ των διαφόρων Κρατών. Και επομένως, εκτός από τις επαναστάσεις, οι οποίες μόνο σποραδικά συμβαίνουν, η ανοιχτή βία και η αμφίπλευρη σύγκρουση στον κόσμο λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών, δηλαδή αυτό που ονομάζεται «διεθνής πόλεμος» ή «οριζόντια βία».
Τώρα, υπάρχουν κρίσιμες και ζωτικές διαφορές μεταξύ του διακρατικού πολέμου από τη μια πλευρά, και των επαναστάσεων κατά του κράτους ή των συγκρούσεων μεταξύ ιδιωτών από την άλλη. Σε μια επανάσταση η σύγκρουση λαμβάνει χώρα εντός της ίδιας γεωγραφικής περιοχής: τόσο τα τσιράκια του κράτους όσο και οι επαναστάτες κατοικούν στην ίδια περιοχή. Ο διακρατικός πόλεμος, από την άλλη πλευρά, λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο ομάδων, καθεμία από τις οποίες έχει το μονοπώλιο στη δική της γεωγραφική περιοχή, δηλαδή λαμβάνει χώρα μεταξύ κατοίκων διαφορετικών περιοχών. Από αυτή τη διαφορά απορρέουν διάφορες σημαντικές συνέπειες:
(1) Στον διακρατικό πόλεμο, τα περιθώρια χρήσης σύγχρονων όπλων μαζικής καταστροφής είναι πολύ μεγαλύτερα. Διότι, αν η κλιμάκωση των όπλων σε μια ενδο-εδαφική σύγκρουση γίνει πολύ μεγάλη, κάθε πλευρά θα ανατιναχθεί με τα όπλα που στρέφονται εναντίον της άλλης. Ούτε μια επαναστατική ομάδα ούτε ένα κράτος που μάχεται την επανάσταση, για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα εναντίον της άλλης. Όμως, από την άλλη πλευρά, όταν οι αντιμαχόμενες πλευρές κατοικούν σε διαφορετικές εδαφικές περιοχές, το πεδίο εφαρμογής των σύγχρονων όπλων γίνεται τεράστιο και ολόκληρο το οπλοστάσιο της μαζικής καταστροφής μπορεί να τεθεί σε λειτουργία.
Μια δεύτερη επακόλουθη συνέπεια (2) είναι ότι, μολονότι είναι δυνατό για τους επαναστάτες να εστιάσουν στους στόχους τους και να τους περιορίσουν στους κρατικούς εχθρούς τους, και έτσι να αποφύγουν την επίθεση εναντίον αθώων ανθρώπων, ο εντοπισμός είναι πολύ λιγότερο δυνατός σε έναν διακρατικό πόλεμο. Αυτό ισχύει ακόμη και με τα παλαιότερα όπλα -και, φυσικά, με τα σύγχρονα όπλα δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως εστίαση.
Επιπλέον, (3) εφόσον κάθε κράτος μπορεί να κινητοποιήσει όλους τους ανθρώπους και τους πόρους στην επικράτειά του, το άλλο κράτος καταλήγει να θεωρεί όλους τους πολίτες της αντίπαλης χώρας, τουλάχιστον προσωρινά, εχθρούς του και να τους αντιμετωπίζει ανάλογα, επεκτείνοντας τον πόλεμο εναντίον τους. Έτσι, όλες οι συνέπειες του δια-εδαφικού πολέμου καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτο ότι ο διακρατικός πόλεμος θα περιλαμβάνει την επίθεση από κάθε πλευρά κατά των αθώων πολιτών -των ιδιωτών- της άλλης. Αυτό το αναπόφευκτο γεγονός γίνεται απόλυτο με τα σύγχρονα όπλα μαζικής καταστροφής.
Αν ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό του διακρατικού πολέμου είναι η δια-εδαφικότητα, ένα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό απορρέει από το γεγονός ότι κάθε κράτος ζει από τη φορολογία επί των υπηκόων του. Επομένως, κάθε πόλεμος εναντίον ενός άλλου κράτους συνεπάγεται την αύξηση και επέκταση της φορολογικής επίθεσης εναντίον του ίδιου του λαού του. Οι συγκρούσεις μεταξύ ιδιωτών μπορούν να διεξάγονται, και συνήθως διεξάγονται, εθελουσίως και χρηματοδοτούνται από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι επαναστάσεις μπορούν να χρηματοδοτούνται, και συχνά χρηματοδοτούνται και διεξάγονται, από οικειοθελείς συνεισφορές του πληθυσμού. Όμως οι κρατικοί πόλεμοι μπορούν να διεξαχθούν μόνο μέσω της επίθεσης κατά των φορολογουμένων. Επομένως, όλοι οι κρατικοί πόλεμοι περιλαμβάνουν αυξημένη επιθετικότητα εναντίον των ίδιων των φορολογουμένων του κράτους, και σχεδόν όλοι οι κρατικοί πόλεμοι (όλοι, στον σύγχρονο πόλεμο) περιλαμβάνουν τη μέγιστη επιθετικότητα (δολοφονία) εναντίον των αθώων πολιτών που κυβερνούνται από το εχθρικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, οι επαναστάσεις συχνά χρηματοδοτούνται εθελοντικά και μπορούν να εστιάσουν τη βία τους στους κρατικούς κυβερνώντες -και οι ιδιωτικές συγκρούσεις μπορούν να περιορίσουν τη βία τους στους πραγματικούς εγκληματίες. Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε ότι, ενώ ορισμένες επαναστάσεις και ορισμένες ιδιωτικές συγκρούσεις μπορεί να είναι δικαιολογημένες, οι κρατικοί πόλεμοι είναι πάντοτε καταδικαστέοι. Κάποιοι ελευθεριστές θα μπορούσαν να αντιτείνουν το εξής: «Παρ’ ό,τι κι εμείς καταδικάζουμε τη χρήση της φορολογίας για τον πόλεμο και το μονοπώλιο του κράτους στην αμυντική υπηρεσία, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι συνθήκες υπάρχουν, και ότι όσο υπάρχουν, πρέπει να υποστηρίζουμε το κράτος σε δίκαιους αμυντικούς πολέμους». Υπό το πρίσμα της παραπάνω ανάλυσής μας, η απάντηση θα μπορούσε να έχει ως εξής: «Ναι, τα κράτη υπάρχουν, και εφ' όσον υπάρχουν, η λιμπερταριανή στάση απέναντι στο κράτος θα πρέπει να είναι να του λέμε, στην πραγματικότητα: «Εντάξει, υπάρχεις, αλλά εφ' όσον υπάρχεις, τουλάχιστον περιόρισε τις δραστηριότητές σου στην περιοχή που μονοπωλείς».
Εν ολίγοις, ο ελευθερισμός ενδιαφέρεται να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την περιοχή της κρατικής επιθετικότητας εναντίον όλων των ιδιωτών, «ξένων» και «εγχώριων». Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, στις διεθνείς υποθέσεις, είναι οι λαοί κάθε χώρας να πιέζουν το δικό τους κράτος να περιορίσει τις δραστηριότητές του στην περιοχή που μονοπωλεί, και να μην επιτίθεται εναντίον άλλων κρατικών μονοπωλίων, ιδίως εναντίον των λαών που κυβερνώνται από άλλα κράτη. Εν ολίγοις, ο στόχος του ελευθεριστή είναι να περιορίσει κάθε υπάρχον Κράτος σε όσο το δυνατόν μικρότερο βαθμό εισβολής κατά ατόμων και περιουσιών. Και αυτό σημαίνει την πλήρη αποφυγή του πολέμου. Οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω την εξουσία κάθε κράτους θα πρέπει να πιέζουν τα «δικά τους» αντίστοιχα κράτη να μην επιτίθενται το ένα στο άλλο και, αν ξεσπάσει μια σύγκρουση, να διαπραγματεύονται μια ειρήνη ή να κηρύσσουν κατάπαυση του πυρός όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται φυσικά.
Ο στόχος του ελευθεριστή, λοιπόν, θα πρέπει να είναι -ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες αιτίες οποιασδήποτε σύγκρουσης- να πιέζει τα κράτη να μην εξαπολύουν πολέμους εναντίον άλλων κρατών και, σε περίπτωση που ξεσπάσει πόλεμος, να τα πιέζει να ζητήσουν ειρήνη και να διαπραγματευτούν μια κατάπαυση του πυρός και μια συνθήκη ειρήνης όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αυτός ο στόχος, παρεμπιπτόντως, κατοχυρωνόταν στο παλιομοδίτικο διεθνές δίκαιο του 18ου και 19ου αιώνα, δηλαδή στο ιδανικό να μην επιτίθεται κανένα κράτος εναντίον της επικράτειας ενός άλλου -που σήμερα ονομάζεται ‘‘ειρηνική συνύπαρξη των κρατών’’.»
Τι θα συμβεί αν ξεσπάσει πόλεμος; Τότε, λέει ο Murray, δεν θα πρέπει να υπάρξει καμία εξωτερική βοήθεια σε κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη.
«Ένα επακόλουθο της λιμπερταριανής πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης και της μη επέμβασης μεταξύ των κρατών είναι η αυστηρή αποχή από κάθε εξωτερική βοήθεια, δηλαδή βοήθεια από το ένα κράτος στο άλλο. Διότι κάθε βοήθεια που δίνεται από το κράτος Α στο κράτος Β, πρώτον, αυξάνει τη φορολογική επιθετικότητα εναντίον του λαού της χώρας Α και, δεύτερον, επιδεινώνει την καταπίεση από το κράτος Β του δικού του λαού.»
Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ακολουθήσουμε τις αρχές του Murray σε όλες τις τρομερές συγκρούσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος.
Δείτε επίσης: