Mises Institute, 2020: Εάν εκλεγεί ο Biden, η Κλίκα των Πολεμοκάπηλων θα επιστρέψει δριμύτερη
Άρθρο της Alice Salles, που δημοσιεύτηκε στις 17 Νοεμβρίου 2020 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 5'.
Οι ενέργειες του Τραμπ υπέρ της ειρήνευσης και κατά της επεμβατικής εξωτερικής πολιτικής εξόργισαν την Κλίκα του Πολέμου (War Party), η οποία έπαιξε τα ρέστα της υπέρ του Μπάιντεν. Τρία χρόνια μετά, τα αποτελέσματα της εκλογής του είναι ορατά στην Ουκρανία, την Αρμενία και την Μέση Ανατολή
Εάν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν εκλεγεί ως ο 46ος πρόεδρος της Αμερικής, τι θα γίνει με την υπόσχεση (σ.σ. της κυβέρνησης Τραμπ) για τον τερματισμό των ατέρμονων πολέμων; Δεν θα διαγραφεί, αλλά αντιθέτως θα επαφεθεί στη Βουλή που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς και, προφανώς, προς το παρόν, στη Γερουσία που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους. (σ.σ. τελικά και η Γερουσία καταλήφθηκε από τους Δημοκρατικούς)
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη εν μέρει λόγω της υπόσχεσής του να χαλιναγωγήσει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης στο εξωτερικό. Κατάφερε να μην ξεκινήσει κανέναν νέο πόλεμο, (σ.σ. κάτι σχεδόν πρωτοφανές για Αμερικανό πρόεδρο) αλλά από την άλλη, δεν τερμάτισε κάποιον ήδη υφιστάμενο. Αυτό μπορεί να αλλάξει στο Αφγανιστάν τώρα. Μόνο ο χρόνος θα δείξει, αλλά θα πρέπει να γίνει όσο είναι καιρός.
Πέρα από τη δυσφορία που προκάλεσαν οι ενέργειες του Τραμπ υπέρ της ειρήνευσης και της μη επεμβατικής εξωτερικής πολιτικής, η πολιτική του εξόργισε επίσης την Κλίκα του Πολέμου (War Party), η οποία έπαιξε τα ρέστα της υπέρ του Μπάιντεν.
Ο αείμνηστος αντιπολεμικός συγγραφέας Τζάστιν Ραϊμόντο περιέγραψε κάποτε την Κλίκα του Πολέμου ως εξής: «αυτό το σύμπλεγμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, που αποτελούν ένα μόνιμο και ισχυρό λόμπι για λογαριασμό του ιμπεριαλισμού και του μιλιταρισμού».
Με έναν μακρύ κατάλογο γερακιών του πολέμου ως υποστηρικτές του, και τη γερουσιαστή Καμάλα Χάρις ως συνυποψήφιό του, δεν υπάρχει καμία ελπίδα ότι ο Μπάιντεν θα υιοθετήσει την ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, ούτε καν ότι θα αποδειχθεί μια πιο αντιπολεμική εκδοχή του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Οι νεοσυντηρητικοί υποστηρίζουν τον Μπάιντεν
Τον Ιούνιο του 2020, σχεδόν τριακόσιοι πρώην αξιωματούχοι του (σ.σ. Ρεπουμπλικανού) Μπους ανακοίνωσαν ότι υποστήριζαν τον Μπάιντεν ως πρόεδρο εγκαινιάζοντας μια PAC (σ.σ. Provisional Acceptance Certificate, συμφωνία που τίθεται σε ισχύ μόνο εάν ο συμβαλλόμενος κατορθώσει να εκπληρώσει συγκεκριμένους όρους).
Ελπίζοντας να κινητοποιήσει δυσαρεστημένους φιλοπόλεμους Ρεπουμπλικάνους, που ένιωθαν περιθωριοποιημένοι λόγω της εκλογής του Τραμπ, η ομάδα αυτή πρόσθεσε στις τάξεις της δεκάδες στελέχη του πρώην γερουσιαστή Μιτ Ρόμνεϊ, από την προεδρική του εκστρατεία το 2012, καθώς και περισσότερα από εκατό πρώην μέλη του προσωπικού των γραφείων του αποθανόντος Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τζον Μακέιν στο Κογκρέσο.
Η συμμαχία υπήρξε τόσο αποτελεσματική στο να ενώσει τους νεοσυντηρητικούς - με μοναδικό τους σκοπό να πλήξουν την εξωτερική πολιτική του Τραμπ - που περισσότεροι από εβδομήντα πρώην αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ συμμετείχαν στην προσπάθεια.
Κατ’ αυτούς, η θητεία του Τραμπ αποδείχτηκε επιζήμια για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής. Μια προεδρία Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, θα σήμαινε την επιστροφή σε μια πλήρως εμπόλεμη Αμερική.
«Πολύ ικανοί σύμβουλοι εξωτερικής πολιτικής στάθηκαν δίπλα του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας», είπε πρόσφατα ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, διάσημος για τον ρόλο του στις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις στο Βιετνάμ και την Καμπότζη.
Τίποτα στο ιστορικό του Μπάιντεν, ή στην προεκλογική του εκστρατεία, δεν δείχνει ότι θα χειριστεί τα πράγματα διαφορετικά από τους πρόσφατους προκατόχους του Τραμπ. Ο Μπάιντεν έχει υποστηρίξει σχεδόν κάθε πόλεμο που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ κατά τα σχεδόν σαράντα χρόνια της θητείας του στην πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που ήταν επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων ενόψει του πολέμου στο Ιράκ, το 2003. Επιπλέον, στην προεκλογική εκστρατεία του ο Μπάιντεν ισχυρίστηκε ότι θα χρησιμοποιήσει αρχικά τη διπλωματία για να αναγκάσει τον Μπασάρ αλ Άσαντ της Συρίας να «μοιραστεί την εξουσία». Με άλλα λόγια, μια κυβέρνηση Μπάιντεν/Κάμαλα Χάρις θα επιδίωκε ενεργά να ανατρέψει έναν ακόμη ηγέτη της Μέσης Ανατολής.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε θέμα στα μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, η Επιτροπή για τα Προεκλογικά Debates αφαίρεσε την εξωτερική πολιτική από την τελική δημόσια συζήτηση. Οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον Μπάιντεν δεν τον έψεξαν ποτέ για τις θέσεις του στην εξωτερική πολιτική, και η προεκλογική εκστρατεία του παρείχε ελάχιστες πληροφορίες για το τι σκόπευε να κάνει ως υποψήφιος πρόεδρος με τα στρατεύματα που είναι σταθμευμένα στη Μέση Ανατολή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αμερικανικός λαός δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική. Εκτός από την ανερχόμενη «προοδευτική» κοινοβουλευτική ομάδα του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Τραμπ βελτίωσε κι εκείνος την δημοφιλία του σε σχέση με το 2016, και το ίδιο συνέβη για τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους που υιοθέτησαν την ατζέντα του, America First (Η Αμερική Πρώτα). Οι πόλεμοι στο εξωτερικό παραμένουν αντιδημοφιλείς.
Αυτό που μένει να φανεί είναι αν το Κογκρέσο θα υποχωρήσει υπό την πίεση του Κόμματος του Πολέμου, ή θα εκμεταλλευτεί την αποξένωση μεταξύ του Μπάιντεν και του αμερικανικού λαού. Δυστυχώς, η πρόσφατη ιστορία εγγυάται ότι ορισμένοι βουλευτές και γερουσιαστές θα θεωρήσουν το πρώτο από τα δύο ως πιο συμφέρον για την πολιτική τους σταδιοδρομία.
«Η Κλίκα των Πολεμοκάπηλων»
Στις αρχές του 2019, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία. Το Ισλαμικό Κράτος είχε ηττηθεί, εξήγησε, και δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουν τα αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή. Πηγαίνοντας κόντρα στους αξιωματούχους των Μυστικών Υπηρεσιών, διέταξε τον στρατό να θέσει τις βάσεις για την απομάκρυνση των στρατευμάτων, ξεκινώντας με τους μισούς από τις δεκατέσσερις χιλιάδες Αμερικανών στρατιωτών που παρέμεναν εκείνη την περίοδο στο Αφγανιστάν.
Μετά την ανακοίνωσή του, ο ΜακΚόνελ υποστήριξε μια τροπολογία εναντίον του σχεδίου Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι το Ισλαμικό Κράτος καθώς και η Αλ Κάιντα εξακολουθούσαν να αποτελούν απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια απόσυρση τότε θα ήταν «απότομη», υποστήριξε ο ΜακΚόνελ, καθώς «θα επέτρεπε στους τρομοκράτες να ανασυνταχθούν, να αποσταθεροποιήσουν κρίσιμες περιοχές, και να δημιουργήσουν κενά που θα μπορούσαν να καλυφθούν από το Ιράν ή τη Ρωσία».
Με την υποστήριξη γερουσιαστών και των δύο κομμάτων, η τροπολογία πέρασε. Ο φιλελεύθερος γερουσιαστής Ραντ Πωλ, (σ.σ. γιος του σπουδαίου φιλελεύθερου πολιτικού Ρον Πωλ) ένας από τους λίγους που στάθηκαν απέναντι στην τροπολογία, συνεχάρη τον Τραμπ επειδή στάθηκε «αρκετά τολμηρός και αρκετά σθεναρός», ώστε να φέρει τα στρατεύματα πίσω στις ΗΠΑ.
Αποκαλώντας την διακομματική αυτή ομάδα «κλίκα των πολεμοκάπηλων», ο Ραντ Πωλ επέκρινε τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους για τον συνασπισμό τους εναντίον του προέδρου.
«Ποιο είναι το μόνο πράγμα που ενώνει τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς;» ρώτησε ο Ραντ Πωλ τους δημοσιογράφους. «Ο πόλεμος —τον λατρεύουν. Όσο περισσότεροι πόλεμοι, τόσο το καλύτερο για εκείνους. Πόλεμος για πάντα, αέναος πόλεμος».
Δείτε επίσης:
Η Alice Salles γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βραζιλία, αλλά ζει στην Αμερική για πάνω από δέκα χρόνια. Τώρα ζει στο Φορτ Γουέιν της Ιντιάνα με τον σύζυγό της Νικ Χάνκοφ και τα τρία παιδιά τους. Το πρωτότυπο άρθρο, όπως αναρτήθηκε στο Mises Institute βρίσκεται εδώ.