Εθνική άμυνα χωρίς κράτος
Κείμενο του αναρχοκαπιταλιστή οικονομολόγου Robert Murphy. Χρόνος ανάγνωσης 8'
Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο στην εθνική άμυνα, που να απαιτεί την παροχή της από το κράτος. Η ελεύθερη αγορά μπορεί να την εξασφαλίσει καλύτερα, οικονομικότερα και πιο αποτελεσματικά από ό,τι εκείνo
Σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι το κράτος είναι απαραίτητο, για να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες της στρατιωτικής άμυνας. Κάποια άτομα με ανοιχτό μυαλό μπορεί να έχουν μια ειλικρινά ευνοϊκή στάση απέναντι στα επιχειρήματα υπέρ μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ωστόσο, θεωρούν όλα τα μοντέλα αναρχικών κοινωνικών συστημάτων ως απελπιστικά αφελή, επειδή μια κοινότητα βασισμένη στις εθελούσιες σχέσεις θα ήταν «προφανώς» αβοήθητη απέναντι στα γειτονικά κράτη.
Αυτό το δοκίμιο ισχυρίζεται ότι μια τέτοια άποψη, αν και διαδεδομένη, είναι εντελώς εσφαλμένη. Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο στη στρατιωτική άμυνα που να απαιτεί την παροχή της από το κράτος. Η ελεύθερη αγορά μπορεί να προσφέρει καλύτερη εθνική άμυνα, φθηνότερα και πιο αποτελεσματικά από ό,τι το κράτος. Είναι ανόητο και απερίσκεπτο να αναθέτουμε στο κράτος την προστασία της ζωής των πολιτών και της ιδιοκτησίας τους. Οι δυνάμεις της ιδιωτικής εθνικής άμυνας θα απολάμβαναν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, και σε όλους τους πολέμους - εκτός από τους πιο άνισους αριθμητικά - θα κατέσφαζαν τους κρατικούς τους αντιπάλους.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Είναι αρκετά εύκολο να φανταστεί κανείς ένα σύστημα ιδιωτικών ταχυδρομείων, ή ακόμα και ιδιωτικής κατασκευής αυτοκινητοδρόμων. Αντίθετα, η εθνική άμυνα της ελεύθερης αγοράς παρουσιάζει ένα εννοιολογικό εμπόδιο, αφού δεν είναι ξεκάθαρο ποιο θα ήταν το εθελοντικώς ανάλογο με την κρατική φορολογία και τις στρατιωτικές δαπάνες.
Η άμυνα απέναντι στην επιθετικότητα των ξένων είναι ένα τυπικό «δημόσιο αγαθό» και ως τέτοιο φαίνεται ο τέλειος υποψήφιος για την παροχή του από το κράτος.
Χωρίς τη δυνατότητα να αποκτούν εκβιαστικά τα έσοδά τους από όλους τους πολίτες, πώς θα μπορούσαν οι ιδιωτικές εταιρείες να συγκεντρώνουν τα κεφάλαια που απαιτούνται από τους σύγχρονους στρατούς; ( Σε τελική ανάλυση, οποιοσδήποτε πολίτης θα μπορούσε να αρνηθεί να αγοράσει το «προϊόν» και να εξακολουθεί να απολαμβάνει την ασφάλεια που καθίσταται δυνατή χάρη στις συνεισφορές των γειτόνων του.) Σε πρακτικό επίπεδο, εκατοντάδες μικροί, αποκεντρωμένοι στρατοί σίγουρα θα εξαϋλώνονταν μετά από μια μαζική επίθεση από ένα γειτονικό κράτος.
Το πλαίσιο που περιγράφεται στην πρώτη ενότητα αποφεύγει αυτές τις προφανείς δυσκολίες. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, δεν θα ήταν ο μέσος άνθρωπος, αλλά αντίθετα οι ασφαλιστικές εταιρείες, που θα αγόραζαν τις αμυντικές υπηρεσίες. Κάθε δολάριο ζημίας που προκλήθηκε από ξένη επιθετικότητα αποζημιώνεται πλήρως, και έτσι οι ασφαλιστές θα επιδιώκουν να προστατεύσουν την ιδιοκτησία των πελατών τους σαν να ήταν δική τους. [44] Λόγω των «οικονομιών κλίµακας», η κάλυψη για µεγάλες γεωγραφικές περιοχές θα ήταν πιθανώς διαχειρίσιμη μέσω λίγων δεσποζουσών εταιρειών, διασφαλίζοντας μια τυποποιημένη τιμολόγηση και συντονισμένη άμυνα. Θα είναι χρήσιμο να αναλύσουμε αυτήν την υποθετική ενοποίηση.
Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε σε μια αρχική αναρχική κοινωνία χωρίς καθόλου αμυντικές υπηρεσίες. Φανταστείτε ότι η μόνη σοβαρή στρατιωτική απειλή είναι η ενδεχόμενη εισβολή και κατάκτηση από έναν ορισμένο απρόβλεπτο γείτονα. Οι κάτοικοι αυτής της ελεύθερης κοινωνίας έχουν συνάψει ασφαλιστήρια συμβόλαια για τη ζωή τους και όλα τα σημαντικά περιουσιακά τους στοιχεία, τέτοια ώστε οι συνολικές αξιώσεις που θα ακολουθούσαν μια εισβολή να υπολογίζονται σε ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι ασφαλιστικοί φορείς προσλαμβάνουν γεωπολιτικούς συμβούλους και πιστεύουν ότι ο ετήσιος κίνδυνος επίθεσης είναι 10%. Πρέπει επομένως να εισπράττουν περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος σε ασφάλιστρα για να είναι οικονομικά καλυμμένοι. Αν η κοινωνία απαρτίζεται από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, η κατά κεφαλήν δαπάνη για ασφάλιση από την ξένη επιθετικότητα είναι $10.000. Πέρα από αυτό το βαρύ κόστος, οι κάτοικοι παραμένουν εντελώς ευάλωτοι.
Σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, ένα στέλεχος της ασφαλιστικής εταιρείας Ace έχει μια εξαιρετική ιδέα. Μπορεί να προσπεράσει τους ανταγωνιστές του και να προσφέρει το ίδιο επίπεδο κάλυψης με μόνο, ας πούμε, 5.000 $ ανά άτομο —το μισό του κόστους που χρεώνουν οι ανταγωνιστές του. Μπορεί να αντέξει οικονομικά να το κάνει αυτό, ξοδεύοντας μερικά από τα έσοδά του σε στρατιωτικά μέσα άμυνας, και ως εκ τούτου μειώνοντας την πιθανότητα μιας κατάκτησης από ξένη χώρα. Για παράδειγμα, μπορεί να πληρώσει σε ιδιωτικές αμυντικές υπηρεσίες 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη συντήρηση ελικοπτέρων, τανκς, εκπαιδευμένου προσωπικού, κ.λπ. και να είναι σε διαρκή εγγρήγορση για να αποκρούσουν τυχόν επιθέσεις. Αν αυτές οι προετοιμασίες μείωναν την πιθανότητα ξένης εισβολής μόνο, ας πούμε, στο μισό του 1% ετησίως, τότε θα «έβγαζαν τα χρήματά τους». Το καινοτόμο στέλεχος της ασφαλιστικής θα αποκόμιζε τεράστια κέρδη και θα κυριαρχούσε στην αγορά στρατιωτικής προστασίας, ενώ οι κάτοικοι θα απολάμβαναν μια αυξημένη ασφάλεια και χαμηλότερα ασφάλιστρα. Με τα ακίνητα ασφαλή από την υφαρπαγή τους από εισβολείς, οι επενδύσεις, ο πληθυσμός και η ανάπτυξη θα τονώνονταν, επιτρέποντας μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας και περαιτέρω μειώσεις χρεώσεων.
«Λαθρεπιβάτες»
Όμως το παραπάνω σύστημα αποφεύγει πραγματικά το αιώνιο πρόβλημα της ιδιωτικής άμυνας; Δηλαδή, μπορεί να ξεπεράσει το πρόβλημα του λαθρεπιβάτη (“free rider”) ;
Έχοντας πλέον συνάψει η Ace Insurance μακροχρόνια συμβόλαια με τους παρόχους στρατιωτικής άμυνας, τι θα εμπόδιζε μια ανταγωνιστική εταιρεία, ας πούμε την Moocher Insurance, από το να προσφέρει ακόμα χαμηλότερες χρεώσεις από ό,τι η Ace; Εξάλλου, η πιθανότητα υλικής ζημίας θα ήταν η ίδια για τους πελάτες της Moocher όπως και για εκείνους της Ace, αλλά η Moocher δεν θα ξόδευε ούτε μια δεκάρα σε στρατιωτικές δαπάνες.
Αυτό το σκεπτικό είναι απολύτως έγκυρο, ωστόσο το επιχείρημα υπέρ της ιδιωτικής άμυνας παραμένει ισχυρό. Καταρχάς, οι πελάτες των ασφαλιστικών εταιρειών δεν είναι ομοιογενείς, και κατά συνέπεια η αγορά άμυνας είναι πολύ πιο «ανώμαλη» από ό,τι υποτίθεται στα τυπικά οικονομικά μοντέλα. Αν και παραπάνω μιλήσαμε για κατά κεφαλήν ασφάλιστρα, αυτό ήταν μόνο για να δώσουμε στον αναγνώστη μια πρόχειρη εικόνα των σχετικών δαπανών. Στην πραγματικότητα, οι μεγάλες εταιρείες θα παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του ασφαλιστικού κλάδου. Οι συμβάσεις που θα συμφωνούνταν από συγκροτήματα διαμερισμάτων, αγορές, εμπορικά κέντρα, εργοστάσια παραγωγής, τράπεζες και ουρανοξύστες θα επισκίαζαν οικονομικά εκείνες που θα συμφωνούνταν από τους μεμονωμένους ιδιώτες.
Κατά συνέπεια, δεν θα υπήρχε το εφιαλτικό διαπραγματευτικό πρόβλημα που τόσο ανησυχεί τους σκεπτικιστές της ιδιωτικής άμυνας. Το λαμπρό στέλεχος της Ace Insurance θα γνώριζε πολύ καλά τις παραπάνω εκτιμήσεις. Αν χρειαζόταν, θα συμφωνούσε μόνο σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια, και θα τα εξαρτούσε από την αποδοχή ενός ελάχιστου όριο πελατών. Με άλλα λόγια, θα πρόσφερε ένα πακέτο για τις μεγάλες εταιρείες, αλλά οι ειδικές, χαμηλές τιμές θα ίσχυαν μόνο εάν πωλούνταν επαρκής αριθμός από αυτά τα συμβόλαια.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η προτεινόμενη λύση είναι κάπως ασαφής. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα θέματα (μελέτη της συνεργατικής θεωρίας παιγνίων) σχετικά με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης αυτών των μεγάλων επιχειρήσεων και του πώς το κόστος της άμυνας θα κατανεμηθεί μεταξύ τους. Αλλά μην γελιέστε, η στρατιωτική άμυνα θα χρηματοδοτούνταν επαρκώς, για τον απλούστατο λόγο ότι οι μέτοχοι των εύπορων εταιρειών κάθε άλλο παρά απερίσκεπτοι είναι, όταν πρόκειται για χρήματα. Λόγω του μεγέθους τους, οι μεγαλύτερες εταιρείες δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν την επίδραση της δικής τους συμπεριφοράς στη συνολική στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας. [46]
Επιπλέον, ορισμένοι τύποι ιδιοκτησίας —αεροδρόμια, γέφυρες, αυτοκινητόδρομοι, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, και φυσικά στρατιωτικός εξοπλισμός— θα είναι πολύ πιθανότεροι στόχοι μιας ξένης επίθεσης, και επομένως οι ιδιοκτήτες τους αποτελούν μια ακόμη μικρότερη ομάδα που επωφελείται δυσανάλογα από τις αμυντικές δαπάνες. Αυτή η ετερογένεια θα εξασθενούσε περαιτέρω τον «spillover» (διαρροή θετικών παράπλευρων συνεπειών) χαρακτήρα των αμυντικών υπηρεσιών, καθιστώντας πολύ πιο εύκολο να επιτευχθεί μια αποτελεσματική διευθέτηση. Εκείνες οι εταιρείες που θα κατέληγαν να πληρώσουν τα περισσότερα, μπορεί να την εκλάμβαναν ως άδικη, αλλά παρ’ όλα αυτά θα υπήρχε πάντα μια διευθέτηση.
Οι μεγαλύτεροι συνεισφέροντες θα μπορούσαν ακόμη και να διαφημίσουν αυτό το γεγονός, όπως οι μεγάλες εταιρείες κάνουν επιδεικτικές δωρεές σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, για να κερδίσουν την συμπάθεια της κοινής γνώμης.
Έτσι, βλέπουμε ότι η «ανομοιογένεια» μιας ρεαλιστικής αμυντικής βιομηχανίας μετριάζει τον αντίκτυπο των θετικών εξωτερικών επιδράσεων (spillover επιπτώσεις) των στρατιωτικών δαπανών. Επειδή μερικές κρίσιμες βιομηχανίες θα πληρώνουν για ένα βασικό επίπεδο άμυνας ανεξαρτήτως των εισφορών από τους άλλους, η μόνη πιθανή βλάβη της λαθρεπιβίβασης θα ήταν ένα «άδικο» βάρος που θα επωμίζονται ορισμένες εταιρείες. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι καν προφανές ότι θα υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη λαθρεπιβίβαση. Οπως θα υποστηρίξουμε τώρα, οι αμυντικές υπηρεσίες μπορούν σε τελική ανάλυση να περιοριστούν, σε μεγάλο βαθμό, στους πελάτες που πληρώνουν.
Στην ανάλυση που προηγήθηκε, αντιμετωπίσαμε μια ξένη εισβολή ως μια υπόθεση «όλα ή τίποτα». Το γειτονικό Κράτος είτε θα κατακτούσε σύντομα την αναρχική κοινωνία, είτε ουσιαστικά θα αποτρεπόταν από το να επιτεθεί. Στην πραγματικότητα, οι πόλεμοι μπορούν να παραμείνουν σε αδιέξοδο για πολλά χρόνια. Κατά τη διάρκεια τέτοιων παρατεταμένων μαχών, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα ήταν σίγουρα σε θέση να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις έτσι ώστε να περιορίσουν την δωρεάν προστασία για τους μη πελάτες.
Το πιο προφανές παράδειγμα είναι ότι οι ναυτικές συνοδείες θα προστάτευαν μόνο τις νηοπομπές πελατών που πληρώνουν. Όλες οι άλλες αποστολές θα ήταν στο έλεος των ξένων στόλων. Η αντιαεροπορική και η αντιπυραυλική άμυνα θα προστάτευαν μόνο εκείνες τις περιοχές στις οποίες θα κατείχαν ακίνητα οι πελάτες τους. Και φυσικά, οι ιδιοκτήτες ακινήτων στα σύνορα θα πλήρωναν πάντα για την προστασία τους, γιατί οι αμυντικές υπηρεσίες θα μπορούσαν να τραβήξουν τα τανκς και τα στρατεύματά τους πίσω, σε μια πιο αμυντική θέση.
Κρατικές vs ιδιωτικές στρατιωτικές δαπάνες
Οι παραπάνω συλλογισμοί δείχνουν ότι οι άνθρωποι που θα ζούσαν σε συνθήκες της αναρχίας της ελεύθερης αγοράς θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το πρόβλημα των «λαθρεπιβατών» και να συγκεντρώσουν επαρκή κεφάλαια για την υπεράσπισή τους. Ωστόσο, υπάρχει ένα συμμετρικό αντεπιχείρημα το οποίο συνήθως παραβλέπεται. Είναι αλήθεια ότι η καταναγκαστική φορολογία επιτρέπει στα κράτη να αποκτήσουν τεράστιους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς. Αυτό όμως το πλεονέκτημα υπερ-αντισταθμίζεται από την τάση των κρατών να σπαταλούν τους πόρους τους. Για οποιαδήποτε ουσιαστική σύγκριση μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών αμυντικών προϋπολογισμών, οι ιδιωτικοί θα πρέπει να θεωρηθούν πολλαπλάσιοι, δεδομένου ότι οι ιδιωτικές υπηρεσίες μπορούν να αγοράσουν ισοδύναμο στρατιωτικό υλικό για ένα μόνο κλάσμα του κόστους που πληρώνουν τα κράτη.
Όλοι γνωρίζουν ότι τα κράτη είναι σπάταλα με τα χρήματα που διαχειρίζονται, και ότι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί είναι πάντα ένα τεράστιο μέρος των συνολικών κρατικών δαπανών. Δεδομένου ότι οι δραστηριότητές τους διεξάγονται συχνά σε ξένα εδάφη και τυλίγονται από μυστικότητα, ένας κρατικός στρατός μπορεί να ξοδέψει την χρηματοδότησή του χωρίς ουσιαστικά καμία λογοδοσία. Οι φορολογούμενοι σοκαρίστηκαν όταν ένας έλεγχος αποκάλυψε ότι το Πεντάγωνο των ΗΠΑ είχε ξοδέψει 600 δολάρια ανά κάθισμα τουαλέτας. Αυτό που λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν είναι ότι αυτό το παράδειγμα είναι ο κανόνας.
Λόγω του μονοπωλίου του κράτους, κανείς δεν έχει ιδέα για το πόσο «θα έπρεπε» να κοστίζει ένα αεροσκάφος F-14 Tomcat, και έτσι το κόστος του στα 38 εκατομμύρια δολάρια δεν σοκάρει κανέναν.
Αυτό το τελευταίο σημείο είναι σημαντικό, γι' αυτό θέλω να τονίσω ότι προκαλείται από την ίδια τη φύση του κράτους, κι όχι απλώς από τις συμπτώσεις της ιστορίας. Εφόσον ένα κράτος αντλεί τα κεφάλαιά του μέσω της φορολόγησης, τότε πρέπει να δικαιολογήσει αυτήν την κλοπή ξοδεύοντας τα κεφάλαια για «το δημόσιο συμφέρον». Αν εξαιρέσουμε τα πλέον δεσποτικά καθεστώτα, οι κυβερνώντες δεν μπορούν απλά να τσεπώσουν τα χρήματα (σ.σ. χωρίς να πραγματοποιήσουν δαπάνες). Κατά συνέπεια, ούτε ένας αξιωματούχος σε ολόκληρο το κράτος δεν έχει κανένα προσωπικό κίνητρο για τον εντοπισμό και την εξάλειψη της σπατάλης των κρατικών δαπανών.
Στην αναρχία της αγοράς, από την άλλη πλευρά, οι αμυντικές υπηρεσίες θα πωλούνται στην ελεύθερη αγορά. Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών και η συνείδηση του κόστους μεταξύ των αγοραστών θα κρατούσε τις τιμές στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα.
[ Για περισσότερα παρόμοια άρθρα, επιλέξτε την ετικέτα «Αναρχοκαπιταλισμός» στο πάνω μέρος της αρχικής σελίδας του X-Press ]
Ο Robert P. Murphy είναι Ανώτερος Συνεργάτης του Mises Institute. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων: Contra Krugman: Smashing the Errors of America's Most Famous Keynesian, Θεωρία του Χάους, Μαθήματα για τον Νέο Οικονομολόγο, Επιλογή: Συνεργασία, Επιχειρήσεις και Ανθρώπινη Δράση και The Politically Incorrect Guide to Capitalism, Κατανοώντας το Bitcoin (με τον Silas Barta), μεταξύ άλλων. Είναι επίσης οικοδεσπότης του The Bob Murphy Show.