Hans H. Hoppe: Γιατί οι σύγχρονοι συντηρητικοί πρέπει να ξαναγίνουν αντικρατιστές
Μετά τον πόλεμο, από ένα αντι-εξισωτικό, αριστοκρατικό, αντι-κρατιστικό ιδεολογικό ρεύμα, ο συντηρητισμός μετατράπηκε σε ένα κίνημα πολιτισμικά συντηρητικών κρατιστών: η δεξιά πτέρυγα των σοσιαλιστών.
Άρθρο του Hans-Hermann Hoppe, που δημοσιεύτηκε στις 24/3/2005 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 14'.
Ο σύγχρονος συντηρητισμός, στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, είναι συγκεχυμένος και παραμορφωμένος. Υπό την επίδραση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και με τον μετασχηματισμό των ΗΠΑ και της Ευρώπης σε μαζικές δημοκρατίες μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο, ο συντηρητισμός μετατράπηκε από μια αντι-εξισωτική, αριστοκρατική, αντι-κρατιστική ιδεολογική δύναμη, σε ένα κίνημα πολιτισμικά συντηρητικών κρατιστών: η δεξιά πτέρυγα των σοσιαλιστών και των σοσιαλδημοκρατών.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι αυτοαποκαλούμενοι συντηρητικοί ανησυχούν, όπως θα έπρεπε, για τη φθορά της οικογένειας, τα διαζύγια, τα εκτός γάμου παιδιά, την έλλειψη σεβασμού, την πολυπολιτισμικότητα, την κοινωνική διάλυση, τη σεξουαλική ελευθεριότητα και την εγκληματικότητα. Όλα αυτά τα φαινόμενα τα θεωρούν ανωμαλίες και αποκλίσεις από τη φυσική τάξη, ή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κανονικότητα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι σύγχρονοι συντηρητικοί (τουλάχιστον οι περισσότεροι εκπρόσωποι του συντηρητικού κατεστημένου) είτε δεν αναγνωρίζουν ότι ο στόχος τους για αποκατάσταση της κανονικότητας απαιτεί τις πιο δραστικές, ακόμη και επαναστατικές, αντι-κρατικές κοινωνικές αλλαγές, ή (αν το γνωρίζουν αυτό) συμπράττουν στην προδοσία της πολιτισμικής ατζέντας του συντηρητισμού από μέσα, προκειμένου να προωθήσουν μια εντελώς διαφορετική ατζέντα.
Το ότι αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τους λεγόμενους νεοσυντηρητικούς δεν απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσες εδώ. Πράγματι, όσον αφορά τους ηγέτες τους, υποψιάζεται κανείς ότι οι περισσότεροι είναι του δεύτερου είδους. Δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τα πολιτισμικά ζητήματα, αλλά αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να παίξουν το χαρτί του πολιτισμικού συντηρητισμού, για να μην χάσουν την εξουσία και για να προωθήσουν τον εντελώς διαφορετικό στόχο τους για μια παγκόσμια σοσιαλδημοκρατία. [1] Ο θεμελιωδώς κρατικός χαρακτήρας του αμερικανικού νεοσυντηρητισμού συνοψίζεται καλύτερα από μια δήλωση ενός από τους κορυφαίους πνευματικούς υποστηρικτές του, ονόματι Irving Kristol:
«Η βασική αρχή πίσω από ένα συντηρητικό κράτος πρόνοιας πρέπει να είναι απλή: όπου είναι δυνατόν, πρέπει να επιτρέπεται στους ανθρώπους να διατηρούν τα δικά τους χρήματα - αντί να τα μεταβιβάζουν (μέσω φόρων στο κράτος) - με την προϋπόθεση ότι προορίζονται για συγκεκριμένες χρήσεις ».
[Two Cheers for Capitalism, New York: Basic Books, 1978, p. 119].
Αυτή η άποψη είναι ουσιαστικά πανομοιότυπη με εκείνη που υποστηρίζουν οι σύγχρονοι, μετα-μαρξιστές Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες. Έτσι, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), για παράδειγμα, στο Πρόγραμμα Godesberg του 1959, υιοθέτησε ως βασικό σύνθημά του το «όσο το δυνατόν περισσότερη αγορά, όσο κράτος είναι απαραίτητο».
Ένας δεύτερος, κάπως παλαιότερος, αλλά στις μέρες μας σχεδόν αδιαφοροποίητος κλάδος του σύγχρονου αμερικανικού συντηρητισμού αντιπροσωπεύεται από τον νέο (μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) συντηρητισμό που ξεκίνησε και προωθήθηκε, με τη βοήθεια της CIA, από τον William Buckley και την National Review του. Ενώ ο παλιός (προ του Β ’Παγκοσμίου Πολέμου) αμερικανικός συντηρητισμός χαρακτηριζόταν από αποφασιστικά αντι-επεμβατικές αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική, το σήμα κατατεθέν του νέου συντηρητισμού του Buckley ήταν ο φανατικός μιλιταρισμός και η παρεμβατική εξωτερική του πολιτική.
Σε ένα άρθρο του, το «A Young Republic's View», που δημοσιεύτηκε στο Commonweal στις 25 Ιανουαρίου 1952, τρία χρόνια πριν από το ξεκίνημα της Εθνικής Επιθεώρησής του , ο Buckley συνοψίζει αυτό που θα γινόταν το νέο συντηρητικό credo: Λαμβάνοντας υπόψη την απειλή που θέτει η Σοβιετική Ένωση, «εμείς [οι νέοι συντηρητικοί] πρέπει να αποδεχτούμε το Μεγάλο Κράτος καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής - διότι ούτε ένας επιθετικός πόλεμος, ούτε ένας αμυντικός πόλεμος μπορεί να διεξαχθεί ... παρ’ εκτός μέσα από μια ολοκληρωτική γραφειοκρατία εντός των συνόρων μας».
Οι συντηρητικοί, έγραψε ο Buckley, ήταν υποχρεωμένοι από το καθήκον τους να προωθήσουν «τους εκτεταμένους και παραγωγικούς φορολογικούς νόμους που απαιτούνται για να υποστηρίξουν μια ισχυρή αντικομμουνιστική εξωτερική πολιτική», καθώς και τις «μεγάλες στρατιωτικές και αεροπορικές δυνάμεις, την ατομική ενέργεια, την κατασκοπία, τα διοικητικά συμβούλια διαχείρισης του πολέμου, και τη διαρκή συγκέντρωση της εξουσίας στην Ουάσινγκτον ».
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ουσιαστικά τίποτα σε αυτή τη φιλοσοφία δεν έχει αλλάξει. Σήμερα, η συνέχιση και η διατήρηση του αμερικανικού κράτους πολέμου-και-πρόνοιας (warfare-walfare state) απλώς δικαιολογείται και προωθείται από τους νέους συντηρητικούς και τους νεοσυντηρητικούς, με επίκληση σε άλλους ξένους εχθρούς και κινδύνους: η Κίνα, ο ισλαμιστικός φονταμενταλισμός, ο Σαντάμ Χουσεΐν, τα «κράτη τρομοκράτες» και η απειλή της «παγκόσμιας τρομοκρατίας».
Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί συντηρητικοί ανησυχούν πραγματικά για τη διάλυση ή τη δυσλειτουργία της οικογένειας και την πολιτιστική παρακμή. Σκέφτομαι εδώ ιδιαίτερα τον συντηρητισμό που εκπροσωπεί ο Πάτρικ Μπιουκάναν και το κίνημά του. Ο συντηρητισμός του Buchanan δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο διαφορετικός από αυτόν του συντηρητικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος, όσο αυτός και οι οπαδοί του φαντάζονται. Κατά μία κρίσιμη άποψη, το σχήμα του δικού τους συντηρητισμού συμφωνεί απόλυτα με εκείνο του συντηρητικού κατεστημένου: και οι δύο είναι κρατικιστικοί. Διαφέρουν σχετικά με το τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να αποκατασταθεί η κανονικότητα στις ΗΠΑ, αλλά συμφωνούν στο ότι πρέπει να γίνει από το κράτος. Σε κανέναν από τα δύο συντηρητισμούς δεν υπάρχει ίχνος αντι-κρατικιστικών αρχών.
Επιτρέψτε μου να επεξηγήσω τι εννοώ παραθέτοντας τον Σάμιουελ Φράνσις, ο οποίος ήταν ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς και υπεύθυνους στρατηγικής του κινήματος του Buchanan. Αφού εκφράσει τη λύπη του για την «αντίθετη στη λευκή φυλή» και «αντιδυτική» προπαγάνδα, τον «μαχητικό αντικληρικαλισμό, τον καταναλωτικό εγωισμό, την οικονομική και πολιτική παγκοσμιοποίηση, την δημογραφική κατακρήμνιση, και τον ανεξέλεγκτο κρατικό συγκεντρωτισμό», αναπτύσει τα επιχειρήματά του βασιζόμενος σε μια νέα ανάγνωση του «America First», (πρώτα η Αμερική) το οποίο συνεπάγεται όχι μόνο την προτεραιότητα των εθνικών συμφερόντων έναντι των άλλων εθνών και των αφηρημένων όρων όπως η «παγκόσμια ηγεμονία», η «παγκόσμια αρμονία» και η «Νέα Παγκόσμια Τάξη», αλλά και την προτεραιότητα του έθνους έναντι της ικανοποίησης των ατομικών και των υπο-εθνικών συμφερόντων».
Πώς προτείνει να διορθωθεί το πρόβλημα του ηθικού εκφυλισμού και της πολιτισμικής παρακμής; Δεν υπάρχει η παραδοχή ότι η φυσική τάξη στην εκπαίδευση σημαίνει ότι το κράτος δεν έχει καμία δουλειά με αυτήν. Η εκπαίδευση είναι στην πραγματικότητα ένα εντελώς οικογενειακό θέμα, και πρέπει να προσφέρεται στη βάση εθελούσιας συνεργασίας, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.
Επιπλέον, δεν υπάρχει η παραδοχή ότι ο ηθικός εκφυλισμός και η πολιτιστική παρακμή έχουν βαθύτερες αιτίες, και ότι δεν μπορούν να θεραπευτούν απλά με αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών που επιβάλλει το κράτος, ή με προτροπές και διακηρύξεις. Αντίθετα, ο Francis προτείνει ότι η πολιτιστική ανατροπή -η αποκατάσταση της κανονικότητας- μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κάποια θεμελιώδη αλλαγή στη δομή του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Πράγματι, ο Buchanan και οι ιδεολόγοι του υπερασπίζονται ρητά τους τρεις βασικούς θεσμούς του κράτους πρόνοιας: την κοινωνική ασφάλιση, την υγειονομική περίθαλψη και την επιδότηση της ανεργίας. Θέλουν μάλιστα να διευρύνουν τις «κοινωνικές» ευθύνες του κράτους αναθέτοντάς του το καθήκον της «προστασίας», μέσω εθνικών περιορισμών στις εισαγωγές και εξαγωγές, των αμερικανικών θέσεων εργασίας, ειδικά σε βιομηχανίες εθνικού ενδιαφέροντος, και την «προστασία των μισθών των Αμερικανών εργαζομένων από αλλοδαπούς εργάτες που αναγκάζονται να δουλέψουν για ένα δολάριο την ώρα ή και λιγότερο.»
Μάλιστα, οι σύντροφοι του Buchanan παραδέχονται αβίαστα ότι είναι κρατιστές. Απεχθάνονται και χλευάζουν τον καπιταλισμό, το λεσε-φερ, τις ελεύθερες αγορές και το εμπόριο, τον πλούτο, τις ελίτ και την αριστοκρατία, και υποστηρίζουν έναν νέο λαϊκιστικό - στην ουσία προλεταριακό – συντηρητισμό, που συνδυάζει τον κοινωνικό και πολιτισμικό συντηρητισμό με την σοσιαλιστική οικονομία. Έτσι, συνεχίζει ο Francis,
«ενώ η Αριστερά μπορούσε να κερδίσει τους μέσους Αμερικανούς μέσω των οικονομικών της μέτρων, τους έχασε εξαιτίας του κοινωνικού και πολιτισμικού ριζοσπαστισμού της, και ενώ η Δεξιά θα μπορούσε να προσελκύσει τους μέσους Αμερικανούς προσφεύγοντας στον νόμο και την τάξη και υπερασπίζοντας την σεξουαλική κανονικότητα, τα συμβατικά ήθη και της θρησκεία, τους παραδοσιακούς κοινωνικούς θεσμούς και την επίκληση του εθνικισμού και του πατριωτισμού, έχασε τους μέσους Αμερικανούς όταν επανέλαβε τις παλιές μπουρζουάδικες οικονομικές της φόρμουλες.»
Ως εκ τούτου, ήταν απαραίτητο να συνδυαστούν οι οικονομικές πολιτικές της αριστεράς με τον εθνικισμό και τον πολιτισμικό συντηρητισμό της δεξιάς, για να δημιουργηθεί «μια νέα ταυτότητα που συνθέτει τόσο τα οικονομικά συμφέροντα όσο και τις πολιτισμικές-εθνικές πεποιθήσεις της προλεταριοποιημένης μεσαίας τάξης σε μια ξεχωριστή και ενιαία πολιτική κίνηση.» [ 2] Για ευνόητους λόγους, αυτό το δόγμα δεν κατονομάζεται , αλλά υπάρχει ένας όρος για αυτό το είδος συντηρητισμού: Ονομάζεται σοσιαλιστικός εθνικισμός, ή εθνικο-σοσιαλισμός.
(Όσο για τους περισσότερους ηγέτες της λεγόμενης Χριστιανικής Δεξιάς και της «ηθικής πλειοψηφίας», απλώς επιθυμούν την αντικατάσταση της τρέχουσας, αριστερής-ψευτοφιλελεύθερης ελίτ που είναι υπεύθυνη για την εθνική εκπαίδευση από μια άλλη, δηλαδή από τους ίδιους. «Από τον Burke και μετά», ο Robert Nisbet επικρίνει αυτήν τη στάση, «υπήρχε μια συντηρητική επίγνωση και μια κοινωνιολογική αρχή από τον Auguste Comte, ότι ο πιο σίγουρος τρόπος αποδυνάμωσης της οικογένειας ή οποιασδήποτε ζωτικής κοινωνικής ομάδας είναι να αναλάβει το κράτος και στη συνέχεια να μονοπωλήσει, τις ιστορικές λειτουργίες της οικογένειας.» Αντίθετα, μεγάλο μέρος της σύγχρονης Αμερικανικής Δεξιάς «ενδιαφέρεται λιγότερο για την αποδυνάμωση της κρατικής εξουσίας, και περισσότερο για το να θέσει την μέγιστη κρατική εξουσία στα χέρια εκείνων που μπορεί να εμπιστευτεί. Είναι ο έλεγχος της εξουσίας , όχι μείωση της ισχύος, η υψηλότερη προτεραιότητα.»)
Δεν θα ασχοληθώ εδώ με το ερώτημα αν ο συντηρητισμός του Buchanan έχει ή όχι μαζική απήχηση, και εάν η διάγνωσή του για την αμερικανική πολιτική είναι κοινωνιολογικά σωστή ή όχι. Αμφιβάλλω αν συμβαίνει αυτό, και σίγουρα η μοίρα του κατά τις προεδρικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών του 1995 και του 2000 δεν υποδηλώνει κάτι άλλο. Αντιθέτως, θέλω να εξετάσω τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα: Υποθέτοντας ότι έχει μια τέτοια απήχηση, δηλαδή, υποθέτοντας ότι ο πολιτισμικός συντηρητισμός και η σοσιαλιστική οικονομία μπορούν να συνυπάρξουν από ψυχολογική άποψη (δηλαδή ότι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν και τις δύο αυτές απόψεις ταυτόχρονα χωρίς κάποια γνωστική ασυμφωνία), μπορούν επίσης να συνδυαστούν αποτελεσματικά και στην πράξη (οικονομικά και πραξεολογικά); Είναι δυνατόν να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο του οικονομικού σοσιαλισμού (κοινωνική ασφάλιση κ.λπ) και να επιτευχθεί παράλληλα ο στόχος της αποκατάστασης της πολιτισμικής ομαλότητας (παραδοσιακές οικογένειες και φυσιολογικοί κανόνες συμπεριφοράς) ;
Ο Buchanan και οι θεωρητικοί του δεν αισθάνονται την ανάγκη να θέσουν αυτό το ερώτημα, επειδή πιστεύουν ότι η πολιτική είναι μόνο θέμα βούλησης και δύναμης. Δεν πιστεύουν σε πράγματα όπως οι οικονομικοί νόμοι. Εάν οι άνθρωποι θέλουν κάτι αρκετά και τους δοθεί η δύναμη να εφαρμόσουν τη θέλησή τους, όλα μπορούν να επιτευχθούν. Ο «νεκρός Αυστριακός οικονομολόγος» Ludwig von Mises, στον οποίο ο Buchanan αναφέρθηκε περιφρονητικά στις προεκλογικές του εκστρατείες, χαρακτήριζε αυτή την πεποίθηση ως «ιστορικότητα», την πνευματική στάση των Γερμανών Kathedersozialisten , των από καθέδρας σοσιαλιστών ακαδημαϊκών, οι οποίοι δικαιολογούσαν κάθε κρατικό μέτρο χωρίς εξαίρεση.
Αλλά η περιφρόνηση εκ μέρους των ιστορικιστών και η άγνοια των οικονομικών δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι υπάρχουν αδυσώπητοι οικονομικοί νόμοι. Δεν μπορείτε να έχετε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, για παράδειγμα. Ή, αυτό που καταναλώνετε τώρα δεν μπορεί να καταναλωθεί ξανά στο μέλλον. Ή, η παραγωγή περισσότερων από ένα αγαθό απαιτεί την παραγωγή λιγότερων άλλων αγαθών. Κανένας ευσεβής πόθος δεν μπορεί να κάνει τους νόμους αυτούς να εκλείψουν. Το να πιστεύει κανείς το αντίθετο μπορεί μόνο να οδηγήσει σε αποτυχία στον πραγματικό κόσμο. «Στην πραγματικότητα», σημείωσε ο Μίζες, «η οικονομική ιστορία είναι ένα μακρό ιστορικό κυβερνητικών πολιτικών που απέτυχαν, επειδή σχεδιάστηκαν με μια αψήφιστη αδιαφορία προς τους οικονομικούς νόμους». [3]
Υπό το πρίσμα των στοιχειωδών και αμετάβλητων οικονομικών νόμων, το πρόγραμμα του σοσιαλιστικού εθνικισμού του κινήματος Buchanan είναι ένα ακόμη παράτολμο αλλά ανέφικτο όνειρο. Κανένας ευσεβής πόθος δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η διατήρηση των βασικών θεσμών του παρόντος κράτους πρόνοιας και η επιθυμία για επιστροφή στην παραδοσιακή οικογένεια, τα παραδοσιακά πρότυπα, τη συμπεριφορά και τον πολιτισμό είναι ασύμβατοι στόχοι. Μπορείτε να έχετε το ένα - σοσιαλισμό (κρατική πρόνοια) - ή το άλλο - παραδοσιακά ήθη - αλλά δεν μπορείτε να έχετε και τα δύο, γιατί τα σοσιαλιστικά εθνικιστικά οικονομικά, ο πυλώνας του τρέχοντος συστήματος κοινωνικής πρόνοιας που ο Buchanan θέλει να αφήσει ανέγγιχτο, είναι η ίδια η αιτία της πολιτιστικής και κοινωνικής ανωμαλίας.
Για να διευκρινιστεί αυτό το σημείο, είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε έναν από τους πιο θεμελιώδεις νόμους της οικονομίας που λέει ότι κάθε υποχρεωτική ανακατανομή του πλούτου ή του εισοδήματος, ανεξάρτητα από τα κριτήρια στα οποία βασίζεται, συνεπάγεται το να αφαιρεθεί κάτι από κάποιους - τους έχοντες - και να δοθεί σε άλλους- στους μη έχοντες. Κατά συνέπεια, το κίνητρο για να γίνει κανείς «έχων» μειώνεται, και το κίνητρο για να παραμείνει κανείς «μη-έχων» αυξάνεται. Αυτό που έχει ο έχων είναι χαρακτηριστικά κάτι που θεωρείται «καλό» και αυτό που δεν έχει ο μη-έχων είναι κάτι «κακό», ή μια ανεπάρκεια. Πράγματι, αυτή είναι ακριβώς η ιδέα που βρίσκεται πίσω από κάθε αναδιανομή: ορισμένοι έχουν πάρα πολλά καλά πράγματα, και άλλοι όχι αρκετά. Το αποτέλεσμα κάθε αναδιανομής είναι ότι θα παράγει έτσι λιγότερο καλά/αγαθά και όλο και περισσότερα κακά/ζημίες, λιγότερη τελειοποίηση και περισσότερη ανεπάρκεια. Επιδοτώντας με φορολογικούς πόρους (με πόρους που έχουν αποσπαστεί από άλλους) ανθρώπους που είναι φτωχοί, θα δημιουργηθεί περισσότερη φτώχεια (ζημία). Επιδοτώντας τους ανθρώπους επειδή είναι άνεργοι, θα δημιουργηθεί περισσότερη ανεργία (ζημία). Με την επιδότηση των άγαμων μητέρων, θα υπάρξουν περισσότερες άγαμες μητέρες και περισσότερες εκτός γάμου γεννήσεις (ζημίες) κ.λπ.
Προφανώς, αυτή η βασική γνώση ισχύει για ολόκληρο το σύστημα της λεγόμενης κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμοστεί στη Δυτική Ευρώπη (από τη δεκαετία του 1880 και μετά) και στις ΗΠΑ (από τη δεκαετία του 1930): υποχρεωτική κρατική «ασφάλισης» έναντι του γήρατος, της ασθένειας, των εργατικών ατυχημάτων, της ανεργίας, της ανικανότητας για εργασία, κλπ. Σε συνδυασμό με το προγενέστερο υποχρεωτικό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, αυτοί οι θεσμοί και οι πρακτικές ισοδυναμούν με μια μαζική επίθεση στον θεσμό της οικογένειας και την προσωπική ευθύνη.
Απαλλάσσοντας τα άτομα από την υποχρέωση να εξασφαλίζουν για λογαριασμό τους εισόδημα, υγεία, ασφάλιση γήρατος και εκπαίδευση των παιδιών τους, μειώνεται το εύρος και ο χρονικός ορίζοντας της ιδιωτικής εξασφάλισής τους, και μειώνεται η αξία του γάμου, της οικογένειας, των παιδιών και των συγγενικών σχέσεων. Αυτό προάγει την ανευθυνότητα, την κοντόφθαλμη οπτική, την αμέλεια, την ασθένεια, ακόμη και τον καταστροφισμό (ζημίες), ενώ τιμωρείται η ευθύνη, η προνοητικότητα, η εργατικότητα, η υγεία και ο συντηρητισμός (αγαθά).
Ειδικά το υποχρεωτικό σύστημα ασφάλισης γήρατος, με το οποίο οι συνταξιούχοι (οι ηλικιωμένοι) επιχορηγούνται από φόρους που επιβάλλονται στους σημερινούς εργαζόμενους (τους νέους), έχει αποδυναμώσει συστηματικά τον φυσικό διαγενεακό δεσμό μεταξύ γονέων, παππούδων και παιδιών. Οι ηλικιωμένοι δεν χρειάζεται πλέον να βασίζονται στη βοήθεια των παιδιών τους εάν δεν έχουν προνοήσει για το δικό τους γήρας. Και οι νέοι (με κατά κανόνα λιγότερο συσσωρευμένο πλούτο) πρέπει να στηρίξουν τους γηραιότερους (με κατά κανόνα περισσότερο συσσωρευμένο πλούτο) και όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει συνήθως στις οικογένειες.
Κατά συνέπεια, όχι μόνο οι άνθρωποι θέλουν να έχουν λιγότερα παιδιά - και πράγματι, τα ποσοστά γεννήσεων έχουν μειωθεί στο μισό από την έναρξη των σύγχρονων πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης (πρόνοιας) - αλλά και ο σεβασμός που παραδοσιακά αποδίδουν οι νέοι στους μεγαλύτερους, μειώνεται και όλοι οι δείκτες της διάλυσης και της δυσλειτουργίας της οικογένειας, όπως τα ποσοστά διαζυγίων, παιδιών εκτός γάμου, κακοποίησης παιδιών, κακοποίησης γονέων, κακοποίησης συζύγων, μονογονεϊκών οικογενειών, αγαμίας, εναλλακτικών τρόπων ζωής και αμβλώσεων, έχουν αυξηθεί.
Επιπλέον, με την κοινωνικοποίηση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης μέσω θεσμών όπως το Medicaid και το Medicare και τη ρύθμιση του ασφαλιστικού κλάδου (περιορίζοντας το δικαίωμα άρνησης ενός ασφαλιστή: το να μπορεί να αποκλείει οποιονδήποτε ατομικό κίνδυνο ως μη ασφαλίσιμο, και να ασκεί μια ανεμπόδιστη διάκριση μεταξύ των εν δυνάμει πελατών του, σύμφωνα με τις αναλογιστικές μεθόδους, και μεταξύ συνόλων διαφορετικού κινδύνου) έχει τεθεί σε κίνηση ένας τερατώδης μηχανισμός ανακατανομής πλούτου και εισοδήματος, σε βάρος των υπεύθυνων ατόμων και των ομάδων χαμηλού κινδύνου, υπέρ των ανεύθυνων ατόμων και των ομάδων υψηλού κινδύνου. Οι επιδοτήσεις ασθενείας και αναπηρίας γεννούν ασθένειες και αναπηρίες, και αποδυναμώνουν την επιθυμία να εργαστεί κανείς για τα προς το ζην και να διάγει μια υγιή ζωή. Δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι καλύτερο από το να αναφέρει για άλλη μια φορά τον «νεκρό Αυστριακό οικονομολόγο» Λούντβιχ φον Μίζες:
«το να είναι κάποιος άρρωστος δεν είναι ένα φαινόμενο ανεξάρτητο από τη συνειδητή βούληση. Η αποτελεσματικότητα ενός ανθρώπου δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της φυσικής του κατάστασης. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μυαλό και τη θέλησή του. Η καταστροφική πτυχή της ασφάλισης υγείας και εργατικών ατυχημάτων έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι τέτοιου είδους θεσμοί προάγουν τα ατυχήματα και τις ασθένειες, εμποδίζουν την ανάρρωση και πολύ συχνά δημιουργούν, ή εν πάσει περιπτώσει εντείνουν και επιμηκύνουν, τις λειτουργικές διαταραχές που ακολουθούν την ασθένεια ή το ατύχημα. Το να νιώθει κανείς υγιής είναι αρκετά διαφορετικό από το να είναι υγιής με την ιατρική έννοια. Με την αποδυνάμωση ή την πλήρη καταστροφή της θέλησης για να είναι κανείς καλά και ικανός για εργασία, η κοινωνική ασφάλιση δημιουργεί ασθένειες και ανικανότητα για εργασία, προάγει τη συνήθεια να παραπονιέται κανείς - που είναι από μόνο του μια νεύρωση - καθώς και νευρώσεις άλλου είδους. Ως κοινωνικός θεσμός, αρρωσταίνει έναν λαό σωματικά και ψυχικά, ή τουλάχιστον συντείνει στον πολλαπλασιασμό, την επιμήκυνση και την εντατικοποίηση των ασθενειών. Η κοινωνική ασφάλιση κατέστησε έτσι τη νεύρωση των ασφαλισμένων μια επικίνδυνη δημόσια ασθένεια. Εάν ο θεσμός επεκταθεί και αναπτυχθεί, η ασθένεια θα εξαπλωθεί. Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να βοηθήσει. Δεν μπορούμε να αποδυναμώσουμε ή να καταστρέψουμε τη θέληση για υγεία δίχως να προκαλέσουμε ασθένεια.[4]
Δεν θα ήθελα να εξηγήσω εδώ την οικονομική ανοησία της ακόμη πιο κρατικοπαρεμβατικής άποψης του Buchanan και των θεωρητικών του για τις οικονομικά προστατευτικές πολιτικές (για την προστασία των αμερικανικών μισθών). Αν είχαν δίκιο, το επιχείρημά τους υπέρ του οικονομικού προστατευτισμού θα ισοδυναμούσε με την ενοχοποίηση κάθε συναλλαγής και με την υπεράσπιση της θεωρίας ότι κάθε οικογένεια θα ήταν σε καλύτερη θέση αν δεν είχε συναλλαγές με κανέναν άλλο. Σίγουρα, σε αυτή την περίπτωση κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να χάσει τη δουλειά του, και η ανεργία λόγω «αθέμιτου» ανταγωνισμού θα μειωνόταν στο μηδέν.
Ωστόσο, μια τέτοια κοινωνία πλήρους απασχόλησης δεν θα ήταν ευημερούσα και ισχυρή, αλλά θα αποτελείτο από ανθρώπους (οικογένειες) που, παρά το γεγονός ότι θα εργάζονταν από το πρωί ως το βράδυ, θα ήταν καταδικασμένοι στη φτώχεια και την πείνα. Ο διεθνής προστατευτισμός του Buchanan, αν και λιγότερο καταστροφικός από μια πολιτική διαπροσωπικού ή δια-πολιτειακού προστατευτισμού, θα είχε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό δεν είναι συντηρητισμός (οι συντηρητικοί θέλουν οι οικογένειες να είναι ευημερούσες και ισχυρές). Αυτό είναι οικονομικός καταστροφισμός.
Εν πάσει περιπτώσει, αυτό που θα πρέπει να έχει γίνει σαφές πλέον, είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι το σύνολο, του ηθικού εκφυλισμού και της πολιτισμικής παρακμής - τα σημάδια του εκβαρβαρισμού - γύρω μας είναι τα αναπόφευκτα και αναπόδραστα αποτελέσματα του κράτους πρόνοιας και των βασικών θεσμών του. Οι κλασικοί, παλαιού τύπου συντηρητικοί το γνώριζαν αυτό και αντιτάσσονταν σθεναρά στη δημόσια εκπαίδευση και την κρατική ασφάλιση. Γνώριζαν ότι τα κράτη παντού σκόπευαν να διαλύσουν και τελικά να καταστρέψουν τις οικογένειες και τους θεσμούς, τις διαστρωματώσεις και τις ιεραρχίες της εξουσίας, που είναι το φυσικό αποτέλεσμα των οικογενειοκεντρικών κοινοτήτων, προκειμένου να αυξήσουν και να ενισχύσουν τη δική τους εξουσία. Και ήξεραν ότι για να γίνει αυτό, τα κράτη θα έπρεπε να επωφεληθούν από τη φυσική εξέγερση των εφήβων (της νεολαίας) κατά της γονεϊκής εξουσίας.
Η κρατική εκπαίδευση και η κρατική ασφάλιση παρέχουν μια δίοδο στους εξεγερμένους νέους, ώστε να ξεφύγουν από τη γονεϊκή εξουσία (χωρίς να πληρώνουν το τίμημα για την συστηματικά κακή συμπεριφορά τους). Οι παλιοί συντηρητικοί γνώριζαν ότι αυτές οι πολιτικές θα απάλλασσαν το άτομο από την πειθαρχία που επιβάλλει η οικογενειακή και κοινοτική ζωή, για να το υποβάλουν στον άμεσο και ευθύ έλεγχο του κράτους.
Επιπλέον γνώριζαν, ή τουλάχιστον είχαν την αίσθηση, ότι αυτό θα οδηγούσε στην συστηματική νηπιοποίηση της κοινωνίας - μια οπισθοδρόμηση, συναισθηματικά και ψυχικά, από την ενηλικίωση στην εφηβεία ή την παιδική ηλικία.
Αντίθετα, ο λαϊκιστικός-προλεταριακός συντηρητισμός του Buchanan - ο σοσιαλιστικός εθνικισμός - επιδεικνύει μια πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Ο συνδυασμός του πολιτισμικού συντηρητισμού και του κρατισμού του κράτους πρόνοιας είναι ανέφικτος, και ως εκ τούτου, μια οικονομική ανοησία. Η κοινωνική ασφάλιση -η κοινωνική ασφάλιση με οποιονδήποτε τρόπο, σχήμα ή μορφή- γεννά ηθική και πολιτιστική παρακμή και εκφυλισμό. Έτσι, εάν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την ηθική φθορά της Αμερικής και θέλει να αποκαταστήσει την κανονικότητα στην κοινωνία και τον πολιτισμό, πρέπει να αντιταχθεί σε όλες τις πτυχές του σύγχρονου κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Η επιστροφή στην κανονικότητα απαιτεί τουλάχιστον την πλήρη εξάλειψη του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: την ασφάλιση ανεργίας, την κοινωνική ασφάλιση, την υγειονομική ασφάλιση Medicare και Medicaid, την δημόσια εκπαίδευση κλπ. - και έτσι την σχεδόν πλήρη διάλυση και αποδόμηση του υφιστάμενου κρατικού μηχανισμού και της εξουσίας του κράτους. Αν κάποιος θέλει να αποκαταστήσει την κανονικότητα, οι κρατικοί πόροι και η κρατική εξουσία πρέπει να σμικρυνθούν, ή ακόμη και να πέσουν κάτω από τα επίπεδα του δέκατου ένατου αιώνα. Ως εκ τούτου, οι πραγματικοί συντηρητικοί πρέπει να είναι αυστηρά φιλελεύθεροι (αντι-κρατιστές). Ο συντηρητισμός του Buchanan είναι κίβδηλος: διακηρύσσει την επιστροφή στην παραδοσιακή ηθική, αλλά συγχρόνως υποστηρίζει τη διατήρηση των ίδιων ακριβώς θεσμών που είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή των παραδοσιακών ηθών.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι συντηρητικοί, λοιπόν, ιδιαίτερα τα χαϊδεμένα παιδιά των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δεν είναι συντηρητικοί αλλά σοσιαλιστές -είτε της διεθνιστικής παραλλαγής (οι νέοι και νεοσυντηρητικοί κρατιστές του κράτους πρόνοιας και της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας), είτε της εθνικιστικής παραλλαγής (οι λαϊκιστές του Buchanan). Οι γνήσιοι συντηρητικοί πρέπει να αντιταχθούν και στα δύο είδη. Προκειμένου να αποκατασταθούν οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί κανόνες, οι πραγματικοί συντηρητικοί μπορούν να είναι μόνο ριζοσπάστες φιλελεύθεροι και πρέπει να απαιτήσουν την κατεδάφιση - ως ηθική και οικονομική στρέβλωση - ολόκληρης της δομής του παρεμβατικού κράτους.
Δείτε επίσης:
——————————————————————
1 Σχετικά με τον σύγχρονο αμερικανικό συντηρητισμό βλέπε ιδίως τον Paul Gottfried, The Conservative Movement , αναθ. εκδ. (Νέα Υόρκη: Twayne Publishers, 1993) · George H. Nash, The Conservative Intellectual Movement in America (New York: Basic Books, 1976) Justin Raimondo, Reclaiming the American Right: The Lost Legacy of the Conservative Movement (Burlingame, Calif .: Center for Libertarian Studies, 1993); βλ. επίσης κεφ. 11
2 Samuel T. Francis, "From Household to Nation: The Middle American populism of Pat Buchanan," Chronicles (March 1996): 12-16; επίσης του ιδίου, Beautiful Losers: Essays on the Failure of American Conservatism (Columbia: University of Missouri Press, 1993) · idem, Revolution from the Middle (Raleigh, NC: Middle American Press, 1997).
3 Ludwig von Mises, Human Action: A Treatise on Economics, Scholar's Edition (Auburn, Ala .: Ludwig von Mises Institute, 1998), σελ. 67. "Οι πρίγκιπες και οι δημοκρατικές πλειοψηφίες", γράφει ο Μίζες, "είναι μεθυσμένοι από την εξουσία. Πρέπει απρόθυμα να παραδεχτούν ότι υπόκεινται στους νόμους της φύσης. Αλλά απορρίπτουν την ίδια την έννοια του οικονομικού δικαίου. Δεν είναι οι ανώτατοι νομοθέτες; Δεν έχουν τη δύναμη να συντρίψουν κάθε αντίπαλο; Κανένας πολέμαρχος δεν έχει την τάση να αναγνωρίσει άλλα όρια εκτός από αυτά που του επιβλήθηκαν από μια ανώτερη ένοπλη δύναμη. Οι δουλόφρονες αυλικοί είναι πάντα έτοιμοι να προωθήσουν αυτόν τον εφησυχασμό αναπτύσσοντας τα αντίστοιχα δόγματα. Αποκαλούν τα θολά τους τεκμήρια «ιστορικά οικονομικά».
4 Ludwig von Mises, Socialism: An Economic and Sociological Analysis (Indianapolis, md .: Liberty Fund, 1981), σελ. 43 1-32.
Ο Hans-Hermann Hoppe είναι οικονομολόγος της Αυστριακής Σχολής και φιλελεύθερος/αναρχοκαπιταλιστής φιλόσοφος. Είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος του The Property and Freedom Society.