Γιατί ο γνήσιος συντηρητισμός οδηγεί στον αναρχοκαπιταλισμό
Το κράτος είναι μια θεμελιωδώς αντι-συντηρητική εξουσία και για να διατηρηθούν τα επιθυμητά πράγματα στην κοινωνία, πρέπει να εξαφανιστεί. Εν ολίγοις, οι συντηρητικοί πρέπει να στραφούν στον αναρχισμό
Tου Alexander William Salter για το American Conservative. Χρόνος ανάγνωσης 6’
«Έχω μόνο ένα λυχνάρι που καθοδηγεί τα βήματά μου. Και αυτό είναι το λυχνάρι της πείρας. Δεν ξέρω κανέναν άλλο τρόπο να κρίνω το μέλλον, παρά μόνο από την πείρα του παρελθόντος». Αυτά είναι τα λόγια του Πάτρικ Χένρι, που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διάσημης ομιλίας του, γνωστής για τα έντονα τελευταία της λόγια «δώστε μου την ελευθερία ή δώστε μου τον θάνατο». Αν και ο Χένρι πιθανώς δεν το εννοούσε ως κοινωνικοπολιτικό αξίωμα, η αγγλοαμερικανική συντηρητική παράδοση το έχει υιοθετήσει ως τέτοιο. Οι συντηρητικοί δικαίως κοιτούν το παρελθόν για να διαμορφώσουν τις απόψεις τους για το μέλλον. Η αλλαγή στη βασική δομή των θεσμών της κοινωνίας είναι εγγενώς επικίνδυνη και πρέπει να καθοδηγείται από το «λυχνάρι της πείρας», ώστε η μεταρρύθμιση να μην χάσει τον δρόμο της.
Ωστόσο, η πείρα συσσωρεύεται όσο περνάει ο χρόνος. Οι προτεινόμενες αλλαγές στη δημόσια ζωή που φαίνονται ριζικές και επικίνδυνες σε μια εποχή, μπορούν να ενσαρκώνουν τη σοφία και τη φροντίδα σε μιαν άλλη. Ο εφαρμοσμένος συντηρητισμός δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συνεχής συνταγματική δεξιοτεχνία. Και σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος «σύνταγμα» δεν αναφέρεται σε οτιδήποτε καταρτίζεται επίσημα σε ένα έγγραφο, αλλά στις πραγματικές διαδικασίες και πρακτικές που αποτελούν τη δημόσια σφαίρα μιας κοινωνίας.
Με αυτό το πνεύμα, προτείνω μια θέση που φαίνεται αιρετική, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι δικαιώνεται από την ιστορική εμπειρία: το κράτος είναι μια θεμελιωδώς αντι-συντηρητική εξουσία και για να διατηρηθούν τα καλά, αληθινά και όμορφα πράγματα στην κοινωνία, πρέπει να εξαφανιστεί. Εν ολίγοις, υποστηρίζω ότι οι συντηρητικοί πρέπει να εξετάσουν σοβαρά τον αναρχισμό.
Αντιλαμβάνομαι ότι μια τέτοια θέση φαίνεται παράλογη, τουλάχιστον στην επιφάνεια της. Ο συντηρητισμός έχει από καιρό υποστηρίξει ότι η υπάρχουσα πολιτική τάξη αξίζει τον σεβασμό, ακριβώς επειδή είναι αποτέλεσμα της συνήθειας και της εμπειρίας. Οι μαζικές αλλαγές σε βασικούς κοινωνικούς θεσμούς δημιουργούν σχεδόν πάντα χάος. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να είναι και συντηρητικός και αναρχικός;
Αρχικά, ας αναλογιστούμε τη φύση του συντηρητισμού. Ο κύριος θεωρητικός του παραμένει ο Russel Kirk, ο ιδρυτής του μεταπολεμικού αμερικανικού συντηρητισμού. Μου αρέσει το εξής απόφθεγμα του Kirk: «Η στάση που ονομάζουμε συντηρητισμό υποστηρίζεται περισσότερο από ένα σύνολο συναισθημάτων, παρά από ένα σύστημα ιδεολογικών δογμάτων. Είναι αρκετά αληθές ότι ένας συντηρητικός μπορεί να οριστεί ως ένα άτομο που θεωρεί τον εαυτό του ως συντηρητικό. Το συντηρητικό κίνημα, ή το σύνολο των απόψεών του κινήματος αυτού, μπορεί να φιλοξενεί μια σημαντική ποικιλία απόψεων για πολλά θέματα, χωρίς να υπάρχουν λ.χ. τα Τριανταεννιά Άρθρα του Συντηρητικού Δόγματος».
Έτσι, ο συντηρητισμός είναι πραγματικά μια συνήθεια του νου ή ο προσανατολισμός του συναισθήματος. Είναι ένας τρόπος σκέψης για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη σχέση μεταξύ των δύο. Έχει πολλά περισσότερα να πει για το πώς αντιμετωπίζουμε αυτά τα θέματα από το τι λέμε για αυτά. Θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οποιαδήποτε θέση μπορεί να είναι συντηρητική αρκεί να θεωρητικοποιηθεί με τον «σωστό» τρόπο. Ωστόσο, παραμένει αλήθεια ότι ο συντηρητισμός είναι πρωτίστως ένας τροποποιητής, ένα επίθετο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φράση «συντηρητικός φιλελεύθερος» δεν χρειάζεται να είναι μια αντίφαση από άποψη όρων. Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους μεγαλύτερους στοχαστές της συντηρητικής παράδοσης - ο Άκτον, ο Τοκβίλ, ακόμη και ο ίδιος ο Μπερκ - ταιριάζουν καλύτερα σε αυτήν την κατηγορία.
Ας εξετάσουμε τώρα την αναρχία. Ο Kirk είχε να πει το εξής για τη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης: «Όταν κάθε άτομο ισχυρίζεται ότι έχει το αυτεξούσιο, τότε η κοινωνία καταλήγει στην αναρχία. Η αναρχία δεν διαρκεί ποτέ πολύ και είναι αφόρητη για όλους, σε αντίθεση με το αναπόφευκτο γεγονός ότι ορισμένα άτομα είναι πιο δυνατά και πιο έξυπνα από τους γύρω τους. Την αναρχία διαδέχεται η τυραννία ή η ολιγαρχία, στην οποία η εξουσία μονοπωλείται από πολύ λίγους». Έτσι η αναρχία ταυτίζεται με την ανομία. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι συντηρητικοί δεν μπορούν να ενστερνιστούν μια κοινωνική οργάνωση που αποκηρύσσει όλους τους θεσμούς της διακυβέρνησης. Τέτοιοι θεσμοί είναι απαραίτητοι και κατάλληλοι για να περιορίσουν τις πιο ευτελείς παρορμήσεις του ανθρώπου και να διοχετεύσουν τα δυνητικά καταστροφικά πάθη του προς το κοινό καλό.
Αλλά ποιοι θεσμοί; Υπάρχουν πολλοί τρόποι διακυβέρνησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι κοινωνίες δεν διοικούνταν από κράτη όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Η λέξη «κράτος», που σημαίνει ενιαίος οργανισμός που ενσωματώνει τον επίσημο μηχανισμό διακυβέρνησης, πιθανότατα προήλθε από τον Μακιαβέλι. Πριν από την ανάδυση του κράτους, που ξεκίνησε κατά την Αναγέννηση αλλά έφτασε στο αποκορύφωμά της με το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου στα μέσα του 17ου αιώνα, η Ευρώπη διοικείτο από πολλές αρχές, των οποίων η δικαιοδοσία ήταν αποσπασματική, αλληλοεπικαλυπτόμενη και ταυτόχρονη. Το πολυνομικό σύστημα του ύστερου Μεσαίωνα, στο οποίο η εξουσία των βασιλιάδων, των τοπικών ευγενών, των εμπορικών συντεχνιών, των ελεύθερων πόλεων και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ανταγωνίζονταν -και συχνά έλεγχαν τις καταχρήσεις- μεταξύ τους, είναι ένα σημαντικό παράδειγμα και θα όφειλε να προσελκύει το εύλογο ενδιαφέρον των συντηρητικών.
Επομένως, αναρχικός δεν είναι εκείνος που αντιτίθεται στον νόμο και την τάξη. Ούτε ένας αναρχικός είναι βίαιος επαναστάτης. Ένας αναρχικός αντιτίθεται στον συγκεκριμένο θεσμό που διεκδικεί το δικαίωμα να παρέχει αυτά τα σημαντικά κοινωνικά αγαθά: το κράτος. Και ένας συντηρητικός αναρχικός αντιτίθεται στο κράτος με το σκεπτικό ότι αυτό, από τη φύση του, είναι εχθρικό προς τα αγαθά και τις πρακτικές που είναι απαραίτητα όχι μόνο για τον νόμο και την τάξη, αλλά και για μια ακμάζουσα συνεργατική ζωή από την πλευρά των πολιτών του. Ο συντηρητικός αναρχισμός δεν είναι μια εξ ορισμού αντίφαση, αλλά μια αναγνώριση ότι οι συντηρητικοί στόχοι αποθαρρύνονται συστηματικά από τους σύγχρονους θεσμούς του επίσημου κράτους.
Δείτε σχετικά: Η αναρχία δεν είναι αυτό που σας λένε οι αριστεροί
Η θεμελίωση αυτού του ισχυρισμού απαιτεί να διερευνήσουμε τι καθιστά «κράτος» ένα κράτος. Πολλοί έχουν διαφωνήσει με τον διάσημο ορισμό του Max Weber, όμως κανένας δεν έχει προτείνει κάποιον καλύτερο: «Το κράτος είναι εκείνος ο οργανισμός που αξιώνει το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση του εξαναγκασμού σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική επικράτεια». Η πτυχή του μονοπωλίου είναι κρίσιμη. Ακριβώς επειδή το κράτος είναι κυρίαρχο, και de facto και de jure, όποιος καταλαμβάνει το κράτος είναι σε θέση να επηρεάζει όλους τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς και πρακτικές. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική επιβολή μπορεί να αναδιοργανώσει αμέσως την κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, σημαίνει την αναγνώριση ότι το κράτος, ευνοώντας νομικά ορισμένα συμφέροντα εντός της δικαιοδοσίας του ενώ θέτει σε δυσμένεια άλλα, «σημαδεύει την τράπουλα» έτσι ώστε, με την πάροδο του χρόνου, τα ευνοούμενα συμφέροντα να αποκτήσουν πλούτο, ισχύ και κύρος, ενώ τα ευρισκόμενα σε δυσμένεια συμφέροντα να τα απωλέσουν.
Ποια συμφέροντα θα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα στην κατάληψη του κράτους; Ειδικά στις δημοκρατικές κοινωνίες, οι πολιτικές συμμαχίες των οποίων ο στόχος είναι να εκκαθαρίσουν τις υπάρχουσες τάξεις πραγμάτων και να τοποθετήσουν νέες στη θέση τους, θα είναι πιο ικανές στο να αποκτήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία. Πρώτον, η εκκαθάριση των υφιστάμενων συστημάτων παρέχει πρόσβαση σε υλικό πλούτο που μπορεί να αναδιανεμηθεί στους υποστηρικτές του πολιτικού συνασπισμού. Ωστόσο, οι πηγές του πλούτου δεν χρειάζεται να είναι υλικές. Τα πολιτικά κινήματα που οργανώνονται για να υποβαθμίσουν το κύρος των υπαρχόντων πολιτισμικών θεσμών, όπως είναι οι παραδοσιακές θρησκείες, παρέχουν επίσης οφέλη στους υποστηρικτές αυτών των κινημάτων. Το κοινωνικό κύρος είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: εάν τα πολιτισμικά ήθη αλλάξουν, έτσι ώστε οι παραδοσιακοί να θεωρούνται ότι υποστηρίζουν έναν ξεπερασμένο τρόπο ζωής, ενώ οι ριζοσπαστικοί μεταρρυθμιστές να θεωρούνται ως υπέρμαχοι της δικαιοσύνης και της προόδου, τότε οι τελευταίοι θα έχουν αποκτήσει ένα όφελος από την νέα πολιτική αναδιοργάνωση, το οποίο σε πολλά πλαίσια θεωρείται πιο πολύτιμο από το σκέτο χρήμα.
Αυτό εξηγεί γιατί το κράτος βρίσκεται σχεδόν πάντα στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Ακριβώς λόγω του μονοπωλίου του στην εξουσία, αποτελεί το τέλειο εργαλείο για τους ριζοσπαστικούς μεταρρυθμιστές, που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ως μέσο για να προωθήσουν τις δράσεις της κοινωνικής μηχανικής τους. Όπως έχω υποστηρίξει σε άλλο κείμενο:
«Ιστορικά, δεν υπήρξε πιο ριζοσπαστικός …πρωτοπόρος και καταστροφέας ενδιάμεσων θεσμών από το κράτος. Από τα σχέδια οικοδόμησης κράτους της πρώιμης νεωτερικότητας, μέχρι τις απολυταρχικές περιόδους στην Αγγλία και την ηπειρωτική Ευρώπη, στις εθνικιστικές φιλοδοξίες στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα των αρχών του εικοστού, το κράτος ήταν χαρακτηριστικά εχθρικό προς τους πρωταρχικούς θεσμούς και τα παραδοσιακά ήθη, που αποτελούν ένα έθνος και που (θα έπρεπε να) είναι τα κατάλληλα αντικείμενα της πρωταρχικής του αφοσίωσης. […] Το κράτος, και η τεράστια ισχύς που είχε στη διάθεσή του, ήταν τελικά υπεύθυνο για την τρομερή κοινωνική ισοπέδωση που συνέβη με κάποια μορφή από τη Γαλλική Επανάσταση. Ήταν το κράτος που προσπάθησε, και συχνά πέτυχε, να διαγράψει οποιανδήποτε άλλη πηγή πίστης του ανθρώπου, καθιστώντας τον ένα απλό γρανάζι στην κοινωνική μηχανή, χωρίς καμία αξία ή αξιοπρέπεια, εκτός από αυτή που προέρχεται από τη χρησιμότητά του για το κράτος. Πήρε την (σ.σ. κοινοτιστική) «ελευθερία των αρχαίων» του Constant και την απογύμνωσε από τις λίγες λυτρωτικές της χάρες, δημιουργώντας μια μηχανή θανάτου και καταστροφής που δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος.»
Δείτε σχετικά: On the Liberty of the Ancients Compared with That of the Moderns
Οι συντηρητικοί κατέληξαν σταδιακά σε δύο ανησυχητικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι με την πάροδο του χρόνου χάνουν, και κερδίζουν οι προοδευτικοί. Στην καλύτερη περίπτωση, οι συντηρητικοί καθυστερούν προσωρινά τους προοδευτικούς στα διαλυτικά τους σχέδια, αλλά ακόμη και όταν οι προοδευτικοί κερδίζουν αργά, εξακολουθούν να κερδίζουν. Το δεύτερο είναι ότι το παράθυρο του Overton μετατοπίζεται προς τα αριστερά με κάθε γενιά που περνά, πράγμα που σημαίνει ότι οι συντηρητικοί απομένουν να πασχίζουν να ανανεώσουν τα επιχειρήματά τους σε μια μορφή που να είναι δημόσια αποδεκτή, ενώ οι προοδευτικοί απολαμβάνουν την κανονιστική και πολιτισμική συνέχεια. Δεδομένων αυτών των γεγονότων, δεν είναι περίεργο που οι συντηρητικοί αναρωτιούνται γιατί δεν μπορούν να κρατήσουν τις γραμμές τους, πόσο μάλλον να προχωρήσουν.
Αν και δεν επαρκεί, ένα απαραίτητο μέρος της εξήγησης είναι ότι το κράτος είναι καταστατικά εχθρικό προς τον συντηρητισμό. Αυτό μπορεί να μην ήταν εμφανές το 1648 ή το 1783. Τώρα όμως είναι. Για χάρη της διατήρησης της εύτακτης ελευθερίας και της προστασίας της κληροδοτημένης πίστης και των παραδοσιακών ηθών, οι συντηρητικοί θα πρέπει να απορρίψουν τη νομιμότητα του κράτους. Το να μην την απορρίπτουν σημαίνει ότι διεξάγουν έναν πόλεμο με τους όρους του εχθρού.
Δείτε επίσης το κείμενο του συντηρητικού και κορυφαίου εν ζωή αναρχοφιλελεύθερου στοχαστή, Hans-Hermann Hoppe:
Γιατί οι σύγχρονοι συντηρητικοί πρέπει να ξαναγίνουν αντικρατιστές
To άρθρο δημοσιεύτηκε στις 12/3/2019 από το The American Conservatism. Ο Alexander William Salter είναι επίκουρος καθηγητής στο Rawls College of Business και Ερευνητής Συγκριτικής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Ελεύθερης Αγοράς του Texas Tech University. Τα επιστημονικά και εκλαϊκευμένα γραπτά του βρίσκονται στην ιστοσελίδα του www.awsalter.com.