Αναρχοκαπιταλισμός έναντι woke κρατικοπαρεμβατισμού
Η επίθεση του κράτους στις ελευθερίες μας δεν είναι απλώς η συνέπεια κάποιων πρόσκαιρων δυσλειτουργιών του. Αντίθετα, το κράτος είναι από τη φύση του φαύλο.
Άρθρο της Wanjiru Njoya δημοσιευμένο στις 16/05/2024.
Στο βιβλίο του Against the State, ο Lew Rockwell τονίζει ότι η επίθεση στις ελευθερίες μας από το κράτος δεν είναι απλώς «το προϊόν προσωρινών δυσλειτουργιών. Αντίθετα, το κράτος είναι από τη φύση του φαύλο». Ο Rockwell δείχνει ότι το κράτος βασίζεται στον εξαναγκασμό και διατηρεί την εξουσία του με τη χρήση βίας.
Τα τελευταία χρόνια, μετά την άνοδο του περιβαλλοντισμού, της «ασφάλειας» της δημόσιας υγείας και του πολέμου κατά του «μίσους», οι κρατικές παρεμβάσεις έχουν εισβάλει ακόμη περισσότερο στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Το βιβλίο Against the State δείχνει ότι αυτές οι παρεμβάσεις δεν είναι μόνο καταναγκαστικές αλλά και αντι-ανθρώπινες ως προς την ιεράρχηση των στόχων τους πάνω από την ανθρώπινη ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πολιτική του lockdown του κλεισίματος σχολείων και παιδικών χαρών, με βάση ότι τα παιδιά είναι ανθεκτικά και επομένως δεν υπάρχει λόγος να μην τα κρατήσει το κράτος σε κατ' οίκον περιορισμό για αρκετούς μήνες της ζωής τους.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ιεράρχηση των αναγκών των κοινωνικοποιημένων κολοσσών της ιατρικής, όπως η λατρευτή Εθνική Υπηρεσία Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου : η βρετανίδα δημοσιογράφος Sherelle Jacobs σχολιάζει ότι «με τις δαπάνες του NHS να είναι τώρα περισσότερες από εκείνες για την εκπαίδευση, τις μεταφορές, το Υπουργείο Εσωτερικών και την άμυνα μαζί, η Βρετανία είναι αναμφισβήτητα τώρα απλώς μια υπηρεσία υγείας με ένα κράτος προσαρτημένο πάνω της». Ομοίως, στον Καναδά, η ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη απαγορεύεται, και στους πολίτες που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τη ζωή προσφέρεται κρατική βοήθεια για να αυτοκτονήσουν.
Με το κράτος να επιβάλλει το «δημόσιο συμφέρον», οι υπερασπιστές του δεν βλέπουν την ανάγκη να περιορίσουν την εξουσία που του δίνεται για να επιτύχει αυτόν τον στόχο – σε τελική ανάλυση, εάν ο στόχος είναι ευγενής και άξιος, γιατί να υπάρχουν όρια στην εξουσία να τον πετύχει; Έτσι ξεθωριάζει το ιδανικό της περιορισμένης διακυβέρνησης.
Ο Rockwell υπογραμμίζει επίσης το γεγονός ότι το κράτος δημιουργεί τα ίδια τα προβλήματα για τα οποία στη συνέχεια λέγεται ότι χρειαζόμαστε την κρατική εξουσία ώστε να τα επιλύσουμε:
«Το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος παρατηρητής. Θα ψηφίσει την περιβαλλοντική νομοθεσία. Θα ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ φυλών και φύλων. Θα καταστείλει μία θρησκεία για να ανυψώσει μιαν άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η κρατική παρέμβαση απλά επιδεινώνει τις συγκρούσεις, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν την εντύπωση ότι υπάρχει πραγματικά μια δυσεπίλυτη σύγκρουση σε εξέλιξη.»
Ένα παράδειγμα κρατικών παρεμβάσεων που τροφοδοτούν τις συγκρούσεις είναι το καθεστώς προστασίας που δίνεται σε διαφορετικές ομάδες με βάση την ταυτότητά τους, ιδίως τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία και το γένος (gender).
Σύγκρουση ταυτoτικών ομάδων
Η νομοθεσία για τα πολιτικά δικαιώματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν εκχωρήσει αμοιβαία αντικρουόμενα «δικαιώματα» σε διαφορετικές ομάδες ταυτοτήτων, και αυτή η νομοθεσία με τη σειρά της έχει δημιουργήσει θεσμούς εκατομμυρίων δολαρίων που είναι αφιερωμένοι στη δικαστική προσφυγή και στην επιβολή αυτών των δικαιωμάτων. Αυτοί οι θεσμοί συχνά χρηματοδοτούνται από το κράτος ως μέρος των προσπαθειών του για την προώθηση των «ίσων ευκαιριών». Οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι των φύλων, για παράδειγμα, καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τους «προστατευμένους λόγους» που αποδίδονται τόσο σε γυναίκες, όσο και σε άνδρες που έχουν επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά τους για να γίνουν «γυναίκες», μέσω μιας νομοθετικής έννοιας γνωστής ως «νομικό φύλο». Και οι δύο ομάδες προστατεύονται νομικά από τις διακρίσεις και την παρενόχληση με βάση το προστατευόμενο καθεστώς τους, και ο νομικός ορισμός της παρενόχλησης θέτει κάθε ομάδα σε άμεση σύγκρουση με την άλλη. Στη Σκωτία, κάθε ομάδα θα έχει πλέον την εξουσία να φυλακίζει την άλλη ομάδα για την παρενόχλησή της, καθώς το μίσος κατά των τρανσέξουαλ περιλαμβάνεται στον νέο νόμο για τα εγκλήματα μίσους και οι συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη για να συμπεριληφθεί ο μισογυνισμός.
Όπως ορίζεται, τα νομικά δικαιώματα που παρέχονται και στις δύο ομάδες γυναικών (ή στις υποτιθέμενες γυναίκες) είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Η παρενόχληση στο Ηνωμένο Βασίλειο ορίζεται ως ανεπιθύμητη συμπεριφορά που σχετίζεται με ένα προστατευμένο χαρακτηριστικό, που έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του ατόμου ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, ταπεινωτικού, ατιμωτικού ή προσβλητικού περιβάλλοντος για αυτό το άτομο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η παρενόχληση ορίζεται από την Επιτροπή Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης ως «ανεπιθύμητη συμπεριφορά» προς μέλη προστατευόμενων ομάδων «που ένα λογικό άτομο θα θεωρούσε εκφοβιστική, εχθρική ή καταχρηστική» και οι προστασίες των πολιτικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ που βασίζονται σε διακρίσεις λόγω φύλου ερμηνεύονται έτσι, ώστε να περιλαμβάνουν το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου.
Η πολιτική ισότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει στις γυναίκες το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται τα γυναικεία λουτρά ως χώροι μόνο για γυναίκες και το δικαίωμα προστασίας έναντι των ανδρών που χρησιμοποιούν γυναικεία λουτρά, και ταυτόχρονα, παρέχει στους άνδρες το δικαίωμα να επαναπροσδιορίσουν το φύλο τους, λαμβάνοντας νομική βεβαίωση ότι είναι πλέον γυναίκες και να προστατεύονται από την παρενόχληση εάν επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν γυναικεία λουτρά. Το αποτέλεσμα των «πολέμων της τουαλέτας» είναι αναπόφευκτο - η σύγκρουση μεταξύ των δύο ομάδων «προστατεύεται» από το κράτος καθώς κάθε ομάδα θεωρεί ότι η άλλη δημιουργεί ένα εχθρικό περιβάλλον για τη δική της ομάδα και πιέζει την κυβέρνηση να παρέμβει περαιτέρω για λογαριασμό της.
Σχολεία και επιχειρήσεις αναγκάζονται να αναζητήσουν «καθοδήγηση» από την κυβέρνηση για την κατασκευή και τον χαρακτηρισμό λουτρών. Η κυβέρνηση εξουσιοδοτεί ότι τα κυβερνητικά γραφεία πρέπει να διαθέτουν «τουαλέτες ενός μόνο φύλου» για γυναίκες και, ταυτόχρονα, δηλώνει ότι οι κυβερνητικοί υπάλληλοι «θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πειθαρχικές κυρώσεις εάν αντιτίθενται σε συναδέλφους που έχουν γεννηθεί άντρες να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες ενός μόνο φύλου». Αυτό συμβαίνει γιατί, φυσικά, τόσο οι γυναίκες όσο και οι «γυναίκες» που γεννήθηκαν αρσενικά έχουν το δικαίωμα να πάνε σε όποια τουαλέτα επιλέξουν.
Τα «δικαιώματα» των τρανς προσκρούουν στα δικαιώματα των γυναικών και των ιδιοκτητών δημόσιων χώρων
Ποιος ωφελείται από αυτή την κλιμακούμενη σύγκρουση ταυτοτικών ομάδων; Ο Rockwell καταδεικνύει ότι μόνο το κράτος κερδίζει. Η ισχύς του κράτους έχει αυξηθεί εκθετικά καθώς πλέον τίποτα, ούτε οι πιο πεζές προσωπικές λειτουργίες, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την κρατική καθοδήγηση. Αυτό ισχύει ακόμη και για την ομάδα που επωφελείται από το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης απόφασης του κράτους. Όπως παρατηρεί ο Rockwell:
Ποιος είναι όμως ο πραγματικός νικητής σε αυτό το παιχνίδι; Το κράτος και μόνο το κράτος. Υποστηρίζοντας ότι είναι ο μεγάλος κοινωνικός διαιτητής, συσσωρεύει περισσότερη δύναμη στον εαυτό του και αφήνει σε όλους τους άλλους λιγότερη ελευθερία να επιλύσουν τα δικά τους προβλήματα. Και εδώ είναι το πραγματικό πρόβλημα με τον ρατσισμό ή με οποιονδήποτε άλλο —ισμό που αδυνατεί να κατανοήσει την ικανότητα της ελεύθερης κοινωνίας να επιλύει τα δικά της προβλήματα μέσω της ανταλλαγής και του αμοιβαίου οφέλους.
Αναρχία
Στο Against the State, ο Rockwell ρωτά: «Αντί να εμπιστευόμαστε την προστασία μας σε ένα αρπακτικό κράτος, γιατί να μην βασιστούμε στην ειρηνική συνεργασία των ανθρώπων σε μια ελεύθερη αγορά;» Υποστηρίζει ότι «το κράτος από τη φύση του δεν μπορεί να είναι δίκαιο», και ως εκ τούτου η δικαιοσύνη απαιτεί να απαλλαγούμε από το κράτος και όλους τους κρατικούς θεσμούς.
Η συνήθης αντίδραση σε αυτή την πρόταση είναι οι σκεπτικιστές να αναρωτιούνται πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς κράτος. Η πολιτική φιλοσοφία της αναρχίας έρχεται αντιμέτωπη με τις ανησυχίες σχετικά με το αναπόφευκτο και αναγκαίο του κράτους. Ο Gerard Casey ορίζει την αναρχία ως «την απόρριψη κάθε μορφής μη εκούσιας κυριαρχίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων από ένα άλλο (ή μια άλλη, αντίστοιχα)». Βασισμένος σε μια ιστορική έρευνα, ο Casey καταρρίπτει τον μύθο ότι το κράτος είναι ένας εθελοντικός σύλλογος του οποίου η εξουσία δικαιολογείται με τη συναίνεση των πολιτών του. Ο Casey υποστηρίζει ότι, αντίθετα, τα κράτη προκύπτουν από ιστορίες βίας, πολέμου και κατακτήσεων και χαρακτηρίζονται από δύο κύρια χαρακτηριστικά: «το μονοπώλιο της βίας» και «την καταναγκαστική απόσπαση φόρων». Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρεί ότι «αναρχία είναι η θέση στην οποία βρίσκονται φυσικά τα μέλη μιας κοινωνίας όταν δεν υπόκεινται στην εξουσία ενός κράτους». Επιπλέον, ο Casey δείχνει πώς τα άτομα και οι ιδιωτικοί φορείς μπορούν να επιτύχουν κοινωνικούς στόχους που επί του παρόντος θεωρείται ότι μπορούν να επιτευχθούν μόνο από το κράτος, υποστηρίζοντας ότι οι δημόσιες υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων «της δικαιοσύνης, του νόμου και της τάξης μπορούν να παρασχεθούν χωρίς το κράτος».
Το Against the State υποστηρίζει ότι σε μια ελεύθερη κοινωνία, τα περισσότερα προβλήματα θα επιλύονταν από την αγορά. Για παράδειγμα, ο ρατσισμός - ή οποιαδήποτε άλλη μορφή «μίσους» - είναι αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί από μόνος του χωρίς να τροφοδοτείται από μια νομοθεσία που επιβάλλεται από το κράτος. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι απαγορεύεται από το νόμο να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, «η αγορά τείνει πάντα να φέρνει τους ανθρώπους κοντά με ειρηνικό τρόπο, ούτε επιβάλλοντας ούτε απαγορεύοντας τις συναλλαγές». Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπήρχαν ρατσιστές σε μια ελεύθερη κοινωνία, αλλά ότι οι ρατσιστές σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν θα είχαν καμία εξουσία να εμποδίσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους να εισέλθουν μεταξύ τους στις ανταλλαγές της αγοράς. Ένας ρατσιστής μπορεί να αρνηθεί να κάνει συναλλαγές, αλλά δεν μπορεί να υποχρεώσει τους άλλους να αρνηθούν να κάνουν συναλλαγές. Το γεγονός ότι ο ρατσισμός δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί από μόνος του, χωρίς να επιβληθεί από το κράτος, εξηγεί γιατί τόσο τα συστήματα του Τζιμ Κρόου (ΗΠΑ) όσο και τα συστήματα του απαρτχάιντ διαδόθηκαν όχι με «μίσος», αλλά από ένα σύστημα φυλετικής νομοθεσίας που υποστηρίζεται από την κρατική βία. Ο φυλετικός διαχωρισμός σε αυτά τα συστήματα ήταν νομική απαίτηση, όχι κάποιο οργανικό κίνημα που διαδόθηκε από μισαλλόδοξους. Η ιδέα που τώρα διαπερνά την έννοια «εγκλήματα μίσους», δηλαδή ότι η διάδοση του μίσους είναι μια απειλή από την οποία όλοι χρειαζόμαστε κρατική προστασία, είναι απλώς μια ακόμη στρατηγική για τη μεγιστοποίηση της κρατικής εξουσίας.
Για αυτούς τους λόγους, ο Casey απορρίπτει το κράτος εντελώς, υποστηρίζοντας ότι «ο μόνος τρόπος κοινωνικής οργάνωσης που είναι ηθικά αποδεκτός είναι αυτός που σέβεται την ελευθερία μας, δηλαδή η αναρχία […] Η αναρχία δεν είναι χάος ή αταξία ή βίαιη αναταραχή, αλλά η αυθόρμητη τάξη που προκύπτει από ελεύθερες και αμοιβαία αποδεκτές ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις».
Δείτε επίσης: