Ισραήλ: Ένα πλούσιο κράτος που εισπράττει την μερίδα του λέοντος της οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ
Η σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ είναι πιο περίπλοκη από όσο φαίνεται και οι σύγχρονοι «Παλαιστίνιοι» δεν είναι αυτόχθονες στην περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά Σύροι έποικοι.
Ετικέτες: ΜΜΕ και Πολιτισμός, Πόλεμος και Εξωτερική Πολιτική, Ιστορία
Άρθρο του Λίπτον Μάθιους, δημοσιευμένο στις 12/6/2023. Μπορείτε να ακούστε το κείμενο μέσω της εφαρμογής του Substack.
Γιατί το Ισραήλ είναι ο κύριος ωφελούμενος της εξωτερικής οικονομικής βοήθειας των Ηνωμένων Πολιτειών; Είναι το Ισραήλ ένας πληρεξούσιος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή; Ωφελεί η αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ και άλλους τομείς, εκτός από την αμυντική βιομηχανία; Η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης έχει θέσει αυτά τα ερωτήματα στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Το Ισραήλ είναι ο κορυφαίος αποδέκτης της αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας, παρά τον πλούτο του. Το 2022, το περιοδικό The Economist κατέταξε το Ισραήλ ως την τέταρτη πιο επιτυχημένη οικονομία στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Μια ευημερούσα χώρα όπως το Ισραήλ δύσκολα θα έπρεπε να διεκδικεί την ευεργεσία της Αμερικής. Ως εκ τούτου, η δέσμευση της Αμερικής να υποστηρίζει το Ισραήλ μοιάζει περίεργη. Ωστόσο, ορισμένοι παρατηρούν ότι το Ισραήλ παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση της αμερικανικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή, περιορίζοντας τις ακρότητες των ισλαμικών κινημάτων. Όπως και οι προηγούμενοι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, οι οποίοι αναγνώρισαν τη στρατηγική αξία της Παλαιστίνης ως εμπορικής οδού που συνδέει την Ευρώπη με την Άπω Ανατολή, οι σχολιαστές πιστεύουν ότι η βοήθεια της Αμερικής προς το Ισραήλ υποκινείται από οικονομικά και γεωπολιτικά κίνητρα.
Η Μέση Ανατολή αποτελεί βασικό αποθεματικό ενεργειακών πόρων και περιέχει εμπορικές οδούς παγκόσμιας σημασίας. Ως εκ τούτου, η Αμερική χρησιμοποιεί το Ισραήλ ως φύλακα για να διαφυλάξει τα συμφέροντά της στην περιοχή. Η ενδυνάμωση του Ισραήλ, ώστε να λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για τον αραβικό ριζοσπαστισμό, επιτρέπει στην Αμερική να ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στη Μέση Ανατολή, αποδυναμώνοντας τα αραβικά κράτη. Οι μελετητές πιστεύουν ότι η ισχύς του Ισραήλ προστατεύει επίσης τα φιλικά προς τις ΗΠΑ αραβικά κράτη, εξασφαλίζοντας έτσι ευκολότερη πρόσβαση στο πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, σε μια έντονη κριτική, η Ελίζαμπεθ Στίβενς υπονομεύει το επιχείρημα ότι η Αμερική χρηματοδοτεί το Ισραήλ για στρατηγικούς σκοπούς.
Η Στίβενς εξηγεί ότι, παρά τη συνεργασία ΗΠΑ-Ισραήλ κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ιορδανίας το 1970, η Αμερική γνωρίζει ότι οι συνεργασίες με το Ισραήλ μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τις σχέσεις της Αμερικής με τα φιλικά αραβικά κράτη. Ως αποτέλεσμα, η Αμερική απέφυγε να χρησιμοποιήσει ισραηλινά στρατεύματα σε συγκρούσεις με αραβικά κράτη, όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1990-91. Επικαλούμενη κυβερνητικές αναφορές, επισημαίνει τις ελλείψεις στο οικονομικό επιχείρημα για την υποστήριξη του Ισραήλ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια χορηγία αποτελεί οικονομική ζημία για την Αμερική.
Η Στίβενς εντοπίζει την εσωτερική αμερικανική πολιτική ως τον κύριο παράγοντα που δημιουργεί την υποστήριξη για το Ισραήλ. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, το αμερικανικό εβραϊκό λόμπι και το φιλοϊσραηλινό λόμπι ασκούν τεράστια επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Αν και διακηρύσσει ότι οι Αμερικανοί πολιτικοί δεν έχουν εμπλακεί άκριτα με το Ισραήλ, η ισχύς του λόμπι διασφαλίζει τη συνέπεια της προσέγγισης της Αμερικής στην πολιτική της Μέσης Ανατολής: «Ως αποτέλεσμα της εσωτερικής και της κοινοβουλευτικής πίεσης, ένας πρόεδρος γενικά δεν θα είναι απροκάλυπτα κατά του Ισραήλ. Αυτό το γενικά υψηλό επίπεδο δημόσιας υποστήριξης για το Ισραήλ και η λαϊκή δυσπιστία προς τα αραβικά κράτη είναι που έχουν καθορίσει τον τόνο για την πολιτική της Αμερικής στη Μέση Ανατολή».
Ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός James Petras αποκαλύπτει ότι η σχέση του Ισραήλ με την Αμερική έχει προσδώσει στο Ισραήλ μοναδικά προνόμια. Ως εκ τούτου, το Ισραήλ μπορεί να περιγραφεί ως μια μικρότερη δύναμη, που αποσπά φόρο υποτέλειας από την αμερικανική αυτοκρατορία. Ωστόσο, η εικόνα του Ισραήλ ως επιδέξιου συμμάχου ανατρέπεται από διανοούμενους που υποστηρίζουν ότι η Αμερική χρησιμοποιεί την αποστολή βοήθειας ως εργαλείο χειραγώγησης. Ο Jacob Siegel και ο Liel Liebovitz παραπονέθηκαν σε πρόσφατο άρθρο ότι, ενώ οι παλιοί κανόνες επέτρεπαν στο Ισραήλ να διαθέτει το 26% της βοήθειας στην εγχώρια στρατιωτική αγορά, οι νέες διατάξεις θα απαιτήσουν τελικά από το Ισραήλ να δαπανήσει την βοήθεια αυτή στις ΗΠΑ.
Παραθέτοντας στοιχεία από το Ισραήλ, οι Siegel και Liebovitz υποστηρίζουν ότι η αλλαγή πολιτικής θα κοστίσει 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια για το Ισραήλ, θα καταστρέψει είκοσι δύο χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα κάνει το Ισραήλ να εξαρτάται από την αμερικανική τεχνολογία. Κατά την άποψή τους, η αύξηση της εξάρτησης από την αμερικανική τεχνολογία περιορίζει την ικανότητα του Ισραήλ να καινοτομεί, καθιστώντας το έτσι ευάλωτο στις μηχανορραφίες των επιθετικών γειτόνων του. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι κανόνες για την οικονομική βοήθεια υπονομεύουν την αυτονομία του Ισραήλ, επειδή οι στρατιωτικές συναλλαγές με άλλες χώρες απαιτούν την άδεια της Αμερικής. Οι πιο σφοδροί επικριτές πιστεύουν ότι η βοήθεια αυτή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ, υποδουλώνοντας τη χώρα στις ιδιοτροπίες της Αμερικής.
Η Καρολάιν Γκλικ υπενθυμίζει στους αναγνώστες της ότι η Αμερική και το Ισραήλ έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, όμως η λήψη βοήθειας αναγκάζει το Ισραήλ να θυσιάζει τους εθνικούς του στόχους για να κατευνάζει την Αμερική. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της Χεζμπολάχ, η Γκλικ δείχνει ότι η εξάρτηση από την αμερικανική βοήθεια αυξάνει την ευαλωτότητα του Ισραήλ στον εκβιασμό:
Σκεφτείτε για παράδειγμα την υποστήριξη των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) στη συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα που υπαγόρευσαν οι ΗΠΑ, με τον -ελεγχόμενο από τη Χεζμπολάχ- Λίβανο τον περασμένο Οκτώβριο. Η συμφωνία αποτελεί στρατηγική καταστροφή για το Ισραήλ. Δίνει στη Χεζμπολάχ μερίδιο της μεσογειακής βιομηχανίας φυσικού αερίου. Περιορίζει τις επιθετικές επιλογές και το περιθώριο ελιγμών του Ισραήλ σε έναν μελλοντικό πόλεμο με τη Χεζμπολάχ. Απειλεί τις βόρειες ακτές του Ισραήλ από τη θάλασσα. Παρουσιάζει το Ισραήλ ως χάρτινη τίγρη που υπέκυψε στον εκβιασμό της Χεζμπολάχ.
Υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση ότι η Αμερική θα πρέπει να μειώσει τη βοήθεια προς το Ισραήλ. Κάτι τέτοιο είναι μια πρακτική πολιτική, αλλά δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να αντιμετωπιστεί η αμυντική βιομηχανία. Οι παράγοντες του κλάδου θα πουν ότι είναι κρίσιμοι για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστόσο, οι εκθέσεις δείχνουν ότι η αμυντική βιομηχανία έχει μειώσει θέσεις εργασίας ακόμη και σε περιόδους αύξησης της απασχόλησης. Ενώ οι λομπίστες διαφημίζουν τα οφέλη της αμυντικής βιομηχανίας, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μπράουν δηλώνουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες παραλύουν τις επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις υποδομές. Οι ερευνητές δείχνουν επίσης ότι οι δαπάνες σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και οι υποδομές θα δημιουργούσαν περισσότερες θέσεις εργασίας. Έτσι, προφανώς, τα οφέλη των στρατιωτικών δαπανών δεν διαχέονται σε όλη την κοινωνία.
Η αντιμετώπιση των ζητημάτων που εγείρονται από την τρέχουσα σύγκρουση είναι ζωτικής σημασίας, επειδή οι άνθρωποι θα πρέπει να αποθαρρύνονται από το να πιστεύουν ανοησίες. Ο μύθος ότι οι σύγχρονοι Παλαιστίνιοι είναι ιθαγενείς στην περιοχή της Παλαιστίνης κυκλοφορεί ευρέως, αλλά είναι παράλογος. Οι σύγχρονοι Παλαιστίνιοι δεν είναι απόγονοι των Φιλισταίων που κατέλαβαν τη Γάζα, και οι Φιλισταίοι, με την σειρά τους, δεν ήταν ιθαγενείς της περιοχής.
Αν και η Παλαιστίνη υπήρχε ανέκαθεν ως τόπος, οι σύγχρονοι Παλαιστίνιοι είναι απόγονοι ανθρώπων που μετανάστευσαν στην περιοχή και δεν είναι οι αρχικοί κάτοικοί της. Επιπλέον, η έννοια της παλαιστινιακής ταυτότητας είναι αρκετά πρόσφατη. Όταν η Επιτροπή Peel πρότεινε τη διαίρεση της Παλαιστίνης το 1937, ο τοπικός ηγέτης Auni Bey Abdul-Hadi σχολίασε : «Δεν υπάρχει χώρα Παλαιστίνη. Η Παλαιστίνη είναι ένας όρος που επινόησαν οι Σιωνιστές... Η χώρα μας ήταν για αιώνες μέρος της Συρίας».
Αυτή η άποψη ενισχύεται περαιτέρω κι από την ακαδημαϊκή έρευνα του ιστορικού Daniel Pipes, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι η παλαιστινιακή ταυτότητα αναδύθηκε ως απάντηση στον Σιωνισμό: «Τελικά, ο παλαιστινιακός εθνικισμός προήλθε από τον Σιωνισμό. Αν δεν υπήρχε ένας άλλος λαός που έβλεπε τη βρετανική Παλαιστίνη ως πατρίδα του έθνους του, οι Άραβες θα συνέχιζαν να βλέπουν αυτήν την περιοχή ως επαρχία της Μεγάλης Συρίας».
Η δεινή θέση των Παλαιστινίων είναι πράγματι ατυχής, αλλά τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Η συμπόνια προς τους Παλαιστίνιους είναι κατανοητή, ωστόσο αυτό δεν μεταβάλλει την πραγματικότητα ότι η Χαμάς είναι μια τρομοκρατική ομάδα γνωστή για τη χρήση του λαού της σαν ανθρώπινη ασπίδα για να τρομοκρατεί το Ισραήλ. Οι προπαγανδιστές εκμεταλλεύονται την παρούσα σύγκρουση για να νομιμοποιήσουν τα ψέματα, επομένως πρέπει να εξουδετερώσουμε τις προπαγανδιστικές τους εκστρατείες με τα γεγονότα, πριν τα ψέματα γίνουν επίσημη ιστορία.










