Χρειαζόμαστε έναν φιλελεύθερο Τσε Γκεβάρα
Εάν η σύγκρουσή μας με την Αριστερά είναι πράγματι ένας αγώνας ενάντια σε ένα φανατικό θρησκευτικό δόγμα, τότε θα χρειαστούμε επίσης ηγέτες και ενδεχομένως μάρτυρες, όπως ήταν ο Τσε.
Ετικέτες: Στρατηγική, Φιλελευθερισμός
Άρθρο του Ugo Stornaiolo, δημοσιευμένο στις 30/11/2022 από το Mises Institute.
Μπορείτε να ακούσετε το κείμενο στα ελληνικά μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
[ Σημείωση: το ακόλουθο κείμενο γράφτηκε προτού διαφανεί καν η τελική εκλογική νίκη του Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή. ]
Ο τίτλος μπορεί να είναι παραπλανητικός εκ πρώτης όψεως, όμως υπάρχει λόγος για αυτό. Για να κατανοήσουμε τις ανάγκες και τις ευκαιρίες της σύγχρονης Δεξιάς, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι οδήγησε την Αριστερά στην εξουσία.
Κι εδώ έρχεται στο προσκήνιο ο Τσε Γκεβάρα, ή ακριβέστερα, ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα.
Για οποιονδήποτε, είτε στον χώρο της ελεύθερης αγοράς είτε στον χώρο των κλασικών συντηρητικών, το ημερολόγιο του ταξιδιού του με μοτοσικλέτα γύρω από τη Λατινική Αμερική θα έπρεπε να αποτελεί ένα απαιτούμενο ανάγνωσμα. Όχι επειδή είναι μια ιστορική περιγραφή της ριζοσπαστικοποίησης ενός ανθρώπου, ο οποίος από μορφωμένος Αργεντινός αστός γιατρός έγινε τρομοκράτης, επαναστάτης και αρχηγός ανταρτών, αλλά επειδή δείχνει το πώς ένας απλός άνθρωπος με ιδέες (αν και στην περίπτωσή του, με τις χειρότερες ιδέες) μπορεί να γίνει ένα αρχέτυπο, ένα θρησκευτικό είδωλο για ένα σύνολο πεποιθήσεων.
Ακόμη και για κάποιον όπως ο ίδιος ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ, ο Τσε Γκεβάρα ήταν κάποιος που άξιζε το ενδιαφέρον, μέχρι του σημείου να γράψει μια εξαιρετικά επικριτική αλλά και προφητική νεκρολογία γι' αυτόν, και ο Ρόθμπαρντ φυσικά είχε δίκιο, γιατί ο Τσε Γκεβάρα έγινε ίσως η πιο γνωστή πολιτική προσωπικότητα στην πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής, και έξω από την ανεπτυγμένη Δύση (δηλαδή την -υπό την ηγεσία των ΗΠΑ- Αγγλόσφαιρα και τη Δυτική Ευρώπη), το πρόσωπό του και το όνομά του έχουν γίνει συνώνυμα του ένοπλου αγώνα, του ανταρτοπόλεμου, ενός ουτοπικού σοσιαλιστικού ιδεώδους που δεν γνωρίζει όρια και σύνορα.
Ο θάνατός του στα χέρια του βολιβιανού στρατού, με τη βοήθεια της CIA, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να πυροδοτήσει μια αγροτική μαρξιστική επανάσταση στα υψίπεδα των Άνδεων, συνέβαλε περισσότερο στην ήδη θρυλική του ιδιότητα για εκείνους που αντιτίθενται στις ιδέες της ελευθερίας και του πολιτισμού.
Ουσιαστικά, ο θάνατός του τον κατέστησε μάρτυρα της Αριστεράς, θρησκευτικό σύμβολο μιας επανάστασης που δεν ήρθε ποτέ, αλλά παρουσιάζεται πάντα σαν το ευαγγέλιο της ισότητας. Πείτε ό,τι θέλετε για τον Τσε Γκεβάρα, πείτε ότι ήταν δολοφόνος και τρομοκράτης, και θα έχετε δίκιο. Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Τσε ήταν έτοιμος να πεθάνει για τις ιδέες του, και στην πραγματικότητα αυτό έκανε.
Ούτε η συντηρητική ούτε φιλελεύθερη Δεξιά έχουν ένα άτομο που να έχει φτάσει σε τέτοια άκρα. Εμείς δεν έχουμε μάρτυρες και οι πεποιθήσεις μας δεν είναι θρησκευτικού τύπου. Μπορεί να θεωρούμε τις αυτοκτονικές ενέργειες ανθρώπων σαν τον Άλεξ Τζόουνς ή τον Κάνιε Γουέστ ως πράξεις κοσμικών μαρτύρων για τους σκοπούς μας, όπως η ελευθερία του λόγου, ωστόσο δεν είναι τίποτα άλλο παρά αντιπαραγωγικός λαϊκός ακτιβισμός.
Στην πραγματικότητα, οι πεποιθήσεις μας, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον θρησκευτικό φανατισμό, διότι έχουν τις ρίζες τους στη λογική ανάλυση της ιστορίας, της φύσης και της κοινωνίας, και ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των ιδεών μας, ακόμη και αν μακροπρόθεσμα είναι επαρκή, δεν είναι εύκολο να περάσουν στις μάζες, οι οποίες έχουν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, έχουν συνηθίσει να λαμβάνουν επιδοτήσεις από τις κυβερνήσεις και έχουν εσωτερικεύσει την προπαγάνδα που δημιουργεί η τάξη των κορπορατιστών-τεχνοκρατών, η οποία συνεργάζεται με τους υπεύθυνους για την χάραξη πολιτικής.
Η κοινωνία μας βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο μεταξύ ενός ατομικού αγώνα για την ελευθερία και ενός οργανωμένου αγώνα για την εξουσία, και οι καιροί μας είναι πιο παράξενοι από ποτέ, γιατί αντιπροσωπεύουν αυτό που ο Φράνσις Φουκουγιάμα εξακολουθεί να επιμένει ότι είναι το Τέλος της Ιστορίας, αλλά μοιάζουν περισσότερο με το τελικό στάδιο του πολιτισμού που περιγράφει ο Όσβαλντ Σπένγκλερ στο magnum opus του «Η παρακμή της Δύσης»
Το πρόβλημα είναι ότι αν θεωρήσουμε τα λόγια του Φουκουγιάμα ή του Σπένγκλερ ως δεδομένα, απομένουμε χωρίς κάποια βασικά στοιχεία ώστε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς της εποχής μας: Η «φιλελεύθερη δημοκρατία» είναι πράγματι το κυρίαρχο σύστημα σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν είναι φιλελεύθερη (γιατί δεν είναι γενναιόδωρη, όπως την ορίζει ο Erik von Kuehnelt-Leddihn, και γιατί δημιουργεί μια ψευδή, ασταθή ευημερία μέσα από τη βαριά φορολογία, τον αφύσικο πληθωρισμό του νομίσματος και την γενική κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία), ούτε δημοκρατική (γιατί επιτρέπει σε όλους να ψηφίζουν, ανεξάρτητα από το ποιος ή τι είναι -ή υποτίθεται πως είναι- «ο Λαός», και επιφυλάσσει την εξουσία μόνο για μια μη εκλεγμένη άρχουσα τάξη.)
Αν αυτή η περιγραφή των γεγονότων θυμίζει τις ιδέες του Τζέιμς Μπέρναμ, είναι επειδή αυτός, όπως και ο Σπένγκλερ, εντόπισε τα στοιχεία της σημερινής μας κατάρρευσης και προσπάθησε να προβλέψει το μέλλον της, εξισώνοντας την αναδυόμενη τεχνοκρατία της Δύσης με τον σοβιετικό σταλινισμό και τον ιταλικό φασισμό, και από πολλές απόψεις, ο Μπέρναμ είχε δίκιο, και η δυτική τεχνοκρατία έχει πράγματι γίνει κάτι παρόμοιο με τον φασισμό, αν και χωρίς τον εθνικισμό, όπως επανειλημμένα μας έχει προειδοποιήσει ο Λου Ρόκγουελ.
Όμως πού μας οδηγεί αυτό και πώς συνδέεται ο Τσε Γκεβάρα με όλα αυτά;
Είναι απλό: Για τον Μπέρναμ, καθώς και για τον Σπένγκλερ, ως θεωρητικούς της κατάρρευσης της Δύσης, το σύστημα που θα βρισκόταν σε ισχύ στο τέλος του πολιτισμού θα εξαρτιόταν από ισχυρούς άνδρες όπως ο Σέσιλ Ρόουντς για να λειτουργήσει ομαλά, διότι αυτοί, ως οι Μεγάλοι Άνδρες της Ιστορίας που περιέγραψε ο Τόμας Καρλάιλ, θα ήταν οι μόνοι ικανοί να αναλάβουν τα ηνία της εξουσίας για να κατευθύνουν την κοινωνία.
Αυτή η αναφορά στον Σέσιλ Ρόουντς δεν είναι τυχαία, επειδή θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το καλύτερο παράδειγμα για το πώς η ιδέα ενός Μεγάλου Άνδρα πρέπει να αντισταθμίζεται με μια καλή αντίληψη των ιστορικών διαδικασιών, και επειδή ο Ρόουντς, όπως και ο Τσε Γκεβάρα, ήταν ισχυρός άνδρας, τακτικιστής και γεννημένος ηγέτης. Σύμφωνα με τα λόγια του Χανς-Χέρμαν Χόππε, ήταν μια φυσική ελίτ.
Από ένα φιλάσθενο εγγλεζάκι, γιος αγγλικανικού ιερέα, έγινε ένας μεγιστάνας των ορυχείων και στη συνέχεια σημαντικός πολιτικός στη Νότια Αφρική. Το επιχειρηματικό του ταλέντο του επέτρεψε να ευδοκιμήσει και να ευημερήσει, ενώ η σύντομη παραμονή του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία του για την βρετανική κυριαρχία και επιρροή.
Με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλοι ισχυροί άνδρες πριν από αυτόν, ο Ρόουντς ανήλθε στο υψηλότερο κύρος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του και μετά τον θάνατό του, με τις βρετανικές αποικίες που βοήθησε να αποκτηθούν να παίρνουν το όνομά του (όπως η Βολιβία που πήρε το όνομά της από τον Σιμόν Μπολιβάρ), με την περιουσία του στη Νότια Αφρική να γίνεται η πανεπιστημιούπολη του Κέιπ Τάουν και με τη μεγάλη περιουσία του να χρηματοδοτεί την υποτροφία της Οξφόρδης που ονομάστηκε προς τιμήν του, η οποία έχει βοηθήσει στην εκπαίδευση χιλιάδων πολιτικών και επιχειρηματιών από όλη την Αγγλόσφαιρα, με αρχική πρόθεση να τους διαμορφώσει ώστε να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που ο ίδιος ο Ρόουντς σκεφτόταν έναν κόσμο όπου θα κυριαρχούσε η Βρετανία.
Όμως η κληρονομιά του δεν ευδοκίμησε όσο η -σχεδόν θρησκευτική- λατρεία που απέκτησε ο Τσε Γκεβάρα, γιατί η ιδέα του Ρόουντς, του ιμπεριαλιστή επιχειρηματία και πολιτικού, που κάποτε ήταν σεβαστός ως το ιδανικό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, έχει γίνει πλέον ανάθεμα ακόμη και στο ίδιο το ίδρυμα στο οποίο φοίτησε και δώρισε την περιουσία του, γιατί το ευαγγέλιο του εξισωτισμού δεν μπορεί να επιτρέψει τη λατρεία των φυσικών ελίτ, στη δική τους εποχή και στα δικά τους πλαίσια.
Ο Τσε Γκεβάρα, από την άλλη πλευρά, ζώντας γρήγορα και πεθαίνοντας νέος, εστιάζοντας και θυσιάζοντας τον εαυτό του στις ιδέες του, δημιούργησε έναν μύθο γύρω του και για τον εαυτό του, έναν μύθο που άνδρες όπως ο Σέσιλ Ρόουντς δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτύχουν.
Και τώρα, στη λαϊκίστικη εποχή μας, όπου οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες αναδύονται μέσα από την πόλωση των ιδεών και των πεποιθήσεων, όπου ισχυροί άνδρες και μεγιστάνες όπως ο Ρον ΝτεΣάντις και ο Έλον Μασκ μπορούν να ηγούνται χιλιάδων υποστηρικτών και παρόλα αυτά να έχουν προβλήματα να κρατήσουν ή να ασκήσουν εξουσία στις δικές τους σφαίρες επιρροής, το ερώτημα παραμένει: τι μας λείπει το οποίο έχει η Αριστερά;
Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε, αλλά από την Αριστερά λείπει σήμερα αυτό το βασικό στοιχείο: δεν έχει φυσικές ελίτ, δεν έχει caudillos, δεν έχει πραγματικούς ηγέτες.
Μέσα στην ξιπασιά τους, έχουν αναγάγει τύπους όπως ο Κλάους Σβαμπ και ο Σάμιουελ Μπάνκμαν-Φριντ σε ημίθεούς τους, και όταν τελικά έρθει η κοινωνική κατάρρευση που οι ίδιοι προκάλεσαν, δεν θα είναι σε θέση να την αποτρέψουν ή να την μετριάσουν.
Αλλά εδώ είναι το σημείο όπου το καθήκον μας γίνεται σαφές: αν η Αριστερά είναι ένα φανατικό θρησκευτικό κίνημα που επικεντρώνεται στην επιβολή του εξισωτισμού, και αν η Αριστερά έχει τους μάρτυρές της όπως ο Τσε Γκεβάρα, τότε ο αγώνας μας —όπως ακριβώς είπε ο Ρόθμπαρντ— πρέπει να είναι επίσης μια θρησκευτική σταυροφορία, μια σταυροφορία για την υπεράσπιση της ελευθερίας και του πολιτισμού.
Όμως για να δώσεις μια τέτοια μάχη δεν χρειάζεσαι μόνο μαχητές, χρειάζεσαι ηγέτες, τακτικιστές, στρατηγούς. Δεν μπορούν όλοι να γίνουν τέτοιοι, επειδή οι φυσικές μας διαφορές μας κάνουν να έχουμε μια αυθόρμητη κλίση σε διαφορετικές δραστηριότητες και θέσεις στη ζωή, όμως οι ακραίες συνθήκες δημιουργούν ακραίους ηγέτες.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα δεν έγινε ο «Ελ Τσε» από τη μια μέρα στην άλλη, μεταμορφώθηκε από το ταξίδι του στη Λατινική Αμερική, ριζοσπαστικοποιήθηκε από τις κακές συνθήκες διαβίωσης των συνανθρώπων του και δεσμεύτηκε από την κοινή ταυτότητα μιας ενιαίας ηπείρου από το Ρίο Γκράντε μέχρι την Παταγονία. Απλώς έτυχε να πάρει τον λάθος δρόμο και να πολεμήσει για τις λάθος ιδέες, και αντί για ευημερία στις μάζες, το μόνο που έφερε ήταν θάνατο και δυστυχία στην Κούβα, στην Αγκόλα και στη Βολιβία.
Το πρόσωπό του, σύμβολο πλέον, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη σφαγή και τη φτώχεια με περιτύλιγμα ένα ουτοπικό ιδεώδες, αλλά τελικά αποδεικνύει το νόημα αυτού του άρθρου: Ο Τσε ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα σύμβολο.
Εμείς, στη Δεξιά, δεν μπορούμε να τον πάρουμε με το μέρος μας, γιατί αυτό θα ήταν ασυνάρτητο και αντιπαραγωγικό, αλλά πρέπει να καταλάβουμε τι τον έκανε να είναι σύμβολο. Ο Τσε αναδύθηκε υπό τις πιο απίθανες συνθήκες και περιστάσεις. Ο δικός μας Τσε θα αναδυθεί πιθανότατα επίσης από τις πιο απίθανες συνθήκες.
Γιατί αν είναι αλήθεια πως η σύγκρουσή μας με την Αριστερά είναι πράγματι ένας θρησκευτικός αγώνας ενάντια σε ένα φανατικό προοδευτικό δόγμα, τότε θα χρειαστούμε επίσης ηγέτες και μάρτυρες, όπως ακριβώς ήταν ο Τσε για την Αριστερά στο παρελθόν.
Χρειαζόμαστε έναν δικό μας Τσε Γκεβάρα.
