Erik von Kuehnelt-Leddihn: Πώς η δημοκρατία οδηγεί ύπουλα στην τυραννία
Σε μια δημοκρατική πολιτεία, σχεδόν όλες οι ανθρώπινες υποθέσεις τείνουν να ρυθμίζονται από μια ήπια, «συμπονετική» αλλά αποφασιστική κυβέρνηση,
Άρθρο του Erik von Kuehnelt-Leddihn, δημοσιευμένο στις 23 Ιουλίου 2021 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 7'. Ο Erik von Kuehnelt-Leddihn (1909-1999) ήταν Αυστριακός ευγενής και κοινωνικοπολιτικός θεωρητικός που περιέγραψε τον εαυτό του ως εχθρό όλων των μορφών ολοκληρωτισμού και ως «ακραίο συντηρητικό υπερφιλελεύθερο» ή «φιλελεύθερο των άκρων της Δεξιάς». Γνωστός ως «Κινούμενη Εγκυκλοπαίδεια», ο Kuehnelt-Leddihn είχε μια εγκυκλοπαιδική γνώση των ανθρωπιστικών επιστημών και ήταν πολύγλωσσος, ικανός να μιλά οκτώ γλώσσες και να διαβάζει δεκαεπτά ακόμα.
Ο Πλάτων, στην Πολιτεία του, μας λέει ότι η τυραννία προκύπτει, κατά κανόνα, από τη δημοκρατία. Ιστορικά, αυτή η διαδικασία έχει συμβεί με τρεις εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Πριν περιγράψουμε αυτά τα τρία διαφορετικά πρότυπα κοινωνικού μετασχηματισμού, ας ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «δημοκρατία».
Εξετάζοντας το ερώτημα «Ποιος πρέπει να κυβερνήσει», ο δημοκράτης δίνει την απάντησή του: «η πλειοψηφία των πολιτικά ισότιμων πολιτών, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των εκπροσώπων τους». Με άλλα λόγια, η ισότητα και η πλειοψηφία είναι οι δύο θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας. Μια δημοκρατία μπορεί να είναι είτε φιλελεύθερη, είτε μη φιλελεύθερη.
Ο γνήσιος φιλελευθερισμός αποτελεί την απάντηση σε ένα εντελώς διαφορετικό ερώτημα: «Πώς πρέπει να ασκείται η διακυβέρνηση;» Η απάντηση που δίνει είναι: «ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά, η διακυβέρνηση πρέπει να ασκείται με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε άτομο να απολαμβάνει τη μεγαλύτερη ελευθερία, που είναι συμβατή με το κοινό καλό. Αυτό σημαίνει ότι μια απόλυτη μοναρχία θα μπορούσε να είναι φιλελεύθερη (αλλά ελάχιστα δημοκρατική) και μια δημοκρατία θα μπορούσε να είναι ολοκληρωτική, μη φιλελεύθερη και τυραννική, με την πλειοψηφία να διώκει βάναυσα τις μειονότητες.
(Φυσικά, χρησιμοποιούμε τον όρο «φιλελεύθερος» με την οικουμενικά αποδεκτή εκδοχή του, και όχι με την αμερικανική έννοια, η οποία από την εποχή του New Deal έχει διαστρεβλωθεί πλήρως.)
Πώς θα μπορούσε μια δημοκρατία, έστω και αρχικά φιλελεύθερη, να εξελιχθεί σε μια τυραννία ολοκληρωτισμού; Όπως είπαμε στην αρχή, υπάρχουν τρεις τρόποι προσέγγισης, και σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη θα ήταν «οργανικής» φύσης. Η τυραννία θα εξελισσόταν από τον ίδιο τον χαρακτήρα ακόμη και μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας γιατί υπάρχει, από την αρχή, ένα σκουλήκι στο μήλο: η ελευθερία και η ισότητα δεν αναμειγνύονται, πρακτικά αποκλείουν η μία την άλλη. Η ισότητα δεν υπάρχει στη φύση, και επομένως μπορεί να εδραιωθεί μόνο με τη βία. Αυτός που θέλει την γεωγραφική ισότητα πρέπει να δυναμιτίσει βουνά και να επιχωματώσει τις κοιλάδες. Για να αποκτήσετε έναν φυτο-φράκτη ομοιόμορφου ύψους, πρέπει να χρησιμοποιήσετε κλαδευτήρι. Για να επιτευχθούν ίσα μορφωτικά αποτελέσματα σε ένα σχολείο, κάποιος θα έπρεπε να εξαναγκάσει ορισμένους μαθητές σε επιπλέον σκληρή δουλειά ενώ παράλληλα να καθυστερήσει κάποιους άλλους.
Ο πρώτος δρόμος προς την τυραννία
Ο πρώτος δρόμος προς την ολοκληρωτική τυραννία (αν και σε καμία περίπτωση ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος) είναι η βίαιη ανατροπή μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μέσω ενός επαναστατικού κινήματος, κατά κανόνα από ένα κόμμα που υποστηρίζει την τυραννία αλλά δεν μπορεί να κερδίσει την απαραίτητη υποστήριξη σε ελεύθερες εκλογές. Το υπόβαθρο για μια τέτοια βία τίθεται εάν τα υπάρχοντα κόμματα εκπροσωπούν φιλοσοφίες τόσο διαφορετικές που καθιστούν ανέφικτο τον διάλογο και τον συμβιβασμό. Ο Clausewitz είπε ότι οι πόλεμοι είναι η συνέχιση της διπλωματίας με άλλα μέσα, και σε ιδεολογικά διαιρεμένα έθνη οι επαναστάσεις είναι πραγματικά η συνέχεια του κοινοβουλευτισμού με άλλα μέσα. Το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη εξουσία ενός «κόμματος», το οποίο, έχοντας επιτύχει τελικά τον πλήρη έλεγχο, θα μπορούσε ακόμα να αυτοαποκαλείται πολιτικό κόμμα, αναφερόμενο στο κοινοβουλευτικό του παρελθόν, όταν ήταν ακόμα απλώς ένα κομμάτι του πολιτικού τοπίου.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Κόκκινος Οκτώβριος του 1917. Η μπολσεβίκικη πτέρυγα του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος δεν μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές στη δημοκρατική Ρωσική Δημοκρατία του Αλεξάντερ Κερένσκι και ως εκ τούτου πραγματοποίησε πραξικόπημα με τη βοήθεια ενός ηττημένου, ληστρικού στρατού και του ναυτικού, και με αυτόν τον τρόπο εγκαθίδρυσε μια στέρεη σοσιαλιστική τυραννία. Πολλές φιλελεύθερες δημοκρατίες πλήττονται από κομματικές διαμάχες σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι επαναστατικές οργανώσεις να μπορούν εύκολα να καταλάβουν την εξουσία, και μερικές φορές οι πολίτες, για κάποιο χρονικό διάστημα, μοιάζουν χαρούμενοι που το χάος έχει τερματιστεί. Στην Ιταλία η Marcia su Roma (η Πορεία προς την Ρώμη) των Φασιστών, τους έκανε κυρίαρχους της χώρας. Ο Μουσολίνι, ένας σοσιαλιστής, είχε μάθει την τεχνική της πολιτικής κατάκτησης από τους διεθνιστές σοσιαλιστές φίλους του και, δεν αποτελεί έκπληξη, η φασιστική Ιταλία ήταν η δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα, μετά την Βρετανία των Εργατικών (και πολύ πριν τις ΗΠΑ) που αναγνώρισε το Σοβιετικό καθεστώς.
Ο δεύτερος δρόμος προς την τυραννία
Η δεύτερη οδός προς την ολοκληρωτική τυραννία είναι οι «ελεύθερες εκλογές». Μπορεί να συμβεί ένα ολοκληρωτικό κόμμα με μεγάλη δημοτικότητα να αποκτήσει τέτοια δυναμική και τόσες ψήφους ώστε να γίνει νομικά και δημοκρατικά κυρίαρχος μιας χώρας. Αυτό συνέβη στη Γερμανία το 1932 όταν τουλάχιστον το 60 % του εκλογικού σώματος ψήφισε τον ολοκληρωτικό δεσποτισμό: για κάθε δύο εθνικοσοσιαλιστές υπήρχε ένας διεθνιστής σοσιαλιστής με τη μορφή του μαρξιστή κομμουνιστή και ένας άλλος με τη μορφή ενός κάπως λιγότερο μαρξιστή Σοσιαλδημοκράτη. Υπό αυτές τις συνθήκες η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν καταδικασμένη, αφού δεν είχε πια πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να είχε σταματήσει μόνο από μια στρατιωτική δικτατορία (όπως είχε προβλέψει ο στρατηγός φον Σλάιχερ που δολοφονήθηκε αργότερα από τους Ναζί) ή από μια αποκατάσταση της δυναστείας των Χοχεντζόλλερν (όπως σχεδίαζε ο Μπρουνίνγκ). Ωστόσο, εντός του δημοκρατικού και συνταγματικού πλαισίου, η νίκη των Εθνικοσοσιαλιστών ήταν αναπόφευκτη.
Πώς κατάφεραν οι «Ναζί» να κερδίσουν με αυτόν τον τρόπο; Η απάντηση είναι απλή: όντας ένα μαζικό κίνημα που αγωνιζόταν για την απόκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ξεχώρισαν κάποιες αντιδημοφιλείς μειονότητες (όσο μικρότερες, τόσο το καλύτερο) και στη συνέχεια συγκέντρωσαν τη λαϊκή υποστήριξη εναντίον τους. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ήταν «ένα λαϊκό κίνημα βασισμένο στην ακριβή επιστήμη» (λόγια του Χίτλερ), που πολεμούσε εναντίον των ελάχιστων λαομίσητων: των Εβραίων, των ευγενών, των πλούσιων, των κληρικών, των σύγχρονων καλλιτεχνών, των «διανοούμενων», κατηγορίες ανθρώπων συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες, και τέλος ενάντια στους διανοητικά ανάπηρους και τους Τσιγγάνους. Ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν η «νόμιμη εξέγερση» του συνηθισμένου ανθρώπου εναντίον του ασυνήθιστου ανθρώπου, του «λαού» (Volk) εναντίον των προνομιούχων, που επομένως προσέλκυαν τον φθόνο και το μίσος. Θυμηθείτε ότι ο Λένιν, ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ αποκαλούσαν την διακυβέρνησή τους «δημοκρατική» — demokratiya po novomu / democrazia organizzata / deutsche Democratie, αντίστοιχα.
Ο Καρλ Σμιτ, στο 93ο έτος της ηλικίας του, ανέλυσε αυτήν την εξέλιξη σε ένα διάσημο δοκίμιο με τον τίτλο «Η Νόμιμη Παγκόσμια Επανάσταση»: Αυτού του είδους η επανάσταση - η Γερμανική Επανάσταση του 1933 - έρχεται απλώς μέσω της κάλπης και μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα όπου ένα κόμμα προσηλωμένο στην ολοκληρωτική κυριαρχία αποκτά μια σχετική ή απόλυτη πλειοψηφία, και έτσι αναλαμβάνει την κυβέρνηση «δημοκρατικά». Ο Πλάτων έδωσε μια αναφορά σε μια τέτοια διαδικασία που ταιριάζει, με την πιστότητα ενός αντιγράφου της Xerox, με την συνταγματική μετάβαση στη Γερμανία: υπάρχει ο «λαϊκός ηγέτης» που ενστερνίζεται το συμφέρον του «απλού λαού», του «καθημερινού, αξιοπρεπούς ανθρώπου» ενάντια στους δολοπλόκους πλούσιους. Έχει καταξιωθεί ευρέως από τους πολλούς και δημιουργεί μια πολυπληθή σωματοφυλακή, απλά για να προστατεύσει τον εαυτό του και, φυσικά, τα συμφέροντα του «λαού».
Στο όνομα του λαού
Σκεφτείτε τα SA και τα SS του Χίτλερ και επίσης την τάση να εφαρμόζει, όπου ήταν δυνατόν, το πρόθεμα Volk (λαός): Volkswagen (αυτοκίνητο του λαού), Volksempfänger (ραδιόφωνο του λαού), des gesunde Volksempfinden (τα υγιή συναισθήματα του λαού), Volksgericht (λαϊκό δικαστήριο). Περιττεύει να πούμε ότι αυτή η επικοινωνιακή πολιτική συνεχίστηκε στην «Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία» όπου είχαμε μια «Λαϊκή Αστυνομία», έναν «Λαϊκό Στρατό», ενώ τα κράτη-δορυφόροι της Μόσχας ονομάζονταν «Λαϊκές Δημοκρατίες».
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι σε παλαιότερες εποχές μόνο οι ελίτ είχαν την ευκαιρία να κυβερνήσουν και ότι τώρα, επιτέλους, ο απλός άνθρωπος είναι ο κυρίαρχος του πεπρωμένου του, ικανός να απολαύσει τα καλά πράγματα στη ζωή! Δεν έχει σημασία που η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Ένας πολύ υψηλόβαθμος Σοβιετικός αξιωματούχος είπε πρόσφατα σε έναν Ευρωπαίο πρίγκιπα: «Οι πρόγονοί σας εκμεταλλεύτηκαν τον λαό, ισχυριζόμενοι ότι κυβερνούσαν με τη Χάρη του Θεού, αλλά εμείς τα πάμε πολύ καλύτερα, εκμεταλλευόμαστε τους ανθρώπους στο όνομα του λαού».
Ο τρίτος δρόμος προς την τυραννία
Έπειτα, υπάρχει ο τρίτος τρόπος με τον οποίο μια δημοκρατία μετατρέπεται σε ολοκληρωτική τυραννία. Ο πρώτος πολιτικός αναλυτής που προέβλεψε αυτό το, άγνωστο μέχρι εκείνη την εποχή, είδος εξέλιξης ήταν ο Αλέξις ντε Τοκβίλ. Σκιαγράφησε μιαν ακριβή και τρομακτική εικόνα του Χορηγού μας (που κακώς ονομάζεται Κράτος Πρόνοιας) στον δεύτερο τόμο του «Η Δημοκρατία στην Αμερική», που δημοσιεύθηκε το 1835. Μίλησε εκτενώς για μια μορφή τυραννίας που μπορούσε μόνο να περιγράψει, αλλά όχι να κατονομάσει, γιατί δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Ομολογουμένως, χρειάστηκαν αρκετές γενιές μέχρι το δυστοπικό όραμα του Τοκβίλ να γίνει πραγματικότητα.
Οραματίστηκε μια δημοκρατική κυβέρνηση στην οποία σχεδόν όλες οι ανθρώπινες υποθέσεις θα ρυθμίζονταν από μια ήπια, «συμπονετική» αλλά αποφασιστική κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες θα εξασκούσαν την αναζήτηση της ευτυχίας σαν «διστακτικά ζώα», χάνοντας κάθε τους πρωτοβουλία και ελευθερία. Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, είπε, θα μπορούσαν να στρέψουν την οργή τους εναντίον συγκεκριμένων ατόμων, αλλά ο έλεγχος όλων των πτυχών της ζωής των πολιτών ήταν κάτι αδιανόητο υπό την διακυβέρνησή τους. Πρέπει να προσθέσουμε ότι στην εποχή του Tocqueville η τεχνολογία για μια τέτοια παρακολούθηση και ρύθμιση ήταν ανεπαρκώς ανεπτυγμένη. Ο υπολογιστής δεν είχε εφευρεθεί, και έτσι οι προειδοποιήσεις του είχαν μικρή απήχηση τον περασμένο αιώνα.
Ο Tocqueville, ένας γνήσιος φιλελεύθερος και λάτρης της δικαιοσύνης, είχε πάει στην Αμερική όχι μόνο επειδή τον απασχολούσαν οι τάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και λόγω της εκλογικής νίκης του Andrew Jackson, του πρώτου Δημοκρατικού στον Λευκό Οίκο, και του ανθρώπου που εισήγαγε το έντονα δημοκρατικό σύστημα Spoils, ένα πραγματικό κάλεσμα στην διαφθορά. Οι Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ, όπως τόνισε ο Charles Beard, μισούσαν τη δημοκρατία περισσότερο από το προπατορικό αμάρτημα. Τώρα όμως μια γαλλική ιδεολογία, πολύ οικεία στον Τοκβίλ, είχε αρχίσει να κατακτά την Αμερική.
Αυτή η δεινή εξέλιξη προσέλκυσε τον Γάλλο αριστοκράτη στον Νέο Κόσμο, όπου ήθελε να παρατηρήσει την παγκόσμια προέλαση του «δημοκρατισμού», που κατά τη γνώμη του, και προς απογοήτευσή του, θα διείσδυε παντού και θα κατέληγε είτε στο χάος, είτε σε μα Νέα Τυραννία - την οποία ανέφερε ως «δημοκρατικό δεσποτισμό». Ο δρόμος προς το χάος είναι πιο κατάλληλος να τον ακολουθήσουν οι Νοτιοευρωπαίοι και οι Νοτιοαμερικανοί (και συνήθως τερματίζεται σε στρατιωτικές δικτατορίες προκειμένου να αποτραπεί η πλήρης διάλυση), ενώ τα βόρεια έθνη, παρ’ ό,τι διατηρούν όλα τα δημοκρατικά προσχήματα, τείνουν να εγκαθιδρύουν την ολοκληρωτική γραφειοκρατία του προνοιακού κράτους. Η έλλειψη κοινής πολιτικής φιλοσοφίας είναι πιο ευνοϊκή για την ανάπτυξη ολοκληρωτικών επαναστάσεων στο Νότο, όπου οι εμφύλιοι πόλεμοι τείνουν να είναι «η συνέχιση του κοινοβουλευτισμού με άλλα (και πιο βίαια) μέσα», ενώ ο Βορράς είναι μάλλον δοσμένος στις εξελικτικές διαδικασίες, σε μια υφέρπουσα αύξηση της νομότυπης δουλείας και μια μείωση της προσωπικής ελευθερίας και πρωτοβουλίας. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι πολύ πιο παραλυτική από μια απλή προσωποπαγή δικτατορία, στρατιωτική ή άλλη, χωρίς ιδεολογικό και ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Τα καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ, και ορισμένες αυταρχικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, που όλες μαλάκωσαν με την πάροδο των χρόνων, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Υποκύπτοντας στην σκλαβιά
Ο Tocqueville δεν μας είπε πώς ακριβώς μπορεί να επέλθει ο σταδιακός μετασχηματισμός προς την ολοκληρωτική υποτέλεια. Αλλά πριν από 150 χρόνια δεν μπορούσε να προβλέψει ακριβώς ότι το κοινοβουλευτικό σκηνικό θα δημιουργούσε δύο κύριους τύπους κομμάτων: τα κόμματα του Άγιου Βασίλη, κυρίως στην Αριστερά, και τα κόμματα του Σφίξτε το Ζωνάρι, λίγο πολύ στην Δεξιά. Τα κόμματα του Άγιου Βασίλη, με δώρα για τους πολλούς, συνήθως παίρνουν από ορισμένους ανθρώπους για να δώσουν σε άλλους: λειτουργούν με απλοχεριά, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του John Adams. Ο σοσιαλισμός, είτε εθνικός είτε διεθνιστικός, θα ενεργήσει στο όνομα της «διανεμητικής δικαιοσύνης», καθώς και της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και της «προόδου» και έτσι θα αποκτήσει δημοφιλία. Στο κάτω κάτω, δεν πυροβολείς τον Άγιο Βασίλη. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα κόμματα συνήθως κερδίζουν τις εκλογές και οι πολιτικοί που χρησιμοποιούν τα συνθήματα τους είναι αποτελεσματικοί συλλέκτες ψήφων.
Τα κόμματα της συνομοταξίας Σφίξτε το Ζωνάρι, εάν ανέλπιστα κερδίσουν την εξουσία, λειτουργούν γενικά πιο συνετά, αλλά σπάνια έχουν το θάρρος να αναιρέσουν τις πολιτικές των κομμάτων του Άγιου Βασίλη. Οι ψηφοφόροι, που συχνά ευνοούν τα κόμματα του Άη Βασίλη, θα αποσύρουν την υποστήριξή τους εάν τα κόμματα του τύπου Σφίξτε το Ζωνάρι ενεργήσουν ριζοσπαστικά και με ιδεολογική συνέπεια. Συνήθως οι ανοιχτοχέρηδες είναι πιο δημοφιλείς από τους τσιγγούνηδες. Στην πραγματικότητα, τα κόμματα του Άγιου Βασίλη σπάνια ηττώνται εντελώς, αλλά μερικές φορές ηττώνται μόνα τους, εμφανίζοντας άθλιους υποψηφίους, ή προκαλώντας πολιτική αναταραχή ή οικονομική καταστροφή.
Ένας πολιτικοποιημένος Άγιος Βασίλης είναι ένας ζοφερός διαχειριστής. Τα δώρα δεν μπορούν να διανεμηθούν χωρίς γραφειοκρατική ρύθμιση και καταγραφή όλης της χώρας. Αμέτρητες δεσμεύσεις συνδέονται με τα δώρα που «πέφτουν από ψηλά». Το κράτος παρεμβαίνει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης - εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές, επικοινωνία, ψυχαγωγία, διατροφή, εμπόριο, βιομηχανία, γεωργία, οικοδομές, απασχόληση, κληρονομιά, κοινωνική ζωή, γέννηση και θάνατος.
Υπάρχουν δύο πτυχές αυτής της, τεράστιας κλίμακας, παρεμβολής: ο κρατισμός και ο εξισωτισμός, ωστόσο, είναι εγγενώς συνδεδεμένοι αφού για να οργανώσετε την κοινωνία στην εντέλεια, πρέπει να κατεβάσετε τους ανθρώπους στο ίδιο επίπεδο. Έτσι, μια «αταξική κοινωνία» γίνεται ο πραγματικός στόχος και κάθε είδους διάκριση πρέπει να εξαλειφθεί. Όμως, οι διακρίσεις είναι εγγενείς σε μια ελεύθερη ζωή, γιατί η ελευθερία της βούλησης και της επιλογής είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του. Αν παντρευτώ την Μπες αντί για την Ζαν, προφανώς ασκώ διακρίσεις κατά της Ζαν. Αν επιλέγω τον Δρ Nishiyama ως δάσκαλο Ιαπωνικών αντί για τον Δρ O'Hanrahan, κάνω διακρίσεις εναντίον του τελευταίου και ούτω καθεξής. (Δεν πρέπει να εκπλαγείτε εάν μια λυρική σκηνή που θα απορρίψει έναν πυγμαίο τραγουδιστή για τον ρόλο του Siegfried στην όπερα «Ring» του Wagner, βρεθεί να κατηγορείται για ρατσισμό!)
Στην πραγματικότητα, υπάρχoυν μόνο δίκαιες ή άδικες διακρίσεις. Ωστόσο, η εξισωτική δημοκρατία παραμένει ανένδοτη στην ολοκληρωτική πολιτική της. Το αγαπημένο χόμπι των σύγχρονων δημοκρατιών, να τιμωρεί τους συνετούς και των φειδωλούς, ενώ παράλληλα επιβραβεύει τους οκνηρούς, τους κοντόφθαλμους και τους σπάταλους, καλλιεργείται μέσω του κράτους, εκπληρώνοντας ένα δημοκρατικο-εξισωτικό πρόγραμμα, που είναι βασισμένο στην δημοκρατικο-ολοκληρωτική ιδεολογία.
Η δημοκρατική τυραννία, που εξελίσσεται ύπουλα ως μια αργή και ανεπαίσθητη διαφθορά που οδηγεί στον πλήρη κρατικό έλεγχο, είναι επομένως ο τρίτος, και σε καμία περίπτωση ο σπανιότερος, δρόμος προς την πιο σύγχρονη μορφή δουλείας.
Ο Erik von Kuehnelt-Leddihn (1909-1999) ήταν Αυστριακός ευγενής και κοινωνικοπολιτικός θεωρητικός που περιέγραψε τον εαυτό του ως εχθρό όλων των μορφών ολοκληρωτισμού και ως «ακραίο συντηρητικό υπερφιλελεύθερο» ή «φιλελεύθερο των άκρων της Δεξιάς». Γνωστός ως «Κινούμενη Εγκυκλοπαίδεια», ο Kuehnelt-Leddihn είχε μια εγκυκλοπαιδική γνώση των ανθρωπιστικών επιστημών και ήταν πολύγλωσσος, ικανός να μιλά οκτώ γλώσσες και να διαβάζει δεκαεπτά ακόμα.