Οι κλασικοί φιλελεύθεροι ήταν ριζοσπάστες πολέμιοι του μιλιταρισμού
Κατά την κλασική φιλελεύθερη άποψη, ο πόλεμος υπήρξε ανέκαθεν ένα βασικό μέσο με το οποίο το κράτος και οι σύμμαχοί του εκμεταλλεύονται τις παραγωγικές τάξεις.
Ετικέτες: Φιλελευθερισμός, Πόλεμος, Ιστορία
Άρθρο του Ράιαν ΜακΜέηκεν, δημοσιευμένο στις 13/5/2025 από το Mises Institute. Ακούστε αυτό το άρθρο μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά. Χρόνος ακρόασης 20 λεπτά.
Ένα από τα πιο καταστροφικά στοιχεία του συντηρητικού κινήματος στην Αμερική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η αποφασιστικότητά του στο να αποκόψει την ιδεολογία του κλασικού φιλελευθερισμού από τις ιστορικές του ρίζες στην αντι-πολεμική και αντι-επεμβατική εξωτερική πολιτική. Ο φιλελευθερισμός που σήμερα ονομάζουμε κλασικό —η ιδεολογία των Τζον Λοκ, Τόμας Τζέφερσον, Φρεντερίκ Μπαστιά, Ρίτσαρντ Κόμπντεν και Χέρμπερτ Σπένσερ— ήταν συνεπής στην αντίθεσή του στην κρατική εξουσία σε όλες τις σφαίρες, τόσο στην διεθνή όσο και στην εγχώρια.
Αυτό ίσχυε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν οι άνθρωποι που ονομάζονταν φιλελεύθεροι —τώρα γνωστοί ως «κλασικοί φιλελεύθεροι» ή «ελευθεριστές» (λιμπερταριανοί)— χαρακτηρίζονταν από τον αντι-ιμπεριαλισμό, την αυτοσυγκράτηση στις στρατιωτικές δαπάνες και μια γενική φιλοσοφία που τώρα δυσφημείται με τον όρο «απομονωτισμός».
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, το νέο, λεγόμενο συντηρητικό κίνημα, κατάφερε να εξουδετερώσει την παλιά φιλελεύθερη αντίθεση του λεσέ-φερ στις ξένες επεμβάσεις, στο όνομα της καταπολέμησης των κομμουνιστών. Οι συντηρητικοί αντικατέστησαν τις παλιές φράξιες του λεσέ-φερ με μια νέα, ασυνάρτητη ιδεολογία, που ισχυριζόταν ότι ευνοούσε την «ελευθερία και τις ελεύθερες αγορές», ενώ παράλληλα προωθούσε τις αχαλίνωτες στρατιωτικές δαπάνες και τον ατελείωτο παρεμβατισμό στο εξωτερικό. Όλα αυτά, φυσικά, έπρεπε να γίνουν στο όνομα της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας».
Πολλοί Αμερικανοί συντηρητικοί που θεωρούν τους εαυτούς τους «κλασικούς φιλελεύθερους», ή με κάποιον άλλο τρόπο ιδεολογικούς κληρονόμους του λεσέ-φερ, έχουν πέσει θύματα αυτού της ιστορικής παγίδας εδώ και πολλές δεκαετίες.
Η πραγματική ιστορία του κλασικού φιλελευθερισμού: Η εναντίωση στο κράτος και τους πολέμους του
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πόσο τεράστια ήταν στην πραγματικότητα αυτή η μεταστροφή -και τι μεγάλη νίκη ήταν για τις δυνάμεις του μιλιταρισμού- πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το πόσο στενά συνδεόταν η ιδεολογία του λεσέ-φερ φιλελευθερισμού με το αντιπολεμικό αίσθημα κατά τα χρόνια της διαμόρφωσης του φιλελευθερισμού.
Στην ιστορία της πολιτικής σκέψης, ο ιστορικός Ραλφ Ράικο σημειώνει ότι η ιδεολογία που τώρα ονομάζουμε κλασικό φιλελευθερισμό θεωρούσε την αντίθεση στον πόλεμο και τις επεμβάσεις στο εξωτερικό ως κεντρικό της στοιχείο. Ακόμη και γλυκανάλατοι φιλελεύθεροι, όπως ο Βρετανός πρωθυπουργός Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, έθεταν την ειρήνη στο επίκεντρο των πολιτικών τους προγραμμάτων. Ο Ράικο γράφει:
Η εξύμνηση της ειρήνης χαρακτηρίζει το κλασικό φιλελεύθερο κίνημα από τον δέκατο όγδοο αιώνα, τουλάχιστον από τον Τουργκό, και μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, ακόμη και μέχρι τον Γκλάντστοουν, ο οποίος, ειλικρινά, δεν ήταν και τόσο φιλελεύθερος. Το σύνθημά του στη Βρετανία της μέσης Βικτωριανής εποχής ήταν «Ειρήνη, λιτότητα και μεταρρύθμιση».
Αυτός ο φιλειρηνικός φιλελευθερισμός ήταν η τυπική μορφή του φιλελευθερισμού στη Βρετανία μέσω της Σχολής του Μάντσεστερ του Ρίτσαρντ Κόμπντεν, αλλά και στη Γαλλία μέσω εκλαϊκευτών και ακαδημαϊκών, όπως οι ριζοσπαστικοί φιλελεύθεροι εκδότες του πολιτικού περιοδικού Le censeur européen. Στην κορυφή κάθε τεύχους του περιοδικού υπήρχε η φράση «paix et liberté» - ειρήνη και ελευθερία.
Μεταξύ των συντακτών του περιοδικού ήταν ο Charles Dunoyer, μια ηγετική φυσιογνωμία της γαλλικής φιλελεύθερης σχολής—και στενός σύμμαχος του Charles Comte, γαμπρού του Jean Baptiste-Say. Όπως οι περισσότεροι φιλελεύθεροι της εποχής του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Βρετανίας, ο Dunoyer ήταν αντίθετος με τους μόνιμους στρατούς. Έγραψε:
«Ποια είναι η συνεισφορά των μόνιμων στρατών της Ευρώπης; Αυτή συνίσταται σε σφαγές, βιασμούς, λεηλασίες, εμπρησμούς, φαυλότητες και εγκλήματα, στερήσεις, καταστροφές και υποδούλωση των λαών. Οι μόνιμοι στρατοί υπήρξαν η ντροπή και η μάστιγα του πολιτισμού.»
Ομοίως, οι απόψεις του Dunoyer αντικατοπτρίζονταν στα γραπτά του Frederic Bastiat, ο οποίος επεδίωκε να καταργήσει τον μόνιμο στρατό της Γαλλίας. Σε ένα φυλλάδιο του 1847 με τίτλο «Ο Ουτοπικός», ο Bastiat υπενθύμισε στους αναγνώστες του ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι γενικά μια τεράστια σπατάλη χρημάτων και ότι η εκμετάλλευση των φορολογουμένων θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά, εάν το μέγεθος του γαλλικού στρατού μειωνόταν δραστικά. Συγκεκριμένα, ο Bastiat επεδίωξε να καταργήσει «ολόκληρο τον στρατό» με εξαίρεση «ορισμένες εξειδικευμένες μεραρχίες» που θα έπρεπε να στελεχωθούν με εθελοντές, καθώς ο Bastiat, φυσικά, επεδίωκε επίσης να καταργήσει εντελώς τη στρατιωτική θητεία. Ο Bastiat επεδίωξε να αντικαταστήσει τον κρατικό στρατό με μια πολιτοφυλακή ιδιωτών που θα κατείχαν ιδιωτικά όπλα. Όπως το έθεσε ο ίδιος: «Κάθε πολίτης πρέπει να γνωρίζει δύο πράγματα: πώς να εξασφαλίζει τα προς το ζην και πώς να υπερασπίζεται τη χώρα του».
Σε αυτό, ο Μπαστιά απηχούσε τα αμερικανικά αισθήματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, φυσικά, η αντίθεση στον μιλιταρισμό πήρε την μορφή σφοδρής αντίθεσης στην κεντρική στρατιωτική δύναμη και στον αμερικανικό μόνιμο στρατό. Η έλλειψη άμεσης φορολογίας δυσκόλευε επίσης τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου στρατού.
Όπως ξεκαθάρισαν φιλελεύθεροι σαν τον Τζορτζ Μέισον, η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ βασιζόταν κυρίως στην ιδιωτική ιδιοκτησία όπλων και στις τοπικά ελεγχόμενες πολιτοφυλακές των διαφόρων Πολιτειών. Πολιτισμικά, οι Αμερικανοί του δέκατου ένατου αιώνα αντιμετώπιζαν τα ομοσπονδιακά στρατεύματα με υψηλά επίπεδα καχυποψίας. Ενώ θεωρείτο αξιέπαινο να υπηρετήσουν για μια θητεία στις εθελοντικές πολιτοφυλακές, οι Αμερικανοί θεωρούσαν τους ομοσπονδιακούς στρατιώτες πλήρους απασχόλησης ως απατεώνες που ζούσαν από την κρατική ελεημοσύνη. (Η σύγχρονη κουλτούρα της κολακείας των κρατικών υπαλλήλων - τουλάχιστον των στρατιωτικών - και της ευγνωμοσύνης για την «υπηρεσία» τους θα θεωρείτο παράξενη στην κλασική φιλελεύθερη Αμερική του δέκατου ένατου αιώνα.) Αυτές οι επικρίσεις αντανακλούσαν εκείνες πολλών από την πρωτοπόρο γενιά των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου του Τζέιμς Μάντισον, ο οποίος σύμφωνα με τον Ράικο: « έγραψε για τον πόλεμο πως ήταν ίσως ο μεγαλύτερος από όλους τους εχθρούς της δημόσιας ελευθερίας, δημιουργώντας στρατούς, χρέη και φόρους, δηλαδή «τα γνωστά μέσα για να τίθενται οι πολλοί υπό την κυριαρχία των λίγων» ».
Επιπλέον, ο Raico δείχνει ότι οι απόψεις του Dunoyer ήταν τυπικές των φιλελεύθερων της «βιομηχανικής σχολής», η οποία πρωτοστάτησε στην φιλελεύθερη θεωρία της εκμετάλλευσης. Σε αντίθεση με τον σύγχρονο μύθο ότι οι κλασικοί φιλελεύθεροι απέρριπταν τις έννοιες της ταξικής σύγκρουσης, στην πραγματικότητα οι φιλελεύθεροι ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην ιδέα αυτή. Κατά την άποψη αυτή, η τάξη των «φοροφαγάδων» εκμεταλλεύεται την τάξη των «φοροδοτών», η οποία αναγκάζεται να χρηματοδοτεί το κρατικό καθεστώς. Κατά την κλασική φιλελεύθερη άποψη της βιομηχανικής σχολής, ο πόλεμος ήταν ένα βασικό μέσο με το οποίο το καθεστώς και οι σύμμαχοί του εκμεταλλεύονταν τις παραγωγικές τάξεις.
Ο Ράικο σημειώνει ότι «Η θέση υπέρ της ειρήνης ήταν κεντρικής σημασίας στην οπτική γωνία της βιομηχανικής σχολής [...] η επίθεσή της στον μιλιταρισμό και τους μόνιμους στρατούς ήταν άγρια και αμείλικτη». Ο Χέρμπερτ Σπένσερ —ένας Βρετανός φιλελεύθερος που είχε επίσης μεγάλη επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα— μπορεί επίσης να συμπεριληφθεί σε εκείνους που ασπάστηκαν τη θεωρία εκμετάλλευσης της βιομηχανικης σχολής. Για τον Σπένσερ, ο κρατικός πόλεμος είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος και καταστροφικός τόσο για την ελευθερία όσο και για την οικονομική πρόοδο. Ή, όπως συνοψίζει ο Ράικο την άποψη του Σπένσερ:
Ο Σπένσερ πίστευε [...] ότι ο πόλεμος ήταν κατάλληλος μόνο για το πρωτόγονο στάδιο της ανθρωπότητας. Ο Δυτικός κόσμος, ωστόσο, είχε προ πολλού εγκαταλείψει το στάδιο της μαχητικότητας και είχε εισέλθει στο στάδιο της βιομηχανοποίησης [...] . Ο πόλεμος στον σύγχρονο κόσμο ήταν οπισθοδρομικός και καταστροφικός για όλες τις ανώτερες αξίες. Στην αρχή της καριέρας του, το 1848, ο Σπένσερ υποστήριζε, όπως και η σχολή του Μάντσεστερ, ότι οι πόλεμοι προκαλούνταν από την αχαλίνωτη φιλοδοξία της αριστοκρατίας.
Η αναφορά στην αριστοκρατία ήταν επίσης ένα κοινό συναίσθημα μεταξύ των κλασικών φιλελευθέρων, οι οποίοι έβλεπαν την εμμονή του κράτους με τον πόλεμο ως χαρακτηριστικό των απολυταρχικών και αντιφιλελεύθερων κρατών της Ευρώπης.
Ο Ράικο συμμεριζόταν αυτήν την άποψη, σημειώνοντας ότι στον προ-φιλελεύθερο κόσμο, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν απλώς πιόνια που χειραγωγούνταν προς όφελος του κεντρικού κράτους και των φορέων του. Σύμφωνα με τον Ράικο:
Το 1740, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας —που αποκαλείτο «ο Μέγας», πιθανώς [...] επειδή ήταν μαζικός δολοφόνος— βύθισε τον κόσμο στον πόλεμο. Αργότερα, όταν τον ρώτησαν γιατί, είπε «επειδή ήθελα να μιλάνε για μένα». Ήταν εφικτό σε εκείνον τον κόσμο, πριν από τον φιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό, να μιλούν για τον πόλεμο με αυτούς τους όρους, επειδή ο φιλελευθερισμός και η φιλελεύθερη ιδεολογία δεν είχαν ακόμη απεικονίσει τον πόλεμο ως κάτι φρικτό.
Η παράδοση των αρχουσών τάξεων να αντιμετωπίζουν τον πόλεμο με μια ιδιότροπη στάση ήταν ο κανόνας πριν από την άνοδο του φιλελευθερισμού τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο μεγάλος Γάλλος φιλελεύθερος Μπεντζαμίν Κονστάντ σημειώνει αυτή τη στάση μεταξύ των ηγεμόνων του αρχαίου κόσμου. Όπως το θέτει ο Ράικο, ο Κονστάντ πίστευε ότι «οι αρχαίοι, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, παρ’ όλα τα επιτεύγματά τους, ήταν βασικά κοινωνίες που βασίζονταν στον πόλεμο και στη συνεχή πολεμική δράση, η οποία περιελάμβανε, φυσικά, τον ιμπεριαλισμό και τη λεηλασία άλλων κοινωνιών». Αυτές οι κοινωνίες δεν κατανοούσαν την αξία των αγορών και της οικειοθελούς ανταλλαγής, όπως οι φιλελεύθεροι, κι έτσι αυτές οι κοινωνίες οικοδόμησαν τα συστήματα αξιών τους γύρω από τον πόλεμο, την σύγκρουση και την βία. Όπως το έθεσε ο Κονστάντ:
Επομένως, ο πόλεμος προηγείται χρονικά του εμπορίου. Το ένα είναι η άγρια παρόρμηση, το άλλο ο πολιτισμένος υπολογισμός [...] Η Ρωμαϊκή Πολιτεία, χωρίς εμπόριο, χωρίς επιστολές, χωρίς άρθρα, χωρίς καμία εσωτερική ασχολία εκτός από τη γεωργία [...] και πάντα απειλούμενη ή απειλητική, ασχολείτο με αδιάλειπτες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Λούντβιχ φον Μίζες αναγνώρισε κι εκείνος την αρχαία ενασχόληση με τον πόλεμο όταν, στο βιβλίο του «Φιλελευθερισμός», αντικρούει ευθέως τον αρχαίο Έλληνα Ηράκλειτο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι «ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ο βασιλιάς των πάντων». Αντίθετα, ο Μίζες γράφει ότι «H ειρήνη, κι όχι ο πόλεμος, είναι ο πατέρας των πάντων».
Ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ επανέλαβε αυτά τα συναισθήματα. Στην ιστορία του για την μεταπολεμική δεξιά πτέρυγα της Αμερικής, ο Ρόθμπαρντ θυμάται την τότε συνειδητοποίησή του ότι η ιδεολογία της πολεμοχαρούς δράσης δεν ήταν καθόλου μια σύγχρονη επινόηση. Αντίθετα, η σύγχρονη μιλιταριστική συναίνεση των σοσιαλδημοκρατών και των συντηρητικών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο «ήταν μια επιστροφή στο παλιό δεσποτικό ancien regime». Και συνεχίζει:
Αυτό το ancien regime ήταν η Παλαιά Τάξη, ενάντια στην οποία τα φιλελεύθερα και λεσέ-φερ κινήματα του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα είχαν αναδυθεί ως επαναστατική αντιπολίτευση: Μια αντιπολίτευση υπέρ της οικονομικής ελευθερίας και της ατομικής ελευθερίας. Ο Τζέφερσον, ο Κόμπντεν και ο Θορώ, ως πρόγονοί μας, υπήρξαν πρόγονοι με περισσότερους από έναν τρόπους· διότι, τόσο εμείς όσο και εκείνοι, πολεμούσαμε ενάντια σε έναν μερκαντιλιστικό κρατισμό που εγκαθίδρυε τον γραφειοκρατικό δεσποτισμό και τα εταιρικά μονοπώλια στο εσωτερικό και διεξήγαγε ιμπεριαλιστικούς πολέμους στο εξωτερικό.
Με τον όρο «εμείς», ο Ρόθμπαρντ εννοούσε τους ελευθεριστές —τους αληθινούς κληρονόμους των κλασικών φιλελευθέρων— και όχι τους συντηρητικούς της «Νέας Δεξιάς».
Σε αυτό, ο Ρόθμπαρντ απηχούσε επίσης τους αντι-ιμπεριαλιστές της Αμερικής στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, οι οποίοι προσπάθησαν να περιορίσουν την τάση της Αμερικής προς τον μιλιταρισμό και τον παγκόσμιο επεμβατισμό ευρωπαϊκού τύπου. Ο Ράικο σημειώνει ότι το αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα επικεντρώθηκε στους κλασικούς φιλελεύθερους Έντουαρντ Άτκινσον —έναν οπαδό της Σχολής του Μάντσεστερ— και Ε.Λ. Γκόντκιν του περιοδικού The Nation, το οποίο ο Ράικο περιγράφει ως «την κορυφαία έκδοση των κλασικών φιλελευθέρων» στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την εποχή.
Ίσως όμως η πιο διάσημη επίθεση κατά της στροφής της Αμερικής προς τον παγκόσμιο μιλιταρισμό - όπως φαίνεται από τον πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον της Ισπανίας το 1898 - ήταν το έργο του William Graham Sumner. Ο Sumner, ένας επιδραστικός κλασικός φιλελεύθερος και κοινωνιολόγος του Yale, έδωσε μια διάλεξη στο Yale το 1899 με τίτλο «Η Κατάκτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ισπανία». Ο τίτλος ήταν ένα λογοπαίγνιο, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ, από στρατιωτικής άποψης, είχαν νικήσει εύκολα τον ισπανικό στρατό. Ωστόσο, ο Sumner φοβόταν ότι στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ —ή τουλάχιστον τα γρήγορα εξαντλημένα αντιπολεμικά αισθήματα της ρεπουμπλικανικής Αμερικής— είχαν ηττηθεί στον πόλεμο. Ο Sumner υποστήριξε ότι οι Αμερικανοί είχαν εγκαταλείψει τον περιορισμό του λεσέ-φερ φιλελευθερισμού υπέρ, όπως το θέτει ο Raico, «του μεγαλείου της αυτοκρατορίας». Αυτό θα ήταν ελκυστικό για όσους απολάμβαναν την κρατική εξουσία και το κρατικό κύρος, φυσικά, όμως ο Sumner σημειώνει πως αυτά συνοδεύονταν από ένα τίμημα: «τον πόλεμο, το κρατικό χρέος, την φορολογία, την διπλωματία, ένα μεγάλο κυβερνητικό σύστημα, την πομπώδη δόξα, ένα μεγάλο στρατό και ναυτικό, τις άφθονες δαπάνες, την πολιτική αχρειότητα - με μια λέξη, τον ιμπεριαλισμό».
Η μεταπολεμική ήττα των αντι-επεμβατικών κλασικών φιλελευθέρων
Περιττό να πούμε ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι Αμερικανοί —τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς— θα θεωρούσαν τις ιδέες των φιλελεύθερων του δέκατου ένατου αιώνα γραφικές.
Η σύγχρονη νοοτροπία αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο των δυνάμεων του μιλιταρισμού και του επεμβατισμού επί του πνεύματος του λεσέ-φερ.
Πώς και πότε συνέβη αυτό; Στην Αριστερά, το παλιό πνεύμα της ειρήνης και αντι-επεμβατικής στάσης καταστράφηκε πρώτα από τις πολεμικές προσπάθειες του Γούντροου Γουίλσον στον Μεγάλο Πόλεμο. Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο ήρθε με τον ενθουσιασμό της κυβέρνησης Ρούσβελτ για τον πόλεμο, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη.
Στη Δεξιά, ωστόσο, το τέλος του φιλελεύθερου αντιπολεμικού αισθήματος ήταν πιο σταδιακό. Στη Δεξιά, το κλασικό φιλελεύθερο ένστικτο υπέρ της ειρήνης καταστράφηκε από την άνοδο του συντηρητικού κινήματος.
Ο Murray Rothbard περιγράφει αυτή τη διαδικασία στο βιβλίο του «Η Προδοσία της Αμερικανικής Δεξιάς». Ο Rothbard δείχνει ότι ενώ η λεγόμενη Νέα Δεξιά περιλάμβανε τους παλιούς αντι-επεμβατικούς, φιλελεύθερους συνασπισμούς της ελεύθερης αγοράς - τους ανθρώπους που συνδέονταν περισσότερο με τον ιστορικό κλασικό φιλελευθερισμό - αυτή δεν ήταν η κυρίαρχη παράταξη. Αντίθετα, αυτή η Νέα Δεξιά, σε αντίθεση με την Παλιά Δεξιά, κυριαρχήθηκε από μια «ολοένα και πιο ισχυρή ομάδα πρώην κομμουνιστών και πρώην αριστερών». Αυτός ο νέος συντηρητισμός στηριζόταν κυρίως στις μομφές περί φιλο-κομμουνισμού και στην οικοδόμηση της κρατικής εξουσίας για την καταπολέμηση των κομμουνιστών (τόσο πραγματικών όσο και φανταστικών) τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Όλα αυτά τελικά επιβεβαιώθηκαν και εδραιώθηκαν από την άνοδο του William F. Buckley, Jr. ως του κορυφαίου θεωρητικού του λεγόμενου συντηρητικού κινήματος. Για τον Buckley - ο οποίος ζητούσε τον ολοκληρωτισμό στο όνομα της διεξαγωγής του Ψυχρού Πολέμου - το λεσέ-φερ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα βολικό και κυνικό δόλωμα για να το πετάξει σε όσους είχαν απομείνει από τους λεσέ-φερ φιλελεύθερους, προκειμένου να τους κρατήσει εντός της δεξιάς πτέρυγας.
Αυτό χρησίμευσε για να εξουδετερώσει το κίνημα του λεσέ-φερ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και αυτή η νέα ιδεολογία του συντηρητισμού χρησίμευσε για να διαχωρίσει τον παλιό φιλελευθερισμό του λεσέ-φερ από τις ιστορικές αντιπολεμικές του ρίζες.
Αυτή η μετατόπιση μπορεί ακόμη και σήμερα να παρατηρηθεί στον τρόπο με τον οποίο το συντηρητικό κίνημα, και ο πολιτικός του βραχίονας, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έχουν επιτύχει να πλασάρουν με μια πατίνα «ελευθερίας και ελεύθερων αγορών» αυτό που παραμένει ουσιαστικά ένα φιλο-κρατικιστικό, μιλιταριστικό κίνημα υπέρ της «διάδοσης της δημοκρατίας», μέσω ενός ισχυρού στρατιωτικού κατεστημένου και ενός κράτους εσωτερικής επιτήρησης. Οι ρίζες του βρίσκονται στον φιλο-κρατικιστικό, μαχητικό αντικομμουνισμό της δεκαετίας του 1950. Αυτό συνεχίζει να αντικατοπτρίζεται στο σημερινό συντηρητικό κίνημα.
Για δεκαετίες, αυτός ο συντηρητικός συνασπισμός υπερασπιζόταν την ολοένα και περισσότερη ομοσπονδιακή εξουσία στο όνομα της ήττας των κομμουνιστών. Η ίδια αυτή παρόρμηση μεταφέρθηκε στη συνέχεια απρόσκοπτα στον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και στον νέο κατασκοπευτικό μηχανισμό του, που αναπτύχθηκε εναντίον των Αμερικανών πολιτών μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ακόμα και ο σημερινός συνασπισμός «MAGA», ο οποίος είναι σχετικά λιγότερο κακός από τους πολεμοχαρείς συνασπισμούς του παρελθόντος του Μπους και του Νίξον, υπόσχεται όλο και περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες και ακόμη περισσότερη ομοσπονδιακή επιτήρηση στο όνομα της «εσωτερικής ασφάλειας». Άλλωστε, ένα ομοσπονδιακό κράτος ασφάλειας και κατασκοπείας είναι πιθανώς απαραίτητο για να συλλαμβάνονται άτομα που γράφουν άρθρα γνώμης υπέρ της Χαμάς, ή αλλοδαποί που μπορεί να βρήκαν δουλειά χωρίς τα κατάλληλα ομοσπονδιακά έγγραφα.
Η Αριστερά, φυσικά, έχει χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον δρόμο της από αυτή την άποψη. Ό,τι αντιπολεμικό κίνημα υπάρχει περιστασιακά στην Αριστερά τείνει να εξαφανίζεται εντελώς κάθε φορά που υπάρχει ένας Δημοκρατικός στον Λευκό Οίκο. Ακόμα χειρότερα, η Αριστερά προσπαθεί τώρα να νικήσει τη Δεξιά στο δικό της παιχνίδι - η Αριστερά κατηγορεί πλέον συστηματικά τους ιδεολογικούς αντιπάλους της ότι είναι ξένοι πράκτορες, σε βαθμό που θα μπορούσε ακόμη και να κάνει τον Μακάρθι να αμφιβάλλει.
Μεταξύ των συντηρητικών, ωστόσο, φαίνεται να μην υπάρχει γωνιά του πλανήτη που να μην απαιτεί την επέμβαση των ΗΠΑ. Αυτή η στάση συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι πολλοί υποστηρικτές του κινήματος «Πρώτα η Αμερική» ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν μια μινιμαλιστική εξωτερική πολιτική. Δεν υπάρχει τίποτα το μινιμαλιστικό, ωστόσο, στις συνεχιζόμενες επεμβάσεις, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ουκρανία, όπου ο επικεφαλής του κινήματος «Πρώτα η Αμερική» έχει υπογράψει μια νέα συμφωνία για τα ορυκτά που θα κρατήσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ εμπλεκόμενη εκεί επ' αόριστον. Δεν υπάρχει τίποτα από το πνεύμα του «Πρώτα η Αμερική» στην απεριόριστη στρατιωτική βοήθεια προς ένα ισραηλινό κράτος, το οποίο δεν κουράζεται ποτέ να προσπαθεί να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμη περισσότερο στους περιφερειακούς πολέμους του. Δεν υπάρχει τίποτα από το «Πρώτα η Αμερική» στις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να εξασφαλίσει έναν στρατιωτικό προϋπολογισμό τρισεκατομμυρίων δολαρίων και να συνεχίσει να χρηματοδοτεί ένα αρχιπέλαγος εκατοντάδων αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε όλη την Ευρώπη και την Ασία.
Φυσικά, οποιοσδήποτε αληθινός κλασικός φιλελεύθερος —οποιοσδήποτε αληθινός αντίπαλος της ανεξέλεγκτης κρατικής εξουσίας, από τον Σπένσερ μέχρι τον Τζέφερσον, τον Κόμπντεν και τον Μπαστιά— θα κατήγγειλε τον μόνιμο στρατό, τα εξοντωτικά στρατιωτικά έξοδα και τον de facto ιμπεριαλισμό του ατέρμονου παγκόσμιου παρεμβατισμού. Φυσικά, αν βρίσκονταν εδώ για να το κάνουν αυτό, πιθανότατα θα καταγγέλλονταν οι ίδιοι από τους συντηρητικούς, οι οποίοι θα αποκαλούσαν αυτούς τους πρωτοπόρους του λεσέ-φερ «αφελείς ειρηνιστές» και ίσως ακόμη και «προδότες», επειδή δεν ασπάζονται την ιδέα ενός ισχυρού αμερικανικού κρατικού μηχανισμού.