Ο ρεαλισμός ως φιλελεύθερη εξωτερική πολιτική
Οι ΗΠΑ απόλαυσαν μια σχεδόν άνευ προηγουμένου περίοδο αδιαμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Αυτή η εποχή, όπως θα όφειλε, τελειώνει.
Ετικέτες: Πόλεμος, Ιστορία, Φιλελευθερισμός
Άρθρο του Άαρον Σόμπτσακ, δημοσιευμένο στις 19/4/2025 από το Mises Institute.
Ακούστε αυτό το άρθρο στα ελληνικά μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Στον χαοτικό κόσμο των διεθνών σχέσεων, αρκετές σχολές σκέψης κυριαρχούν στον γεωπολιτικό διάλογο. Οι παρεμβατιστές όλων των αποχρώσεων επιθυμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αστυνομεύουν τον κόσμο σε κάποιο βαθμό, προειδοποιώντας παράλληλα για τους κινδύνους του «απομονωτισμού». Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσείουν την ίδια αυτή εξουσία, όταν η βασισμένη σε κανόνες τάξη συγκρούεται με τις ιδιοτροπίες της Ουάσινγκτον. Ο φιλελεύθερος θα πρέπει να έχει έναν υγιή σκεπτικισμό για το κράτος και να αναγνωρίζει τις προσπάθειες για περαιτέρω επέκταση της γεωγραφικής του δικαιοδοσίας ως μια επίθεση κατά της ελευθερίας. Την φιλελεύθερη θέση για την εξωτερική πολιτική θα πρέπει να διαμορφώνει μια υγιής κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, της δημόσιας επιλογής και των κινήτρων της εξουσίας, οδηγώντας τους φιλελεύθερους να υποστηρίζουν ένα όραμα συγκρατημένου ρεαλισμού και όχι ενός ιδεαλιστικού παρεμβατισμού.
Οι παρεμβατιστές επισημαίνουν συνεχώς τις ενέργειες της Ρωσίας, του Ιράν, της Κίνας και άλλων ανταγωνιστών σαν αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να ενεργήσουν αρκετά επιθετικά. Αυτό το συναίσθημα αγνοεί την ιστορία και τοποθετεί τους παγκόσμιους παράγοντες σε παραμυθένιες κατηγορίες «καλών» και «κακών». Μολονότι έχουν υπάρξει κακοί παράγοντες σε όλη την ιστορία, ο φιλελεύθερος θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι οι κρατικοί παράγοντες σε οποιαδήποτε κυβέρνηση σχεδόν πάντα ενεργούν από ιδιοτελές συμφέρον, με τις ιδεολογικές προτιμήσεις να λειτουργούν σαν εργαλεία, για να δικαιολογούν τις εν λόγω ενέργειες και να συγκεντρώνουν πολιτική υποστήριξη.
Οι υποστηρικτές της γεωπολιτικής πρωτοκαθεδρίας και της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας παραβλέπουν εντελώς αυτό το σημείο. Ο Αμερικανός υπέρμαχος της πρωτοκαθεδρίας τοποθετεί σταθερά τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κατηγορία του «καλού παράγοντα» και, ως εκ τούτου, συνήθως πιστεύει ότι η Ουάσινγκτον δικαιολογείται να θέτει τις προτιμήσεις της πάνω από εκείνες άλλων παραγόντων, ενώ συχνά χαρακτηρίζει άλλα έθνη ως «κακοποιά» ή τουλάχιστον ως επιθετικούς ανταγωνιστές που τους αξίζει η αμερικανική επικυριαρχία. Αυτό το σκεπτικό αγνοεί τα δυνητικά εύλογα αιτήματα άλλων κρατών και διαιωνίζει το μύθευμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα που συνήθως βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας και που απλώς θέλει να διατηρήσει την παγκόσμια ειρήνη και δημοκρατία.
Η διεθνής σοσιαλδημοκρατία τείνει να βλέπει την ανθρώπινη φύση μέσα από ένα πιο επιεικές πρίσμα. Οι οπαδοί του προέδρου Γουίλσον, οι οποίοι υποστήριξαν την αποτυχημένη Κοινωνία των Εθνών, πίστευαν ότι η διεθνής συνεργασία μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος διακυβέρνησης και λογοδοσίας θα μπορούσε να λύσει τα παγκόσμια προβλήματα. Το κύριο πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι εντέλει η δημόσια επιλογή. Ενώ ο Γουίλσον υποστήριζε στα λόγια την αυτοδιάθεση, άσκησε την αμερικανική εξουσία στη σφαίρα επιρροής της Αμερικής χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αυτοδιάθεση. «Βοήθησα να γίνει το Μεξικό ασφαλές για τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα το 1914», δήλωσε ο πρώην στρατηγός του Σώματος Πεζοναυτών του Γουίλσον, Σμέντλι Μπάτλερ. Και συνέχισε:
Βοήθησα να γίνουν η Αϊτή και η Κούβα αξιοπρεπή μέρη για να εισπράττουν έσοδα τα παιδιά της National City Bank. Βοήθησα στην εκκαθάριση της Νικαράγουας για τον τραπεζικό οίκο των Brown Brothers... Έφερα το φως στην Δομινικανή Δημοκρατία υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων της βιομηχανίας ζάχαρης το 1916.
Επιπλέον, οι Δυτικές δυνάμεις που προσυπέγραψαν τους κανόνες που έθεσε η Κοινωνία των Εθνών ήταν ακόμη σταθερά ιμπεριαλιστικές και δεν έσπευδαν να περιορίσουν η μία τις ιμπεριαλιστικές τάσεις της άλλης. Η εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία το 1935 το κατέδειξε αυτό, καθώς ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ ζήτησε βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών, αλλά κανένας δεν ήθελε να αντιταχθεί στον -επίσης μέλος της- Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, ένας ακόμα διεθνιστής, κατέστρεψε με περιβόητο τρόπο τη Λιβύη και δημιούργησε το ISIS στη Συρία υποστηρίζοντας ομάδες ανταρτών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εκεί.
Τόσο οι υπέρμαχοι της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ όσο και οι σοσιαλδημοκράτες διεθνιστές πέφτουν σε ουτοπικές πλάνες σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Το απεριόριστο όραμα για την ανθρωπότητα, όπως στηλιτεύεται από τον Thomas Sowell, υποθέτει ότι η ανθρωπότητα είναι τελειοποιήσιμη και ότι θα πρέπει να κυβερνάται ως τέτοια. Η σχολή της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως εκ φύσεως καλές, ή τουλάχιστον φωτισμένες, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος χρειάζεται να κυριαρχείται και να ελέγχεται. Ο σοσιαλδημοκρατικός διεθνισμός θεωρεί τον κόσμο ως τελειοποιήσιμο, αρκεί απλά να θεσπιστούν οι σωστοί κανόνες για να περιοριστούν οι κακοί παράγοντες.
Το κραυγαλέο πρόβλημα και με τις δύο αυτές θεωρίες είναι ότι οι άνθρωποι —οι οποίοι έχουν μια ελαττωματική φύση από την εποχή του Αδάμ— είναι εκείνοι που δημιουργούν αυτούς τους θεσμούς και τα συστήματα διακυβέρνησης. Επομένως, αυτοί οι θεσμοί θα λειτουργήσουν φυσικά για να εξυπηρετήσουν τους δημιουργούς τους. Εξαιτίας αυτού, ο συγκρατημένος ρεαλιστής θεωρεί τα διεθνή συστήματα ως δυνητικά χρήσιμα αλλά εξίσου δυνητικά επικίνδυνα.
Δεν είναι ότι οι υπέρμαχοι της συγκράτησης δεν πιστεύουν ποτέ σε καθολικά ηθικά πρότυπα, αλλά ότι οι ισχυρότερες δυνάμεις μπορούν να αγνοήσουν τα πρότυπα όπως τις βολεύει, με την επιλεκτική τους επιβολή να χρησιμεύει απλά στην αύξηση της ανισορροπίας των δυνάμεων. Υπό την φιλοσοφία του ρεαλισμού, το συγκρατημένο όραμα του Thomas Sowell για την ανθρώπινη φύση βρίσκει την σκέπη του, μαζί με την κατανόηση ότι οι άνθρωποι συνήθως ενεργούν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον και όχι τον αλτρουισμό.
Επιπλέον, η πραγματικότητα και η αναγκαιότητα ενός επερχόμενου πολυπολικού κόσμου θα πρέπει να είναι προφανείς σε όλους, αλλά συνήθως οι ρεαλιστές είναι που τις αναγνωρίζουν επαρκώς. Οι ΗΠΑ απόλαυσαν μια σχεδόν άνευ προηγουμένου περίοδο αδιαμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Αυτή η εποχή τελειώνει, όπως θα όφειλε, και η Ουάσινγκτον πρέπει να προετοιμαστεί αναλόγως. Ο ρεαλιστής καθηγητής Τζον Μερσχάιμερ περιέγραψε το πώς θα έπρεπε να ενεργούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν πολυπολικό κόσμο, δηλώνοντας ότι η Ουάσινγκτον θα πρέπει να λειτουργεί με «στρατηγική ενσυναίσθηση», που σημαίνει ότι οι Αμερικανοί πρέπει να αναγνωρίζουν τις δυνητικά νόμιμες ανησυχίες ασφαλείας των εχθρών τους. Συγκεκριμένα, ο Μερσχάιμερ έχει επισημάνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να προβλέψουν την πρόσφατη κλιμάκωση της Ρωσίας στην Ουκρανία επειδή «λίγοι Αμερικανοί υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής είναι ικανοί να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση του κ. Πούτιν». Το να βλέπουμε τους εχθρούς της Αμερικής ως μη δικαιούμενους να έχουν νόμιμες ανησυχίες ασφαλείας χρησιμεύει μόνο στην αποξένωση των Ηνωμένων Πολιτειών και στο στρίμωγμα των εχθρών τους στην γωνία, αναγκάζοντάς τους να ενεργήσουν αναλόγως.
Οι πολιτικοί παράγοντες θέλουν να αφήνουν πίσω τους μια κληρονομιά, είτε αυτή η κληρονομιά είναι φαντασιακή είτε όχι. Είναι απολύτως λογικό να υποθέσουμε ότι ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, ήθελε η επέκταση του ΝΑΤΟ να είναι η κληρονομιά του, ότι χρησιμοποίησε τη Συνεργασία για την Ειρήνη ως προσωρινό μέτρο και ότι αργότερα ανάγκασε τον Μπόρις Γέλτσιν να υπογράψει τον Ιδρυτικό Νόμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα παραβίασε την υπόσχεση του Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ να μην μετακινήσει το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Εξετάζοντας τις ανησυχίες της Ρωσίας με στρατηγική ενσυναίσθηση, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ότι η Ρωσία δεν ήθελε μια συσσώρευση όπλων του αντιπάλου στο κατώφλι της. Παρόλα αυτά, ο Μπιλ Κλίντον πιθανότατα ήθελε μια διεθνή κληρονομιά.
Η δημιουργία μιας κληρονομιάς μπορεί επίσης να φανεί στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας του Προέδρου Μπους. Δεν υπήρξαν ποτέ όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, το Ιράκ δεν βοήθησε τους επιτιθέμενους της 11ης Σεπτεμβρίου και ο Σαντάμ ήταν ένας αρκετά καλός σύμμαχος για την Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Παρόλα αυτά, ο Μπους χρειαζόταν ένα αποδεικτικό στοιχείο για να διασφαλίσει ότι είχε την απαραίτητη πολιτική βούληση να εισβάλει και να καταλάβει το Ιράκ, διαβρώνοντας παράλληλα τις αμερικανικές πολιτικές ελευθερίες μέσω του Νόμου Patriot.
Η μελέτη της εξωτερικής πολιτικής ή των διεθνών σχέσεων πρέπει να πηγάζει από την συνειδητοποίηση ότι το κράτος ενεργεί σχεδόν αποκλειστικά για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και να εκφοβίσει τον πιθανό ανταγωνισμό μέσω της βίας ή της απειλής βίας. Ο Joseph Schumpeter διερευνά το πώς αυτό σχετίζεται με τον ιμπεριαλισμό, συγκεκριμένα στο έργο του Imperialism and Social Classes: «Δημιουργημένη από πολέμους που την χρειάζονταν, η (κρατική) μηχανή τώρα δημιουργούσε τους πολέμους που χρειαζόταν».
Αυτό το απόφθεγμα μπορεί να αποδοθεί στην πρώιμη ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς ακόμη και πριν επινοηθεί ο όρος «Manifest Destiny» το 1845 (σ.σ. το δόγμα του 19ου αιώνα ότι η επέκταση των ΗΠΑ σε όλη την αμερικανική ήπειρο ήταν ταυτόχρονα δικαιολογημένη και αναπόφευκτη), οι Αμερικανοί ενεργούσαν σαν η βορειοαμερικανική ήπειρος να ήταν δική τους για να την διαφεντεύουν. Η κυριαρχία επί των ιθαγενών πληθυσμών δεν είναι με κανέναν τρόπο αποκλειστικά αμερικανική. Ωστόσο, οι Αμερικανοί το έκαναν με τόσο μοναδική αλαζονεία, που κατέστησε αναγκαία τη δημιουργία του όρου «Manifest Destiny» για να περιγράψει το φαινόμενο.
Το αποκαλούμενο «χωνάκι παγωτού που γλείφεται μόνο του», δηλαδή το κρατικός μηχανισμός διεξαγωγής πολέμων υπάρχει σχεδόν σε κάθε σύγχρονο πολιτισμό σε όλη την ιστορία. Οι ΗΠΑ ανταγωνίστηκαν τους Ιάπωνες και τους Γερμανούς με μια ψευδή ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και προκάλεσαν την οργή της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Έτσι, η Ιαπωνία έγινε απειλή. Το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο για να ξεριζώσει την Παλαιστινιακή Αρχή για την Απελευθέρωση και δημιούργησε την απειλή της Χεζμπολάχ - μια απειλή που εξακολουθεί να δίνει στο Ισραήλ την δικαιολογία για την κατοχή και τον βομβαρδισμό τμημάτων του Λιβάνου μέχρι σήμερα. Η Ειρηνευτική Συμφωνία του Ντέιτον δημιουργήθηκε μόνο αφότου οι προηγούμενες, πιο δίκαιες συμφωνίες απορρίφθηκαν από τα κόμματα που υποστηρίζονταν από την Αμερική/το ΝΑΤΟ. Οι συμφωνίες του Ντέιτον κατέστησαν αναγκαία τη βαριά εμπλοκή των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στη Βοσνία μέχρι σήμερα.
Ο μεγάλος Murray Rothbard διατύπωσε την φιλελεύθερη στάση έναντι των πολέμων ως σχεδόν κατηγορηματικά υπέρ της ειρήνης, καθώς τα κράτη που εμπλέκονται σε πολέμους εμπλέκονται φυσικά σε περαιτέρω επιθετικότητα εναντίον των πολιτών τους μέσω πρόσθετης φορολογίας, στρατολόγησης, εθνικοποίησης βιομηχανιών, κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων κ.λπ. «Ο φιλελεύθερος στόχος, λοιπόν, θα πρέπει να είναι, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες αιτίες οποιασδήποτε σύγκρουσης, να πιέζονται τα κράτη να μην εκκινούν πολέμους εναντίον άλλων κρατών», έγραψε ο Rothbard στο The Ethics of Liberty. «Και, σε περίπτωση που ξεσπάσει πόλεμος, να πιέζονται (τα κράτη) να ζητούν την ειρήνη και να διαπραγματεύονται μια κατάπαυση του πυρός και μια ειρηνευτική συνθήκη το συντομότερο δυνατό». Αυτός ήταν ο στόχος σύμφωνα με αυτό που ο Rothbard ονόμασε «παλιομοδίτικους διεθνείς νόμους του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα».
Αντί να επιδιώκουν μια ειρηνική συνύπαρξη με έθνη που είναι πολιτισμικά διαφορετικά, οι υπέρμαχοι της πρωτοκαθεδρίας στην Δύση βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες (και τα κράτη-αντιπροσώπους τους) ως τους μόνους άξιους να έχουν περιφερειακή επιρροή και πιστεύουν ότι τα άλλα έθνη πρέπει να υποταχθούν ή να γίνουν μάρτυρες της οργής του αμερικανικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Ο φιλελεύθερος ρεαλιστής θα πρέπει να επιδιώκει την διατήρηση του προτύπου της ειρήνης του Rothbard, υιοθετώντας τη στρατηγική ενσυναίσθηση και αφαιρώντας τις σωβινιστικές παρωπίδες που περιορίζουν την ιστορική προοπτική και παρουσιάζουν τη χώρα τους ως πάντα δικαιολογημένη στις πράξεις της, και τους εχθρούς της ως τους αδικαιολόγητα επιτιθέμενους.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι οι ιστορικοί νικητές συχνά προωθούν κάποιες αφηγήσεις. Οι φιλελεύθεροι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τις κρατικές αφηγήσεις, επειδή γνωρίζουν ότι αυτές συχνά συσκοτίζουν την αλήθεια και μπερδεύουν τον πληθυσμό, δίνοντας στην πολιτική ελίτ αυξημένη ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια συγκρούσεων για να επιδιώξει την εθνική πρωτοκαθεδρία έναντι της ειρήνης και της στρατηγικής ενσυναίσθησης, ενώ παράλληλα παραβιάζουν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, της ιδιωτικότητας και του συνεταιρίζεσθαι.