«Με τα κέρδη ή με την κοινωνία;» Το ψευδοδίλημμα κάποιων αδαών κληρικών
Οι Σχολαστικοί απέδειξαν ότι η έγνοια για τους φτωχούς και το έλεος για τους δυστυχείς δεν απαιτεί την απόρριψη της αγοράς, αλλά την προάσπισή της.
Ετικέτες: Θρησκεία, Πολιτισμός, Βιβλία, Ιστορία
Άρθρο του Στίβεν Κάρσον, δημοσιευμένο στις 21/07/2003 από το Mises Institute.
Όταν οι σημερινοί κληρικοί μιλούν για ζητήματα πολιτικής οικονομίας, μας παρουσιάζουν συχνά ένα αυστηρό δίλημμα: Θα επιτρέψουμε στις εταιρείες να επιδιώκουν εγωιστικά κέρδη, ή θα αναγνωρίσουμε μια ευρύτερη κοινωνική αποστολή; Θα αμείβονται οι εργαζόμενοι με τον μετά βίας βιώσιμο μισθό της αγοράς, ή θα αμείβονται με πιο χριστιανικό «μισθό ικανοποιητικής διαβίωσης»; Ακόμη και οι συντηρητικές χριστιανικές φωνές μας λένε τώρα ότι πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στην «άκαμπτη ορθοδοξία της αγοράς» και στον «συμπονετικό συντηρητισμό». Για όσους από εμάς κατανοούμε τα οικονομικά, ακούγεται σαν να πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στο να είμαστε άκαρδοι, και σε μια μάταιη προσπάθεια να αναστείλουμε τους οικουμενικούς νόμους της οικονομίας.
Σε ένα προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Η χριστιανική παράδοση στα οικονομικά της ελεύθερης αγοράς» συνόψισα την αξιοσημείωτα εξελιγμένη οικονομική σκέψη των Ύστερων Σχολαστικών, όπως τεκμηριώνεται στο βιβλίο του Alejandro A. Chafuen, Πίστη και Ελευθερία: Η Οικονομική Σκέψη των Ύστερων Σχολαστικών. Μπορούμε να στραφούμε, με ανακούφιση, από την αδαή ηθικολογία που επικρατεί στις μέρες μας, προς τις διδαχές των Ύστερων Σχολαστικών, των οποίων η αφοσίωση στην Βιβλική δικαιοσύνη και στο χριστιανικό έλεος ήταν επηρεασμένη από μια βαθιά κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας.
Ιδιοκτησία
Οι Σχολαστικοί όχι μόνο απέρριψαν την εκτεταμένη κοινοκτημοσύνη των αγαθών, (δηλαδή τον σοσιαλισμό), ως κάτι ανεφάρμοστο, αλλά σημείωσαν επίσης την επίδρασή της στην αρετή. «Ο de Soto έγραψε ότι σε ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης η αρετή της φιλελευθερίας θα εξαφανιζόταν, αφού «εκείνοι που δεν κατέχουν τίποτα δεν μπορούν να είναι φιλελεύθεροι»…» (σελίδα 34). Η ιδιωτική ιδιοκτησία, επομένως, είναι μια σημαντική απαραίτητη συνθήκη για την άσκηση μιας σειράς αρετών: «Η φιλανθρωπία, η φιλελευθερία, η φιλοξενία και η γενναιοδωρία θα ήταν όλα αδύνατα σε έναν κόσμο χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία». (σελίδα 36)
Σε ένα όμορφο απόσπασμα, ο Tomas de Mercado συνδέει μάλιστα την ιδιοκτησία με τις σπουδαιότερες χριστιανικές αρετές:
[η κοινή ιδιοκτησία είναι αντιπαραγωγική] επειδή οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερο εκείνα τα πράγματα που τους ανήκουν. Αν αγαπώ τον Θεό, είναι ο Θεός μου, ο Δημιουργός και ο Σωτήρας που αγαπώ. Αν αγαπώ αυτόν που με γέννησε, είναι ο πατέρας μου που αγαπώ. Αν ένας πατέρας αγαπάει τα παιδιά του, είναι επειδή είναι δικά του. Αν μια σύζυγος αγαπά τον άντρα της είναι επειδή της ανήκει και το αντίστροφο. […] Και αν αγαπώ έναν φίλο είναι ο φίλος μου, ή ο γονιός μου ή ο γείτονάς μου. Αν επιθυμώ το κοινό καλό, είναι προς όφελος της θρησκείας μου ή της χώρας μου ή της πολιτείας μου. Η αγάπη περιλαμβάνει πάντα τη λέξη «μου», και η έννοια της ιδιοκτησίας είναι βασική για τη φύση και την ουσία της αγάπης. (σελίδα 34)
Σε όσους αντέτειναν πως η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν έλυνε όλα τα δεινά στην κοινωνία, ο Ντομίνγκο ντε Σότο απάντησε με στιβαρή, καθόλου ουτοπική, κοινή λογική ότι «δεν υπάρχει νόμος που να εμποδίζει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν την ελευθερία τους με ακανόνιστο τρόπο». Μολονότι ο θεσμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας προάγει την ειρήνη και την ισότητα, δεν μπορεί να εγγυηθεί την κατάργηση του κακού». (σελίδα 34)
Έκτακτη ανάγκη
Ένα κοινό ερώτημα που τίθεται στους υποστηρικτές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι κάποια παραλλαγή της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης», στην οποία η ζωή ή η ελευθερία κάποιου φαίνεται να κρέμεται από την παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Ένα σύνηθες επινοημένο παράδειγμα είναι το εξής: Πέφτετε κατά λάθος από ένα ψηλό κτίριο αλλά πιάνεστε από το κοντάρι της σημαίας που ανήκει σε κάποιον. Μπορεί να απαιτήσει από σας να αφήσετε την ιδιωτική του περιουσία; Ο σκοπός τέτοιων ερωτημάτων μοιάζει να είναι συνήθως η χρήση μιας ακραίας περίπτωσης ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ολόκληρη η αρχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Σε μια νέα ενότητα σε αυτήν την έκδοση του βιβλίου του Chafuen, ο συγγραφέας συνοψίζει τη Σχολαστική αρχή της «έκτακτης ανάγκης» που αντιμετωπίζει αυτού του είδους τις περιπτώσεις.
Κάνοντας διάκριση μεταξύ ιδιοκτησίας (dominium) και χρήσης, οι Σχολαστικοί υποστήριξαν ότι, «Ακόμα και σε περίπτωση ανάγκης, όταν η ατομική περιουσία μπορεί να κατασχεθεί νόμιμα - στο όνομα της πείνας κάποιου άλλου ή του κοινού καλού - το δικαίωμα του ιδιοκτήτη στην ιδιοκτησία παραμένει και διατηρείται». (σελίδα 42) Είναι μήπως αυτή μια ανούσια διάκριση; Καθόλου. Αν και ένα άτομο σε ακραία ανάγκη μπορεί να χρησιμοποιήσει ηθικά την ιδιοκτησία κάποιου άλλου, δεν δικαιούται απλά να την κλέψει. Ο Martin de Azpilcueta έγραψε ότι «όποιος παίρνει κάτι σε ακραία ανάγκη, είναι υποχρεωμένος να δώσει αποζημίωση όταν έχει την ευκαιρία· ανεξάρτητα από το εάν έχει αγαθά σε κάποιο άλλο μέρος ή όχι, ακόμα κι αν είχε -ή δεν είχε- καταναλώσει τα αγαθά». (σελίδα 44)
Και αυτό δεν αποτελεί άδεια για να ξαφρίζουμε τους πλούσιους. «Ότι οι πλούσιοι έχουν υποχρέωση να δίνουν στους φτωχούς που έχουν μεγάλη ανάγκη και ότι οι τελευταίοι δεν μπορούν να πάρουν αυτά τα αγαθά μόνοι τους, μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί αυτή είναι μια υποχρέωση της φιλανθρωπίας – όχι της δικαιοσύνης – και οι φτωχοί δεν μπορούν να είναι οι δικαστές αυτών των υποθέσεων». (σελίδα 43)
Για όσους βρίσκουν ακόμη και αυτή την εξαίρεση στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επικίνδυνη, ο Chafuen υπερασπίζεται την άποψη των Σχολαστικών με αυτόν τον τρόπο:
«Ο Θεός δημιούργησε τα αγαθά που βλέπουμε, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ζουν με τη χρήση τους· ο διαμοιρασμός των αγαθών δεν μπορεί ποτέ να καταργήσει αυτόν τον πρώτο προορισμό των υλικών αγαθών. Τα δικαιώματα στη ζωή και η ελευθερία είναι, κατά μία έννοια, ανώτερα από τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το άτομο που ωφελήθηκε από αυτά τα αγαθά έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν αλλάζει η κατοχή τους, αλλά η χρήση τους.» (σελίδα 45)
«Αισχροκέρδεια»
Λόγω της κατανόησης τους για τη σημασία ενός συστήματος τιμών που λειτουργεί ελεύθερα, οι Σχολαστικοί δεν είχαν τη σημερινή τυπική αντίδραση στις υψηλές τιμές που χρεώνονται σε ακραίες καταστάσεις:
«οι Μεσαιωνικοί Σχολαστικοί δήλωσαν ότι ήταν θεμιτό να χρεώνεται υψηλή τιμή για το ψωμί σε περιόδους γενικευμένου λιμού ή να ζητείται πολύ υψηλή τιμή για τα φάρμακα σε περιόδους πανώλης». (σελίδα 87) Και, «Ο Cajetan δήλωσε κατηγορηματικά ότι οι έμποροι «δεν χρειάζεται να εξυπηρετούν την άνεσή μας δωρεάν»» (σελίδα 88)
Οι Σχολαστικοί δεν ήταν αδιάφοροι για τους φτωχούς σε ακραίες καταστάσεις, απλώς γνώριζαν αρκετά οικονομικά ώστε να ξέρουν ότι τα ανώτατα όρια τιμών και οι λοιπές παρεμβάσεις χειροτέρευαν τα πράγματα. «Εάν η δικαιοσύνη και η ισότητα απαιτούν μια αύξηση τιμής η οποία ενδέχεται να ζημιώσει τους φτωχούς, τότε τα συμφέροντά τους πρέπει να προστατευτούν με άλλα μέσα: «Πρέπει να βοηθηθούν με δωρεές κι όχι με ανώτατες τιμές» (σελίδα 88, παρεθέτοντας τον Μολίνα). Και, «σε περιόδους έλλειψης και πείνας, οι φτωχοί σπάνια μπορούν να αγοράσουν το σιτάρι στην επίσημη [χαμηλότερη από την αγοραία] τιμή. Αντίθετα, οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σε αυτή την τιμή είναι οι ισχυροί και οι δημόσιοι υπουργοί [δημόσιοι υπάλληλοι], επειδή ο ιδιοκτήτης του σιταριού δεν μπορεί να αντισταθεί στα αιτήματά τους». (σελίδα 88)
Σε πλήρη αντίθεση με πολλούς οικονομικούς συλλογισμούς σήμερα, ο έμπορος αναγνωρίστηκε από τους Σχολαστικούς επίσης ότι έχει δικαιώματα, «ο Μολίνα πρόσθεσε ότι το κόστος αυτού που απαιτεί η δημοκρατία για το κοινό καλό πρέπει να βαρύνει συλλογικά όλους τους πολίτες. «Και θα ήταν άδικο να βαρύνουμε μόνο τους ιδιοκτήτες του σιταριού.» (σελίδα 88).
Κρατικές απαλλοτριώσεις
Οι Σχολαστικοί θεμελίωσαν την κατανόησή τους για την αξία στην υποκειμενική εκτίμηση, επομένως δεν θα είχαν πολλή υπομονή με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας για να δικαιολογήσουν τις καταπατήσεις των «κρατικών απαλλοτριώσεων»:
...εφόσον βάζουν κάποιον να πουλήσει την περιουσία του με το ζόρι, δεν έχει σημασία αν του δίνουν τιμή δέκα φορές μεγαλύτερη από την αξία του. Δεν του δίνουν την αξία του... Το ίδιο συμβαίνει και στην αγορά αν αναγκάσουν κάποιον να αγοράσει κάτι που δεν θέλει, αν και του δίνουν το αντικείμενο δέκα φορές φτηνότερα από την αξία του. (σελίδα 90, Albornoz)
Λομπίστες
Ακριβώς όπως οι κλασικοί οικονομολόγοι, οι Σχολαστικοί αντιλαμβάνονταν το μονοπώλιο κυρίως ως προϊόν κυβερνητικών προνομίων και το έβλεπαν ως κατάχρηση: «Στον τομέα της οικονομικής ηθικής, ο Μολίνα υποστήριξε ότι ο βασιλιάς ή η πολιτεία που χορηγεί προνόμια με τρόπο που βλάπτει τους υπηκόους της, διαπράττει θανάσιμο αμάρτημα, όπως και εκείνοι που τους ζητούν τέτοια δικαιώματα». (σελίδα 94)
Εάν η ηθική ανάλυση του Μολίνα είναι ορθή, τότε σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει ένας ειδικός χώρος στην Κόλαση για τους λομπίστες.
Ο «βιώσιμος μισθός»
Οι Σχολαστικοί απέρριψαν την ιδέα του «βιώσιμου μισθού» για τον εργαζόμενο, πολύ προτού ονομαστεί έτσι: «Ο ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να του καταβάλλει μόνο τον δίκαιο μισθό για τις υπηρεσίες του [...] όχι αυτό που είναι αρκετό για την διαβίωσή του και πολύ λιγότερο για τη συντήρηση των παιδιών και της οικογένειάς του». (Σελίδες 106 και 107)
Αυτή η επιμονή στη δικαιοσύνη των ελεύθερα διαπραγματεύσιμων μισθών προήλθε από τη αντίληψη των Σχολαστικών ότι ο μισθός είναι η τιμή για την εργασία, όπως και το ενοίκιο είναι η τιμή για τη στέγαση. Ως εκ τούτου, οι δίκαιες τιμές για την εργασία καθορίζονται μέσω της ελεύθερης αλληλεπίδρασης των συναλλαγών στην αγορά, όπως ακριβώς και οι άλλες τιμές. «Ο ντε Σότο όρισε ότι «αν αποδέχθηκαν ελεύθερα αυτόν τον μισθό για την εργασία τους, τότε είναι δίκαιος».
Και πάλι, οι Σχολαστικοί δεν ήταν αδιάφοροι για όσους βρίσκονταν σε δυσάρεστες συνθήκες, απλώς κατανοούσαν ότι οι προσπάθειες αναστολής της λειτουργίας του συστήματος των τιμών δεν θα βοηθούσαν και θα έβλαπταν στην πραγματικότητα μια από τις μεγάλες ελπίδες για όλους τους εργαζόμενους:
Η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η προώθηση και η ενθάρρυνση του εμπορίου, η μείωση των περιττών κρατικών δαπανών και φόρων και μια πολιτική υγιούς χρήματος, όλα προορίζονταν να βελτιώσουν την κατάσταση των εργαζομένων. Συνιστούσαν την ιδιωτική φιλανθρωπία ως τρόπο για να ανακουφιστούν τα βάσανα όσων δεν μπορούσαν να εργαστούν. Σύμφωνα με τους Ύστερους Σχολαστικούς, και σε συμφωνία με την Αγία Γραφή, οι πλούσιοι έχουν την υποχρέωση να βοηθήσουν τους φτωχούς. […] Μεταξύ των λύσεων που προτείνουν οι Σχολαστικοί, μπορούμε να βρούμε συστάσεις για να τρέφουμε τους φτωχούς, αντί να ταΐζουμε σκυλιά, και να δίνουμε στους άπορους, αντί να αγοράζουμε είδη πολυτελείας. (σελίδα 110)
Κέρδη
Οι Σχολαστικοί αναγνώρισαν τη βιβλική διδασκαλία ότι το να έχεις κέρδη (ή οποιονδήποτε άλλο επίγειο στόχο) ως απώτερο ή τελικό στόχο καθιστούσε αυτόν τον στόχο ένα είδωλο, εσφαλμένα τοποθετημένο πάνω από τον Κύριο. Όμως ο Θωμάς ο Ακινάτης αναγνώρισε ότι «τα κέρδη είναι ο κατάλληλος άμεσος στόχος για τις επιχειρήσεις». Ο Άγιος Αντώνιος το έθεσε ως εξής: «Καθώς κάθε άνθρωπος ενεργεί για να επιτύχει ένα σκοπό, ο άνθρωπος που εργάζεται στη γεωργία, στο μαλλί, στη βιομηχανία και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες, ο άμεσος σκοπός που επιδιώκει είναι όφελος και κέρδος». Ο Ακινάτης ανέφερε μερικά από τα αγαθά κίνητρα που δικαιολογούν την επιδίωξη κέρδους, όπως η παροχή αγαθών στην οικογένειά σας, η βοήθεια προς τους φτωχούς, η αποζημίωση για την εργασία σας και η κάλυψη μιας ουσιαστικής ανάγκης. (σελίδα 115)
Σύνοψη
Οι Σχολαστικοί απέδειξαν ότι η ανησυχία για τους φτωχούς και το έλεος για τους δυστυχείς δεν απαιτεί την απόρριψη της αγοράς. Στην πραγματικότητα, αυτές ακριβώς οι ανησυχίες τους οδήγησαν να μελετήσουν προσεκτικά τη φύση της ιδιοκτησίας και των συναλλαγών της αγοράς. Διαπίστωσαν ότι η αγορά είναι ένας ισχυρός θεσμός για τη βελτίωση της κατάστασης του μέσου εργαζόμενου και ότι ο σεβασμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας παρέχει ευκαιρίες για φιλανθρωπία. Δεν είχαν παρά μόνο περιφρόνηση για εκείνους που χρησιμοποιούσαν τα προνόμια του κράτους, ώστε να παρεμβαίνουν βίαια στην αγορά για το προσωπικό τους όφελος.
Μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι οι κληρικοί του σήμερα θα σταματήσουν τον πόλεμο στην αγορά και ότι θα μάθουν πως η συμπόνια γίνεται πιο αποτελεσματική όταν βασίζεται στην οικονομική πραγματικότητα.
Πολύ ωραίο άρθρο ! Ευχαριστούμε!