Γιατί να είναι κανείς φιλελεύθερος, τέλος πάντων;
Ένα ακμαίο φιλελεύθερο κίνημα, μια δια βίου αφοσίωση στην ελευθερία μπορεί να βασίζεται μόνο σε ένα πάθος για δικαιοσύνη και σε μια θεωρία για το τι είναι δικαιοσύνη και τι αδικία.
Κείμενο του Murray N. Rothbard που δημοσιεύτηκε στις 17/06/2013 από το Mises Institute.
[ Αυτό το δοκίμιο είναι το κεφάλαιο 15 του βιβλίου Egalitarianism As a Revolt Against Nature (O εξισωτισμός ως μια εξέγερση κατά της φύσης). ]
Ο Murray Rothbard στη γραφομηχανή του, τη δεκαετία του 1960:
«Γιατί να είναι κανείς φιλελεύθερος, τέλος πάντων; Θέλω να πω, ποιο είναι το νόημα του όλου πράγματος; Γιατί να εμπλακείς σε μια βαθιά και δια βίου δέσμευση στις ηθικές αρχές και στον στόχο της ατομικής ελευθερίας; Αφού μια τέτοια δέσμευση, στον εν πολλοίς ανελεύθερο κόσμο μας, σημαίνει αναπόφευκτα μια ριζική διαφωνία και αποξένωση από το status quo, μια αποξένωση που εξίσου αναπόφευκτα επιβάλλει πολλές θυσίες σε χρήμα και σε κύρος. Όταν η ζωή είναι μικρή και η στιγμή της νίκης μακριά στο μέλλον, γιατί να τα υπομείνεις όλα αυτά;
Παραδόξως, ανάμεσα στον αυξανόμενο αριθμό φιλελεύθερων σε αυτή τη χώρα, βρίσκουμε πολλούς ανθρώπους που οδηγούνται σε μια φιλελεύθερη δέσμευση από τη μια ή την άλλη εξαιρετικά στενή και προσωπική άποψη. Πολλοί έλκονται ακαταμάχητα από την ελευθερία ως πνευματικό σύστημα ή ως αισθητικό στόχο, αλλά η ελευθερία παραμένει γι' αυτούς ένα καθαρά πνευματικό παιχνίδι, εντελώς διαχωρισμένο από αυτό που θεωρούν ως τις «πραγματικές» δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής. Άλλοι παρακινούνται να παραμείνουν φιλελεύθεροι αποκλειστικά από την προσδοκία τους για το δικό τους προσωπικό οικονομικό κέρδος. Συνειδητοποιώντας ότι μια ελεύθερη αγορά θα παρείχε πολύ μεγαλύτερες ευκαιρίες σε ικανούς, ανεξάρτητους ανθρώπους να αποκομίσουν επιχειρηματικά κέρδη, γίνονται και παραμένουν φιλελεύθεροι, αποκλειστικά και μόνο για να βρουν μεγαλύτερες ευκαιρίες για επιχειρηματικό κέρδος. Αν και είναι αλήθεια ότι οι ευκαιρίες για κέρδος θα είναι πολύ μεγαλύτερες και πιο διαδεδομένες σε μια ελεύθερη αγορά και μια ελεύθερη κοινωνία, το να δίνει κανείς την πρωταρχική έμφαση σε αυτό το κίνητρο για να είναι φιλελεύθερος μόνο ως γκροτέσκο μπορεί να θεωρηθεί. Διότι στο συχνά στρεβλό, δύσκολο και εξαντλητικό μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε για να επιτευχθεί η ελευθερία, οι ευκαιρίες του φιλελεύθερου για προσωπικό κέρδος θα είναι πολύ πιο συχνά μειωμένες, παρά άφθονες.
Η συνέπεια της στενής και κοντόφθαλμης προοπτικής, τόσο του θεωρητικού ιδεολόγου όσο και του επίδοξου κερδοσκόπου, είναι ότι καμία ομάδα δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για το έργο της οικοδόμησης ενός φιλελεύθερου κινήματος. Και όμως, μόνο μέσα από την οικοδόμηση ενός τέτοιου κινήματος μπορεί να επιτευχθεί τελικά η ελευθερία. Οι ιδέες, και ιδιαίτερα οι ριζοσπαστικές ιδέες, δεν προχωρούν στον κόσμο από μόνες τους, σαν να υπάρχουν εν κενώ. Μπορούν να προωθηθούν μόνο από ανθρώπους και, ως εκ τούτου, η ανάπτυξη και το προχώρημα τέτοιων ανθρώπων — και επομένως ενός «κινήματος» — γίνεται πρωταρχικό καθήκον για τον φιλελεύθερο που παίρνει πραγματικά στα σοβαρά την προώθηση των στόχων του.
Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους κοντόφθαλμους ανθρώπους, πρέπει επίσης να δούμε ότι ο ωφελιμισμός - το κοινό έδαφος των οικονομολόγων της ελεύθερης αγοράς - δεν είναι ικανοποιητικός για την ανάπτυξη ενός ακμάζοντος φιλελεύθερου κινήματος. Αν και είναι αληθές και πολύτιμο να γνωρίζουμε ότι μια ελεύθερη αγορά θα επέφερε πολύ μεγαλύτερη αφθονία και μια πιο υγιή οικονομία σε όλους, πλούσιους και φτωχούς, ένα κρίσιμο πρόβλημα είναι εάν αυτή η επίγνωση είναι αρκετή για να οδηγήσει πολλούς ανθρώπους σε μια δια βίου αφοσίωση στην ελευθερία.
Εν ολίγοις, πόσοι άνθρωποι θα επανδρώσουν τα οδοφράγματα και θα υπομείνουν τις πολλές θυσίες που συνεπάγεται η συνεπής αφοσίωση στην ελευθερία, απλώς και μόνο για να αποκτήσει καλύτερες μπανιέρες ένα τάδε ποσοστό του πληθυσμού; Δεν θα προτιμήσουν να προσανατολιστούν σε μια εύκολη ζωή και να ξεχάσουν τις μπανιέρες για αυτό το τάδε τοις εκατό; Τελικά, λοιπόν, τα ωφελιμιστικά οικονομικά, ενώ είναι απαραίτητα στην ανεπτυγμένη δομή της φιλελεύθερης σκέψης και δράσης, είναι σχεδόν εξίσου μη ικανοποιητικό θεμέλιο για το κίνημα, όσο κι εκείνοι οι οπορτουνιστές που επιδιώκουν απλώς ένα βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Η άποψή μας είναι ότι ένα ακμάζον φιλελεύθερο κίνημα, μια δια βίου αφοσίωση στην ελευθερία μπορούν να βασίζονται μόνο σε ένα πάθος για δικαιοσύνη. Εδώ πρέπει να είναι η κύρια πηγή του κινήματός μας, η πανοπλία που θα μας βοηθήσει ν’ αντέξουμε όλες τις μελλοντικές κακουχίες, όχι η αναζήτηση για ένα γρήγορο χρηματικό ποσό, ή η ενασχόληση με διανοητικά παιχνίδια, ή ο ψυχρός υπολογισμός των γενικών οικονομικών κερδών. Και, για να έχει κανείς πάθος για τη δικαιοσύνη, πρέπει να έχει μια θεωρία για το τι είναι δικαιοσύνη και τι είναι αδικία — εν ολίγοις, ένα σύνολο ηθικών αρχών περί δικαιοσύνης και αδικίας, τις οποίες δεν μπορούν να παράσχουν τα ωφελιμιστικά οικονομικά.
«Ένα ακμάζον ελευθεριακό κίνημα, μια δια βίου αφοσίωση στην ελευθερία μπορούν να βασιστούν μόνο σε ένα πάθος για δικαιοσύνη».
Επειδή βλέπουμε τον κόσμο να ζέχνει από αδικίες, συσσωρευμένες η μία πάνω στην άλλη μέχρι τον ουρανό, αναγκαζόμαστε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αναζητήσουμε έναν κόσμο στον οποίο αυτές -και άλλες- αδικίες θα εξαλειφθούν. Κάποιοι άλλοι παραδοσιακοί ριζοσπαστικοί στόχοι - όπως η «κατάργηση της φτώχειας» - είναι, σε αντίθεση με αυτόν τον στόχο, πραγματικά ουτοπικοί, γιατί ο άνθρωπος, απλώς ασκώντας τη θέλησή του, δεν μπορεί να καταργήσει τη φτώχεια. Η φτώχεια μπορεί να εξαλειφθεί μόνο μέσω της λειτουργίας ορισμένων οικονομικών παραγόντων —ιδίως της επένδυσης της αποταμίευσης σε κεφάλαιο— που μπορούν να λειτουργήσουν μόνο μετασχηματίζοντας τη φύση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εν ολίγοις, η βούληση του ανθρώπου περιορίζεται εδώ σοβαρά από τη λειτουργία — για να χρησιμοποιήσω έναν παλιομοδίτικο αλλά ακόμα έγκυρο όρο — του φυσικού νόμου. Όμως οι αδικίες είναι πράξεις που επιβάλλονται από ένα σύνολο ανθρώπων σε ένα άλλο. Είναι επακριβώς ανθρώπινες πράξεις και, ως εκ τούτου, αυτές οι πράξεις και η εξάλειψή τους υπόκεινται στη ακαριαία βούληση του ανθρώπου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: την μακραίωνη αγγλική κατοχή και τη βάναυση καταπίεση του ιρλανδικού λαού. Τώρα, αν, το 1900, είχαμε κοιτάξει το κράτος της Ιρλανδίας και είχαμε αναλογιστεί την φτώχεια του ιρλανδικού λαού, θα έπρεπε να πούμε: η φτώχεια θα μπορούσε να βελτιωθεί με το να φύγουν οι Άγγλοι και να αφαιρέσουμε τα μονοπώλια τους στην γη, αλλά η τελική εξάλειψη της φτώχειας στην Ιρλανδία, υπό τις καλύτερες συνθήκες, θα απαιτούσε χρόνο και θα υπόκειτο στην λειτουργία του οικονομικού νόμου. Ωστόσο, ο στόχος του τερματισμού της αγγλικής καταπίεσης — αυτός θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με την ακαριαία ενεργοποίηση της βούλησης των ανθρώπων: με το να αποφασίσουν απλώς οι Άγγλοι να αποχωρήσουν από τη χώρα.
Το γεγονός ότι φυσικά τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται ακαριαία δεν είναι το ζητούμενο. Το θέμα είναι ότι η συγκεκριμένη ατυχής κατάσταση είναι μια αδικία που έχει αποφασιστεί και επιβληθεί από τους δράστες της αδικίας — στην προκειμένη περίπτωση, από την αγγλική κυβέρνηση. Στον τομέα της δικαιοσύνης, η θέληση του ανθρώπου είναι το παν. Οι άνθρωποι μπορούν να μετακινήσουν βουνά, εάν απλά το αποφασίσουν. Το πάθος για την άμεση δικαιοσύνη — εν ολίγοις, ένα ριζοσπαστικό πάθος — δεν είναι επομένως ουτοπικό, όπως θα ήταν η επιθυμία για την άμεση εξάλειψη της φτώχειας ή την άμεση μεταμόρφωση όλων των ανθρώπων σε πιανίστες συναυλιών. Γιατί η άμεση δικαιοσύνη θα ήταν εφικτό να επιτευχθεί εάν αρκετοί άνθρωποι το επιθυμούσαν.
Ένα αληθινό πάθος για δικαιοσύνη, λοιπόν, πρέπει να είναι ριζοσπαστικό — εν ολίγοις, πρέπει τουλάχιστον να επιθυμεί να επιτύχει τους στόχους του ριζικά και ακαριαία. Ο Leonard E. Read, ιδρυτής και πρόεδρος του Ιδρύματος για την Οικονομική Εκπαίδευση (FEE), εξέφρασε πολύ εύστοχα αυτό το ριζοσπαστικό πνεύμα όταν έγραψε ένα φυλλάδιο με τίτλο I'd Push the Button. Το πρόβλημα ήταν τι να κάνουμε με το πλέγμα των ελέγχων των τιμών και των μισθών που είχε επιβληθεί τότε στην οικονομία από το Γραφείο Διαχείρισης Τιμών. Οι περισσότεροι οικονομικά φιλελεύθεροι υποστήριζαν δειλά ή «ρεαλιστικά» τη μία ή την άλλη μορφή σταδιακής ή ασθενικής αποκλιμάκωσης των ελέγχων. Σε εκείνο το σημείο, ο κ. Read πήρε μια ξεκάθαρη και ριζοσπαστική θέση επί της αρχής: «αν υπήρχε ένας διακόπτης σε αυτό το βήμα», ξεκίνησε την ομιλία του, «το πάτημα του οποίου θα καταργούσε αμέσως όλους τους ελέγχους μισθών και τιμών, θα έβαζα το δάχτυλο μου πάνω του και θα τον πατούσα!» [1]
Η αληθινή δοκιμασία, λοιπόν, του ριζοσπαστικού πνεύματος είναι το τεστ του διακόπτη: αν μπορούσαμε να πατήσουμε τον διακόπτη για την ακαριαία κατάργηση των άδικων καταπατήσεων της ελευθερίας, θα το κάναμε; Αν δεν το κάναμε, δύσκολα θα μπορούσαμε να ονομαζόμαστε φιλελεύθεροι, και οι περισσότεροι από εμάς θα το κάναμε μόνο αν κατευθυνόμασταν κυρίως από το πάθος για δικαιοσύνη.
«Για να έχει κανείς πάθος για τη δικαιοσύνη, πρέπει να έχει μια θεωρία για το τι είναι δικαιοσύνη και τι αδικία».
Ο γνήσιος φιλελεύθερος, λοιπόν, είναι, με όλες τις έννοιες της λέξης ένας «καταργητής» (‘‘abolishionist’’, δλδ υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας). Θα καταργούσε, αν μπορούσε, σε μια στιγμή όλες τις καταπατήσεις της ελευθερίας, είτε πρόκειται για την σκλαβιά, στην αρχική δημιουργία του όρου abolishionist, είτε για τις αμέτρητες άλλες περιπτώσεις της κρατικής καταπίεσης. Σύμφωνα με τα λόγια ενός άλλου φιλελεύθερου σε παρόμοιο πλαίσιο, «ο αντίχειράς μου θα έβγαζε φουσκάλες πατώντας αυτόν τον διακόπτη!»
Ο φιλελεύθερος πρέπει να είναι «ο τύπος που πατάει τον διακόπτη» και «καταργητής/abolishionist». Έχοντας για κίνητρό του την δικαιοσύνη, δεν μπορεί να συγκινηθεί από τις ανήθικες ωφελιμιστικές εκκλήσεις να μην αποδοθεί δικαιοσύνη μέχρι να «αποζημιωθούν» οι εγκληματίες. Έτσι, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα, εμφανίστηκε το μεγάλο κίνημα της κατάργησης της δουλείας, εμφανίστηκαν αμέσως φωνές μετριοπάθειας που συμβούλευαν ότι θα ήταν δίκαιο να καταργηθεί η δουλεία μόνο εάν οι δουλοκτήτες αποζημιωνόταν οικονομικά για την απώλειά τους. Εν ολίγοις, μετά από αιώνες καταπίεσης και εκμετάλλευσης, οι δουλοκτήτες έπρεπε να ανταμειφθούν περαιτέρω με ένα γενναιόδωρο ποσό που θα είχε συγκεντρωθεί δια της βίας, από τη μάζα των αθώων φορολογουμένων! Το πιο εύστοχο σχόλιο για αυτήν την πρόταση έγινε από τον Άγγλο ριζοσπάστη φιλόσοφο, Benjamin Pearson, ο οποίος παρατήρησε: «νόμιζα ότι ήταν οι σκλάβοι που έπρεπε να αποζημιωθούν». Είναι σαφές ότι μια τέτοια αποζημίωση θα μπορούσε δίκαια να προέλθει μόνο από τους ίδιους τους δουλοκτήτες. [2]
Οι αντι-φιλελεύθεροι, και γενικά οι αντι-ριζοσπάστες, επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι μια τέτοια «κατάργηση της δουλείας» είναι «μη ρεαλιστική». Διατυπώνοντας μια τέτοια κατηγορία, συγχέουν απελπιστικά τον επιθυμητό στόχο με την στρατηγική εκτίμηση του πιθανού αποτελέσματος.
Στον καθορισμό των ηθικών αρχών, είναι υψίστης σημασίας να μην αναμιγνύονται οι στρατηγικές εκτιμήσεις με τη σφυρηλάτηση των επιθυμητών στόχων. Πρώτα πρέπει να διατυπωθούν στόχοι, οι οποίοι, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν η άμεση κατάργηση της δουλείας ή οποιαδήποτε άλλη κρατική καταπίεση εξετάζουμε. Και πρέπει πρώτα να καθορίσουμε αυτούς τους στόχους, χωρίς να εξετάζουμε την πιθανότητα επίτευξής τους. Οι φιλελεύθεροι στόχοι είναι «ρεαλιστικοί» με την έννοια ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν εάν αρκετοί άνθρωποι συμφωνούσαν για το ότι είναι επιθυμητοί και ότι, εάν επιτυγχάνονταν, θα έφερναν έναν πολύ καλύτερο κόσμο. Ο «ρεαλισμός» του στόχου μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με μια κριτική του ίδιου του στόχου, όχι με το πρόβλημα του τρόπου επίτευξής του. Στη συνέχεια, αφού αποφασίσουμε για τον στόχο, αντιμετωπίζουμε το εντελώς ξεχωριστό στρατηγικό ερώτημα του πώς να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πώς να οικοδομήσουμε ένα κίνημα για την επίτευξή του κ.λπ.
Έτσι, ο William Lloyd Garrison δεν ήταν «μη ρεαλιστής» όταν, στη δεκαετία του 1830, ήγειρε το θαυμάσιο ιδανικό της άμεσης απελευθέρωσης των σκλάβων. Ο στόχος του ήταν ο σωστός και ο στρατηγικός του ρεαλισμός προήλθε από το γεγονός ότι δεν περίμενε να επιτευχθεί γρήγορα ο στόχος του. Ή, όπως διέκρινε ο ίδιος ο Garrison:
«Όσο κι αν ζητάμε την άμεση κατάργηση της δουλείας, αυτή η κατάργηση -φευ!- θα είναι σταδιακή εντέλει. Ποτέ δεν είπαμε ότι η σκλαβιά θα ανατραπεί με ένα μόνο χτύπημα. Ότι θα έπρεπε να ανατραπεί, αυτό θα το ισχυριζόμαστε πάντα.» [3]
«Στην πραγματικότητα, στη σφαίρα της στρατηγικής, το να υψώνεις το λάβαρο της καθαρής και ριζοσπαστικής ηθικής αρχής είναι γενικά ο ταχύτερος τρόπος για να φτάσεις σε ριζοσπαστικούς στόχους».
Στην πραγματικότητα, στη σφαίρα της στρατηγικής, το να υψώνεις το λάβαρο της καθαρής και ριζοσπαστικής ηθικής αρχής είναι γενικά ο ταχύτερος τρόπος για να φτάσεις σε ριζοσπαστικούς στόχους. Διότι αν ο καθαρός στόχος δεν τεθεί ποτέ στο προσκήνιο, δεν θα αναπτυχθεί ποτέ η ορμή που οδηγεί προς αυτόν. Η σκλαβιά δεν θα είχε καταργηθεί ποτέ, αν οι υποστηρικτές της κατάργησής της δεν είχαν εγείρει τo ζήτημα και την κατακραυγή τριάντα χρόνια νωρίτερα. Και, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η κατάργηση συντελέστηκε ουσιαστικά με ένα μόνο χτύπημα, κι όχι σταδιακά ή συνοδεία αποζημιώσεων. [4]
Αλλά πάνω και πέρα από τις απαιτήσεις της στρατηγικής βρίσκονται οι εντολές της δικαιοσύνης. Στο διάσημο άρθρο του, που κυκλοφόρησε στο The Liberator στις αρχές του 1831, ο William Lloyd Garrison μετανόησε για την πρωθύστερη υιοθέτηση του δόγματος της σταδιακής κατάργησης:
«Δράττομαι αυτής της ευκαιρίας για να κάνω μια πλήρη και κατηγορηματική αποκήρυξη (σ.σ. της προηγούμενης στάσης του), και για να ζητήσω έτσι δημόσια συγγνώμη από τον Θεό μου, την πατρίδα μου και τους αδελφούς μου, τους φτωχούς σκλάβους, που εξέφρασα ένα συναίσθημα τόσο γεμάτο δειλία, αδικία και παραλογισμό.»
Όταν τον κατηγόρησαν για τη συνήθη αυστηρότητα και το πάθος της ρητορικής του, ο Garisson απάντησε: «Πρέπει να φλέγομαι ολόκληρος, γιατί έχω γύρω μου παγόβουνα που πρέπει να λιώσουν». Αυτό είναι το πνεύμα που πρέπει να χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ο οποίος είναι αληθινά αφοσιωμένος στον σκοπό της ελευθερίας.» [5]
Δείτε επίσης:
1 Leonard E. Read, I'd Push the Button (Νέα Υόρκη: Joseph D. McGuire, 1946), σελ. 3.
2 William D. Grampp, The Manchester School of Economics (Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, 1960), σελ. 59.
3 Αναφέρεται στο The Antislavery Argument William H. and Jane H. Pease, eds., (Ιντιανάπολη: Robbs-Merrill, 1965), σελ. xxxv.
4 Στο τέλος μιας λαμπρής φιλοσοφικής κριτικής της μομφής του «μη ρεαλισμού» και της σύγχυσης μεταξύ του καλού και του πιθανού επί του παρόντος, ο καθηγητής Philbrook δηλώνει: Μόνο ένας τύπος σοβαρής υπεράσπισης μιας πολιτικής είναι ανοιχτός σε έναν οικονομολόγο ή σε οποιονδήποτε άλλον: πρέπει να υποστηρίζει ότι η πολιτική είναι καλή. Ο αληθινός «ρεαλισμός» είναι το ίδιο πράγμα που οι άνθρωποι εννοούσαν πάντα: να αποφασίζουν το άμεσο υπό το πρίσμα του απόλυτου. Clarence Philbrook, «'Realism' in Policy Espousal», American Economic Review (Δεκέμβριος, 1953): 859.
5 Για τα αποσπάσματα από τον Garrison, βλ. Louis Ruchames, ed., The Abolitionists (New York: Capricorn Books, 1964), σελ. 31, και Fawn M. Brodie, "Who Defends the Abolitionist?" στο Martin Duberman, ed., The Antislavery Vanguard (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1965), σελ. 67. Το έργο του Duberman είναι μια αποθήκη πολύτιμου υλικού, συμπεριλαμβανομένων των διαψεύσεων της κοινής προσπάθειας εκείνων που είναι αφοσιωμένοι στο status quo να συμμετάσχουν στην ψυχολογική σπίλωση των ριζοσπαστών γενικά και των οπαδών της κατάργησης ειδικότερα. Βλέπε ιδιαίτερα Martin Duberman, «The Northern Response to Slavery», στο ίδιο, σελ. 406–13.