Τι σημαίνει δίκαιος μισθός;
Δίκαιος μισθός είναι αυτός που διατίθεται να πληρώσει ένας εργοδότης και να αποδεχτεί ένας εργαζόμενος. Η αμοιβή καθορίζεται από την ζήτηση των άλλων, όχι από τον κόπο που καταβάλλεται.
Ετικέτες: Γραφειοκρατία, Καπιταλισμός, Εργασία
Άρθρο του Σόχαμ Πατίλ, δημοσιευμένο στις 16/6/2025 από το Mises Institute.
Ακούστε αυτό το άρθρο στα ελληνικά μέσω της εφαρμογής του Substack για κινητά.
Ένα από τα πιο συνηθισμένα παράπονα που έχουν οι άνθρωποι για τους εργοδότες τους είναι η αμοιβή τους. Πολλοί παραπονιούνται ότι οι εργοδότες τους δεν τους αποζημιώνουν επαρκώς για την εργασία που κάνουν και ότι οι μισθοί τους είναι πολύ χαμηλοί. Κατά τη γνώμη τους, η ελεύθερη αγορά ευθύνεται για το γεγονός ότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί, καθώς οι εταιρείες έχουν διαπραγματευτική ισχύ, ενώ οι εργαζόμενοι απλώς παίρνουν ό,τι μπορούν να πάρουν. Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία υπονοεί ότι η εργασία έχει εγγενή αξία και ο ισχυρισμός αυτός παρερμηνεύει την φύση της εργασίας.
Η αξία είναι υποκειμενική και αυτό ισχύει και για την εργασία. Αν ένας οικονομικός αναλυτής σήμερα τηλεμεταφερόταν πίσω σε μια κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, η αξία της εργασίας του ως οικονομικού αναλυτή θα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, καθώς δεν θα υπήρχε ζήτηση για την εργασία του. Αντίθετα, η επάρκειά του ως κυνηγός θα ήταν πιο πολύτιμη, καθώς θα ήταν σε θέση να παρέχει επαρκώς τροφή, η οποία ήταν σπάνια τότε. Τουναντίον, ενώ οι καλύτεροι κυνηγοί τότε μπορεί να βρίσκονταν στο υψηλότερο εκατοστημόριο του πλούτου, τα μέλη του ανώτερου εκατοστημόριου στη σημερινή κοινωνία δεν τυχαίνει να είναι κυνηγοί. Αντίθετα, τυχαίνει να είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή να εργάζονται σε θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές, γεγονός που αντανακλά την αλλαγή στην αξία της εργασίας τους.
Μολονότι ένας οικονομικός αναλυτής θα μπορούσε να κερδίσει αρκετά χρήματα στη σημερινή κοινωνία, αυτό συμβαίνει επειδή εκτελεί μια εργασία για την οποία υπάρχει ζήτηση. Η εργασία του, επομένως, έχει μια εξωτερική αξία και όχι εγγενή. Αν εκτελούσε την ίδια εργασία σε μια πρωτόγονη κοινωνία, η εργασία του δεν θα δημιουργούσε τόση αξία και δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα διατηρούσε την ίδια ποιότητα ζωής που θα μπορούσε να έχει στις σημερινές συνθήκες. Η ελεύθερη αγορά, από τη φύση της, υπαγορεύει το κατάλληλο είδος εργασίας που πρέπει να γίνει. Εάν η εργασία ενός εργαζομένου παράγει μεγάλη αξία, είναι πιθανό να αμειφθεί περισσότερο, καθώς η εταιρεία θα θέλει να τον κρατήσει για να μην πάει σε έναν ανταγωνιστή, ή μην να επιλέξει να γίνει αυτοαπασχολούμενος. Αντίθετα, η εργασία για την οποία δεν υπάρχει ζήτηση θα οδηγήσει στο να μην αποζημιώνεται τόσο πολύ, λόγω της έλλειψης πελατών που πληρώνουν, γεγονός που αντανακλά την έλλειψη αξίας που δημιουργείται από την εκτέλεση του λάθος είδους εργασίας.
Για να καταδειχθεί αυτό, ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα. Επιλέγω να εργάζομαι 8 ώρες την ημέρα και θα μπορούσα είτε να σκάψω ένα πηγάδι, είτε να φτιάξω έναν φράχτη. Και οι δύο επιλογές θα απαιτούσαν από μένα τον ίδιο χρόνο και την ίδια προσπάθεια, αλλά δεν είναι απαραίτητο να έχουν την ίδια αξία. Εάν η πόλη μου είχε έλλειψη νερού, οι άνθρωποι πιθανότατα θα ήταν πιο πρόθυμοι να με πληρώσουν για να σκάψω ένα πηγάδι, καθώς η ανάγκη για νερό είναι πιο επείγουσα. Ωστόσο, εάν η πόλη μου είχε ήδη μερικά ακόμα πηγάδια κι είχε επαρκή ποσότητα νερού, η εργασία μου στην κατασκευή φραχτών θα είχε πιθανότατα μεγαλύτερη αξία. Παρά την ίση ποσότητα χρόνου και προσπάθειας, η αξία που δημιουργώ από την εργασία μου θα εξαρτιόταν από άλλες μεταβλητές που αντανακλούν ότι η αξία είναι υποκειμενική. Η αμοιβή καθορίζεται από την αξιολόγηση και τη ζήτηση των άλλων, όχι από τον κόπο που καταβάλλεται ή την δουλειά που ολοκληρώνεται.
Ούτε ισχύει ότι οι εταιρείες κατέχουν όλη την διαπραγματευτική ισχύ σε μια ελεύθερη αγορά. Όταν απουσιάζει η βία, η απασχόληση είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας μεταξύ ενός πρόθυμου εργοδότη και ενός πρόθυμου εργαζομένου για έναν συγκεκριμένο μισθό ή ημερομίσθιο. Ο εργοδότης ορίζει το ανώτατο όριο, καθώς περιορίζεται από την υποχρέωση να εξοικονομήσει επαρκώς τους συντελεστές της παραγωγής του. Εάν η εργασία ενός εργαζομένου παράγει έσοδα αξίας δεκαπέντε δολαρίων σε μια επιχείρηση ανά ώρα, σίγουρα δεν μπορεί να τον πληρώσει περισσότερο από αυτό το ποσό. Αντίστροφα, ο εργαζόμενος ορίζει το κατώτατο όριο στις διαπραγματεύσεις, καθώς θα υπάρξει ένα σημείο όπου ο εργαζόμενος θα αρνηθεί να εργαστεί για λιγότερο. Για παράδειγμα, εάν η εργασία είναι σωματικά απαιτητική, ο εργαζόμενος μπορεί να μην θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο να εργάζεται για λιγότερο από 10 δολάρια ανά ώρα. Έτσι, οι όροι της αποζημίωσης για την εργασία καθορίζονται μεταξύ αυτών των ανώτερων και κατώτερων ορίων ανάλογα με το πώς θα πάνε οι διαπραγματεύσεις.
Συμπερασματικά, η αξία της εργασίας δεν είναι αντικειμενική, επομένως δεν μπορεί να υπάρξει ένα αντικειμενικό πρότυπο που να υπαγορεύει τι είναι ή τι δεν είναι ένας «δίκαιος μισθός». Οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας ενός τέτοιου προτύπου θα ήταν αυθαίρετη. Σε μια ελεύθερη αγορά, ένας δίκαιος μισθός είναι αυτός που είναι διατεθειμένος να πληρώσει ένας εργοδότης και αυτός που είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί ένας εργαζόμενος. Εάν οποιοσδήποτε από τα δύο μέρη διαφωνεί, είναι ελεύθερος να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις. Οι εργοδότες μπορούν να επιλέξουν να προσλάβουν άλλα άτομα που είναι πρόθυμα να εργαστούν για λιγότερα, ενώ οι εργαζόμενοι που αισθάνονται ότι δεν αμείβονται επαρκώς μπορούν να επιλέξουν να εργαστούν για έναν ανταγωνιστή με υψηλότερες αποδοχές, ή να επιλέξουν να γίνουν αυτοαπασχολούμενοι.









