Πώς το 3ο Ράιχ μετάλλαξε τα Χριστούγεννα κατ' εικόνα του εθνικοσοσιαλισμού
Αντί να καταργήσουν τελείως τα Χριστούγεννα όπως οι σοβιετικοί, οι ναζί προσπάθησαν να τα επαναπροσδιορίσουν, μετατρέποντάς τα σε μέρα εορτασμού του γερμανικού έθνους και των εθνικοσοσιαλιστικών αξιών
Ετικέτες: Ιστορία, Σοσιαλισμός, Πολιτισμός
Άρθρο του Ryan McMaken, δημοσιευμένο στις 24/12/2024.
Τα επαναστατικά ολοκληρωτικά καθεστώτα επιχειρούν από παλιά να εξαφανίσουν τα Χριστούγεννα, ή τουλάχιστον να μετατρέψουν τα Χριστούγεννα σε κάτι που θα είναι περισσότερο της αρεσκείας του κράτους.
Το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του φαινομένου μπορεί να βρεθεί στους Γάλλους επαναστάτες. Λίγο μετά την ίδρυση της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας το 1792, το κράτος επέβαλε ένα νέο ημερολόγιο που καθόριζε ένα έτος δώδεκα μηνών 30 ημερών, χωρισμένων σε τρεις εβδομάδες των 10 ημερών. Αυτό το νέο ημερολόγιο, το οποίο ήταν ρητά αντιχριστιανικό, κατάργησε όλες τις χριστιανικές γιορτές και τις εορτές των αγίων και τις αντικατέστησε με ημέρες ανάμνησης γεωργικών εργαλείων, δέντρων, σιτηρών και ορυκτών. Στην επαναστατική Γαλλία, ειδικά κατά τα χρόνια του τρόμου, από το 1793 έως το 1794, «το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου [ήταν] κρυμμένο και όλες οι εκκλησίες [ήταν] κλειστές». [1] Περιττό να πούμε ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ελάχιστοι γιόρταζαν ανοιχτά τα Χριστούγεννα, και γενικά τα Χριστούγεννα εξαφανίστηκαν από την κοινή θέα μέχρι το πραξικόπημα του Βοναπάρτη το 1799.
Τον εικοστό αιώνα, η Σοβιετική Ένωση έκανε παρόμοιες προσπάθειες για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την προσκόλλησή τους στα Χριστούγεννα. Όπως και οι Γάλλοι επαναστάτες, οι Σοβιετικοί ήταν ρητά αντιχριστιανοί και προσπάθησαν να απαλλαγούν από τις Κυριακές, κατά κάποιο τρόπο, καταργώντας το Σαββατοκύριακο. Έφυγαν και οι θρησκευτικές γιορτές. Στη θέση τους, οι Σοβιετικοί εφάρμοσαν μια συνεχή εβδομάδα εργασίας σχεδιασμένη για να μεγιστοποιήσει τη βιομηχανική παραγωγή και να αποτρέψει μια κοινή «ημέρα ανάπαυσης», που θα μπορούσε να ενθαρρύνει την τήρηση της θρησκευτικής παράδοσης ή τους στενότερους δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας. Στο στόχαστρο ήταν φυσικά και τα Χριστούγεννα. Το κράτος αντικατέστησε τα Χριστούγεννα με τις χειμερινές διακοπές. Ο Άγιος Βασίλης έγινε «Άγιος της Παγωνιάς» και το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο έγινε το «Χειμωνιάτικο Δέντρο».
Οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές —γνωστοί και ως «ναζί»— δοκίμασαν μια διαφορετική τακτική. Αντί να καταργήσουν τελείως τον εορτασμό των Χριστουγέννων, προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν τα Χριστούγεννα, μετατρέποντάς τα σε ημέρα εορτασμού του γερμανικού έθνους και των εθνικοσοσιαλιστικών αξιών. Αυτό έγινε με μια σειρά προπαγανδιστικών προσπαθειών, που είχαν σχεδιαστεί για να θολώσουν τα όρια μεταξύ του Χριστιανισμού και του γερμανικού εθνικισμού, ενώ επέβαλαν τη ναζιστική εικονογραφία σε παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα σύμβολα και εικόνες.
Μολονότι μπορεί να φαίνεται πως οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν πιο ανεκτικοί στη χριστιανική αυτή γιορτή από ό,τι οι Γάλλοι επαναστάτες ή οι Σοβιετικοί, και τα τρία καθεστώτα μοιράζονταν τον ίδιο στόχο. Και οι τρεις προσπάθησαν να χαλιναγωγήσουν ή να καταστρέψουν τα Χριστούγεννα επειδή άντεξαν στον χρόνο, ως υπενθύμιση μιας κοσμοθεωρίας και μιας ιστορικής αφήγησης που ήταν σε σύγκρουση με την προτιμώμενη ιδεολογία του καθεστώτος και την δική του εκδοχή της ιστορίας. Με άλλα λόγια, τα Χριστούγεννα —και η οικουμενική χριστιανική θρησκεία, την οποία τα Χριστούγεννα βοήθησαν να διαιωνιστεί— παρουσίαζαν μια ανταγωνιστική κοσμοθεωρία η οποία βρισκόταν έξω από τον άμεσο έλεγχο του κράτους. Αυτό έκανε τον Χριστιανισμό έναν αντίπαλο που κανένας οπαδός του ολοκληρωτισμού δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί.
Ναζιστικός νεοπαγανισμός και «Θετικός Χριστιανισμός»
Από τα πρώτα χρόνια του Εθνικοσοσιαλισμού και του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP), το κόμμα είχε διακηρύξει αυτό που αποκαλούσε «Θετικό Χριστιανισμό», που ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα το οποίο συνδύαζε τη ναζιστική φυλετική ιδεολογία με στοιχεία του Χριστιανισμού. Ωστόσο, οι Ναζί που δήλωναν ότι πίστευαν στον Θετικό Χριστιανισμό ήταν εχθρικοί απέναντι στις καθιερωμένες εκκλησίες στη Γερμανία, όπως οι Καθολικές και οι Λουθηρανικές εκκλησίες. Οι περισσότερες χριστιανικές ομάδες, καθολικές, προτεσταντικές ή ορθόδοξες, δεν θεωρούσαν καθόλου τον Θετικό Χριστιανισμό ως χριστιανικό. Από την πλευρά τους, οι Θετικοί Χριστιανοί αρνήθηκαν μια ποικιλία βασικών χριστιανικών πεποιθήσεων, ώστε να διευκολύνουν ένα σύστημα πεποιθήσεων που έδινε προτεραιότητα στις φυλετικές θεωρίες και που θεωρούσε τον Αδόλφο Χίτλερ σαν ένα είδος σωτήρα.
Παραμένει θέμα συζήτησης το αν οι οπαδοί του Θετικού Χριστιανισμού είχαν κάποιο ειλικρινές ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό ή αν ο Θετικός Χριστιανισμός ήταν απλώς μια κυνική επινόηση που σχεδιάστηκε να ξεγελάσει τους Γερμανούς Χριστιανούς, ώστε να πιστέψουν ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν κατά κάποιο τρόπο συμβατός με τον Χριστιανισμό μετά την Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι πολλοί στη ναζιστική ηγεσία ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον γερμανικό παγανισμό. Πράγματι, ο Samuel Koehne σημειώνει ότι «ούτε η ειδωλολατρεία ούτε ο αποκρυφισμός αποκλείστηκαν από το NSDAP στα πρώτα του χρόνια, παρά την κατ’ όνομα υπεράσπιση του «θετικού Χριστιανισμού». [2] Στην πραγματικότητα, ο Koehne συμπεραίνει ότι «ο «θετικός Χριστιανισμός» σήμαινε ελάχιστα για το Ναζιστικό Κόμμα την ίδια στιγμή που ανακηρύχθηκε ότι ήταν μέρος του Προγράμματός τους». [3] Η άποψη πολλών εθνικοσοσιαλιστών αναμφίβολα αντικατοπτριζόταν στα λόγια του Γιόζεφ Γκέμπελς, όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «μια ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ της χριστιανικής και μιας ηρωικής-γερμανικής κοσμοθεωρίας».
Αυτή η φράση απηχεί πεποιθήσεις που ήταν κοινές σε πολλούς Γερμανούς διανοούμενους εκείνη την εποχή. Ακολουθώντας τις τάσεις που χρονολογούνται από τα πρώτα χρόνια του γερμανικού ρομαντισμού, πολλοί Γερμανοί, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα είχαν στραφεί σε φαντασιακές νέες αφηγήσεις σχετικά με τη φυλετική προέλευση των Γερμανών και τον παγανισμό.
Δύο αρχιτέκτονες αυτού του κινήματος ήταν ο Guido von List και ο Jörg Lanz von Liebenfels, και οι δύο υποστηρικτές του γερμανικού εθνικιστικού κινήματος Völkisch. Ο List είναι γνωστός για την επινόηση των ρούνων Armanen (φωτο) που αργότερα έγιναν δημοφιλείς μεταξύ των Ναζί αποκρυφιστών. Ο Liebenfels, σύμφωνα με τον Koehne,
«υποστήριξε την έννοια του Χριστιανισμού ως «φυλετικής λατρείας», ερμηνεύοντας τη Βίβλο μ’ έναν παράξενο τρόπο, που υποστήριζε ότι η Παλαιά Διαθήκη δίδασκε τους κινδύνους της φυλετικής ανάμειξης, υποστήριξε τον Μωυσή ως «δαρβινιστή» και κήρυκα της «φυλετικής ηθικής» – ξαναγράφοντας τις Δέκα Εντολές ως νόμους υπέρ της φυλετικής καθαρότητας – και υποστήριξε μια δυϊστική αίρεση που περιγράφει τις εμπόλεμες δυνάμεις του Καλού και του Κακού, με τις πρώτες να ενσαρκώνονται από τους Άριους και τον σωτήρα τους, Frauja, ένα γοτθικό όνομα για τον Ιησού, ο οποίος ζητά τη θυσιαστική εξόντωση των υπανθρώπων, των «πιθηκανθρώπων» και όλων των υπόλοιπων φυλετικά κατώτερων.» [4]
Ήταν εν μέρει κάτω από την επιρροή θρησκευτικών δογμάτων όπως αυτά, που οι Εθνικοσοσιαλιστές εμφανίστηκαν στη Γερμανία ενώ διακήρυτταν την νέα τους εκδοχή για τον Χριστιανισμό. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έως το τέλος του πολέμου, οι Ναζί προσπάθησαν να εισαγάγουν τον γερμανικό νεοπαγανισμό και τη ναζιστική ιδεολογία στις χριστιανικές θρησκευτικές πρακτικές των απλών Γερμανών.
Τα Χριστούγεννα έγιναν στόχος για αυτούς τους παγανιστές εθνικιστές, που προσπάθησαν να μετατρέψουν τη χριστιανική αυτή γιορτή σε γερμανική, ειδικά, γιορτή. Σε αυτό βοήθησαν οι συνεχείς προσπάθειες για την ανακάλυψη ή την επινόηση συνδέσεων μεταξύ των γερμανικών χριστουγεννιάτικων παραδόσεων και του γερμανικού παγανισμού. Όπως το θέτει ο ιστορικός Joe Perry, άρθρα σχετικά με τη «γερμανική κληρονομιά» στα δημοφιλή χριστουγεννιάτικα έθιμα εμφανίζονταν τακτικά σε επιστημονικές εκδόσεις καθ' όλη τη διάρκεια των ναζιστικών χρόνων. Πολλοί από αυτούς τους συγγραφείς «ανέκτησαν ή επινόησαν μια σειρά ‘‘βορειοευρωπαϊκών’’ χριστουγεννιάτικων εθίμων και διευκρίνισαν τη σχέση μεταξύ των παγανιστικών εορτασμών του ηλιοστασίου και των τελετουργιών ‘‘επιστροφής στο φως’’ που προτιμούσαν οι Ναζί». [5]
Πράγματι, πολλοί διανοούμενοι των Ναζί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να θολώσουν τις ορθόδοξες χριστιανικές παραδόσεις των Χριστουγέννων με νέους ορισμούς των Χριστουγέννων ως φεστιβάλ για το χειμερινό ηλιοστάσιο και τη λατρεία του ήλιου. Μερικές τοπικές γερμανικές παραδόσεις, φυσικά, μπορεί να προήλθαν εν μέρει από κάποιες προηγούμενες γερμανικές παγανιστικές τελετουργίες, αν και αυτές δεν ήταν θεμελιώδεις για οποιαδήποτε πραγματικά χριστιανικά δόγματα που είχαν αναπτυχθεί στη Μεσόγειο περισσότερα από χίλια χρόνια πριν. Φυσικά, οι Εθνικοσοσιαλιστές προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την μεσανατολική και την εβραϊκή καταγωγή του Χριστιανισμού και αντ' αυτού να επανεφεύρουν τον Χριστιανισμό ως γέννημα του γερμανικού λαού. Από τη ναζιστική σκοπιά, ο εορτασμός των Χριστουγέννων επρόκειτο να μετατραπεί σε γιορτή του γερμανικού έθνους και όχι του Χριστιανισμού, ο οποίος, φυσικά, προϋπήρχε όλων των ευρωπαϊκών κρατών και δεν βασιζόταν καθόλου σε ιδανικά που υποστήριζαν τις σύγχρονες αντιλήψεις του γερμανικού εθνικισμού.
Ο επαναπροσδιορισμός των Χριστουγέννων
Τι σήμαινε αυτό στην πράξη έγινε σταδιακά φανερό μόλις οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ο Perry περιγράφει πώς έμοιαζαν αυτοί οι νέοι εορτασμοί του «έθνους»:
«Από την υπαίθρια διακόσμηση έως τις ετήσιες χριστουγεννιάτικες αγορές […] ο ναζισμός μετέτρεψε τις συμβατικές χρήσεις του δημόσιου χώρου σε αναπόφευκτους εορτασμούς της εθνικής κοινότητας. Επίσημα μηνύματα εθνικής αρμονίας κυριαρχούσαν στη δημόσια διακόσμηση την περίοδο των γιορτών. Σβάστικες στόλιζαν τα «χριστουγεννιάτικα δέντρα του λαού» και τα ηλεκτρικά φώτα που είχαν στηθεί σε όλη τη Γερμανία. Στις μεγαλύτερες πόλεις, η ναζιστική εμμονή με τη δημόσια διακόσμηση πήρε θεαματικές διαστάσεις. Στη Δρέσδη το 1933, μια «Χριστουγεννιάτικη σκηνή» ύψους δέκα μέτρων τοποθετήθηκε στον δρόμο έξω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Η χριστιανική και η ναζιστική εικονογραφία συγχωνεύτηκαν σε τρία επίπεδα ηλεκτρικών φωτισμών. Στο κάτω μέρος, μια εντόπια οικογενειακή σκηνή αντιπροσώπευε τον γερμανικό λαό, το θεμέλιο του κράτους. Η μεσαία βαθμίδα παρουσίαζε την αγία οικογένεια γύρω από το βρέφος Ιησού, και μια χορωδία αγγέλων στην ανώτερη βαθμίδα ανακύκλωνε ένα γενικό μοτίβο διακοπών. Μια γιγάντια σβάστικα και ένας αετός κάλυπταν ολόκληρη την εικόνα. Ο αντικρουόμενος συνδυασμός χριστιανικών και ναζιστικών μοτίβων ήταν χαρακτηριστικός της πρώιμης προπαγάνδας των γιορτών και αποκάλυπτε μια κάποια σύγχυση μεταξύ των ηγετών του κόμματος σχετικά με τη ορθή σχέση μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Ταυτόχρονα, η εικόνα υπογράμμιζε τις επίσημες αντιλήψεις περί κοινωνικής ιεραρχίας, οι οποίες έθεταν τον γερμανικό λαό, καθώς και την Αγία Οικογένεια, υπό την προστασία —ή την υποτέλεια— του καθεστώτος. [6]
Καθώς τα χρόνια των Ναζί περνούσαν από τη δεκαετία του '30 και τη δεκαετία του '40, η ιεραρχία έγινε σαφής: η ιδεολογία του αίματος και του εδάφους του γερμανικού Ράιχ έπρεπε να θεωρείται ανώτερη από την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού. Ο νέος σωτήρας, ο Γερμανός Φύρερ, θα αντικαθιστούσε τον παλιό. Οι παραδοσιακοί χριστιανοί, άλλωστε, έβλεπαν την ενσάρκωση και τη γέννηση ενός μη Γερμανού Χριστού σε μια μη γερμανική γη ως το κεντρικό γεγονός της γιορτής των Χριστουγέννων. Ο χριστιανός σωτήρας πρόσφερε τη σωτήρια αποστολή του σε όλη την ανθρωπότητα, σε πλήρη αντίθεση με τον Φύρερ και το «Χιλιετές Ράιχ» του.
Οι εθνικοσοσιαλιστές παρουσίασαν λοιπόν τα Χριστούγεννα σαν φεστιβάλ της γερμανικής εθνικής ενότητας πάνω απ' όλα. Αυτό το σχέδιο γνώρισε κάποια επιτυχία, εν μέρει επειδή η συμμετοχή στη νέα γερμανική λατρεία για την ενότητα ήταν ουσιαστικά υποχρεωτική. Αν και οι χριστιανικές εκκλησίες θεωρούσαν τον νέο γερμανικό συγκρητισμό ως αιρετικό και αντιχριστιανικό, ήταν επίσης γνωστό ότι όσοι παραπονέθηκαν υπερβολικά για την αντιμετώπιση των Εκκλησιών από το καθεστώς είχαν ατυχή κατάληξη. Οι διαφωνούντες κληρικοί είδαν τους ναούς τους να καταλαμβάνονται από το κράτος και οι διαφωνούντες συνελήφθησαν. Ακόμη και τα ήπια παράπονα για τις «γιορτές» δεν εκτιμήθηκαν ακριβώς από τις αρχές. Όπως είπε ένας αστυνομικός στο Έσσεν, οι Γερμανοί που ήταν ανεπαρκώς ενθουσιασμένοι με τα χριστουγεννιάτικα προγράμματα του κράτους ήταν «έτοιμοι για το στρατόπεδο συγκέντρωσης». [7]
Παρά τις διαρκείς απειλές και την ατελείωτη προπαγάνδα, η μέγγενη των Ναζί στα Χριστούγεννα άρχισε τελικά να χαλαρώνει. Στα τέλη του 1943, καθώς η κατάσταση στα μέτωπα του πολέμου έμοιαζε όλο και πιο θλιβερή, πολλοί Γερμανοί έχασαν το ενδιαφέρον τους να περάσουν από την διαδικασία των «λαϊκών Χριστουγέννων». Κατά μία έννοια, οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν καταφέρει, όπως οι Γάλλοι και οι Σοβιετικοί πριν από αυτούς, να κάνουν τα Χριστούγεννα -τουλάχιστον την πραγματική εκδοχή των Χριστουγέννων- να εξαφανιστούν σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια ζωή.
Αυτό, φυσικά, ήταν που ήθελε το ναζιστικό κράτος από παλιά: να υπαχθεί όλος ο ανεξάρτητος χριστιανισμός στα νέα παγανιστικά εθνικιστικά δόγματα του γερμανικού κράτους. Πολλοί Γερμανοί δεν αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε μέχρι που ήταν πολύ αργά.
Δείτε επίσης:

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν εχθροί της Δύσης, όπως οι κομμουνιστές, όχι υπερασπιστές της από εκείνους
—————————————————————
1 Shane H. Hockin, «Les Hommes sans Dieu: Atheism, Religion, and Politics during the French Revolution», 2014, σελ. 107. https://api.semanticscholar.org/CorpusID:163989020
2 Samuel Koehne, «Were the National Socialists a «Völkisch» party?». Paganism, Christianity, and the Nazi Christmas, Central European History 47, No. 4 (Δεκέμβριος 2014): 763.
3 Ibid.
4 Ό.π., σελ. 767.
5 Joe Perry, «Nazifying Christmas: Political Culture and Popular Celebration in the Third Reich», Central European History 38, No. 4 (2005): 577.
6 Ό.π., σελ. 586.
7 Ό.π., σελ. 592.