Ο Χριστιανισμός απο-ιεροποίησε το Κράτος για αιώνες, έως τον υποτιθέμενο «Διαφωτισμό»
Άρθρο του Ryan McMaken, που δημοσιεύτηκε στις 24/12/2021 από Mises Institute
Ο Χριστιανισμός κλόνισε αποφασιστικά την λατρεία προς το Κράτος, όμως οι άνθρωποι της Αναγέννησης και του «διαφωτισμού» τελικά αναβίωσαν και μας κληροδότησαν τις παλιές προ-χριστιανικές αντιλήψεις για το κράτος ως «πηγή αρετής και τάξης»
Περίπου το έτος 9 π.Χ., μια ομάδα Ελληνορωμαίων στη Μικρά Ασία εξέδωσαν μια διακήρυξη —που τώρα είναι γνωστή από την Επιγραφή του Ημερολογίου της Πριήνης— μνημονεύοντας την γέννηση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καίσαρα Αυγούστου. Το κείμενο της επιγραφής δήλωνε τον ερχομό του «σωτήρα» Καίσαρα ως ένα ζήτημα «ευτυχούς συγκυρίας» και «χαρμόσυνων νέων». Αυτός ο «θεός Αύγουστος» έφερε την ειρήνη για όλους τους ανθρώπους της αυτοκρατορίας.
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις χριστιανικές γραφές θα επισημάνουν φυσικά τις ομοιότητες εδώ με μια μεταγενέστερη διακήρυξη των «καλών συγκυριών» και των «χαρμόσυνων νέων» που βρίσκονται στο κατά Λουκά ευαγγέλιο. Ο Λουκάς γράφει για τη γέννηση του νέου «σωτήρα, ο οποίος είναι ο Κύριος ο Χριστός». Αυτός ο σωτήρας είναι επίσης ο «Υιός του Θεού», που θα φέρει την «ειρήνη στους ανθρώπους».
Δεν ήταν τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκε παρόμοια ορολογία και στις δύο περιπτώσεις. Ο ελληνικός όρος «ευαγγέλιον» — που μεταφράζεται ως «χαρμόσυνα νέα» — χρησιμοποιείται πράγματι στη διακήρυξη του Ημερολογίου της Πριήνης, η οποία επίσης έμμεσα αναφέρεται στον εξυψωμένο τίτλο του Καίσαρα ως «Divi filius» — ο Υιός του θεού.
Τέτοια λόγια αντικατοπτρίζουν την άποψη του Καίσαρα Αυγούστου για τον εαυτό του και τη φρασεολογία της κρατικής προπαγάνδας εκείνης της εποχής. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Πάπας Βενέδικτος, κατά κόσμον Joseph Ratzinger, στο βιβλίο του σχετικά με τις αφηγήσεις της παιδικής ηλικίας του Χριστού , ο Αύγουστος δεν ήταν ένας απλός πολιτικός ηγέτης ανάμεσα στους άλλους. Αξίωσε επίσης την καθολική κυριαρχία του πάνω στα πάντα — «σε ολόκληρη την οικουμένη». [1] Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αφήγηση του Λουκά για το πώς ο Αύγουστος είχε δηλώσει ότι «όλος ο κόσμος έπρεπε να καταγραφεί».
Ωστόσο, χρησιμοποιώντας μια τέτοια φρασεολογία, τα χριστιανικά ευαγγέλια και οι χριστιανοί δημιούργησαν μια ασυμβίβαστη σύγκρουση: αυτός ο νεογέννητος βασιλιάς δεν ήταν ο Καίσαρας. Επιπλέον, ήταν επίσης σαφές ότι ο Καίσαρας και ο Χριστός δεν μπορούσαν λογικά να είναι και οι δύο οικουμενικοί άρχοντες. Μόνο ο ένας θα μπορούσε να ασκήσει την αληθινή βασιλεία, και μόνο ο ένας θα μπορούσε να είναι ο αληθινός σωτήρας που θα οδηγούσε σε μια νέα εποχή ειρήνης.
Έτσι, όταν οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, μνημονεύουν την έναρξη μιας μακράς σύγκρουσης μεταξύ Καίσαρα και Χριστού. Αυτή η σύγκρουση θα επιβεβαιωνόταν στους επόμενους αιώνες, καθώς η νέα θρησκεία αμφισβητούσε το καθεστώς του ρωμαϊκού κράτους - και το καθεστώς των κρατών του κόσμου γενικότερα. Αυτή η νέα θρησκεία ήταν παράξενη κατά το ότι απέρριπτε πλήρως τη θεϊκή φύση και την επικυριαρχία των πολιτικών αρχόντων και δήλωνε ότι ο πραγματικός σωτήρας της ανθρωπότητας —και του βασιλείου της— δεν είναι αυτού του κόσμου».
Οι θεϊκές αυτοκρατορίες και πόλεις της αρχαιότητας
Αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Σε αμέτρητες αρχαίες πόλεις-κράτη, βασίλεια και αυτοκρατορίες, οι κοσμικοί πολιτικοί άρχοντες ισχυρίζονταν επίσης ότι ήταν θεοί. Κάτι τέτοιο βέβαια το απέρριπταν ορισμένοι σκεπτικιστές και κυνικοί, αλλά αυτού του είδους η προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις. Και όταν ήταν επιτυχής, ήταν εξαιρετικά χρήσιμη στην αύξηση της εξουσίας του βασιλιά και στην εξασφάλιση της υποταγής στο κράτος. Από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τους βασιλιάδες του Λεβάντε και τους Αιγύπτιους Φαραώ, αμέτρητοι ηγεμόνες ισχυρίστηκαν ότι ήταν «ο γιος του θεού». Στα τέλη του πρώτου αιώνα, ο αυτοκράτορας Δομιτιανός χρησιμοποίησε τον τίτλο «Κύριος και Θεός».
Ορισμένοι πολιτισμοί υιοθέτησαν λιγότερο ωμές εκδοχές αυτού του πλαισίου. Για παράδειγμα, πολλοί Έλληνες και Ρωμαίοι στους αιώνες προ Χριστού απέρριπταν την ιδέα ότι οι βασιλιάδες τους ήταν θεότητες. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς τους λαούς ενστερνίζονταν την ιδέα ότι το ίδιο το κράτος ήταν συνώνυμο με τη θεϊκή εξουσία. Αυτό αντανακλάται στις λατρείες της θεϊκής προσωποποίησης πόλεων και βασιλείων, όπως η λατρεία της θεάς Ρώμης. Σε αυτά τα θεϊκά πρόσωπα οφείλονταν θυσίες και θρησκευτικές υποχρεώσεις, και η εξουσία τους σε πολλές περιπτώσεις διαπότιζε το ίδιο το κράτος με αυτό που θεωρούνταν θεϊκή ισχύς ή «ουράνια εντολή».
Η απo-ιεροποίηση του Κράτους
Ο Χριστιανισμός —τουλάχιστον στη Δύση— απέρριψε αυτή την αντίληψη και αντ’ αυτής υιοθέτησε αυτό που ο ιστορικός Ραλφ Ράικο αποκαλεί η «αποϊεροποίηση του κράτους». Αυτή είναι η άποψη ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της θείας βασιλείας και της εγκόσμιας βασιλείας. Τον πέμπτο αιώνα, αυτή η ιδέα απέκτησε μεγάλη επιρροή μέσω των έργων του Αυγουστίνου, με το βιβλίο του Η Πολιτεία του Θεού. Όπως σημειώνει ο Αυγουστίνος, η Πολιτεία του Θεού και η Πολιτεία του Ανθρώπου δεν πρέπει ποτέ να συγχέονται και είναι για πάντα διακριτές. Η δεύτερη είναι άδικη, εφήμερη, και κυβερνάται από διεφθαρμένους βασιλιάδες και αυτοκράτορες που, ηθικά μιλώντας, συχνά είναι ελάχιστα καλύτεροι από τους επιδρομείς πειρατές. Μόνο στην πρώτη οφείλεται οποιαδήποτε αληθινή ηθική ή πνευματική πίστη.
Ο Αυγουστίνος είχε ταχθεί εναντίον των Ρωμαίων συντηρητικών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να επιμένουν ότι το ρωμαϊκό κράτος πρόσφερε την καλύτερη ελπίδα στον κόσμο για τάξη, ειρήνη, ακόμη και σωτηρία. Αντίθετα, ο Αυγουστίνος αποδοκίμαζε το υποτιθέμενο μεγαλείο της αυτοκρατορίας και ο Ράικο συνοψίζει τη στάση του Αυγουστίνου ως «Rome Shmome» (σ.σ. «σιγά τον πολυέλαιο» σε ελεύθερη μετάφραση). Ναι, η Ρώμη ήταν μεγάλη και ισχυρή. Και τι μ΄ αυτό όμως; Για τον Αυγουστίνο, η στρατιωτική ισχύς και η φαινομενική παντοτινή διάρκεια της Ρώμης έκρυβαν απλώς την πραγματικότητα του στάτους της Ρώμης ως απλώς ενός ακόμα εγκόσμιου θεσμού που προοριζόταν να εκλείψει κάποτε.
Ο Raico σημειώνει ότι αυτή η άποψη δεν είχε καθολική απήχηση στα χριστιανικά μέρη του κόσμου. Στην ελληνική, ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας, ο καισαροπαπισμός άντεξε για πολλούς αιώνες. Αλλά στη Δύση - όπου πιο αδύναμα, αποκεντρωμένα καθεστώτα αντικατέστησαν την παλιά αυτοκρατορία - κανένας πρίγκιπας δεν μπορούσε να ελπίζει να διεκδικήσει μια αληθινή αξίωση να κυβερνά στο όνομα της Πόλης του Θεού. Η οδηγία των Γραφών «Αποδώστε στον Καίσαρα αυτά που είναι του Καίσαρα, και στον Θεό αυτά που είναι του Θεού» εφαρμόστηκε λοιπόν περισσότερο στη Δύση από οπουδήποτε αλλού. Πράγματι, σύμφωνα με τον Ράικο, ο Λόρδος Άκτον είχε προσδιορίσει αυτή την άποψη ως «την προέλευση της ιδέας της ελευθερίας»: Ο Καίσαρας δεν είναι Θεός. Ο Θεός δεν είναι Καίσαρας.
Η αφήγηση των Χριστουγέννων περιφρονεί τον Καίσαρα
Πράγματι, αυτή η άποψη ενσωματώνεται στη Χριστουγεννιάτικη αφήγηση και στο ιστορικό της πλαίσιο.
Η άφιξη του νέου και αληθινού βασιλιά συνδυάζεται με την ανυπακοή στην παγκόσμια εξουσία, με πολλούς τρόπους. Η ίδια η γέννηση του Χριστού θεωρείται σοβαρή απειλή για τον Ηρώδη, ο οποίος κυβερνά ως βασιλιάς-εκπρόσωπος του Καίσαρα. Όταν ο Ηρώδης απαιτεί από τους Μάγους να αναφέρουν το πού βρίσκεται το παιδί, οι Μάγοι επιλέγουν να μην υπακούσουν και να εξαπατήσουν τον Ηρώδη. Αντί να υποταχθεί στην αναζήτηση του παιδιού από τον Ηρώδη, ο κηδεμόνας του φεύγει μαζί με το παιδί στην Αίγυπτο. Η ηθική χρεοκοπία του Ηρώδη απεικονίζεται στη συνέχεια στη Σφαγή των Αθώων.
Αλλά ο Χριστός δεν ήταν απειλή μόνο για τον Ηρώδη. Όπως διευκρινίζουν τα ευαγγέλια, αυτός ο νέος βασιλιάς ήταν επίσης ο μόνος αληθινός σωτήρας και γιος του Θεού — σε αντίθεση με τον απλά πλαστοπρόσωπο Καίσαρα.
Αυτή η αντίστιξη αποτέλεσε για καιρό ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τους νέους επίδοξους Καίσαρες. Ναι, πολλοί βασιλιάδες και αυτοκράτορες της ύστερης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα φαντάστηκαν τον εαυτό τους σαν ηγεμόνα ενός νέου βασιλείου του Θεού στη γη. Ο Φρειδερίκος Β' έφτασε ίσως όσο πιο κοντά στο να κάνει τον τίτλο να ακούγεται λογικοφανής. Τελικά, όμως, η εποχή των ισχυρών κρατών, του απολυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού θα επιφυλασσόταν για τον σύγχρονο κόσμο, τον κόσμο της εκκοσμίκευσης και του «διαφωτισμού». Οι άνθρωποι της Αναγέννησης ήταν που αναβίωσαν τις παλιές προχριστιανικές αντιλήψεις για το κράτος ως «πηγή αρετής και τάξης». Οι μελετητές του Διαφωτισμού, όπως ο Gibbon και ο Montesquieu, επαινούσαν τις παλιές εποχές της αυτοκρατορίας και της πόλης-κράτους, όπου τα άτομα είχαν το καθήκον να υπηρετούν και να θυσιάζονται για το κράτος, στο όνομα της αρρενωπότητας και της πολεμικής δόξας. Στα πεφωτισμένα μυαλά ανδρών όπως ο Gibbon, ο Χριστιανισμός έκανε τους ανθρώπους πολύ επιρρεπείς να ασπαστούν το βασίλειο που «δεν είναι αυτού του κόσμου», καθιστώντας τους λιγότερο διατεθειμένους να κάνουν σπουδαίες πράξεις κατακτήσεων και δεσποτισμού.
Αυτοί οι σύγχρονοι στοχαστές είχαν εν μέρει δίκιο. Τα Χριστούγεννα, τα «χαρμόσυνα νέα» δεν είναι τα νέα της ειρήνης ή της σωτηρίας που φέρνουν οι «σπουδαίες πράξεις» που γίνονται με τα ματωμένα ξίφη και τις σιδηρογροθιές των εγκόσμιων πριγκίπων. Εκείνη η ιστορία είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η πολιτική. Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα κάτι άλλο και κάτι καινούργιο.
Διαβάστε επίσης:
« Γιατί το κράτος δεν θα ανεχτεί ποτέ έναν ανεξάρτητο Χριστιανισμό », του Zachary Yost
« Ο Θεός είναι αναρχο-φιλελεύθερος και το κράτος ο αντίχριστος (video) », του αναρχοκαπιταλιστή καθηγητή οικονομικών Jesus Huerta de Soto
------------------------------------------------------
1. Joseph Ratzinger, Jesus of Nazareth: The Infancy Narratives (Βατικανό: Libreria Editrice Vaticana, 2012), σελ. 63.
Ο Ryan McMaken είναι αρχισυντάκτης στο Mises Institute.