Μια αιρετική άποψη για την 28η Οκτωβρίου
Το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται σήμερα είναι αν θα μπορούσε να αποφευχθεί η είσοδος της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ετικέτες: Ιστορία
Δύο αναρτήσεις του Τηλέμαχου Χορμοβίτη στην πλατφόρμα του Facebook, από το 2023 και το 2016.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, διεξάγεται η ίδια, εξόχως βαρετή και ανούσια, συζήτηση, μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς για το αν ήταν ο Μεταξάς που είπε το ΟΧΙ, ή ο ελληνικός λαός. Όμως, το πραγματικό ερώτημα που έπρεπε να τίθεται σήμερα είναι αν θα μπορούσε να αποφευχθεί η είσοδος της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν αμφιβάλλει κανένας πως η είσοδος της χώρας μας στον πόλεμο σήμανε την έναρξη της πιο καταστροφικής δεκαετίας στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Κατοχή, πείνα, θεαματική ενίσχυση της κομμουνιστικής Αριστεράς, Εμφύλιος, δεκάδες χιλιάδες νεκροί, διάλυση της οικονομιας και του κοινωνικού ιστού. Όλα αυτά, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν η χώρα έμενε ουδέτερη. Η Ισπανία, η Πορτογαλία καθώς και η γειτονική μας Τουρκία διατήρησαν την ουδετερότητά τους. Η Ελλάδα γιατί δεν τα κατάφερε ;
Δυστυχώς, ο τότε δικτάτορας της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς δεν έδειξε τη διορατικότητα που έχει επιδείξει τη δεκαετία του '10 όταν αντιτάχθηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αντί, με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς, να κρατήσει αυστηρή ελληνική ουδετερότητα, προσέδεσε τη χώρα στο αγγλικό άρμα και κατέστησε αναπόφευκτη τη συγκρουση με την Ιταλία και τη Γερμανία. Παρ’ ό,τι η επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν αυτή της ουδετερότητας, οι ενέργειες της κυβέρνησης Μεταξά κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν κάποιος μπει στον κόπο να μελετήσει το ημερολόγιο του Μεταξά, θα διαπιστώσει ότι η απόφασή του να συνταχθεί με τη Βρετανία είχε ληφθεί ήδη από το 1936. Μάλιστα, αμέσως μετά την 4η Αυγούστου, διαβεβαίωσε τον Βρετανό πρέσβη Waterlow για την φιλο-βρετανική του στάση. Toν επόμενο χρόνο o Μεταξάς θα δώσει έμπρακτο δείγμα της στάσης του, ανανεώνοντας συμβάσεις με βρετανικές εταιρίες, στις οποίες είχαν παραχωρηθεί προνόμια στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Τo 1938, ο δικτάτορας της Ελλάδας πρότεινε στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση, επειδή συνέφερε περισσότερο τη Μ. Βρετανία εκείνη την περίοδο να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη. Στις 13 Απριλίου 1939, η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν τα σύνορα της Ελλάδος (εγγύηση χωρίς πρακτική σημασία, αλλά με ιδιαίτερο συμβολισμό για το πού άνηκε η Ελλάδα). Στα τέλος της ίδιας χρονιάς, ο Μεταξάς αρνήθηκε να ανανεώσει συμφωνία ειρήνης και μη επιθέσεως με την Ιταλία, στην οποία περιλαμβάνονταν ιταλική πρόταση απόσυρσης των ιταλικών στρατευμάτων στα 20 χλμ. από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Μάλιστα, παρότι ο Μεταξάς έβλεπε θετικά τη συμφωνία , προτού την υπογράψει την έθεσε στην κρίση της Μ. Βρετανίας. Το Foreign Office εξέφρασε την αντίθεσή του, και τελικά, ο Μεταξάς δεν ανανέωσε το σύμφωνο. Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, ο Μεταξάς ανακοινώνει στο υπουργικό συμβούλιο :
«...η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς».
Ίσως βέβαια ο Μεταξάς να μην ήταν 100% υπεύθυνος γι αυτήν την πολιτική. Ίσως, χωρίς την πίεση του φανατικού αγγλόφιλου Γεώργιου του Β', να ακολουθούσε μια πολιτική που θα έκλινε περισσότερο προς την ουδετερότητα, Πάντως, πέρα από το ερώτημα για το ποιός είχε τις περισσότερες ευθύνες για την ακολουθούμενη πολιτική , γεγονός είναι πως από την πρώτη στιγμή η θέση της Ελλάδας ήταν γνωστή. Η Ιταλία και η Γερμανία ήξεραν πως απέναντι τους είχαν έναν πιστό σύμμαχο των Άγγλων. Τον Αύγουστο του 1940, ο (σ.σ. Γερμανός) Ρίμπεντροπ, συναντήθηκε με τον Έλληνα πρέσβη, και σύμφωνα με τα γερμανικά ντοκουμέντα:
«ο υπουργός των εξωτερικών διασαφήνισε στον Έλληνα πρεσβευτή ότι διαιρούμε τις χώρες σε εκείνες που έλαβαν στάση υπέρ του Άξονα και εκείνες που έλαβαν στάση υπέρ της Αγγλίας. Θεωρούμε την Ελλάδα ως χώρα που επέλεξε την Αγγλία, διότι οι Έλληνες δέχτηκαν την αγγλική εγγύηση, διότι εφοδίασαν τους άγγλους με πολεμικό υλικό, διότι με τα πλοία τους παραβίασαν τον αποκλεισμό κατά της Αγγλίας. Αλλά έχουμε κι άλλες αποδείξεις της αγγλόφιλης στάσης της Ελλάδας...» Η επίθεση λοιπόν ήταν θέμα χρόνου.
Φυσικά, όλα αυτά δεν τα γράφω για να μειώσω τις θυσίες, το θάρρος και την αποφασιστικότητα των απλών Ελλήνων στα βουνά της Αλβανίας. Και εννοείται πως από τη στιγμή που η Ιταλία έθεσε το γνωστό τελεσίγραφο, η Ελλάδα έπρεπε να το αρνηθεί. Το θέμα, όμως, είναι γιατί φτάσαμε μέχρι το σημείο της ιταλικής επίθεσης; Ποιες είναι οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης; Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποφευχθεί; Και άραγε, άξιζε, για χάρη της συμμαχίας με την Αγγλία, η Ελλάδα να ζήσει την τραγωδία της δεκαετίας του '40;
«Μεταξάς-Χίτλερ: Ελληνογερμανικές σχέσεις στην Μεταξική Δικτατορία, 1936-1941»
Αν πιστεύετε ακράδαντα πως η Eλλάδα έπρεπε να μπει, ούτως ή άλλως, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, ανεξάρτητα του τί επέβαλλε το εθνικό της συμφέρον και ανεξαρτήτως ανθρώπινου και υλικού κόστους, τότε καλύτερα να μην διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Αν πάλι πιστεύετε πως η είσοδος της χώρας στον πόλεμο είχε σαν αποτέλεσμα την πιο καταστροφική δεκαετία της νεοελληνικής ιστορίας, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ολοκληρωτική καταστροφή της οικονομίας μας (με αντάλλαγμα ελάχιστα εδαφικά ωφέλη), και έχετε αναρωτηθεί μήπως θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει ουδέτεροι, τότε το βιβλίο του πρέσβυ ε.τ. Αννίβα Βελλιάδη, «Μεταξάς-Χίτλερ: Ελληνογερμανικές σχέσεις στην Μεταξική Δικτατορία, 1936-1941» (Εκδόσεις Ενάλιος), θα απαντήσει σε πολλά ερωτήματά σας.
Ο Βελλιάδης εκφράζει την αιρετική θέση πως ο Μεταξάς, παρά την υποτιθέμενη ουδετερότητά του, εγκλώβισε την χώρα στον αγγλικό συνασπισμό και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα και έτσι η ιταλική και γερμανική εισβολή και η συμμετοχή της χώρας στο μεγαλύτερο σφαγείο της ιστορίας κατέστη αναπόφευκτη. Το καθεστώς του Μεταξά δεν είχε λαϊκή βάση και εξαρτώνταν από τη στήριξη της Μ. Βρετανίας και του ιδεοληπτικά Αγγλόφιλου, Γεώργιου Β'. Στα ημερολόγια του Έλληνα δικτάτορα ήταν εμφανής η αγωνία του μήπως χάσει την εύνοια της Αγγλίας και συνεπακόλουθα και την εξουσία, και αυτό το συνεχές άγχος του καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική του. Επίσης, ο Μεταξάς για να αποσείσει τη ρετσινιά της παλιάς του «γερμανοφιλίας» και για να πείσει τους νέους προστάτες του ότι πια ήταν δικός τους, πολλές φορές ένιωθε την ανάγκη να υπερβάλλει εαυτόν σε «αγγλοφιλία». Ήδη πριν αναλάβει την εξουσία, δήλωνε πως σε ενδεχόμενο μελλοντικό πόλεμο, η θέση της Ελλάδας θα ήταν στο πλευρό της Αγγλίας.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι το 1938 ο Μεταξάς κράτησε ίσες αποστάσεις μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας. Αυτό συνέβη, όμως, επειδή κάτι τέτοιο του το επέτρεπε η πολιτική του «κατευνασμού» που ακολουθούσε η πρώτη έναντι της δεύτερης. Όταν οι σχέσεις των δύο μεγάλων Δυνάμεων άρχισαν να χειροτερεύουν, ο Μεταξάς , με μια σειρά ενέργειες του, υπονόμευσε την ουδετερότητα της Ελλάδας. Αρχικά, τον Απρίλιο του 1939 απεδέχθη την αγγλογαλλική εγγύηση των συνόρων της Ελλάδας, η οποιά έδεσε μεν την χώρα στο άρμα των Συμμάχων, κόβοντας τις γέφυρες με τη Γερμανία, αλλά πρακτικά ήταν ανεφάρμοστη, όπως φάνηκε όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, όπου λάβαμε ελάχιστη βοήθεια από την Αγγλία. Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι ελληνοαγγλικές επαφές για δημιουργία βαλκανικού μετώπου και απόβαση αγγλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Οι επαφές αυτές και πάλι δεν είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά δημιούργησαν την εντύπωση στους Γερμανούς ότι η Ελλάς μετείχε σε κυκλωτικά σχέδια του αγγλογαλλικού συνασπισμού σε βάρος τους. Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μη ανανέωση του ελληνοϊταλικού Συμφώνου Φιλίας του 1928, ύστερα από απαίτηση της Αγγλίας, η μίσθωση -κατόπιν πιέσεων προς τους Έλληνες εφοπλιστές- μεγάλου μέρους του ελληνικού εμπορικού στόλου στους Βρετανούς, η αναστολή εξαγωγών χρωμίου προς τη Γερμανία και η ταυτόχρονη πώληση πολεμικού υλικού στην Αγγλία, είχαν ως αποτέλεσμα να καταστήσουν την Ελλάδα ουσιαστικά σύμμαχο της Μ. Βρετανίας στον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Πιθανόν, αν η Ελλάδα είχε τηρήσει μια πολιτική πραγματικής ουδετερότητας, οι Γερμανοί θα ήταν πιο αποφασιστικοί και θα είχαν αποτρέψει την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας (το είχαν ήδη κάνει δύο φορές πριν την 28η Οκτωβρίου του 1940). Εξάλλου, κάτι τέτοιο συνέφερε και τους ίδιους, αφού ήθελαν να αποφύγουν ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια και να επικεντρωθούν στην εκστρατεία τους κατά της Σοβιετικής Ρωσίας. Ακόμη όμως και μετά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου και όταν η χώρα μας θεωρούνταν πια απ' όλους τους εμπολέμους σύμμαχος της Αγγλίας, οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να κάνουν προτάσεις μεσολάβησης, τις οποίες και πάλι ο Μεταξάς δεν εκμεταλλεύτηκε, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τους Άγγλους και απειληθεί η παραμονή του στην εξουσία. Και καταλήγει ο Βελλιάδης :
«Το παράδειγμα του Φράνκο αλλά και της Τουρκίας, παρ' όλο που οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, υπογραμμίζουν τις δυνατότητες, έστω κι περιορισμένες, που έχει κάθε ηγέτης στις δύσκολες στιγμές να προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί, ανεξαρτήτως εάν επιτύχει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται και που ενδεχομένως να απομακρύνουν με τους κατάλληλους χειρισμούς τους κινδύνους που απειλούν τη χώρα του. Ο Μεταξάς, αντίθετα με τις ενέργειές του, και τη χώρα έβγαλε από την ουδετερότητα και την έγκλώβισε στον αγγλικό συνασπισμό, χωρίς ανταλλάγματα, και τις μεσολαβήσεις των Γερμανών, όσο αόριστες και ανειλικρινείς κι αν ήσαν, δεν προσπάθησε να τις εκμεταλλευτεί όσο ήταν δυνατόν. Κυρίως δεν επωφελήθηκε από την εντόνη απροθυμία, τόσο του Χίτλερ όσο και των στρατιωτικών του, να αναλάβουν επιχειρήσεις σε βάρος της Ελλάδος, και την επιθυμία τους να τερματίσουν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο...Δεν προσπάθησε να αποφύγει την οδό που αργά ή γρήγορα θα καθιστούσε τη χώρα άλλο ένα θύμα της διαμάχης των Μεγάλων Δυνάμεων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της.
Δείτε επίσης: