Η αποτυχία της δημοκρατίας και ο περιορισμός της κοινής γνώμης
Η ελευθερία της ψήφου συμβάλλει, κατά τραγική ειρωνεία, στην απώλεια της οικονομικής ελευθερίας στη «δημοκρατική» Δύση, σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη που εξισώνει τη δημοκρατία με την ελευθερία
Ετικέτες: Δημοκρατία
Άρθρο του Finn Andreen, δημοσιευμένο στις 7/11/2024.
Δεν ομολογείται συχνά, όμως είναι γεγονός ότι ο λαός δεν μπορεί ποτέ να εκπροσωπηθεί πολιτικά με επιτυχία. Ωστόσο, η κοινή γνώμη επηρεάζει την πολιτική, ενίοτε μάλιστα έντονα. Σε όλα τα πολιτικά συστήματα, η κυβερνώσα μειοψηφία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, σε διαφορετικό βαθμό, τη διάθεση της κοινής γνώμης, όπως αυτή εκφράζεται στα δημοτικά συμβούλια, στις δημοσκοπήσεις, στις εκλογές, στις διαδηλώσεις και τώρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επομένως, η πιο σταθερή και δημοφιλής κυβέρνηση δεν είναι απαραίτητα η πιο «δημοκρατική», αλλά εκείνη που λαμβάνει καλύτερα υπ’ όψη της την κοινή γνώμη και προσαρμόζει τις πολιτικές της σε αυτήν όταν χρειάζεται. Η αντιδημοφιλία και η πολιτική αστάθεια των περισσότερων δυτικών κυβερνήσεων σήμερα εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι η κοινή γνώμη αγνοείται όλο και περισσότερο από την κυβερνώσα μειοψηφία, ενώ οι εκλογές έχουν μετατραπεί σε επιφανειακά «διαμεσολαβητικές» τελετές.
Το πολιτικό σύστημα της Κίνας δεν είναι φίλος της ελευθερίας, αλλά είναι σταθερό και δημοφιλές ακριβώς επειδή, σύμφωνα με έναν αφοσιωμένο στο καθεστώς Κινέζο ακαδημαϊκό, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να «ενσωματώνει τον παλμό του κοινού στη διακυβέρνηση και να αντανακλά την λαϊκή βούληση». Στη Δύση, παρατηρείται σημαντική απογοήτευση, που προέρχεται από το γεγονός ότι η προτεραιότητα δίνεται πάντα στην πολιτική ατζέντα της κοσμοπολίτικης, πλέον, και οικονομικής ολιγαρχίας.
Μολονότι η κοινή γνώμη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κοινή λογική, υποφέρει τραγικά από την άγνοια που επικρατεί σε σχέση με την πολιτική και την οικονομία. Τα στερεότυπα και η σύγχυση σχετικά με την ελεύθερη αγορά είναι κάτι σύνηθες. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία έχει από καιρό επηρεαστεί από τις σύγχρονες σοσιαλιστικές ιδέες του κρατικού παρεμβατισμού και της εξαναγκαστικής κοινωνικοποίησης.
Υπάρχει μια κοινή παρανόηση όσον αφορά την αιτία των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Ένα παράδειγμα είναι το ελεύθερο εμπόριο, το οποίο η πλειοψηφία γενικά δεν υποστηρίζει στη Δύση, παρ’ όλο που οι εμπορικοί φραγμοί λειτουργούν ως φόρος για τους πολίτες και ωφελούν μόνο ορισμένους πολιτικά διαπλεκόμενους τομείς ή επιχειρήσεις. Η πλειοψηφία ζημιώνεται όταν το κράτος αυξάνει τους δασμούς για να προστατεύσει ειδικά συμφέροντα, κι όμως, όταν έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος, δεν αντιδρά, επειδή συγχέει τα δικά της συμφέροντα με εκείνα της κυρίαρχης μειοψηφίας.
«Πώς μπορούν να περιοριστούν οι άνθρωποι;»
Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ελίτ στη Δύση, ιδίως οι μη πολιτικοί επιχειρηματίες, τάσσονται μάλλον περισσότερο υπέρ των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου από ό,τι η υπόλοιπη κοινωνία. Αυτοί οι άνθρωποι αναγνωρίζουν γενικά ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς ωφελεί όχι μόνο τους ίδιους αλλά και την κοινωνία στο σύνολό της.
Πράγματι, μια μελέτη των πρακτικών πενήντα ετών από τις κλειστές συνεδριάσεις της Λέσχης Mont Pélerin δείχνει ότι τα μέλη της εξέφραζαν συχνά τις ανησυχίες τους ότι «τα δημοκρατικά νομοθετικά σώματα τείνουν να διαταράσσουν την ελεύθερη αγορά» υπερψηφίζοντας επιδοτήσεις πρόνοιας και κοινωνικής βοήθειας. Αναρωτήθηκαν, λοιπόν, για το εξής: «Πώς μπορεί να περιοριστούν οι άνθρωποι;», αφού «η δημοκρατική πολιτική έχει την τάση να οδηγεί σε παρεμβάσεις στην οικονομία, στρεβλώνοντας έτσι ή και καταστρέφοντας τον μηχανισμό της αγοράς».
Το ζήτημα του περιορισμού της δημοκρατίας ανέκυψε, επειδή οι άνθρωποι τείνουν να ψηφίζουν με τρόπους που μακροπρόθεσμα είναι αντίθετοι με τα συμφέροντά τους, οδηγώντας σε οικονομική στασιμότητα και κοινωνική παρακμή, με την οποία τελικά θα είναι βαθιά δυσαρεστημένοι. Αυτό είναι προφανώς ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για τις σημερινές δυτικές κοινωνίες.
Αυτό στο οποίο κατέληξαν οι κύριοι αυτοί από την Λέσχη Mont Pélerin, επαγωγικά, είναι η ιδέα που εξέφρασε ο Hans-Hermann Hoppe στο βιβλίο του «Democracy: The God that Failed»: ότι η δημοκρατία εισάγει στην κοινωνία μια τραγωδία των κοινών. Η πλειοψηφία συχνά δεν επιθυμεί τη μείωση των δημόσιων δαπανών, παρά τα προφανή σημάδια γραφειοκρατικής διόγκωσης και αναποτελεσματικότητας. Τείνει να ψηφίζει υπέρ της περαιτέρω επέκτασης του κράτους πρόνοιας, που οδηγεί σε αυξημένη φορολογία και αναδιανομή, η οποία, με τη σειρά της, πνίγει την οικονομία. Αυτό συνεχίζεται επειδή η ίδια η φορολογική επιβάρυνση της πλειοψηφίας θεωρείται χαμηλότερη από την υποτιθέμενη αξία των επιδοτήσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών που λαμβάνει. Η μαζική μετανάστευση προφανώς επιδεινώνει αυτή τη διαδικασία, αφού ο τυπικός φτωχός μετανάστης στη Δύση έχει τα πάντα να κερδίσει και τίποτα να χάσει από μια τέτοια εκλογική στρατηγική.
Η μεγέθυνση του κράτους
Η έλευση της «δημοκρατικής» εποχής συνδέεται έτσι στενά με τη δραματική ανάπτυξη του κράτους από τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα. Η δημοκρατία συμβάλλει σε αυτή τη γραφειοκρατική ανάπτυξη, καθώς οι πλειοψηφίες ψηφίζουν πολιτικές που απαιτούν ή δικαιολογούν ένα μεγαλύτερο κράτος. Αυτός ο καρκινικός κρατισμός στην κοινωνία μπορεί να μετρηθεί μέσα από τους ανεξέλεγκτους αριθμούς, διαχρονικά: φορολογικά έσοδα, δημόσιο χρέος, δημόσιες δαπάνες και δημόσιοι υπάλληλοι.
Ωστόσο, προς μεγάλη -και αρκετά αφελή- ενόχληση της πλειοψηφίας, οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες δεν μεταφράζονται αυτόματα σε περισσότερες και καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες. Αντιθέτως, σύμφωνα με το φαινόμενο Baumol, το σχετικό κόστος των υπηρεσιών τείνει να αυξάνεται, ιδίως στις μη αγοραίες υπηρεσίες των κρατικών διοικήσεων, με όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς. Και, σύμφωνα με τη θεωρία της Δημόσιας Επιλογής, τα κίνητρα των κρατικών υπαλλήλων για καλή και δίκαιη διαχείριση προς το δημόσιο συμφέρον είναι ισχνά, οδηγώντας στη σπατάλη και την αναποτελεσματικότητα, στην καλύτερη περίπτωση, και στη χειρότερη στη διαφθορά.
Δυστυχώς, τα ζητήματα αυτά δεν είναι γνωστά στην πλειονότητα των ψηφοφόρων. Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνθρωποι υποτιμούν πόσο πραγματικά συνεισφέρουν οικονομικά στο κράτος σε σύγκριση με αυτά που λαμβάνουν από αυτό. Υπάρχει μια αφελής απερισκεψία όσον αφορά τους φόρους που επιβαρύνουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους, όπως ο ΦΠΑ και ο πληθωρισμός. Το 1845, ο Frédéric Bastiat είχε ήδη αντιληφθεί αυτά τα ζητήματα, όταν είδε τη φορολογία ως κλοπή: «για να ληστέψεις τον λαό, είναι απαραίτητο να τον εξαπατήσεις. Για να τον εξαπατήσεις, πρέπει να τον πείσεις ότι ληστεύεται προς όφελός του και να τον παρακινήσεις να δεχτεί, σε αντάλλαγμα για την περιουσία του, υπηρεσίες που είναι πλασματικές ή συχνά κάτι ακόμη χειρότερο».
Ψήφος: ανταλλάσσοντας την ελευθερία με την ασφάλεια
Οι δυτικές κοινωνίες ψήφισαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την ελευθερία για την υποτιθέμενη ασφάλεια που παρέχει το κράτος. Πολλοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο Herbert Marcuse είχε δίκιο αρχικά, όταν σημείωνε ότι «η απώλεια των οικονομικών και πολιτικών ελευθεριών, που ήταν τα πραγματικό επίτευγμα των δύο προηγούμενων αιώνων, μπορεί να φαντάζει σαν μια μικρή ζημιά, μέσα σε ένα κράτος ικανό να κάνει την ελεγχόμενη από αυτό ζωή ασφαλή και άνετη». Ωστόσο, αν και αυτό μπορεί να φαίνεται αληθινό για λίγο, η ζωή σε μια σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να είναι «ασφαλής και άνετη» μακροπρόθεσμα λόγω της «διαδικασίας απο-πολιτισμού» που περιγράφηκε παραπάνω.
Έτσι, η ελευθερία της ψήφου συμβάλλει, κατά τραγική ειρωνεία, στην απώλεια της οικονομικής ελευθερίας στη «δημοκρατική» Δύση. Η διαδικασία αυτή έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη που εξισώνει τη δημοκρατία με την ελευθερία. Έτσι, αυτή η διαδικασία είναι το αντίθετο των υποτιθέμενων «εγγενών αντιφάσεων» του καπιταλισμού κατά τον Μαρξ: ο κρατικιστικός παρεμβατισμός είναι που οδηγεί σε οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις και που ωθεί την κοινωνία προς την κρίση και ίσως ακόμη και προς την κατάρρευση.
Αυτό το αποτέλεσμα καθίσταται αναπόφευκτο όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην κοινωνία εμποδίζονται να προοδεύσουν οικονομικά, όταν δεν μπορούν πλέον να τα βγάλουν πέρα και όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αυξανόμενη ανασφάλεια, την παρακμή των κοινωνικών υπηρεσιών και τις καταρρέουσες υποδομές. Είτε οι άθλιες συνέπειες του κρατικού παρεμβατισμού -που ενισχύεται τραγικά από τη δημοκρατική διαδικασία- θα γίνουν σαφείς για την πλειοψηφία, είτε το καθοδικό σπιράλ της καταστροφής του πλούτου και της κοινωνικής παρακμής θα συνεχιστεί. Ας ελπίσουμε ότι οι ιδέες της ελευθερίας θα γίνουν και πάλι ελκυστικές και τα οφέλη του πραγματικού καπιταλισμού θα γίνουν κατανοητά, αν τελικά αποκαλυφθεί η αποτυχία της δημοκρατίας.
Δείτε επίσης: